Συνέχεια από : Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024
Γιατί όμως ο Νίτσε ισχυρίζεται πώς η συνείδηση είναι μόνον μία κατάσταση συμβεβηκότος της αναπαραστάσεως και όχι μία ουσιώδης στιγμή της ζωής; Γιατί ισχυρίζεται πώς το Εγώ είναι μόνον ένα όργανο και ένα παιχνίδι του εαυτού, και δέν είναι το θεμέλιο και ο σκοπός, έστω και πεπερασμένος του εαυτού; Γιατί δέν διακρίνει στον εαυτό (se) μία ενότητα αδιαφοροποίητη ακόμη Εγώ και σώματος, Εγώ και κόσμου, σκέψης και είναι, όπως σε μορφές διαφορετικές συμβαίνει στον Σπινόζα, στον Λάϊμπνιτς, στον Hegel; Ίσως επειδή η ανάγνωση του αυτών των φιλοσόφων και ολοκλήρου της παραδόσεως έγινε κάτω απο το Φώς του Καρτέσιου, και αυτή η οπτική του επιτρέπει να τους συγκεντρώσει και να τους παρασύρει όλους στην καταστροφή.
Σε ένα απο τα δοκίμια που θα ακολουθήσουν είναι γραμμένο. «το γεγονός πώς ο Νίτσε, ο οποίος εργάζεται για την καταστροφή της Καρτεσιανής βεβαιότητος...είναι στην πραγματικότητα τόσο πιστός σ’αυτόν μέχρι του σημείου να τοποθετήσει τη δική μας "αίσθηση ότι είμαστε υποκείμενα" στην καταγωγή των κλασσικών ερευνών του γύρω απο την ψυχή» μας επιτρέπει να υποθέσουμε πώς η κριτική του Νίτσε στην ψευδαίσθηση του Εγώ, υποβαστάζεται απο μία ανάγνωση της μεταφυσικής δυτικής παραδόσεως επηρεασμένης ουσιαστικώς απο την φιλοσοφία του Καρτέσιου. Εάν αυτή η υπόθεση είναι αληθινή, μπορούμε να εξάγουμε παραπάνω συνέπειες: το Εγώ που ο Νίτσε δηλώνει ψευδαισθησιακό είναι μόνον το Εγώ, στο Fundamentum inconcussum veritatis (Ακλόνητο θεμέλιο της αλήθειας), το οποίο είναι χωρίς εαυτό και χωρίς κόσμο, πάντοτε και μόνον συνειδητό, το οποίο τείνει να τοποθετηθεί σαν απόλυτο, ένα εγώ στο οποίο βεβαίως δέν είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρισθούμε : και επομένως η κριτική του δέν κατορθώνει να διαλύσει τις υπόλοιπες πολλαπλές φιγούρες στις οποίες εμφανίζεται το Εγώ στον σύγχρονο κόσμο, και οι οποίες δέν μπορούν να ξανασυνδεθούν πλέον με τον Καρτέσιο.
Σε ένα απο τα δοκίμια που θα ακολουθήσουν είναι γραμμένο. «το γεγονός πώς ο Νίτσε, ο οποίος εργάζεται για την καταστροφή της Καρτεσιανής βεβαιότητος...είναι στην πραγματικότητα τόσο πιστός σ’αυτόν μέχρι του σημείου να τοποθετήσει τη δική μας "αίσθηση ότι είμαστε υποκείμενα" στην καταγωγή των κλασσικών ερευνών του γύρω απο την ψυχή» μας επιτρέπει να υποθέσουμε πώς η κριτική του Νίτσε στην ψευδαίσθηση του Εγώ, υποβαστάζεται απο μία ανάγνωση της μεταφυσικής δυτικής παραδόσεως επηρεασμένης ουσιαστικώς απο την φιλοσοφία του Καρτέσιου. Εάν αυτή η υπόθεση είναι αληθινή, μπορούμε να εξάγουμε παραπάνω συνέπειες: το Εγώ που ο Νίτσε δηλώνει ψευδαισθησιακό είναι μόνον το Εγώ, στο Fundamentum inconcussum veritatis (Ακλόνητο θεμέλιο της αλήθειας), το οποίο είναι χωρίς εαυτό και χωρίς κόσμο, πάντοτε και μόνον συνειδητό, το οποίο τείνει να τοποθετηθεί σαν απόλυτο, ένα εγώ στο οποίο βεβαίως δέν είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρισθούμε : και επομένως η κριτική του δέν κατορθώνει να διαλύσει τις υπόλοιπες πολλαπλές φιγούρες στις οποίες εμφανίζεται το Εγώ στον σύγχρονο κόσμο, και οι οποίες δέν μπορούν να ξανασυνδεθούν πλέον με τον Καρτέσιο.
Κατα την κρίση του, εάν ο μοντέρνος κόσμος, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής φάσεως της τεχνολογικής εποχής στην οποία ζούμε, κατέληξε μία εικόνα—που σημαίνει πώς η αλήθεια εννοείται σαν βεβαιότης της αναπαραστάσεως, ο άνθρωπος είναι εκείνο το υποκείμενο που θεμελιώνει το όν, και αυτό το τελευταίο, εφόσον χάθηκε το δικό του Είναι, κατέληξε ένα απλό αντικείμενο το οποίο δέχεται απο το υποκείμενο «την σφραγίδα του είναι»-αυτό οφείλεται στην ριζική αλλαγή που έφερε το Cogito sum του Καρτέσιου. Και πάντοτε κατα την κρίση του, «η αρχαία ιστορική προϋπόθεση, που ενήργησε μία μακρυά και κρυμμένη μεσότητα, ώστε ο κόσμος να γίνει εικόνα» είναι το γεγονός πώς στον Πλάτωνα, η οντότης του όντος ορίζεται σαν είδος (προοπτική, θέα). Και γι’αυτό ερμηνεύει ολόκληρη την μεταφυσική παράδοση της Δύσεως κάτω απο το Φώς της Καρτεσιανής συλλήψεως του Ego cogito και των Res cogitans,σαν μία μοναδική πρόοδος...λόγω της οποίας ο κόσμος συστήνεται κατ’εικόνα και ο άνθρωπος σε υποκείμενο εν μέσω του όντος.
Παρ’όλα αυτά όμως, ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ αφήνει να φανεί το όριο της ερμηνείας του, απο την στιγμή που αναγνωρίζει πώς τα συστήματα των Λάϊμπνιτς, Κάντ, Φίχτε, Hegel και Σέλλινγκ, στην συμπάγεια τους και την μοναδικότητα τους, δέν έχουν κατανοηθεί ακόμη, και πώς το μεγαλείο τους αναγνωρίζεται στο γεγονός πώς δέν αναπτύσσονται, όπως στον Καρτέσιο, απο το υποκείμενο εννοημένο σαν Εγώ και πεπερασμένη ουσία, αλλά αναπτύσσονται στον Λάϊμπνιτς απο την μονάδα εννοημένη σαν ψυχική ουσία, στον Κάντ απο την ουσιώδη υπερβατικότητα της πεπερασμένης νοήσεως, η οποία ριζώνει στην φαντασία, στον Φίχτε απο το άπειρο Εγώ, στον Hegel απο το πνεύμα σαν απόλυτη Γνώση κ.τ.λ.
Ο Χαϊντεγκερ ισχυρίζεται πώς αυτά, που φτάνει να τα ονομάσει «ουσιώδεις μεταλλάξεις της θεμελιώδους θέσεως του Καρτεσίου», παρ’όλα αυτά παραμένουν στο εσωτερικό του. Δέν είναι όμως σίγουρο, διότι σ’αυτές τις θέσεις εκφράζεται μία σκέψη βαθύτατα ανανεωτική, η οποία δέν είναι δυνατόν να ξαναοδηγήσει στην Καρτεσιακή τοποθέτηση. Διότι αυτή η τελευταία, κατά τον ίδιο τον Χάϊντεγκερ (΄΄Είναι και χρόνος΄΄ παρ.6), “αφήνει αόριστο...το νόημα του είναι του «Sum»” διότι ο Καρτέσιος δέχεται στην res cogitans την μεσαιωνική εννοιολόγηση της ψυχής, η οποία είναι ουσία πεπερασμένη διότι δημιουργημένη, όμως αυτός ο προσδιορισμός δέν αρχίζει μόνον με την υπαρξιακή αναλυτική του Dasein, άρχισε μετά τον Καρτέσιο, και προχώρησε χάρη στους μεγαλύτερους στοχαστές μέσα στα πλαίσια διαφορετικών προοπτικών, τις ίδιες που επισήμανε και ο Χάϊντεκγερ,οι οποίες όμως πρέπει να αναγνωρισθούν στην πρωτοτυπία τους απέναντι στην Καρτεσιανή τοποθέτηση.
Συνεχίζεται
Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΚΑΘΟΤΙ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου