[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=169136]
7. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι μεταφράσεις στα ελληνικά των έργων δύο σπουδαίων θεολόγων ρωσικής καταγωγής: του π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, που γεννήθηκε στην Οδησσό και του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, που γεννήθηκε στο Τάλλιν της Εσθονίας. Ο Σμέμαν υπήρξε μαθητής του Φλορόφσκυ, αλλά και οι δύο συνδέθηκαν με το Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι όπου δίδαξαν Πατρολογία και Εκκλησιαστική Ιστορία αντίστοιχα, ενώ αργότερα δίδαξαν σε Πανεπιστήμια της Αμερικής.Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ έδιδε προτεραιότητα στη λατρεία τονίζοντας ότι: « η Εκκλησία είναι πάνω από όλα λατρεύουσα κοινότητα. Η λατρεία έρχεται πρώτη, ακολουθεί η διδασκαλία και η πειθαρχία. Ο lex orandi έχει προνομιακή προτεραιότητα μέσα στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο lex credendi εξαρτάται από την εμπειρία της ευσέβειας και την όρασή της την πνευματική»[20].
Ο π. Αλέξαντρος Σμέμαν επηρεασμένος από τους ορθοδόξους της διασποράς και βλέποντας κυρίως τον τρόπο ζωής των ενοριών της Βορείου Αμερικής διέβλεπε δύο ακρότητες. Η πρώτη ακρότητα αφορούσε τη δημιουργία ενός «τεχνητά διαμορφωμένου παρελθόντος», που πίστευε ότι έτσι η εκκλησία μπορεί να διασώσει την πίστη της μπροστά στον κίνδυνο της αποστασίας. Εδώ υπήρξε κάποια «εξιδανίκευση της αρχαιότητας». Από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος της «Αμερικανοποίησης» της πίστης και της «αίρεσης της εκκοσμίκευσης». Ο Σμέμαν λέει ότι και οι δύο τάσεις κάνουν τον κόσμο «αδιάβλητο από τη χάρη». Εκείνος θεωρούσε ότι η ορθοδοξία πρέπει να βρίσκεται «σε δημιουργική ένταση με τον κόσμο όπου ζει». Το θέμα δεν είναι αποδοχή ή απόρριψη του κόσμου, αλλά να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο ως ορθόδοξοι χριστιανοί με ότι αυτό συνεπάγεται.
Είναι γνωστό ότι ο π. Σμέμαν αμφισβήτησε έντονα τον καθιδρυματικό χαρακτήρα της εκκλησίας και την προσκόλληση στους τύπους της λατρείας. Η αμφισβήτηση αυτή συνδεόταν και με την κατάσταση της ρωσικής εκκλησίας, η οποία στο πλαίσιο της «βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» της αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και είχε προσκολληθεί στους τύπους αυτούς. Αλλά και οι Ορθόδοξοι της διασποράς, πού είχε υπόψη του ο π. Σμέμαν, πάλευαν γιά τη ζωή. Δεν είχαν την πολυτέλεια της θεολογικής αυτεπίγνωσης. Σε κάθε περίπτωση όμως, με ή χωρίς επίγνωση, συγκροτούσαν τη σύναξη της Εκκλησίας και ίδρυαν ναούς και ενορίες διατηρώντας τη λαϊκή παράδοση.
Η άκριτη χρησιμοποίηση ορισμένων θέσεων του π. Σμέμαν και η ταύτισή τους με τα ελληνικά δεδομένα είναι μάλλον άστοχη. Διότι έτσι οδηγηθήκαμε σε μια θεολογική γκρίνια, ιδεολογοποίηση και εσωστρέφεια. Αρχίσαμε να τρώμε τις σάρκες μας «αλλήλους δάκνοντες καί κατεσθίοντες»[21] επιμένοντας σε θεολογικές λεπτομέρειες. Και δε βλέπαμε ότι χάναμε την όντως ζωή τα χέρια μας. Αδυνατούσαμε να νοηματοδοτήσουμε τή ζωή του κόσμου και οι άνθρωποι δε μας κατανοούσαν. Αντί να βρούμε τρόπους διαλόγου με τη λογιοσύνη του τόπου και την κοινωνία, διαμορφώνοντας σύγχρονους όρους επικοινωνίας, στρεφόμασταν μονομερώς κατά της εκκλησιαστικής διοίκησης, η οποία σαφώς και είχε πολλές ευθύνες για τα εκκλησιαστικά δρώμενα. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί ένα εσωτερικό «ψυχολογικό χάσμα» μεταξύ επισκόπων-κληρικών αφενός και λαϊκών θεολόγων αφετέρου με όλες τις αρνητικές συνέπειες. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια πολλοί ακαδημαϊκοί θεολόγοι και σοφοί επίσκοποι κατανόησαν τον κίνδυνο και εντείνουν τις προσπάθειες για την άρση του «ψυχολογικού αυτού χάσματος».
Τον π. Σμέμαν ενδιέφερε η νοηματοδότηση της ζωής με νέους θεολογικούς όρους. Αλλά στα κείμενά του υπάρχει μια αμφισημία την οποία προηγουμένως καταγγέλλει. Από τη μια μεριά τονίζει την έννοια της πρόσληψης, της νοηματοδότησης και του αγιασμού των πραγμάτων του κόσμου, ενώ από την άλλη υπάρχει η αποστασιοποίηση, η «αίρεση της εκκοσμίκευσης» που υπεισέρχεται στη λατρεία. Θεολογούσε με βάση τις ποιμαντικές ανάγκες που οπωσδήποτε δεν ήταν οι ίδιες πάντοτε. Σαφώς υπάρχει αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον «κανόνα του προσεύχεσθαι» (lex orandi) και τον «κανόνα του πιστεύειν» (lex credendi), αλλά ο π. Σμέμαν ενδιαφερόταν, -κατά την ταπεινή μου γνώμη,- καί γιά τή διαμόρφωση του «κανόνα του ζειν»» (lex vivendi), κάτι που συχνά λησμονεῖται. Χωρίς τη διάσταση αυτή φοβούμαι ότι η θεολογική σκέψη χάνει την εσωτερική της ζωντάνια και την ικμάδα του Πνεύματος. Θα αναφερθούν ορισμένα μόνο από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά συγγράμματα του π. Αλ. Σμέμαν, που εντάσσονται στο πλαίσιο του θέματός μας: Για να ζήσει ο κόσμος, εκδ. Αθηνά 1970, Μεγάλη Σαρακοστή, Ακρίτας 1983, Η αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο, Ακρίτας 1984, Εξ ύδατος και Πνεύματος, εκδ. Δόμος 1984, Ευχαριστία, Ακρίτας, 1987 (έκδ. βελτιωμένη 2000), Η Εκκλησία προσευχομένη (Εισαγωγή στη Λειτουργική Θεολογία), Ακρίτας 1991, Εορτολόγιο, Ακρίτας 1997, Μικρό οδοιπορικό της Μ. εβδομάδος, Ακρίτας 2001, Ημερολόγιο, Ακρίτας 2002, Παναγία, Ακρίτας 2003, Πιστεύω, Ακρίτας 2003.
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
[Συνεχίζεται]
[20] Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, εκδ. Αρτος Ζωής, Αθήναι 1973, σ.159
[21] Βλ. Γαλ. 5,15.
pemptousia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου