Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (98)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 1η Νοεμβρίου 2021

                                         Jacob Burckhard

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

             ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

     ΙΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 42

  Οι μεταγενέστερες εποχές δεν μας άφησαν γραπτές μαρτυρίες σχετικά με την αντιμετώπιση του θανάτου, παρότι πιστεύουμε ότι θα πρέπει να υπήρξαν. Έναν αιώνα μετά τον Πλάτωνα, ο Επίκουρος, δεν υπήρξε μεν αρνητής τών θεών, αλλά απέρριπτε την ανάμειξή τους στα εγκόσμια, καθώς και όλες τις ζοφερές περιγραφές τού Άδη. Θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε εδώ αυτή την αντίληψη, καθώς και όλες τις φιλοσοφικές απόψεις, αν η λαϊκή παράδοση δεν είχε ταχθεί, όπως προκύπτει από πολυάριθμους υπαινιγμούς, κατά τών επικούρειων, και κυρίως κατά τής εναντίωσής τους στην ύπαρξη του Κάτω Κόσμου. Μπορεί να θεωρήθηκε μάλιστα θεάρεστο το έργο καταστροφής τών επικούρειων κειμένων έτσι, ώστε  να μην κατέχουμε σήμερα καμιά σχεδόν γραπτή μαρτυρία τού εμπνευστή τους· είναι πάντως βέβαιο, ότι ο Επίκουρος απέκτησε και διατήρησε ένθερμους οπαδούς, που τον τίμησαν ως τον άνθρωπο που απάλλαξε τον κόσμο από τον φόβο τής κολάσεως, τον οποίον και οι ίδιοι καταπολέμησαν με κάθε μέσο:

          Και πρέπει να εκδιωχθεί, πρώτα από το κεφάλι, αυτός ο φόβος τού Αχέροντα

Που ταράζει συθέμελα τον ανθρώπινο βίο

Καλύπτοντας τα πάντα με το σκοτάδι τού θανάτου

Και εξαλείφοντας κάθε αγνή και καθαρή απόλαυση

(Λουκρήτιος)

     Αυτά τα λόγια του Ρωμαίου ποιητή αποδεικνύουν, ότι η θεωρία τού Επίκουρου είχε να καταπολεμήσει ένα πλήθος ισχυρότατων αισθημάτων, τα οποία έτρεφαν ακόμη και οι ελληνικής παιδείας Ρωμαίοι. Συμπεράσματα σαν κι αυτά τού Πλάτωνα, που μόλις παραθέσαμε, τα οποία διαπιστώνουν υπαρκτά δεδομένα, θα μπορούσαν να έχουν καθολική ισχύ· απουσιάζουν όμως παντελώς παρόμοιες αναφορές από τη γραμματεία αυτής τής τόσο σημαντικής, μεταβατικής ελληνο-ρωμαϊκής περιόδου. Διότι οι ρητορικές ή ποιητικές εξάρσεις και εικασίες περί τών ποινών στον κάτω κόσμο δεν υπήρξαν αρκούντως πειστικές. Κανένας δεν φαντάστηκε ποτέ ότι ο Κικέρων πίστευε πραγματικά στην ύπαρξη του Άδη, επειδή ο πρώτος κατά Κατιλίνα λόγος του καταλήγει με μια προσευχή προς τον Δία, όπου τον καλεί να καταδικάσει στα αιώνια βασανιστήρια των ζωντανών και των νεκρών τη φοβερή συμμορία. Η κόλαση δεν είναι για τους ποιητές, ακόμη και για τον Βιργίλιο, παρά μια εκδήλωση ανδρείας σ’ ένα επικό σκηνικό, ίσως και μια αφορμή για προφητείες και περιπαθείς αναφορές, και θα άξιζε ίσως τον κόπο να διερευνήσουμε το πώς ο Σίλιος Ιταλικός κατόρθωσε να συμπληρώσει, στο δεύτερο μέρος  τής 13ης ραψωδίας του, αλλά και να υπερκεράσει τον Βιργίλιο. Η στωϊκή κοσμοαντίληψη, την οποία υιοθέτησαν στους τελευταίους χρόνους τής δημοκρατίας και τον πρώτο αιώνα της μοναρχίας οι περισσότεροι επιφανείς Ρωμαίοι, επεδίωκε την πραγμάτωση του ιδεώδους επί γης, αγνοώντας τον άλλο κόσμο, για τον οποίον δεν γνώριζαν τίποτε περισσότερο στην πραγματικότητα απ’ ό,τι και ο ίδιος ο Επίκουρος. Αν εξετάσει όμως κανείς την τεράστια εξάπλωση της πίστης στα θαύματα κατά την ίδια εποχή, καθώς και τον ζήλο με τον οποίον αναφέρονται όλοι σχεδόν οι ιστοριογράφοι και οι ποιητές σ’ αυτά, κι αν λάβει επίσης υπ’ όψιν το εύρος τής δεισιδαιμονίας, με την ευρεία της έννοια, που διακατείχε τόσο τον λαό όσο και τους άρχοντες, θα συμπεράνει ότι ένα πλήθος από σκέψεις και συναισθήματα για την μετά θάνατον ζωή εξακολουθούσαν να επιβιώνουν. Δεν γίνεται λοιπόν έτσι φανερό, ότι αυτή η πίστη συγκαταλέγεται στις δυνάμεις που εξακολουθούσαν να υποφώσκουν σε εποχές και στους αποκαλούμενους διανοητικούς κοινωνικούς κύκλους, που διατείνονταν ότι είχαν οριστικά απαλλαγεί απ’ αυτήν ; Την άνθηση της δεισιδαιμονίας περί τα τέλη τού 1ου μ. Χ. αιώνα πιστοποιεί και η σημαντική διατριβή τού Πλούταρχου Περί δεισιδαιμονίας, στην οποίαν ήδη αναφερθήκαμε. Ο συγγραφέας επιδιώκει να υπερκεράσει, ως μονοθεϊστής και οπτιμιστής, τόσο τον αθεϊσμό, όσο και την «ακόμη πιο επιβλαβή» δεισιδαιμονία, στρεφόμενος ενάντια και στα δυό. Πληροφορούμαστε ωστόσο, ότι ένας βαθύς και ανελέητος φόβος διακατείχε τούς περισσότερους από τούς ανθρώπους, τόσο απέναντι στους εγχώριους όσο και στους ξένους θεούς, ενώ φαίνεται ταυτόχρονα ότι είχε ενισχυθεί, τώρα περισσότερο παρά ποτέ, και η παρουσία τών ανωνύμων δαιμόνων.

     «Όποιος συνεχίζει να φοβάται», λέει ο Πλούταρχος, «τους θεούς, φοβάται τα πάντα: τη γη, τη θάλασσα, τις φωνές, τα όνειρα… Μια τέτοια ψυχή καταδιώκεται ακόμη και στον ύπνο, που κάνει, όπως λέγεται, να λησμονούν οι δούλοι ακόμη και τους κυρίους τους, από φαντάσματα, πνεύματα και βασανισμούς… Και ο άνθρωπος καθίσταται έτσι θύμα εξορκιστών, αγυρτών και μάγων, ρίχνεται στη θάλασσα, ή στον βόρβορο, πέφτει καταγής, και επικαλείται με αλλόκοτα ονόματα και αλλόγλωσσα ξόρκια τους θεούς… Όποιος συνεχίζει δε να φοβάται ακόμη και τους πολιούχους, τους ελεήμονες και σωτήρες θεούς, αυτούς που ικετεύουμε να μας χορηγούν ευημερία, δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσει κάποιον θεό που να μην τον φοβάται… Η δεισιδαιμονία συνδέει απ’ την άλλη με τον θάνατο όλες εκείνες τις απελπιστικές σκέψεις μιας αιώνιας δυστυχίας, που ανακυκλώνεται χωρίς τελειωμό· και η ψυχή βλέπει να ανοίγονται μπροστά της οι φοβερές πύλες τού Άδη, να χαίνουν ποταμοί φωτιάς και τα ερέβη τής Στυγός, η άβυσσος και βαθειές σπηλιές με πηχτά σκοτάδια και με φαντάσματα χωρίς σκιές, δαιμονικά πνεύματα με φριχτές φωνές, κριτές και δημίους… Κάθε δυστυχία που συνοδεύει έναν τέτοιον άνθρωπο αποτελεί γι’ αυτόν πλήγμα θεϊκό… Εγκαθίσταται τότε μπροστά στο σπίτι του ντυμένος με κουρέλια, ή κυλιέται γυμνός στη λάσπη και ομολογεί τα υποτιθέμενα κρίματα και τις παραβάσεις του, έστω κι αν πρόκειται για φαγητά που έφαγε, ποτά που ήπιε ή δρόμους που βάδισε χωρίς τη συγκατάθεση των θεών… Στην καλύτερη δε περίπτωση, αμπαρώνεται στο σπίτι του καταφεύγοντας σε θυσίες, όπου τον επισκέπτονται γριές και κρεμούν στον λαιμό του, όπως σε έναν στύλο, ό,τι είδους φυλαχτά μπορεί να φανταστεί κανείς… Φοβάται την Άρτεμη, την Αφροδίτη, την Ήρα, τον Απόλλωνα… και τη συριακή ιδιαιτέρως θεότητα, που γεμίζει το σώμα πληγές και σαπίζει το συκώτι εκείνου που έφαγε ορισμένα είδη ψαριών…».

      Μερικές δεκαετίες μετά τον Πλούταρχο συναντάμε τα γραπτά τού Λουκιανού, ενός εντελώς άθεου συγγραφέα, ο οποίος προοριζόταν όμως να μας παραδώσει τα σημαντικότερα συνολικά στοιχεία σχετικά με μιαν ακμάζουσα δεισιδαιμονία. Οι θεοί καθίστανται στις περιγραφές του αντικείμενο διακωμώδησης· είναι γεμάτοι ανησυχία και φόβο, μήπως τούς περιφρονήσουν οι άνθρωποι, επειδή ανατιμήθηκαν η αμβροσία και το νέκταρ και εξαντλούνται τα αποθέματα – την ίδιαν ωστόσο εποχή αναγείρονται γιγαντιαίοι ναοί, όπως ο ναός τής Ηλιουπόλεως, ο δε Λουκιανός είναι ο εγκυρότερος μάρτυρας της μαζικής εξάπλωσης τόσο της λατρείας, όσο και του νόθου τέκνου της, της μαγείας, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου. Ο Λουκιανός διέθετε ασφαλώς, χλευάζοντας όχι μόνο τούς θεούς, αλλά και οτιδήποτε παλαιό και σημαντικό, ακόμη και τα αρχαία ιδανικά τού κλέους και του κάλλους, έναν κύκλο θαυμαστών· αλλά ο κύκλος αυτός δεν αντιπροσώπευε το σύνολο του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου. Το ίδιο ισχύει δε και για τις δοξασίες του για τον Κάτω Κόσμο: αν υπήρξε ένας αρχαίος συγγραφέας, για τον οποίον τα πάντα τελειώνουν με τον θάνατο, αυτός είναι ο Λουκιανός· ο δε Άδης, για τον οποίον δείχνει μιαν ιδιαίτερη προτίμηση, δεν αποτελεί παρά τον σκηνικό διάκοσμο για τις ειρωνικές περιγραφές του. Σ’ αυτόν τον έρημο και σκοτεινό κόσμο, όπου τη θέση τών ομηρικών σκιών παίρνουν ζωντανοί σκελετοί, όπως ακριβώς συμβαίνει στους μακάβριους χορούς μας ;;;;;, δεν ακούγεται σχεδόν τίποτα άλλο, εκτός από το ηχηρό γέλιο ενός Μένιππου, και άλλων απεχθών πλασμάτων, που κατατρομάζει τούς νέους αφικνούμενους· πρόκειται για δαίμονες-χλευαστές, που απολαμβάνουν τη δυστυχία τών σκελετών-συντρόφων τους· για ένα ευτελές σκηνικό, που έχει στόχο να υποβαθμίσει τούς ισχυρούς, τους κυρίαρχους και τους επιφανείς τού γήινου κόσμου. Θα αποτελούσε όμως σοβαρό ατόπημα το να θεωρήσει κανείς τον Λουκιανό ως σημείο αναφοράς τής φαντασίας τών περισσοτέρων συγχρόνων του ! Γιατί η φαντασία αυτών τών ανθρώπων μαστιζόταν από εντελώς διαφορετικές, κυρίως, εικόνες για τον άλλο κόσμο, ενώ προσπαθούσαν να καταπραΰνουν τούς φόβους τους με καινούργιου τύπου μυστήρια, τα οποία περιελάμβαναν ασκητικές ασφαλώς πρακτικές, ή ιδιαίτερα αυστηρές τουλάχιστον τελετουργίες. Ο αρχαίος Όλυμπος δεν επαρκούσε πια· αλλοεθνείς θεοί, διαφορετικής προέλευσης, είχαν ήδη παρεισφρήσει στην ύστερη ελληνική, και στη ρωμαϊκή κατόπιν θρησκεία, επειδή θωρήθηκαν προφανώς ισχυρότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί από τούς εγχώριους· σ’ αυτούς προσφέρονταν πλέον, ήδη από τον 2ον μ. Χ. αιώνα, νέου τύπου μυστικές τελετές, προορισμένες να καταπραΰνουν την αγωνία για την μετά θάνατον ζωή, την οποία τα προηγούμενα, αντίστοιχα μυστήρια δεν ήταν πια σε θέση να αντιμετωπίσουν. Στην δε πορεία αυτής τής διαδρομής πραγματοποιήθηκε αργότερα η συνάντηση με τον χριστιανισμό.

     Οι δύο θρησκείες συνυπήρξαν για ένα διάστημα, με κύριο μέλημά τους τη μέριμνα για τον άλλο κόσμο, με τον δικό της τρόπο η κάθε μιά. Αλλά ο Χριστιανισμός παρουσίαζε μιαν κατά πολύ ισχυρότερη και υψηλότερη αντίληψη μιας αιωνιότητας, για την οποία ο κόσμος μας δεν αποτελούσε παρά την προετοιμασία. Η προσφορά του απευθυνόταν στον καθέναν, καθιστώντας μάγους και εξορκιστές περιττούς. Δεν απέμεινε παρά ένας αγώνας υπεράσπισης των αρχαίων θεών απέναντι σε έναν νέο, μεγάλο και μοναδικό Θεό. Και  έγινε βαθμιαία αντιληπτό, ότι αυτοί οι εγχώριοι ή αλλοδαποί θεοί είχαν πάψει πια να ζουν· θεοί που θα μπορούσαν ωστόσο ακόμα και σ’ αυτή την εποχή να επιζήσουν, αν η λατρεία τους είχε παραμείνει ακμαία, και αν η παραδοσιακή συνάφεια μεταξύ θείας λατρείας και τέρψης τού βίου δεν είχε αποδυναμωθεί, καθιστάμενη στη συνέχεια ατελέσφορη, όπως αναφέραμε και προηγουμένως.

(συνεχίζεται)

TO ΛΑΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΛΟΙΠΟΝ, ΤΟ ΤΟΣΟ ΥΠΟΤΙΜΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ, ΤΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΙΤ, ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΑΝ, ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΑΝΑΠΑΥΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΟΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ. 

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΩΝ ΤΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: