Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Χριστός της φιλοσοφίας (32)


Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliette.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: TOΠΟΙ

2. Ο νεαρός Χέγκελ.


Οι λέξεις οδηγοί του Χέρντερ, τα τρία L, Light, Leben, Lieber (φώς, ζωή, αγάπη) φτάνουν σαν κληρονομιά στον νεαρό Χέγκελ, αλλά περισσότερο μάλλον ξεπλυμένες και παγωμένες. Ο μελλοντικός μεγάλος στοχαστής δέν είναι τόσο φανερά ενθουσιασμένος απο τους υπέροχους στίχους του Προλόγου. Ο Hermann Nohl χρονολογεί το 1798-99 την σειρά των σκόρπιων κομματιών που συνιστούν "Το πνεύμα του Χριστιανισμού και την μοίρα του". Η γραμμή δίνεται δυστυχώς απο τον αντισημιτισμό, με τον Εβραίο σαν στόχο του. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο φοιτητής της φιλοσοφίας ούρλιαζε με τους λύκους:
          "Ο Λέων δέν φωλιάζει σε μία καρύδα, ούτε και το άπειρο πνεύμα στην φυλακή μίας Εβραϊκής ψυχής".
          Είναι ανάγκη να απευθυνθεί στους ζαλισμένους Εβραίους και να τους πείσει ότι σπρώχνει τον Ιησού, μία όμορφη ψυχή, Υιό του Θεού, γεμάτο απο το "καθαρό αίσθημα της ζωής", ώστε να χρησιμοποιήσει τα φτωχά μέσα που προσφέρει η Εβραϊκή νοοτροπία. Η Εβραϊκή κουλτούρα, "...τόσο φτωχή απέναντι στις πνευματικές σχέσεις, πού τον υποχρέωνε γι'αυτό να χρησιμοποιήσει το πιό πνευματικό που υπήρχε, δεσμούς αντικειμενικούς, μίας ρεαλιστικής γλώσσας η οποία όμως συχνά αντηχεί πιό βάρβαρα ακόμη και αν τα αισθήματα έπρεπε να εκφραστούν σε αλληγορική μορφή..."
          Το πνευματικό "κατοικεί" αναγκαίως στους συνδυασμούς τής ξηρής πραγματικότητος": να εισέλθουμε στην βασιλεία, είμαι η Πύλη, είμαι η αληθινή τροφή, όποιος φάει την σάρκα μου κ.τ.λ.
          Αυτές οι αποσιωπήσεις δέν υπόσχονται τίποτε καλό για την ανάγνωση και τον σχολιασμό του Προλόγου που ξεκινά. Και πράγματι, παρότι χρησιμοποιεί μία "γλώσσα του πιό αυθεντικού Θείου", ο Πρόλογος φανερώνει την διαμάχη του πιό "καθαρού νοήματος" με τις "λέξεις της φυλής" και την πρωτόγονη εννοιολόγησή τους. Μπορούμε να προβλέψουμε ήδη ότι ο σχολιασμός θα είναι μεικτός με κριτική. Στον Ιωάννη ελέγχεται η αποτυχία του να ξεπεράσει "τον απλό στοχασμό". Προτάσεις δηλ. οι οποίες συνδέουν ένα υποκείμενο και ένα κατηγορούμενο ιδιαίτερο (Θεός....Λόγος....Ζωή), χωρίς την παρέμβαση της έννοιας, του καθολικού. Αυτές οι προτάσεις δέν είναι αληθινές κρίσεις καθόσον είναι διατυπώσεις απλά αντικειμενικές, όπου το πνεύμα δέν εκφράζεται πνευματικά. Ο Χέγκελ λοιπόν θα απαιτήσει να διορθώσει τα πράγματα δίνοντας στον Λόγο την εννοιολόγηση τής νοήσεως. Το διώνυμο Θεός-Λόγος, περιέχει λοιπόν έναν χωρισμό, και αυτή η αξιολόγηση, ή κρίση, είναι ταυτοχρόνως και η επανένωσή τους, η σύνθεσή τους. Η κρίση ενώνει αυτό που κρατά χωρισμένο. Χάρη σ'αυτή την ταυτότητα στην διαφορά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το μέρος είναι το Όλον. Μία διαλεκτική διατύπωση, η οποία χρησιμοποιήθηκε και απο τον Σλαϊερμάχερ και απο τον Σέλλινγκ. Η φιλοσοφική γλώσσα στην οποία ο Χέγκελ μεταφέρει τους ιερούς στίχους, ξεχώρισε την αδρανή μάζα τής γλώσσας τής πραγματικότητος, χωρίς να την αντικαταστήσει ολοκληρωτικώς. Το γεγονός είναι ότι τα θέματα του φωτός και της ζωής ασκούν μία πολύ δυνατή έλξη. Ο Λόγος, ιδιαιτερότης αλλά και άπειρο (ξανά) μοίρασμα, είναι ζωή, ζωή στην οποία η νεκρή ιδιαιτερότης ανανεώνεται σε "κλάδο του δένδρου της άπειρης Ζωής", ένα όλον, μία ζωή. Το παιχνίδι των αντιθέτων ξαναζωντανεύει το Ιωάννειο γράμμα. Δυστυχώς η φανέρωση αυτή εμπνέει μίαν άλλη σχολαστική μετάθεση και το νόημα παρεκκλίνει. "Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αισθανόταν το μοναδικό (αυτό που είναι ενωμένο) αλλά δέν έφτανε καθαρό στην συνείδησή του παρά μόνον σαν περιορισμένο σε καθορισμένες σχέσεις, πίστευε αλλά η συνείδησή του δέν ήταν ίση με την ζωή".
          Η συνέχεια δέν είναι καλύτερη, και η ανθρωπιστική ανάγνωση αποσαφηνίζεται. Κάθε άνθρωπος ερχόμενος σ'αυτόν τον κόσμο, φέρει το φώς τής συνειδήσεως και ταυτόχρονα συναντά το "φώς του κόσμου" η οποία συνείδηση εκπέμπεται απο τον άνθρωπο του φωτός, μία γνωστική ανάμνηση. Για τον Χέγκελ πρόκειται για τον άνθρωπο σε "ανάπτυξη", για την ανθρωπότητα σε γίγνεσθαι, για "φύση που έρχεται στην συνείδηση".
          Αλλά ο κόσμος παραμένει κλειστός στο φώς του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Παρά το ότι είναι  το δικό του τό πλαίσιο του πνευματικού φωτός, το προσέλαβε σαν παρείσακτο. Αντιθέτως αυτοί που το έχουν αναγνωρίσει δέν αποκτούν μία καινούρια δύναμη, αλλά ενα ανώτερο επίπεδο ζωής, την εξουσία των υιών του Θεού. Στο μέτρο της συνειδήσεώς των τής σχέσεως με το αληθινό φώς οι φωτισμένοι ανακαλύπτουν την Θεία τους φύση.
          Η περιπέτεια της ενσαρκώσεως φέρει μία περιπλοκή σ'αυτή την γνώση η οποία προηγείται κάπως του λόγου του Eduardo στην "Εορτή των Χριστουγέννων" του Σλαϊερμάχερ. Μέχρις εδώ επρόκειτο μόνον για τον γενικό άνθρωπο και για τον ορθό λόγο. Με τον στίχο 14 ο Λόγος τροποποιείται σε άτομο. Ταυτοχρόνως δέ ο σχολιαστής ξαναρίχνεται στην τρικυμία, στο ανοιχτό πέλαγος. Για να ξεφύγει απο την αμηχανία ο Χέγκελ συνδέει τον εξατομικευμένο Λόγο "τον άνθρωπο που έρχεται σ'αυτόν τον κόσμο" του στίχου 9, με την δικαιολογία ότι είναι απαραίτητος κάποιος στον οποίο να αναφερθεί το αυτόν των στίχων 10-12 και τήν μαρτυρία του Βαπτιστού, η οποία δέν περιορίζεται στο φώς (το αφηρημένο, το καθολικό).
          Μία στιγμή πρίν δέν φαινόταν καθόλου αμήχανος να υπονοήσει "τον λαμπαδοφόρο άνθρωπο", τον "εξελισσόμενο". Είναι δυνατόν να τον διαπραγματεύεται σαν μία συζυγία ή να υπονοεί μία προκατάληψη του προσωποποιημένου Λόγου. Αλλά η γραφή είναι τόσο αστεία που τό κατάλαβε ακόμη και ο Χέγκελ και διέκοψε το σχόλιο. Το πρώϊμο συμπέρασμα δηλώνει:
          "Όσο λαμπρή κι' άν μπορεί να είναι η ιδέα του Θεού, παραμένει πάντοτε η Εβραϊκή αρχή της αντιθέσεως της σκέψης πρός την πραγματικότητα, του νοητού στο αισθητό, το σχίσιμο της ζωής, ένας νεκρός σύνδεσμος ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, ενώ αυτός ο δεσμός μπορεί να γίνει αποδεκτός μόνον σαν ζωντανός σύνδεσμος στον οποίο μόνον μυστικά μπορούμε να μιλήσουμε για τις σχέσεις των όρων".
          Αργότερα, την μοναδική φορά που αναφέφθηκε στον Πρόλογο, ο Χέγκελ εξέφρασε μία ιό ισορροπημένη αποδοχή. Στα "Μαθήματα στην φιλοσοφία τής ιστορίας" θεωρεί σαν μία αξία του δόγματος της ενσαρκώσεως τον δεσμό τυπικά Χριστιανικό, του στοχαστικού βάθους με την σχηματική και τυπική εξωτερικότητα:
          "Το στοχαστικό βάθος είναι ήδη πολύ εσωτερικά ανιχνεύσιμη με την εμφάνιση του Ιησού του ιδίου. Ήδη στον Ιωάννη (εν Αρχή...κ.τ.λ.) διακρίνουμε τήν αρχή μίας βαθύτερης εννοιολογήσεως, όπου η πιό βαθειά σκέψη συνδυάζεται με την μορφή τού Χριστού , στο ιστορικό και στο εξωτερικό, και είναι ακριβώς αυτό το μεγαλείο τής Χριστιανικής θρησκείας, το γεγονός ότι με όλο αυτό το βάθος είναι πολύ εύκολο να προσληφθεί εξωτερικά, ενώ προτρέπει σε μία βαθύτερη διείσδυση. Ισχύει για κάθε βαθμό πολιτισμού και ταυτόχρονα, ικανοποιεί τις πιό υψηλές απαιτήσεις".
          Ανάμεσα στις νεανικές σημειώσεις τού Χέγκελ, ο σχολιασμός του Προλόγου είναι ανάμεσα στα πιό μέτρια κείμενά του. Η στοχαστική πρόθεση δέν βρήκε ακόμη τα πατήματά της  και εξασκείται ενάντια στις διατυπώσεις. Αντιθέτως μέσα στην πλήρη του ωριμότητα, στο "Μύηση στην μακάρια ζωή", ο Φίχτε διατυπώνει την διάσημη προσαρμογή του τού Προλόγου, την πιό διάσημη προσπάθεια αυτού του είδους. Ο Γκαίτε δέν είχε  γράψει ακόμη τους διάσημους μονοσύλλαβους:

Είναι γραμμένο : Εν Αρχή ήν ο Λόγος (το ρήμα).
Εδώ ήδη διστάζω: Ποιός θα με βοηθήσει να συνεχίσω; Είναι αδύνατον να εκτιμήσω σ'εναν τέτοιο βαθμό τον Λόγο. Πρέπει να μεταφράσω διαφορετικά.
Εάν στ'αλήθεια το πνεύμα μού συμπαρασταθεί.
Είναι γραμμένο: Στην αρχή ήταν η Αίσθηση. 
Εξέτασε προσεκτικά την πρώτη γραμμή
Ώστε η πέννα σου να μήν είναι βιαστική.
Είναι η αίσθηση που το όλον ενεργεί και δημιουργεί;
Θά'πρεπε να έχουμε: στην αρχή ήταν η Δύναμις.
 Παρ'όλα αυτά την στιγμή την ίδια που το γράφω, 
κάτι με πληροφορεί να μήν σταματήσω.
Το πνεύμα έρχεται πρός βοήθειά μου.
Ξαφνικά βλέπω καθαρά.
Και γράφω με εμπιστοσύνη : Στην αρχή ήταν η πράξη:

Γράφτηκαν το 1808, αλλά ο Φίχτε οικειοποιήθηκε αυτούς τους στίχους με την φλόγα και την ενέργεια ενός Φάουστ και  έκανε τον Πρόλογο την παραβολή της δικής του "Ιωαννείου φιλοσοφίας". Εάν παρ'όλα αυτά ο Γκαίτε σκέφθηκε αυτόν τοποθετώντας την πράξη στην πρώτη γραμμή, δέν ήταν καλά ενημερωμένος. Ο Φίχτε είχε προσλάβει και ξεπεράσει το Sfreben (την τάση) που νευρώνει το δόγμα της επιστήμης του 1794 και χαρακτηρίσει την βουλησιαρχία του Γκαίτε.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια: