ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ
Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
3. Η συμβολή και πρωτοτυπία της παρούσας εργασίας.
Ανάλογο με τον ανωτέρω εκτεθέντα προβληματισμό φιλοδοξεί να υπηρετήσει και η παρούσα έρευνα: να μελετήσει τις εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της εν Χριστώ σωτηρίας, με αφορμή τη σκέψη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, να ανατάμει τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της θέωσης στην εν Χριστώ τελείωση του ανθρώπου, στην αμφίδρομη σχέση Χριστολογίας-Ανθρωπολογίας, στην ασκητική προσπάθεια της τελείωσης, στην θέα του Θεού ως εσχατολογική πρόγευση της Βασιλείας και αρραβώνα του μέλλοντος αιώνος. Να αναδείξει, επίσης, τις εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, στη δομή και τα μυστήρια της Εκκλησίας: στο Βάπτισμα, τη Θ. Ευχαριστία, την οργανωμένη εκκλησιαστική Ιεραρχία, μέσα από την ιδιαιτερότητα της σκέψης του αγίου Συμεών. Τα μυστήρια αυτά, ενώ είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης στη σκέψη του Νέου Θεολόγου, εν τούτοις ο ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει την εμπροϋπόθετη συμμετοχή σ’ αυτά, την ανάγκη για ουσιαστική πρόσβαση στην αλήθειά τους και όχι την απλή θέαση της τέλεσής τους. Στην ίδια γραμμή σκέψης στοιχεί και η εκτεταμένη κριτική που ασκείται στο ιερατείο της εποχής, με μια προφητική, αιχμηρή, αλλά και διαχρονική γλώσσα και περιεχόμενο.
Η επιλογή του Συμεών ως του εκκλησιαστικού πατέρα, στη σκέψη του οποίου θα αναζητηθούν οι εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές συνιστώσες της σωτηρίας, δεν υπήρξε, ασφαλώς, τυχαία. Θεωρήθηκε ως ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους, αλλά και τους πλέον επίκαιρους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, για τους εξής κατωτέρω λόγους:
Καταρχήν, επειδή ο Συμεών ζει στο μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών, στη μεταβατική εποχή του τέλους της 1ης χιλιετίας. Σε μια εποχή, κατά την οποία η εικονομαχία σφράγισε μια περίοδο οκτώ αιώνων έντασης των δογματικών ερίδων και αποτέλεσε τη συμβατική αρχή μιας περιόδου, η οποία άρχισε σιγά-σιγά να θεωρεί την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας στην υπηρεσία μιας τυπικής Ορθοδοξίας και μιας στοχαστικής θεολογίας, αποκομμένης από την πνευματική ζωή και το υπαρξιακό της βάθος. Αναλογίες, τόσο αναφορικά με τη σύγχρονη μεταβατική εποχή, όσο και με τάσεις ακαδημαϊκότητας και επαγγελματισμού της θεολογίας και εξάντλησης της εκκλησιαστικής ζωής στον βερμπαλισμό της αναζωπύρωσης της πατερικής Ορθοδοξίας σήμερα, είναι προφανείς, με τις φωτεινές εξαιρέσεις, φυσικά, να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ακόμη, επειδή είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς θεολόγους με πρωτοποριακά και ρηξικέλευθα κείμενα που συνδυάζουν έξοχα τη διαχρονία με την επικαιρότητα. Είναι από τους λίγους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς που ασκεί μια τόσο συνεπή και ουσιαστική κριτική στην πνευματική κατάσταση της Εκκλησίας κατά την εποχή του, καθώς και στην πνευματική κατάσταση του κλήρου.
Επιπλέον, συνδυάζει απαράμιλλα αφενός τη μυστική με την ασκητική ζωή, παρέχοντας ένα ακόμη ουσιώδες κριτήριο διάκρισης του ορθόδοξου από κάθε διανοητικό μυστικισμό (ως υπέρθεση του «πνευματικού» και ιδεαλιστική υπέρβαση). Αφετέρου, συναρτά αξεδιάλυτα την «ασκητική μυστική» με τα μυστήρια και τα λειτουργήματα της Εκκλησίας. Ίσως μάλιστα να είναι από τους λίγους ασκητικούς πατέρες που συνδυάζουν τόσο εκφραστικά την ασκητική προσπάθεια και τη μυστική εμπειρία με την Εκκλησιολογία των μυστηρίων.
Τέλος, επειδή οι σπουδές στο Νέο θεολόγο τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα γνώρισαν, τα τελευταία χρόνια της διάδοσης του φιλοκαλικού πνεύματος στους χώρους της ακαδημαϊκής θεολογίας, μια νέα ώθηση. Μετά από μια μακρά αποσιώπηση και επίδειξη μειωμένου ενδιαφέροντος για τον ίδιο και τα συγγράμματά του, το ενδιαφέρον της έρευνας στράφηκε στο πρόσωπο και το έργο του, χωρίς, εντούτοις, να αναδείξει συστηματικά τις ανθρωπολογικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της θεώσεως στη σκέψη του. Από το 1957 μέχρι το 1973 πραγματοποιείται η έκδοση των συγγραμμάτων του από τη διάσημη επιστημονική σειρά Sources Chretiennes με κριτικό υπομνηματισμό και πολύτιμες εκτενείς εισαγωγές διάσημων μελετητών του Νέου Θεολόγου. Σε ανάλογη περίοδο μέχρι και τις μέρες μας, γράφονται σημαντικές μονογραφίες και διδακτορικές διατριβές που αφορούν τον άγιό μας, όχι πάντοτε απαλλαγμένες είτε από τυχόν προκαταλήψεις, είτε από τους κυρίαρχους και «αυτονόητους» προσανατολισμούς της έρευνας. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, μέσα από την πολυμορφία της σκέψης των ερευνητών, πως δύο είναι οι σημαντικότερες επιφυλάξεις σχετικά με τη θεολογική σκέψη του αγίου μας: Η υπόνοια ή, για κάποιους, βεβαιότητα της εξάρτησής του από του Μεσσαλιανούς και η διαχρονικά δυσβάστακτη απαιτητικότητά του στην εντελή εφαρμογή της εκκλησιαστικής ζωής, η οποία οδηγεί αναπόδραστα στη φωτοειδή εμπειρία της παρουσίας του Θεού, ήδη από αυτή τη ζωή. Δεκαετίες πριν την έκδοση των συγγραμμάτων του Συμεών από την προαναφερθείσα σειρά, ο Karl Holl δημοσίευσε την επιστολή του Συμεών «…περί εξομολογήσεως…», στο βιβλίο του με τον τίτλο: Enthusiasmus und Bussgewalt beim griechischen Mönchtum. Eine Studie zu Symeon dem neuen Theologen, Leipzig, 1898. Στο έργο του αυτό, πρωτόλειο των συμεωνικών σπουδών, ο Holl, ακολουθώντας πιστά τον Allatius, κατηγορεί ανοιχτά τον Συμεών για Μεσσαλιανισμό. Καθώς σημειώνει ο Turner σχετικά με την «επιστολή περί εξομολογήσεως» και τον ρόλο του πνευματικού πατρός, ο Holl, ακολουθώντας τη γνωστή φόρμα των δυτικών ερευνητών σχετικά με την κατανόηση της μυστικής θεολογίας και του θεολόγου –μυστικού, αποδέχεται τη δυνατότητα αληθινά πνευματικών μοναχών, μη χειροτονημένων, να εξομολογούν και να παρέχουν άφεση, στα πλαίσια της de facto αντιπαλότητάς τους με τη θεσμική Εκκλησία. Η άποψή του αυτή οδήγησε τον Holl στο να απεικονίσει τους μοναχούς ως «ενθουσιώδεις» πρεσβευτές μιας υπερ-δογματικής και υπερ-παραδοσιακής εμπειρίας, με καταγωγική εξάρτηση από τον Μεσσαλιανισμό. Και ο George Maloney στο έργο του: The mystic of fire and light. St. Symeon the New Theologian, Denville, New Jersey, 1975, θα θεωρήσει το Θεολόγο μας ως επικίνδυνο αναμορφωτή («dangerous reformer») και θα παρατηρήσει πως η γραμμή που χωρίζει, στην περίπτωσή του, την Ορθοδοξία από την αίρεση, δεν είναι πάντοτε ορατή. Η μελέτη αυτή του Maloney, απευθυνόμενη σε ευρύτερο κοινό του αμιγώς επιστημονικού, ενώ είναι άρτια και ολοκληρωμένη από τεχνική και επιστημονική άποψη, χρησιμοποιεί τη σκέψη του αγίου Συμεών ως «χρυσή ευκαιρία» προώθησης των απόψεων του Πεντηκοστιανισμού. Στην ίδια γραμμή σκέψεως ο Garsoian, σε κείμενό του στο Dumbarton Oaks Pepers με τίτλο: Byzantine Heresy. A reinterpretation, DOP 25, 1971, παρουσίασε71 με τρόπο χαρακτηριστικό για την κατεύθυνση της έρευνας, μια λίστα από παράλληλα σημεία («corresponding points»), μεταξύ των Κεφαλαίων του Συμεών και της διδασκαλίας των «νεοπαυλικιανών»72. Ακόμη και ο M. J. Gouillard, Symeon le Jeune, le Nouneau Theologien, DTC, tome XIV, c. 2941-2959, ένα κείμενο –σε επίπεδο άρθρου –αξιοσημείωτης πληρότητας για το πρόσωπο και το έργο του Νέου Θεολόγου, θα κάνει λόγο για κάποιες δογματικές παρεκτροπές του αγίου. Ο McGuckin, The Luminious Vision in Eleventh Century Byzantium: Interpreting the biblica and Theological Paradigms of St. Symeon the New Theologian73, βλέπει τον Συμεών ως ιδιόρρυθμο θεολόγο, αποκομμένο τόσο από την προγενέστερη όσο και από τη μεταγενέστερή του παράδοση. Ενώ η Crostini Lappin, σε άρθρο της στον αφιερωματικό τόμο του Bose για τον Νέο Θεολόγο74, αντιθέτει τον άγιο Συμεών στον Παύλο Ευεργετινό όχι με αναφορά κάποιες θεωρητικές αρχές, αλλά τη μοναχική και ασκητική παράδοση που εκπροσωπούν, προσπαθώντας, μέσα από τις, κατ’ αυτήν, αντίθετες παραδόσεις των δύο θεολόγων, να οδηγηθεί κανείς σε αρνητική εκτίμηση της σωτηριολογίας του αγίου Συμεών. Σε μια τέτοια προσπάθεια είχε αποδυθεί, ήδη από το 1957 και ο Ειρηναίος Hausherr στο άρθρο του: Paul Evergétinos a-t-il connu Syméon le Nouveau Théologien?75, όπου το ερώτημα για την αλληλογνωριμία των δύο πρωταγωνιστών υποβάλλει την, κατά τον συγγραφέα, αντίθεση δύο διαφορετικών ασκητικών και σωτηριολογικών παραδόσεων. Ο ίδιος συγγραφέας, το 1928, εξέδωσε το «Βίο» του Νέου θεολόγου από τον Νικήτα Στηθάτο76. Πρόκειται για μια πλήρη και αξιόλογη έκδοση η οποία, πέρα από το κριτικό πρωτότυπο και τη γαλλική μετάφραση, συνοδεύεται και από μια εκτενή εισαγωγή που πραγματεύεται ουσιαστικές πλευρές του βίου και της σκέψης του αγίου. Ιδιαίτερης σημασίας στη μελέτη αυτή συνιστά η προβληματική γύρω από την αιτία και το περιεχόμενο της διένεξης του Συμεών με τον Σύγκελλο Στέφανο. Μια από τις πιο ολοκληρωμένες μελέτες για τον Νέο Θεολόγο αποτελεί αυτή του Walter Völker, Praxis und Theoria bei Symeon dem Neuen Theologen. Ein beitrag zur Byzantinischen Mystik, Wiesbaden 1974. Έργο πλήρες, μετριοπαθές, που κατανοεί την πνευματικότητα του Συμεών σε ευαγριανό πλαίσιο, όχι πλήρως απαλλαγμένο από τις αγκυλώσεις της προγενέστερης έρευνας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1971 ο Klaus Deppe εκδίδει το έργο του με τίτλο: Der wahre Christ. Eine Untersuchung zum Frömmigkeitsverständnis Symeons des Neuen Theologen und zugleich ein Beitrag zum Verständnis des Messalianismus und Hesychasmus, Göttigen 1971. Πρόκειται για μια διδακτορική διατριβή που παρέχει εξειδικευμένες πληροφορίες για τον Μεσσαλιανισμό και την εν γένει ανατολική πνευματικότητα. Παρόλα, όμως τα τεχνικά επιστημονικά της στοιχεία και το πλήθος των παραπομπών της, ο συγγραφέας φαίνεται άκριτα εγκλωβισμένος στις αξιωματικές προϋποθέσεις της έρευνας. Όχι μόνον ανασύρει το πρόβλημα της ταυτότητας των μακαριανών Ομιλιών, αλλά υποστηρίζει, με κρίσεις επιφανειακές και αναπόδεικτες, τη σχέση του Συμεών τόσο με το Μεσσαλιανισμό, όσο και με τους ησυχαστές του 14ου αιώνα77. Η έννοια του θείου έρωτα θα απασχολήσει τον Δημήτριο Σταθόπουλο σε μια φιλοσοφική διατριβή, που είδε το φως της δημοσιότητας στη Βόννη το 1964, υπό τον τίτλο: Die Gottesliebe bei Symeon dem neuen Theologen και η οποία θα επηρεάσει πολυποίκιλα νεώτερες μελέτες ή και αναφορές στο θέμα αυτό. Αποτελεί, αναμφίβολα ευτύχημα το γεγονός ότι, την τελευταία περίοδο, παρατηρείται μια στροφή της έρευνας στην απροκατάληπτη και αδέσμευτη μελέτη και αποτίμηση, της σκέψης και του έργου του Νέου Θεολόγου. Το 1976, ο Joost Van Rossum στη μελέτη του με τίτλο: The ecclesiological problem in St. Symeon the New Theologian, Portland, Oregon 1985, διατριβή για την Ορθόδοξη Ακαδημία του Αγίου Βλαδιμήρου78, θα αποτιμήσει με τρόπο διαφορετικό την όποια σχέση του αγίου με τη μεσσαλιανική παράδοση, καθώς και την όλη χαρισματική διάσταση της σκέψης του. Θα αναδείξει, χωρίς, είναι αλήθεια, εξαντλητικότητα, τα σημεία εκείνα που διαφοροποιούν τον Συμεών από τους Μεσσαλιανούς και θα αντιμετωπίσει συμπληρωματικά και όχι διαλεκτικά τη σχέση μυστηριακής και χαρισματικής θεολογίας στη σκέψη του. Στην ίδια γραμμή και ο Fraigneau-Julien79 θα ασχοληθεί με το ιδιαίτερο ζήτημα των πνευματικών αισθήσεων στον άγιο Συμεών, ανιχνεύοντας την πατερική γραμμή για το ζήτημα αυτό, μέχρι την εποχή του Ωριγένη. Στη μελέτη του, όμως, αυτή ο συγγραφέας θα αναδείξει πλήθος άλλων πτυχών της θεολογίας του αγίου μας και θα αντιμετωπίσει μέσα στα πλαίσια της πατερικής παράδοσης τη διδασκαλία για τη θέα του Θεού. Στους αντίποδες του Holl, Deppe και εν μέρει του Völker, βρίσκεται η εργασία του Athanasios Hatzopoulos, Tow outstanding cases in Byzantine Spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Θεσσαλονίκη, 1991. Ο συγγραφέας συγκρίνει τις Ομιλίες, τις αποδιδόμενες στον Μακάριο τον Αιγύπτιο με σημεία της σκέψης του Συμεών και αντιπαραθέτει τη διδασκαλία τους με το Μεσσαλιανισμό, αφού πρώτα την εντάξει στα παραδοσιακά εκκλησιολογικά πλαίσια της προσωπικής εμπειρίας και θέας του Θεού, έτσι όπως πρωταρχικά καταγράφονται από την παύλεια διδασκαλία της Κ.Δ. Το σημαντικό στην εργασία αυτή είναι ότι ο συγγραφέας θα αναγνωρίσει την εκκλησιοκεντρική και μυστηριοκεντρική τους πνευματικότητα, ιδιαίτερα του Συμεών. Μια μελέτη στα αγγλικά για το ευαίσθητο θέμα της πνευματικής πατρότητος στη ζωή και τη διδασκαλία του αγίου θα παρουσιάσει ο H. J. M. Turner80. Και ενώ πρόκειται για ειδική μελέτη που αφορά στην πνευματική πατρότητα, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική πληρότητα όλων εκείνων των προϋποθέσεων που καθιστούν την τελευταία αναγκαίο και αναπόσπαστο κομμάτι της χριστιανικής πνευματικότητας. Έτσι ο Turner, πέρα από τις σημαντικές εισαγωγικές του παρατηρήσεις για την πνευματική κατάσταση στη μονή του Στουδίου, τις επιρροές του Συμεών από τη Βίβλο, τους προγενεστέρούς του πατέρες κ.τ.λ., θα αναφερθεί στις θεολογικές προϋποθέσεις και το πνεύμα της ανατολικής πνευματικότητας, τους τρόπους που αυτή εξασκείτο την περίοδο του Συμεών, τη συμμετοχή του σώματος στην άσκηση, την έννοια της ψυχής, την έμφαση του Συμεών στην εμπειρία ως απαραίτητου στοιχείου της σωτηριολογίας του κ.α. Πάντως, και ο Turner, παρόλη την εξαντλητική και αρτιωμένη του έκθεση, φαίνεται, σε κάποια σημεία, αποξενωμένος ακόμη και επιφυλακτικός ως προς την παράδοση αυτή. Στον ίδιο ερευνητή χρωστούμε τη συμπλήρωση ενός πολύ μεγάλου καινού της συμεωνικής έρευνας. Το κενό που άφησε η μη έκδοση των Επιστολών του Νέου Θεολόγου από τη σειρά Sources Chrétiennes, λόγω της απροσδόκητης φυγής από τη ζωή του Joseph Paramelle. Στην έκδοση του Turner: The Epistles of St. Symeon the New Theologian, New York, 2009, διατηρείται η αποκατάσταση του ελληνικού κειμένου που είχε πραγματοποιήσει ο Paramelle, με την προσθήκη αγγλικής μετάφρασης, πολύτιμων σημειώσεων και σύντομης, πλην κατατοπιστικής εισαγωγής. Ένα ιδιαίτερης σημασίας έργο για τον άγιο Συμεών είδε το φως της δημοσιότητας από τον Hilarion Alfeyev, Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ, με τον τίτλο: St. Symeon the New Theologian and Orthodox Tradition, New York, 2000. Κύρια προσπάθεια του έργου αυτού είναι να αποκαταστήσει τη γραμμή εκείνη που συνδέει τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, με την προγενέστερή του πατερική παράδοση. Η προσπάθεια αυτή χωρίς ίχνος απολογητικής διάθεσης και διασταλτικής ερμηνευτικής, απαντά στην ανάγκη να τοποθετηθούν, να κριθούν και να εκθεολογηθούν, πτυχές της θεολογικής σκέψης του Συμεών, στον φυσικό τους χώρο που είναι η εμπειρία της ανατολικής χριστιανικής πνευματικότητος και τίποτε περισσότερο. Ένας συλλογικός, αφιερωματικός τόμος με τον τίτλο: Simeone il Nuovo Teologo e il monachesimo a Costantinopoli, Comunità di Bose, Magnano, 2003, καρπός των ετήσιων συνεδρίων για την ανατολική πνευματικότητα που πραγματοποιούνται στη μοναστική κοινότητα του Bose, είδε το φως της δημοσιότητας, παρέχοντας μια πανδαισία προβληματικής γύρω από το βίο, την εποχή, τη θεολογική σκέψη του αγίου Συμεών και τα επιμέρους ζητήματά της. Τον σημαντικό αυτό τόμο κοσμούν, με τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εισηγήσεις τους, μεταξύ άλλων οι: I. Alfeyev, K. Ware, A. Golitzin, Γ. Μαρτζέλος, H.J.M. Turner, G. Podskalsky, Ι. Φουντούλης, M. H. Congourdeau, J. Chryssavgis, κ.α. Όμως, η μονογραφία εκείνη που αναζωπύρωσε αλλά και ενέπνευσε τις συμεωνικές σπουδές στο ορθόδοξο, τουλάχιστον, περιβάλλον, ήταν εκείνη του Αρχιεπισκόπου Βασιλείου Krivochéine, με τον τίτλο: Dans la lumière du Christ. Saint Syméon le Nouveau Théologien, 949-1022. Vie –Spiritualité –Doctrine, Chevetogne, 1980. Έργο πιστό στα κείμενα του αγίου, χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις, με στόχο την πιστή και μεθοδική παρουσίαση της θεολογίας του Συμεών, θα μεταφραστεί και στα ελληνικά, αποτελώντας το κύριο εισαγωγικό ανάγνωσμα όσων ενδιαφέρονται για τη ζωή και τη σκέψη του Νέου Θεολόγου.
Αλλά και στην Ελλάδα, μετά από κατασυκοφάντηση των έργων του, όπως και εκείνων του Γρηγορίου του Παλαμά, από εκπροσώπους της νεώτερης ακαδημαϊκής θεολογίας, (Τρεμπέλας, Μπαλάνος, κ.α.), άρχισε σιγά- σιγά η εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον άγιο Συμεών και τη σκέψη του. Με μεταφράσεις μελετών για το Νέο Θεολόγο όπως εκείνη του B. Krivochéine με τίτλο: Μέσα στο φως του Χριστού, μετ. Πίτσα Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη, 1983, την έκδοση των απάντων του στην σειρά: Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, υπό την εποπτεία του καθηγητή Π. Χρήστου, την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών και άλλων μελετημάτων, συντελείται μία στροφή της σύγχρονης ελλαδικής θεολογίας προς την επανανακάλυψη της αυθεντικής μυστικής της διάστασης, μακριά από φονταμενταλισμούς και νεοπλατωνικές τάσεις φυγής από τον κόσμο και την ιστορία. Το 1994 εκδίδεται, από τον Αρχιμ. Συμεών Π. Κούτσα (νυν Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης), υπό τον τίτλο: Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο Βίος του αγίου. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ο Βίος του αγίου Συμεών, από το μαθητή και βιογράφο του Νικήτα τον Στηθάτο. Το κείμενο αυτό είχε πρωτοεκδοθεί το 1790 στη Βενετία, και αργότερα το 1886 στη Σύρο στην, πρωτοπόρα για την εποχή της αλλά και σοβαρά ελλιπή, έκδοση του Διονυσίου Ζαγοραίου. Αργότερα, το 1928, εκδόθηκε κριτικά και μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον I. Hausherr81, επί τη βάση, όμως, μόνον δύο χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων82. Το ενδιαφέρον της εργασίας του Κούτσα βρίσκεται, πέρα από τη νεοελληνική μετάφραση και τα αξιόλογα σχόλια, στη συμπερίληψη των χειρογράφων της Ανατολής και μάλιστα εκείνων του Αγίου Όρους83, στην κριτική έκδοσή του. Με το φλέγον ζήτημα της πνευματικής πατρότητος στην πνευματική ζωή στη σκέψη του αγίου Συμεών, ασχολήθηκε στη διδακτορική του διατριβή ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης84. Με εφόδια που του παρέχει η θεολογική και εκκλησιαστική παράδοση της Ανατολής, θα αντιμετωπίσει το ακανθώδες πρόβλημα της εξαγόρευσης σε μη ιερέα, όχι υπό το πρίσμα της νομιμότητος ή μη της πράξεως –εφόσον δεν τίθεται θέμα αναγνώρισης της «κανονικότητας» των μυστηρίων από τους ιερείς στη θεολογία του αγίου μας –αλλά υπό την έννοια της εμπροϋπόθετης τέλεσης του μυστηρίου της εξομολογήσεως, όπως, βέβαια, και κάθε μυστηρίου. Άλλωστε, στο πλαίσιο της ανατολικής πνευματικότητος, η πρακτική της εξαγόρευσης στον πνευματικό πατέρα (γέροντα), χωρίς να διαφοροποιείται και να αντιτίθεται στην «μυστηριακή» εξομολόγηση, διατηρείται, κυρίως στα μοναχικά περιβάλλοντα, μέχρι τις μέρες μας. Τη θεολογία του αγίου Συμεών, ως γονιμοποιητική πρόκληση αναμέτρησης με την προοπτική μιας «άλλης» χρήσης του κόσμου, παρουσιάζει ο καθηγητής Ανέστης Κεσελόπουλος, στη μελέτη του με τίτλο: Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο85. Στη μελέτη αυτή, ο συγγραφέας, με γονιμοποιητική αφετηρία τη σκέψη του Νέου Θεολόγου, επιχειρεί να καταδείξει την καθολικότητα του αγιασμού, που περιλαμβάνει τον σύμπαντα κόσμο, αναγνωρίζει σ’ αυτόν την αγιαστική πράξη και ενέργεια του Θεού, και υπογραμμίζει την εξαιρετική προοπτική του μέσα από μια λογική, και κατά τούτο ασκητική του, χρήση. Μια προβληματική τόσο επίκαιρη και τόσο απαραίτητη σε μια εποχή υπό την απειλή μιας παγκόσμιας οικολογικής κρίσης. Μία ακόμη διδακτορική διατριβή υπό τον τίτλο: Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Στάδια πνευματικών μεθηλικιώσεων κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο86, θα δει τι φως της δημοσιότητας από τον Σταμάτη Πορτελάνο. Στην εργασία του αυτή ο συγγραφέας, στηριγμένος στο, ευαγριανής προελεύσεως –πλην διευρυμένης από την ανατολική πνευματικότητα αποδοχής, σχήμα: πράξη –γνώση –θεωρία, θα αναλύσει διεξοδικά τη θεολογία του Συμεώνος, αναφορικά προς το ζήτημα της πνευματικής πορείας του πιστού μέχρι τη θεωρία του «θείου φωτός». Το ίδιο, θεμελιώδες πρόβλημα του πνευματικού ανακαινισμού του ανθρώπου στη θεολογία του αγίου Συμεώνος, θα προσεγγίσει με την εργασία του και ο Βασίλειος Τσίγκος87. Πρόκειται για μία μελέτη πάνω στις κεντρικές θεολογικές και δογματικές προϋποθέσεις του ανθρωπολογικού ανακαινισμού, με αφετηρία τη σκέψη του ιερού πατρός. Οι δύο αυτές τελευταίες εργασίες θέτουν τα θεμέλια αρκετών επιμέρους ανθρωπολογικών, σωτηριολογικών και εκκλησιολογικών ζητημάτων, προσφέροντας την εξαντλητική τους διερεύνηση, σε μελλοντικούς ερευνητές. Πρόσφατα, το 2009, μία ακόμη διδακτορική διατριβή θα παρακολουθήσει, μάλιστα κατ’ αντίστιξη, τα ζητήματα της θεωρίας και θέωσης στη θεολογία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Πρόκειται για την εργασία του Ρουμάνου Chivu Christian Emil με τίτλο: Θεολογία, Θεοπτία και Θέωση. Από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά88. Τέλος, με τον τίτλο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου και με την επιμέλεια του καθηγητή Αθανάσιου Μαρκόπουλου89, θα δημοσιευτούν οι εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν σε ειδική εκδήλωση που οργανώθηκε από τον Τομέα Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού σεμιναρίου αφιερωμένου στον Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Στον αξιόλογο αυτόν τόμο συνυφαίνονται η εξειδικευμένη παρουσίαση της ποιητικής του αγίου, με σημαντικές παραμέτρους του βίου και της σκέψης του, που οριοθετούν μια όντως «θεογνωσία ποιητική»90.
Εν τούτοις, παρά την έξαρση του ενδιαφέροντος για τις σπουδές στον Νέο Θεολόγο, δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί αρκούντως οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της θέωσης στο έργο του, σε συνδυασμό με τις ανθρωπολογικές και τις ασκητικές91. Οι παρατηρήσεις των Holl, Deppe, Völker, Maloney, κ.α. που αφορούν στο εκκλησιολογικό πρόβλημα που, κατ’ αυτούς, ενυπάρχει στη σκέψη του Συμεών από την υποτιθέμενη (στηριγμένη σε ακροβατικούς συλλογισμούς) σχέση του με τον Μεσσαλιανισμό, διήκουν υποδοροίως το σύνολο, σχεδόν, της μη ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας. Και ενώ οι Van Rossum, Fraigneau –Julien, Alfeyev κ.α. διαφοροποιούνται σαφώς από την καταφατική εκτίμηση π.χ. ενός Deppe, αναφορικά με την σχέση του Συμεών με την προαναφερθείσα αίρεση, δεν αναδεικνύουν επαρκώς και δε θεμελιώνουν αρκούντως τη διαφορά στις προϋποθέσεις της θέωσης, οι οποίες και αποκαλύπτουν τον ανθρωπολογικό τύπο της Εκκλησίας, στους αντίποδες όποιας άλλης ανθρωπολογίας. Επιπλέον, στα νεώτερα χρόνια και στο πλαίσιο της ελληνόφωνης θεολογίας, έχουν εκφραστεί προβληματισμοί που, αν δεν αποδομούν πλήρως την ανατολική πνευματικότητα, τη σχετικοποιούν και την αντιθέτουν προς άλλες «πτυχές» της εκκλησιαστικής θεολογίας και ζωής. Η πόλωση μεταξύ ευχαριστιακής και θεραπευτικής, λεγόμενης, εκκλησιολογίας, πτυχές της διαλεκτικής θεσμού και χαρίσματος που απορρέουν από την πόλωση αυτή, ο «φόβος» για μια γενικευμένα αλλοτριωτική λειτουργία του νεοπλατωνισμού στο σύνολο της μυστικής και ασκητικής πνευματικότητας, η παραπειστική λειτουργία του εσχατολογισμού, στους αντίποδες της εκκλησιαστικής εσχατολογίας, αποτελούν τους σημαντικότερους από αυτούς. Οι ανωτέρω παρατηρήσεις πιστεύουμε ότι δικαιολογούν ανεπιφύλακτα την εκδήλωση και του δικού μας ενδιαφέροντος για σπουδή των ανθρωπολογικών και εκκλησιολογικών συνιστωσών της σωτηρίας στο έργο του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου.
Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε ενδεικτικά τους κυριότερους άξονες της μελέτης μας, που συνίστανται στα εξής:
α) στη διερεύνηση των προβλημάτων που προκύπτουν στην επιστημονική έρευνα από την προσπάθεια επανεκτίμησης της διδασκαλίας του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόσο εκ μέρους της νεώτερης ορθόδοξης θεολογικής σκέψης, όσο και στο σύνολο της νεώτερης έρευνας.
β) στη συστηματική παρουσίαση σύνολης της ανθρωπολογικής και εκκλησιολογικής διδασκαλίας του Νέου Θεολόγου, ως προϋποθέσεων επίτευξης της θέωσης.
γ) στη διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσεως θεσμού και χαρίσματος στη νεώτερη ορθόδοξη θεολογική σκέψη και των προβλημάτων προτεραιότητας, που η τελευταία εισάγει.
δ) στη συστηματική παρουσίαση της αμοιβαίας συνθέσεως και τελικά υπερβάσεως του δίπολου θεσμού και χαρίσματος στη σκέψη του Νέου Θεολόγου.
ε) στις επιπτώσεις της συνθέσεως-υπερβάσεως αυτής στο χώρο της Εκκλησιολογίας, της ηθικής και ιδιαιτέρως στη σχέση του ασκητικού και μυστηριακού στοιχείου της εκκλησιαστικής ζωής.
στ) στη κατάδειξη της σωτηρίας ως άμεσης και ενσυνείδητης προσωπικής σχέσης του ανθρώπου με τα πρόσωπα του σαρκωμένου Λόγου (Χριστού), του Αγίου Πνεύματος, και της ίδιας της Αγίας Τριάδας ευρύτερα (Τριαδοκεντρικός μυστικισμός), και των αναπόδραστων συνεπειών της στην Εκκλησιολογία.
ζ) στην ανάδειξη της ανθρωπολογίας της θεώσεως –και της θεολογίας του φωτός που τη συνοδεύει στη σκέψη του αγίου Συμεών –ως εκείνης της εκκλησιαστικής σωτηριολογίας, η οποία αφενός δεν αγνοεί ή παρακάμπτει τα μυστήρια και τη θεσμική έκφραση της Εκκλησίας, αφετέρου δεν αντιστοιχεί σε όποια υπέρθεση του πνευματικού ή ιδεαλιστική προσέγγιση της ιστορίας της σωτηρίας.
Για την επίτευξη αυτής της προσπάθειας πρέπει, επικουρικά, να διερευνηθούν πλήθος πτυχών της σκέψης του Συμεών, κάποιες από αυτές, εντελώς ενδεικτικά, θα μπορούσαν να είναι και οι εξής:
-Η ίδια η εποχή του. Τόσο η εκκλησιαστική κατάσταση, ιδιαίτερα η κατάσταση του μοναχισμού, όσο και η πολιτιστική κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την εικονομαχία και οδήγησε στον λεγόμενο «Πρώτο Βυζαντινό Ουμανισμό» και τον εγκυκλοπαιδισμό του 10ου αιώνα, επέδρασαν αναμφίβολα στη σκέψη του, όπως επιδρά στη σκέψη του καθενός η εποχή του και η περιρρέουσα ατμόσφαιρά της. Ο ίδιος μάλιστα θα θεωρηθεί από κάποιους ως ο φορέας αυτού του Ανθρωπισμού στη θεολογία, από κάποιους άλλους ως αντίδραση και ανάσχεση της απειλής του Ουμανισμού. Ιδιαίτερα η εκκλησιαστική και «μοναχική» κατάσταση οδήγησε σε μια στοχαστική θεολογία και θεώρησε ανέφικτη τη ζωντανή και άμεση σχέση Θεού-ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι, ως επίτευγμα μιας παρελθούσης εξιδανικευμένης εποχής. Αντίθετα έμμεσα προτάθηκε, από εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής, μια θεολογία των βιβλίων, σχολαστικού τύπου, και η συνακόλουθή της τυπική ηθική. Οι θέσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν από τον Συμεών ως παναίρεση και θυμίζουν έντονα τη διαμάχη ησυχαστών-αντιησυχαστών τρεις αιώνες αργότερα.
Ακόμη, θα διερευνηθούν:
-Τα θεολογικά-μοναστικά και πολιτισμικά εφόδια που βοήθησαν στη διατύπωση της θεολογίας του αγίου μας, καθώς και η σχέση του με προγενέστερους πατέρες και μυστικούς συγγραφείς.
-Η εμπειρική θεολογική γνωσιολογία του ως σύνθεση και εν ταυτώ υπέρβαση της αποφατικής και καταφατικής γνωσιολογίας.
-Η διάκριση ουσίας και ενεργειών και η ιδιομορφία που εμφανίζει στη θεολογία του Νέου Θεολόγου.
-Η σύζευξη της μυστικής και της ασκητικής θεολογίας και εμπειρίας: η θεολογία της τήρησης των εντολών, της διαρκούς μετάνοιας, της υπακοής, της θέσης και της τιμής του πνευματικού Πατρός κ.ά.
-Η υποτιθέμενη σχέση του με τον Μεσσαλιανισμό.
-Η θεολογία της κάθαρσης, η θεολογία του Φωτός, της θέας του Θεού καθώς και εκείνη της ενσυνείδητης Χάρης.
-Η θεολογία των μυστηρίων και ιδιαιτέρως της θεοειδούς εμπειρίας της Ευχαριστίας, κ.ά.
Τέλος, έμμεσο αλλά όχι λιγότερο ουσιαστικό στόχο της εργασίας αυτής, αποτελεί η προσπάθεια μιας αποτίμησης της λειτουργίας του μυστικού και ασκητικού λόγου της ορθόδοξης ανατολικής πνευματικότητας στην άκρως εκκοσμικευμένη εποχή μας. Μιας αποτίμησης, με σαφή την απόσταση από την όποια απολογητική, που καλείται να αναδείξει, πέρα από την αναντικατάστατη σημασία της μυστικής και ασκητικής ζωής στους κόλπους εκκλησιαστικής πνευματικότητας, τη δυναμική και γονιμοποιό παρουσία της τόσο στο θεολογικό, όσο και στον κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό.
Σημειώσεις
72 Όρος αποκλειστικά δικός του, όπως υποσημειώνει ο CHIVU C.E., Θεολογία, Θεοπτία και Θέωση. Από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 11.
73 Δημοσιευμένο στο: Work and Worship at the Theotokos Everghetis, ed. Margaret Mullet and Anthony Kirby, Belfast Byzantine Texts and Translations 6, 2, 1997, σσ. 90-123.
74 Βλ. CROSTINI LAPPIN B., «Fontatori a confronto: Simeone il Nuovo Teologo e Pablo Everghetinos attraversa le «Catechesi», Simeone il Nuovo Teologo e il monachesimo a Constantinopoli, Comunità di Bose, Magnano, 2003, σελ. 127.
75 Στο Orientalia Christiana Periodica (OCP) 23, 1957, σσ. 58-79 . αναδημοσιευμένο και στο Orientalia Christiana Analecta (OCA) 183, 1969, σσ. 262-283.
76 Βλ. HAUSHERR I., Un grand mystique Byzantin. Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-1022), par Nikétas Stéthatos, Orientalia Christiana vol. XII, num. 45, Roma 1928.
77 Πρβλ. και: KRIVOCHEINE B., Μέσα στο φως του Χριστού, μετ. Πίτσα Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 46, σημ. 19.
78 Ένα είδος επιτομής της εργασίας αυτής δημοσιεύεται στο: St. Vladimir’s Theological quarterly, αρ. 4, 1976, σσ. 220-228, υπό τον τίτλο: «Priesthood and Confession in St. Symeon the New Theologian».
79 Στην πολύ αξιόλογη μελέτη του με τίτλο: Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985.
80 Βλ. TURNER H. J. M., St. Symeon the New Theologian and spiritual fatherhood, Leiden . New York . København . Köln, 1990.
81 Στη γνωστή έκδοση που σημειώσαμε ανωτέρω, σελ. 30, σημ. 76.
82 Βλ. Αρχιμ. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ, Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο Βίος του αγίου. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Αθήνα 1994, σελ. 39.
83 Για την ταυτότητα και τον αριθμό των χειρογράφων που περιλαμβάνει η έκδοση αυτή Βλ. Αρχιμ. ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΥΤΣΑ, ο.π., σσ. 39-43, σημ. 7.
84 Βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ Β., Η πνευματική πατρότης κατά Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Θεσσαλονίκη, 1977.
85 Αθήνα 1989. Πρώτη επανέκδοση: Αθήνα 1992.
86 Θεσσαλονίκη 1998.
87 Βλ. ΤΣΙΓΚΟΥ Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη, 2006.
88 Ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009.
89 Αθήνα, 2008.
90 Ο όρος από την εισήγηση του ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ με τίτλο: «Αίσθησις οξύμωρος. Θεογνωσία ποιητική στον τρίτο ύμνο του αγίου Συμεών τουπίκλην Νέου Θεολόγου», στον τόμο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου, επιμ, Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Αθήνα 2008, σσ. 89-135.
91 Μια από τις λίγες εξαιρέσεις αποτελεί το δοκίμιο με τον τίτλο: «Συμεών ο Νέος Θεολόγος και η εσχατολογική οντολογία της φύσεως του κτιστού» του: ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, στον τόμο: Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 105-178.
ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΛΟΙΠΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΡΑΓΔΑΙΑ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου