Συνέχεια από Τρίτη, 1η Ιουνίου 2021
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND
ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
6. ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ
ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»
7. Η κοινωνία και η υπόθεση τής προόδου
Το επιχείρημα αυτό
(για την παρέμβαση μιας «κοινωνίας» στις ατομικές ελευθερίες – βλ. προηγούμενη
ανάρτηση) εξασθενεί πάρα πολύ, όταν πρόκειται, όχι για τη σωτηρία, αλλά για τη «συνεχώς αναπτυσσόμενη βελτίωση της κοινωνίας». Πολλά δεδομένα τής
ιατρικής έρευνας ανήκουν μάλιστα σ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία (υπόσχονται τη συνεχή κοινωνική βελτίωση!).
Ο κίνδυνος που διατρέχει μια κοινωνία
πρέπει να διακρίνεται, όπως είπαμε ήδη, απ’ την τραγικότητα της κάθε προσωπικής
ζωής. Η εμφάνιση μιας ασθένειας και οι θάνατοι που αναπόφευκτα την
ακολουθούν δεν αποτελούν, όσο εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες στατιστικές αξίες,
ένα κοινωνικό, με την αυστηρήν έννοια, κακό.
Βιάζομαι ωστόσο να προσθέσω, ότι η οποιαδήποτε ασθένεια δεν παύει γι’ αυτόν
τον λόγο να είναι και απευκταία, και η κραυγή για θεραπεία, που εκφέρεται με
μια βουβή σαφήνεια από το κάθε θύμα, αλλά και απ’ όλα τα «δυνάμει» θύματα, δεν
συνιστά κατά κανέναν τρόπο μια μικρότερην αξία. Είναι ωστόσο παραπλανητικό το να εξισώνουμε τη ριζικά ανθρώπινη
απάντηση σε όλο αυτό με το χρέος μιας κοινωνίας: την απάντηση αυτή την
οφείλει ο κάθε άνθρωπος στον συνάνθρωπό του – και γι’ αυτό την «επανοφείλει» η
κοινωνία στο άτομο, μόλις η μέριμνα που αναλογεί σ’ αυτές τις ανάγκες ξεπεράσει
(όπως συμβαίνει ολοένα και περισσότερο) τη «σφαίρα» τού ιδιωτικού (προσωπικού)
αυθορμητισμού και καταστή δημόσια επιταγή. Η κοινωνία αναλαμβάνει μ’ αυτόν κατ’
αρχάς τον τρόπο την ευθύνη για ιατρική μέριμνα, έρευνα, φροντίδα τών γερόντων
και αναρίθμητες άλλες «καταστάσεις», που δεν ανήκαν αρχικά στο δημόσιο πεδίο, αλλά θεωρούνται τώρα πράγματι ως
υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία και όχι στον ίδιον άμεσα τον συνάνθρωπο,
εφ’ όσον η διαχείρησή τους είναι πλέον κοινωνική (( Πρόκειται
για μια «περίεργη» μετάθεση απ’ το
ατομικό στο συλλογικό και απ‘ το προσωπικό στο «απρόσωπο», όπου η «κοινωνία»,
το κράτος, το «δημόσιο» αναλαμβάνουν απολύτως καθοδηγητικό ρόλο στις ανθρώπινες
«υποθέσεις», χωρίς κανέναν, τις
περισσότερες φορές, ουσιαστικό έλεγχο εκ μέρους τών «καθοδηγουμένων». Το ίδιο
συμβαίνει αναλογικά και όταν ως «Εκκλησία» αναγνωρίζεται και εννοείται η διοικούσα
και μόνον «Εκκλησία», με επικεφαλής τούς επισκόπους και φορείς της τον υπόλοιπο
«κλήρο», οπότε και οι πιστοί καταντούν παθητικά απλώς μέλη και «θεατές» και
«ακροατές» τών τελουμένων… Έτσι ακριβώς εφαρμόζεται με μεγάλη «επιτυχία» (τί
αποτυχία!) η εξουσία ανθρώπου σε άνθρωπο, που δεν την επιτελεί ούτε ο ίδιος ο
Θεός! … )) .
Αναμένουμε
πλέον πράγματι, όχι μόνο «δικαιοσύνη» (δίκαιο) και τάξη και προστασία τής
ασφάλειάς μας απ’ την κοινωνία, αλλά ενεργητική και διαρκή βελτίωση σε όλους τούς τομείς τής ζωής μας: να «τιθασευτή»
περαιτέρω η φύση, και να πολλαπλασιαστούν και να επιταθούν ταυτόχρονα οι
δυνατότητες ικανοποίησης του ανθρώπου – να υποστηριχτή δηλ. (( με κάθε τρόπο )) η πρόοδος. Πρόκειται για έναν συνεχώς επεκτεινόμενο σκοπό, ο
οποίος «αφήνει πλέον πίσω του» τον αρνητικό, καταστροφικό «κανόνα» τών
προηγουμένων διαλογισμών μας. Έναν
σκοπό, απ’ τον οποίον λείπει μεν το επείγον (στοιχείο) εκείνων τών διαλογισμών,
«απαιτεί» όμως να διαθέτη την «ευγένεια» (την «ανωτερότητα») μιας ελεύθερης και
συνεχούς ώθησης προς τα μπροστά. Η
οποία «αξίζει» σίγουρα να έχη και ένα αντίτιμο σε θύματα. Οπότε το ερώτημα δεν
είναι πια καθόλου το τί χρειάζεται η κοινωνία, αλλά το τί την υποχρεώνουμε
εμείς με την εντολή μας να κάνη, πέρα από κάθε αναγκαιότητα. H «κηδεμονία» (που δεχόμαστε) προς χάριν αυτών τών
συνεχώς «υψηλοτέρων» σκοπών κατέστη έτσι μια επίσημη, συνεχής και θεσμοποιημένη
εντολή τής πολιτικής μας οργάνωσης. Ως ένθερμοι δε επικαρπωτές τών κερδών,
«χρωστάμε» (συνεχώς) στην «κοινωνία», ως τον βασικό διαχειριστή τής όλης
υπόθεσης, τις ατομικές μας συνεισφορές για την (τόσο) επιθυμητή σε μας «αέναη
κίνησή» της. Και τονίζω εδώ αυτό το ευθύγραμμο «αέναη»: «ολοένα πιο μακριά».
Γιατί το να κρατήσουμε ένα υφιστάμενο και αποδεκτό ήδη εν συνόλω επίπεδο, αυτό
δεν απαιτεί παρά τα «ορθόδοξα» μέσα τής φορολόγησης και της επιτήρησης των
επαγγελματικών κανόνων. O προαιρετικότερος
όμως σκοπός τής προόδου απαιτεί περισσότερα. Για να προκύψη
έτσι το εξής «σύνδρομο»: η πρόοδος αποτελεί ένα εκούσια αναγνωρισμένο εκ μέρους
μας συμφέρον τής κοινωνίας, στου οποίου τα κέρδη συμμετέχουμε ο καθένας μας σε
διαφορετικό βαθμό: η δε έρευνα αποτελεί
ένα απαραίτητο εργαλείο τής προόδου· ο δε πειραματισμός σε ανθρώπινα υποκείμενα
αποτελεί ένα απαραίτητο, στην ιατρική, εργαλείο τής έρευνας: τα πειράματα σε
ανθρώπους κατέστησαν έτσι συμφέρον τής κοινωνίας!
Μπορεί όμως
πραγματικά να απαιτή η κοινωνία να συμβάλη το εσωτερικό τού σώματός μου ( η
«εσω-σωματική μου ύπαρξη») σε οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον; Το επονομαζόμενο
«κοινωνικό συμβόλαιο» νομιμοποιεί μόνον απαιτήσεις στις ορατές, δημόσιες
πράξεις μας, όχι στην αόρατη, μυστική, κρυμμένη ακόμα και από εμάς τούς ίδιους
ύπαρξη. Τα δημόσια δικαιώματα ισχύουν
μόνον ως προς τις ικανότητές μας, και όχι ως προς την «προσωπική» προέλευση
αυτών τών ικανοτήτων. Επιτρέπεται να τίθενται «απαιτήσεις» στην «εγκόσμια»
συμπεριφορά μας και την υλική περιουσία μας προς χάριν τού «κοινού καλού»,
μέχρι και την «επίταξη» δραστηριοτήτων
και ιδιοκτησίας, τα οποία διαχωρίζονται (ωστόσο) αμφότερα από το «πρόσωπο»,
και των οποίων οι εξωτερικές, ούτως ειπείν, προεκτάσεις επιδέχονται αυτήν την
παρέμβαση των «δημοσίων δικαιωμάτων», τα οποία και ρυθμίζουν με νόμους και
έθιμα ό,τι είναι «εξωτερικό» και αφορά στον κόσμο όλων μας. Κάθε όμως «δημόσιο
δικαίωμα» σταματά και παύει να ισχύη στο «σύνορο» ανάμεσα στον κοινό εξωτερικό
κόσμο που μοιραζόμαστε όλοι και στο συμφυώς δικό μας «εσωτερικό» σώμα, στο
«σύνορο» δηλ. της επιδερμίδας μας . Όπως δεν έχει κανένας, ούτε η πολιτεία ούτε ο πλησίον που υποφέρει, το
οποιοδήποτε δικαίωμα σε ένα δικό μου νεφρό, και όσο λίγο μπορούν να κατασχεθούν
τα όργανα κάποιου που βρίσκεται ανεπιστρεπτί σε κώμα για να «σωθούν» άλλοι,
τόσο λίγο έχει το δημόσιο συμφέρον ή το κοινό καλό το οποιοδήποτε δικαίωμα στον
μεταβολισμό μου, στην κυκλοφορία τού αίματός μου, στο σύστημα των εκκρίσεων,
στη νευρολογική μου οργάνωση και δραστηριότητα ή σε οτιδήποτε άλλο συμβαίνει
«εντός μου». Αυτό είναι το
«ιδιαίτατο του ιδιωτικού», η απολύτως μη
κοινοτική, παντελώς μη αποξενούμενη από εμένα τον ίδιον, «δική μου περιοχή».
Ας λάβουμε δε επιπλέον υπ’ όψιν, ότι δεν συντρέχει καμμιά δημόσια «κατάσταση
ανάγκης», καμμιά επαπειλούμενη γενική καταστροφή (όπου θα μπορούσαν να εκπέσουν
και τα τελευταία ιδιωτικά δικαιώματα) τη στιγμή που συντελείται κάποια,
οποιαδήποτε «πρόοδος» στην ιατρική, και ότι η κοινωνία μπορεί να αντέξη μάλλον,
από μια νηφάλια στατιστική πλευρά, το να παραμείνουν για λίγο ακόμα χρόνο
«ακατανίκητα» ο καρκίνος και οι καρδιακές παθήσεις – για να δούμε πόσο λίγο «συντονίζεται» εντέλει με το «κοινωνικό
συμβόλαιο» (contrat social) το ερώτημά μας, το οποίο συνοδεύεται
αναπόσπαστα από την ελεύθερη βούλησή μας. Διαφέρει, όπως παρατηρήσαμε ήδη, το ηθικό αίτημα ενός κοινού καλού (το οποίο
και είναι αναμφίβολα η κάθε νίκη απέναντι σε οποιαδήποτε ασθένεια) από ένα δικαίωμα της κοινωνίας «πάνω» σ’ αυτό το
«καλό», καθώς και απ’ τα μέσα πραγματοποίησής του.
Ο ορισμός τής έρευνας εξαρτάται ουσιωδώς απ’ το τί «πιστεύουμε» (γι’ αυτήν και τον κόσμο) («μελιορισμός»). Η έρευνα δεν υπηρετεί δηλ. τη διατήρηση ενός υπάρχοντος Αγαθού, απ’ το οποίο εγώ ήδη επωφελούμαι και στο οποίο οφείλω (κάποιου είδους) «ανταπόδοση». Ο «κατά πίστιν» σκοπός δεν είναι, εκτός απ’ τις περιπτώσεις όπου η παρούσα κατάσταση είναι «αφόρητη», αναγκαίος αλλά προαιρετικός· κι αυτό όχι μόνον απ’ την οπτική γωνία τού παρόντος. Οι απόγονοί μας δικαιούνται να τους κληροδοτήσουμε έναν αλεηλάτητο πλανήτη, δεν «δικαιούνται» όμως και καινούργιες, «θαυμαστές» θεραπείες. Και θα έχουμε αμαρτήσει απέναντί τους, αν καταστρέψουμε την κληρονομιά τους – κάτι το οποίο πλησιάζουμε να το πράξουμε με τις ίδιες μας τις «δυνάμεις»! Ενώ δεν θα έχουμε, αντίθετα, αμαρτήσει, αν η αρτηριοσκλήρωση π.χ. δεν θα έχη εξαφανισθή μέχρι τον δικό τους καιρό (εκτός αν πρόκειται για κάποιαν αξιοκατάκριτη αμέλειά μας). Όπως η ανθρωπότητα δεν απαίτησε, εντελώς γενικά, την εμφάνιση ενός Νεύτωνα, ενός Μιχαήλ Αγγέλου ή ενός Φραγκίσκου τής Ασσίζης, και δεν «αξίωσε» τις «ευλογίες» τών «απρογραμμάτιστων» πράξεών τους, έτσι δεν μπορεί και η πρόοδος, με όλη τη μεθοδική μας εργασία γι’ αυτήν, να «προϋπολογισθή» και οι καρποί της να απαιτηθούν ως ένας ληξιπρόθεσμος «τόκος». Το ότι υφίσταται γενικά πρόοδος και αποβαίνει σε κάτι το καλό (για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ ωστόσο σίγουροι), πρέπει μάλλον να θεωρηθή ως ένα είδος «χάριτος».
( συνεχίζεται )
ΟΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ. ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΤΥΡΒΑΖΟΥΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου