Συνέχεια από: Παρασκευή, 5 Νοεμβρίου 2021
I. Το υπόδειγμα του Φλωρόφσκυ: το πολεμικό πλαίσιο κατά του Bulgakov
Η συνάφεια αυτής της «διπλής» επιβεβαίωσης της Ορθόδοξης ταυτότητας μέσα από την πολεμική εναντίον του Άλλου, μπορεί να εντοπιστεί στο ίδιο το ρωσικό περιβάλλον του Φλωρόφσκυ, στο πλαίσιο του οποίου επιχείρησε να διατυπώσει με σαφήνεια μία θεολογία της “παραδοσιακής” ταυτότητας της ανατολικής Ορθοδοξίας σ’ αντίθεση προς τη σοφιολογία7 του μεγάλου Ρώσου θεολόγου Σεργίου Bulgakov (1871-1944). Ο Φλωρόφσκυ θεωρούσε τη σοφιολογία ως ένα είδος γερμανικού ρομαντισμού και νεοπλατωνισμού (δηλ. Spätidealismus). Επρόκειτο, όπως υποστήριζε, για τον σαγηνευτικό δυτικό δρόμο του Ρώσου φιλοσόφου Βλαδιμήρου Solov’ev (1853-1900), τον οποίον ακολούθησαν τόσο ο Bulgakov όσο και ο φίλος του, ο φιλόσοφος π. Pavel Florensky (1882-1937), στους οποίους ο Φλωρόφσκυ συνήθως συμπεριλάμβανε καί τον Nikolai Berdyaev (1874-1978)8. Σε μία επισκόπηση δύο εργασιών του Berdyaev, ο Φλωρόφσκυ σημειώνει ότι αυτός υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος μίας συγκεκριμένης φάσης της εξελικτικής πορείας της ρωσικής διανόησης, η οποία «κυριαρχείτο από ισχυρές δυτικές επιρροές διαφόρων μορφών», με εξέχουσα την προβληματική μίας ρωσικής «παράδοσης», ριζωμένης στον ρομαντισμό και ιδιαίτερα στον γερμανικό ιδεαλισμό9. Όπως υποστηρίζει σε μία άλλη βιβλιοκριτική του, υπάρχουν ελάχιστα συγκεκριμένα «ανατολικά» στοιχεία στη σκέψη συγγραφέων όπως ο Solov’ev, ο Dostoyevsky και ο Berdyaev10, και στη λίστα αυτή θα μπορούσαμε με σιγουριά να προσθέσουμε τον Bulgakov και τον Florensky, ως οπαδούς του Solov’ev11, καθώς ακολουθούσαν την δυτική παράδοση του όψιμου ιδεαλισμού και «ακριβώς για τον λόγο αυτό οι διανοούμενοι αυτοί έγιναν τόσο εύκολα αποδεκτοί στη Δύση12. Μιλούσαν το γλωσσικό ιδίωμα της Δύσης». Μετά από τον Solov’ev το ιστορικό - θεολογικό μονοπάτι οδηγούσε πίσω είτε σε ένα μωσαϊκό παραπλανητικών, αν όχι απερίφραστα ετερόδοξων, πηγών που εμφανίζονταν ως ορθόδοξες, είτε, σε αντιδιαστολή με τον Ρώσο φιλόσοφο, στους «πατέρες και στην εμπειρία της Μεγάλης Εκκλησίας, της Εκκλησίας της ιστορίας, της παράδοσης και των Πατέρων»13. Ο Bulgakov, όπως πίστευε ο Φλωρόφσκυ, ακολούθησε τον πρώτο, εσφαλμένο δρόμο και, επομένως, ξέφυγε από το πλαίσιο της παράδοσης14.
Η θεολογία τού Φλωρόφσκυ σφυρηλατήθηκε κατά την ανάμειξη του σε δύο έριδες με τον Bulgakov. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά όταν επιτέθηκε δημόσια στις Προτάσεις για μία περιορισμένη, εγκεκριμμένη επισκοπικά, διακοινωνία (intercommunion), μεταξύ της Αγγλικανικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Bulgakov προς την Αδελφότητα των Αγίων Αλβανού και Σεργίου (1933-35): «η διακοινωνία δεν αποτελεί την μοναδική οδό προόδου. Αντίθετα πρόκειται για ένα αδιέξοδο, απ’ το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή»15. Αμέσως μετά τη σύγκρουση για την διακοινωνία, ακολούθησε η έριδα σχετικά με την Σοφιολογία του Bulgakov (1935-37), όπου οι δύο δικαιοδοσίες ήρθαν σε αντιπαράθεση προς εκείνη του Bulgakov, της «Πατριαρχικής Εξαρχίας των ρωσικών ενοριών υπό την Κωνσταντινούπολη (στο εξής, «Εξαρχία»), του Πατριαρχείου Μόσχας (στο εξής, «Μόσχα»), και την Υπερόρια Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία (στο εξής, «ROCOR»), κατηγορώντας τον επίσημα (αντιστοίχως) ότι διατύπωνε «ξένες» και «αιρετικές» προς την Ορθοδοξία διδασκαλίες16. Η περί «Σοφίας» διένεξη, ωστόσο, υπήρξε πολύ πιο σημαντική για την εξέλιξη του Φλωρόφσκυ σε σχέση με την περί διακοινωνίας έριδα, με δεδομένη τη δριμεία οξύτητά της. Πράγματι, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η διένεξη διαίρεσε την ρωσική Εκκλησία στην εξορία στα μέσα της δεκαετίας του 1930, σε προσωπικό, πολιτικό, θεολογικό και επίπεδο δικαιοδοσίας. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η εμπλοκή του Φλωρόφσκυ, είναι απαραίτητο να παρουσιάσουμε σε γενικές γραμμές την υπόθεση αυτή.
Ο Bulgakov και ο Φλωρόφσκυ ήταν και οι δύο ιερείς και καθηγητές (ο Bulgakov, «κοσμήτωρ») στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, το οποίο αποτελούσε τη σχολή της Εξαρχίας υπό την καθοδήγηση του Μητροπολίτη Ευλογίου (Georgievskii) (1868-1946). H Εξαρχία ήταν γενικά πρόθυμη για διάλογο με τη Δύση και ο Μητροπολίτης Ευλόγιος έλαβε μέρος με μεγάλο ζήλο στη νέα οικουμενική κίνηση και, ενώ η Εξαρχία ήταν γενικά κατά των Μπολσεβίκων, δεν ήταν εμφανώς “Λευκή”, δηλαδή “τσαρική”, και επιχείρησε να παραμείνει χωρίς κάποιο πολιτικό προσανατολισμό17. Ωστόσο, και στους δύο αυτούς τομείς, βρισκόταν σε αντίθεση με άλλες δύο ρωσικές δικαιοδοσίες, οι οποίες είχαν διαφορετικά οράματα για τη σχέση της ’Ορθοδοξίας με τη Δύση και το κράτος: τη «Μόσχα» η οποία βρισκόταν υπό την σοβιετική κυριαρχία υπό την καθοδήγηση του Μητροπολίτη (και στη συνέχεια από το 1943 Πατριάρχη) Sergii (Stragorodskii) τής Μόσχας (1867-1944) και τη Λευκή Ρωσική μοναρχική δικαιοδοσία, ROCOR, υπό την καθοδήγηση του συντηρητικού θεολόγου Μητροπολίτη Antonii (Khrapovitskii) του Κιέβου και Γαλικείας (1863-1936) που είναι γνωστός για την κριτική του στον δυτικό Χριστιανισμό.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1935, το Πατριαρχείο τής Μόσχας, καταδίκασε με μία ukaz ή ένα επίσημο εκκλησιαστικό θέσπισμα αρ. 1651, τη σοφιολογία του Bulgakov ως «αλλότρια» προς την Ορθόδοξη πίστη, στο βαθμό που παραμόρφωνε την παραδοσιακή χριστολογική και τριαδική διδασκαλία. Μεταξύ άλλων, η διδασκαλία του Bulgakov θεωρήθηκε ότι εξέπεσε στον Γνωστικισμό, ότι οδήγησε σε σύγχυση των φυσικών ιδιοτήτων του Θεού με τη θεία ουσία (π.χ. Σοφία), ότι ισχυριζόταν ότι η ανθρώπινη ψυχή ήταν άκτιστη, διακινδυνεύοντας να αποδεχθεί έναν ντετερμινισμό σε σχέση προς την πτώση, αρνούμενος ότι η πτώση υπήρξε η «μοναδική αίτια» της ενσάρκωσης, μεταφέροντας το επίκεντρο της απολύτρωσης από τον Γολγοθά στη Γεσθημανή, μεταβάλλοντας τη θεία αγάπη/χάρη σε αναγκαιότητα, περιερχόμενος σε μία σεξουαλικοποίηση της Τριάδος, όπως συνέβη με τον αμφιλεγόμενο συγγραφέα Vasilii Rozanov (1856-1919) κ.λπ18.
Αυτή η ukaz διαθέτει μία μακρά προϊστορία, την οποία θα πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά στην συνέχεια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιεράρχης του Bulgakov, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος, είχε διακόψει την επικοινωνία του με την Μόσχα, καθώς εξακολουθούσε να αρνείται να συμφωνήσει στη διακήρυξη της 30ής Ιουνίου για νομιμοφροσύνη προς τη σοβιετική κυβέρνηση, την οποία ο Μητροπολίτης Sergii του είχε ζητήσει να υπογράψει. Περαιτέρω, όταν στις αρχές του 1930, ο Μητροπολίτης Sergii μιλώντας σε ξένους δημοσιογράφους είπε ότι δεν υπάρχουν διώξεις της Εκκλησίας στη Ρωσία, υπήρξαν κραυγές οργής στην ’Εξαρχία απέναντι στα «ψέματα» της Μόσχας. Έτσι όταν ο Μητροπολίτης Ευλόγιος προσκλήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Canterbury, στην αρχή της Μ. Σαρακοστής εκείνης της χρονιάς, να συμμετάσχει στις ακολουθίες υπέρ των χριστιανών που διώκονταν από τους Σοβιετικούς στη Ρωσία, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος αποδέχθηκε την πρόσκληση και πέρασε λιγότερο από μία εβδομάδα στο Λονδίνο19. Σε απάντηση, ο Μητροπολίτης Sergii απομάκρυνε στις 11 Ιουλίου του 1930, τον Μητροπολίτη Ευλόγιο από την ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Δυτική Ευρώπη και τελικά, έπειτα από πολλούς πολιτικούς χειρισμούς, επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή του στις 26 Δεκεμβρίου 1930, δηλαδή το να διαλύσει την διοίκηση του Ευλογίου στο Παρίσι. Στη θέση του διορίστηκε ο Μητροπολίτης Elevtherii της Λιθουανίας. Με τον τρόπο αυτό, το κέντρο του Πατριαρχείου της Μόσχας μετακινήθηκε για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 30 από το Παρίσι στην Λιθουανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Μητροπολίτης Ευλόγιος να γίνει αποδεκτός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από τις 17 Φεβρουάριου του 1931 (20).
Το 1925, Ιδρύθηκε μία αδελφότητα από μία μερίδα νέων μεταναστών της Μόσχας, η οποία πήρε το όνομα η «Αδελφότητα του άγιου Φωτίου»21. Τα μέλη της εγκατέλειψαν τη δικαιοδοσία τού Μητροπολίτη Ευλόγιου ήδη από τις αρχές του 1931 για εκείνη του Μητροπολίτη Ελευθέριου, προκειμένου να παραμείνουν υπό το Πατριαρχείο της Μόσχας. Η Αδελφότητα του άγιου Φωτίου (η οποία επονομάστηκε έτσι όχι τυχαία από τον Φώτιο Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης 810-893, ο οποίος ως γνωστόν εναντιώθηκε στον Πάπα και τη Δυτική Εκκλησία αναφορικά προς το filioque) ιδρύθηκε ως μέσο για την προώθηση μίας υπεράσπισης της κανονικής και δογματικής ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της τελικής επικράτησης της Ορθοδοξίας στη Δύση22. Υπήρχε η πεποίθηση ότι ο Χριστιανισμός στην Δύση συνθηκολόγησε με την ετεροδοξία και έπρεπε να κληθεί να επιστρέψει στις ορθόδοξες ρίζες του. Ο Alexis Stavrovskii (1905-1972) εξελέγη ως ο πρώτος πρόεδρος της Αδελφότητας και ο Vladimir Lossky ως ο πρώτος αντιπρόεδρος. Μεταξύ των 12-15 νέων που ήταν μέλη της Αδελφότητας συγκαταλέγονταν οι Evgraf Kovalevskii (1905-1970) (ο οποίος έγινε αργότερα Επίσκοπος Jean-Nectaire του Άγιου Διονυσίου, ο πρώτος ορθόδοξος ιεράρχης στην Γαλλία), ο λειτουργιολόγος Vsevolod Palashkovsky (1904-1979) και οι εικονογράφοι Georgii (αργότερα μοναχός Gregory) Krug (1908-1969) και ο Leonid Ouspensky (1902-1987).
Η Αδελφότητα είχε εκφράσει προς τον Μητροπολίτη Sergii τις ανησυχίες της για τις διδασκαλίες του Bulgakov με πλήθος ανακοινώσεων όλα αυτά τα χρόνια. Σε αντίδραση προς αυτές τις ανακοινώσεις, ο Μητροπολίτης Sergii στο τέλος της άνοιξης τού 1935, ζήτησε μία έκθεση από τον Μητροπολίτη Ελευθέριο για τη σοφιολογία του Bulgakov όπως επίσης και από την Αδελφότητα. Η Αδελφότητα απάντησε ότι πράγματι θα προετοίμαζε μία τέτοια έκθεση άλλα ότι χρειαζόταν κάποιος χρόνος, προκειμένου να γίνει μέ τον πρέποντα τρόπο. Σε απάντηση προς το αίτημα ο Lossky έστειλε μία προκαταρκτική έκθεση σε μορφή επιστολής όπου ασκούσε κριτική στην θεολογία τοΰ Bulgakov. Στο μεταξύ, ο Μητροπολίτης Ελευθέριος δέσμευσε με το αίτημα αυτό τον Stavrovskii, ο οποίος είχε βρει καταφύγιο έξω από την Γαλλία στο Konvo της Λιθουανίας και ενεργούσε ως ο γραμματέας του Ελευθερίου μέχρι το 1938 στην επισκοπική Σύνοδο της Λιθουανίας. Ο Stavroskii έγραψε μία αναφορά, η οποία αποτελείτο από μια συλλογή παραπομπών από το έργο του Bulgakov Agnets Bozhii (Lamb of God) (1933) και η οποία συνοδευόταν από μία κριτική που κατήγγειλε τον Bulgakov για γνωστικισμό και πανθεϊσμό. Υπήρξε πρώην μαθητής στον Άγιο Σέργιο, ο οποίος εξαιτίας ενός πειθαρχικού προβλήματος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Ινστιτούτο (πιθανότατα για ηθικά παραπτώματα) ενώ αργότερα εκδιώχθηκε από την Γαλλία για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι. Πράγματι η Αδελφότητα του Άγιου Φωτίου είχε από καιρό πολεμήσει παθιασμένα (μάλιστα πολύ πριν εγκαταλείψει την Εξαρχία) εναντίον μίας αντίπαλης ομάδας, την Αδελφότητα της Αγίας Σοφίας23, που ήταν σε μεγάλο βαθμό μία ειδική ομάδα πού ιδρύθηκε από τον Bulgakov και τον ιστορικό Anton Kartashev (1875-1960) και υπήρχε περίπου από το 1923 μέχρι το θάνατο του Bulgakov το 1944. Η Αδελφότητα της Σοφίας, η οποία είχε ως μέλη της μία ευρεία γκάμα ανθρώπων, όπως σημαντικό αριθμό από τη σχολή του Αγίου Σεργίου, εκ των οποίων αρκετοί στη συνέχεια διέκοψαν τις σχέσεις τους μ’ αυτή (όπως π.χ. οι Peter Struve (1870-1944), Nikolai Berdyaev (1874-1948) και o Florovsky) ήταν επίσης αφιερωμένη στην προώθηση της Ορθοδοξίας στη Δύση, αν και με έναν τρόπο λιγότερο θριαμβολογικό και με περισσότερο οικουμενικό πνεύμα σε σχέση με την Αδελφότητα του Φωτίου. Επιπλέον, η Αδελφότητα της Σοφίας ήταν ανοικτά επικριτική του Σοβιετικού καθεστώτος και επομένως ήταν σκεπτική έναντι της Μόσχας σε αντίθεση προς την Αδελφότητα της Σοφίας η οποία ήταν απαρέγκλιτα πιστή απέναντί της, ως η Μητέρα Εκκλησία. Η Αδελφότητα της Σοφίας διέθετε καλές σχέσεις με τον Ευλόγιο, ως τον τοπικό Ρώσο επίσκοπο αλλά ωστόσο δεν υπαγόρευσε κάποια ορισμένη πολιτική ή κανονική θέση στα μέλη της. Προσέλκυσε την ιδιαίτερη οργή της Αδελφότητας του αγίου Φωτίου, καθώς ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με αρκετά διαφορετικά θέματα (π.χ. Εκκλησία και Κράτος, η Εκκλησία και η Κοινωνία, Ορθοδοξία και Καθολικισμός), τη σοφιολογία, που την έφερε σε διάλογο με άλλες ιδέες. Η Αδελφότητα τού Φωτίου θεώρησε ότι η σοφιολογία είχε, στην καλύτερη περίπτωση, μη πατερικό και θεωρητικό χαρακτήρα, ενώ στην χειρότερη ήταν ξεκάθαρα αιρετική. Έτσι ερωτήματα πού αφορούσαν στη φύση αυτού που αποτελούσε ορθόδοξη διδασκαλία, στις κατευθύνσεις αυτού που αποτελούσε επιτρεπόμενη θεολογική άποψη (θεολογούμενα - όπως ισχυριζόταν ο Bulgakov ότι ήταν η διδασκαλία του) και ποιά ήταν η νόμιμη αυθεντία για να εγγυηθεί την εκκλησιαστική διδασκαλία, αποτελούσαν το πλαίσιο της συζήτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου