ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Δευτέρα, 4 Οκτωβρίου 2021
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
Εκτός από
τη λατρεία, η οποία λειτούργησε ως το πρακτικό έρεισμα της ελληνικής θρησκείας,
υπήρξαν και κάποιες καθολικές δυνάμεις, χάρη στις οποίες διατήρησε την ισχύ
της, ακόμη και σε μεταγενέστερες εποχές. Πολλοί είναι αυτοί που αναφέρθηκαν στις ελλείψεις και τα
μειονεκτήματα της θρησκείας, και ιδιαίτερα στην αδυναμία της να λειτουργήσει ως
ηθικό έρεισμα. Η καταγγελία τών μύθων
για ανήθικο περιεχόμενο είχε αρχίσει από την εποχή τού Πυθαγόρα, και ποιος θα
μπορούσε να αρνηθεί ότι ορισμένοι θεοί ήταν προσωποποίηση των ίδιων των
ανθρώπινων παθών. Ο άνθρωπος ήταν δικαιολογημένος, εξ αιτίας τής
προσκόλλησής του στις γήινες αδυναμίες, όταν συμπεριφερόταν κάπως χειρότερα από
την εν λόγω θεότητα· αποτελεί όμως
«βλασφημία» το να θέλει να είναι καλύτερος από τούς θεούς, λέει μια τροφός
στον Ευριπίδη, με αφορμή τούς έρωτες και τις απαγωγές τών Ολυμπίων. Η ηθική
αναρίθμητων Ελλήνων κάθε εποχής υπήρξε ασφαλώς ανώτερη απ’ αυτήν τών θεών τους,
και ένας απαιτητικός, άγραφος ηθικός
νόμος ήταν πάντα ζωντανός σε όλες τις αγνές καρδιές. Όποιος όμως το
επιθυμούσε, ήταν ελεύθερος να εξιδανικεύει τούς θεούς και να τους θεωρεί
αγαθές, δίκαιες και ιερές υπάρξεις. Ως προς την αξιολόγηση πάντως τού κόσμου
τών θεών και του ελληνικού κόσμου τών ανθρώπων διακρίνεται ένα περιθώριο σφάλματος,
που δεν λειτούργησε σταθερά υπέρ τών πρώτων.
Κατά την εποχή που ο πολιτικός βίος τών
Ελλήνων είχε ήδη βυθιστεί στο αίμα και την ερήμωση, και που ορισμένοι άνθρωποι
της σκέψης άρχιζαν βαθμιαία να αναζητούν μια
σχέση μεταξύ ενοχής και μοίρας, ένας Έλληνας , για τoν οποίον έχουμε αναφέρει ότι δεν έκρυβε τη συμπάθειά του για τους
Ρωμαίος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς,
εκθέτει την άποψή του ως προς τη θέση που κατέχει η πίστη τών Ελλήνων σε σχέση
με την ηθική. Δεν καταλήγει σε εμφανή συμπεράσματα σχετικά με τη μοίρα τού
έθνους του, μπορούμε όμως να τα διακρίνουμε ανάμεσα στις γραμμές από τον
παραλληλισμό με τη Ρώμη.
«Ο Ρωμύλος
καθιέρωσε», λέει, «εορτές και λατρείες κάθε είδους προς τιμήν τών θεών, τους
παραδοσιακούς όμως μύθους, που περιελάμβαναν προσβολές και κατηγορίες εναντίον
τους, τους θεωρούσε ασεβείς, άχρηστους και βλαπτικούς, και τους απέρριπτε ως
ανάξιους ευσεβών ανθρώπων και ως ανάξιους κυρίως τών θεών· καλούσε τον λαό να
σκέπτεται και να λέει θετικά πράγματα για τους θεούς, και να μην τους αποδίδει
επιδιώξεις κατώτερες της θείας φύσης τους. Διότι οι Ρωμαίοι δεν γνώρισαν
κανέναν ευνουχισμό τού Ουρανού από τούς γιούς του… ούτε πολέμους,
τραυματισμούς, αιχμαλωσίες και υποδούλωση εκ μέρους τών θεών· ούτε υπήρξαν
εορτές πένθους για την εξαφάνιση των θεών… Δεν
θα πρέπει κανείς να σκεφτεί πως αγνοώ το γεγονός ότι ορισμένοι ελληνικοί μύθοι
υπήρξαν χρήσιμοι για τους ανθρώπους,
επειδή δημιουργήθηκαν εν μέρει για να τους παρηγορούν από τις δυστυχίες, και εν
μέρει επίσης για να απαλλάσσουν την ψυχή από την απόγνωση, τον φόβο και τις
ανήθικες σκέψεις, καθώς και ότι προσφέρουν εν μέρει και κάθε είδους άλλες
υπηρεσίες. Είμαι όμως επιφυλακτικός… θεωρώντας ότι το όφελος από τούς
ελληνικούς μύθους είναι περιορισμένο, και δεν μπορούν να βοηθήσουν πολλούς
ανθρώπους, αλλά μόνον όσους ερευνούν τα
αίτια των πραγμάτων, οι οποίοι δεν είναι πολυάριθμοι· η μεγάλη μάζα τών
ανθρώπων, που δεν έχει σχέση με τη φιλοσοφία,
επικεντρώνεται συνήθως στην αρνητική πλευρά τών παραδόσεων για τους
θεούς, και τότε συμβαίνουν δύο τινά: είτε περιφρονεί τούς θεούς, εφ’ όσον τούς
συμβαίνουν τόσες κακοτυχίες, είτε αφήνεται σε παρεκτροπές, ειδεχθή εγκλήματα
και αισχρές παρανομίες, με το πρόσχημα ότι παρόμοια έργα αποδίδονται και στους
θεούς».
Πρόκειται για μια τοποθέτηση, που είναι
απαραίτητο να την απορρίψουμε, όσο πεζή κι αν ακούγεται η προτροπή μας.
Οι
λαοί όμως και τα άτομα δεν προτίθενται να απαλλαγούν από μια θρησκεία λόγω τών
αναγνωρισμένων ελλείψεών της, διότι ειδικά οι Έλληνες θα είχαν προ πολλού
ανακαλύψει στους φιλοσόφους τους μια μεγάλη δυνατότητα επιλογής διαφοροποιημένων ή «κεκαθαρμένων» εννοιών
τού θεού, ή θα είχαν επιλέξει κάποιον, από τον Πυθαγόρα ως τον Επίκουρο, ή
και τους Στωικούς. Ήταν όμως προφανές στους φωτισμένους ανθρώπους, ακόμη κι αν
δεν ήταν φιλόσοφοι, ότι αυτή ακριβώς η θρησκεία που διαθέτουν αποτελεί ένα
σύνολο, που αν χαθεί, δεν μπορεί να αντικατασταθεί, επειδή υπηρετεί ακριβώς το
σύνολο! Αυτή υπήρξε και η γενική και θεμελιώδης προϋπόθεση του έργου τού
Κικέρωνα Περί τής φύσεως των θεών,
στο οποίο και διασώζονται αρκετές ελληνικές δοξασίες επί τού θέματος. Αυτή τη μεγάλη και καθολική προϋπόθεση
εκπλήρωσε η ελληνική και ελληνο-ρωμαϊκή θρησκεία, παρά το πλήθος τών ελλείψεων,
και κατέστη εξ αυτού τόσο απαραίτητη όσο και μοναδική για τη ζωή τού καθενός,
ως τη στιγμή τής εμφάνισης του Χριστιανισμού.
Αρκετοί τίμιοι και μορφωμένοι άνθρωποι
παρέμειναν ωστόσο πιστοί στην κυρίαρχη άλλοτε άποψη περί ισχυρής προσωπικότητας
των διαφόρων θεών· δεν χρειαζόταν άλλωστε κάποιος ιδιαίτερος ζήλος γι’ αυτό· ο
Έλληνας, όπως και ο ελληνικής παιδείας Ρωμαίος, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο
να αμφισβητήσει αυτές τις γεμάτες κάλλος
υπάρξεις, ίσως και να τις φοβόταν, καθώς είχε γαλουχηθεί μ’ αυτό το συναίσθημα. Παραχωρούσε
στους φιλοσόφους τούς λογικούς στοχασμούς, μιαν υπόθεση που δεν ανήκε στη
μεγάλη πλειοψηφία τών ανθρώπων, και θεωρούσε σημαντικά απλούστερο να λατρεύει
τούς θεούς είτε δημόσια, μαζί με τον υπόλοιπο λαό, είτε στον οίκο του με την
οικογένεια και τους δούλους του. Του αρκούσε να εκτελεί τα από αμνημονεύτων
χρόνων ειωθότα, καθώς οι διάφορες μορφές λατρείας είχαν διεισδύσει στο σύνολο,
όπως γνωρίζουμε, του ανθρώπινου βίου.
Αυτή η θρησκεία δεν συνιστούσε εξ άλλου
στο σύνολό της κάποιο συστηματικό δόγμα, ούτε ήταν υπόθεση μιας ιερατικής
αυθεντίας, ώστε να προκαλέσει ενστάσεις, αλλά ήταν μάλλον μια εκδήλωση της ιδιοσυγκρασίας τού ελληνικού λαού, στην
οποία ο καθένας συμμετείχε με την προσωπική του δημιουργικότητα και την
εκλάμβανε ως κτήμα του. Μια θρησκεία, που δεν αναφερόταν σε ιδέες δυσνόητες
για τους ανθρώπους, δεν προέβαλε υπερβολικές απαιτήσεις, ούτε ζητούσε την
εσωτερική μεταστροφή τους και μιαν ασκητική βιωτή· οι θεοί δεν δυσκόλευαν τη
ζωή τών ανθρώπων απαιτώντας κάποιαν ιδιαίτερη ιερότητα, ούτε επενέβαιναν με
αυστηρότητα στον εγωισμό ενός ακόλαστου ανθρώπου· μπορούσε κανείς να συνυπάρξει μαζί τους, ακόμη κι αν επέλεγε τον έκλυτο βίο. Το σύνολο της λατρείας ήταν τελικά τόσο στενά συνδεδεμένο με την
ψυχαγωγία, ώστε να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα μεταξύ τους όρια. Γι αυτό και
υπήρξαν πολλοί μεν άπιστοι κατά την αρχαιότητα, δεν υπήρξε όμως ποτέ,
ούτε μπορούσε να υπάρξει απιστία, είτε τού λαού στο σύνολό του, είτε τών
μεγάλων αστικών πληθυσμών. Η δόξα, αλλά και οι κίνδυνοι που αντιμετώπισαν
ανωτέρου επιπέδου θρησκείες οφείλονται στο ότι διεκδίκησαν μιαν αυστηρή
ηθικότητα, ή και ιερότητα· το ακριβώς
αντίθετο υπήρξε μια ενδογενής μεν αδυναμία τής ελληνικής θρησκείας, υπήρξε όμως
και η εξωτερική ταυτόχρονα αιτία τής εδραίωσης και της ισχύος της.
Εκτός από τον φόβο τών θεών, θα πρέπει
ωστόσο να θυμίσουμε εδώ και τον φόβο τού
άλλου κόσμου, θεωρώντας τον ως ένα στέρεο και ανθεκτικό στήριγμα αυτής τής
θρησκείας όσον αφορά στις σχέσεις της με ανθρώπους αρκετά διαφορετικών
κοινωνικών αντιλήψεων.
Ο Άδης είχε διευρυνθεί σημαντικά, όπως
είδαμε, σε σχέση με την ομηρική εποχή· δίπλα στο αδρανές βασίλειο των σκιών
εμφανίζεται ένας τόπος προορισμένος για επώδυνες ποινές (για όλους πια τους
μεγάλους εγκληματίες, και όχι μόνο για τον Σίσυφο, ή τον Τάνταλο και τον
Ιξίωνα), ένα τόπος αληθινών βασανιστηρίων. Μια πραγματική Κόλαση, με δαίμονες
εκδικητές, δηλαδή διαβόλους, οι οποίοι εισέρχονται, εδώ και στην Ετρουρία, για
πρώτη φορά στο οπτικό πεδίο τών λαών τής Δύσης· διότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν,
όπως φαίνεται, μόνον επίγειους και ουράνιους δαίμονες προηγουμένως. Κάποια
συγκεχυμένα στοιχεία τού αιγυπτιακού Κάτω Κόσμου να είχαν διασχίσει ενδεχομένως
τη θάλασσα, αλλά οι Έλληνες ήταν απολύτως ικανοί να καταλήξουν από μόνοι τους
σ’ αυτές τις αντιλήψεις, και να
προεκτείνουν βαθμιαία και σε πολλούς άλλους ανθρώπους αυτά που αφορούσαν στους λίγους, κατ’ αρχάς, εκείνους
εγκληματίες. Υπήρχε στην αναπτυγμένη πόλη κάθε είδους βία και φαυλότητα, που
είτε διέφευγε της εφαρμογής τών νόμων, είτε
παρέμενε ατιμώρητη, ιδίως όταν ο παραβάτης ανήκε στο κόμμα που κατείχε την
εξουσία· οι δε Ολύμπιοι θεοί εγκατέλειπαν στην τύχη τους τα επίγεια, αρκεί
να μην ενείχαν προσωπικές προς αυτούς προσβολές· μόνον ο Κάτω Κόσμος παρέμενε
στην απόλυτη διάθεση της ελληνικής
φαντασίας, την οποία ενέπνεαν κοσμικά και λαϊκά, και ουδόλως θεολογικά
κριτήρια. Οι αρχαιότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν είναι
γραπτές, αλλά πληροφορίες που μας προσφέρονται από τη ζωγραφική τέχνη. Όταν οι αρχαίοι Κνίδιοι ανήγειραν στους Δελφούς μια
στοά στολισμένη με τοιχογραφίες, η απεικόνιση του κύκλου τής κολάσεως
αποτελούσε ήδη μέρος τής συνήθους ζωγραφικής τέχνης τής εποχής, οι δε ζωγράφοι,
όπως ο μέγας Πολύγνωτος της Θάσου, θωρούνταν ειδήμονες του είδους· αλλά και οι
ίδιοι οι Κνίδιοι αρέσκονταν μάλλον να τρομοκρατούν τούς φαύλους αυτού τού
κόσμου. Έβλεπε κανείς, για παράδειγμα, έναν πατροκτόνο, ο οποίος συναντούσε εδώ
στον κάτω κόσμο το θύμα του, το οποίο και τον στραγγάλιζε· ή έναν ιερόσυλο, τον
οποίον ένας θηλυκός δαίμονας πότιζε
με κάποιο φίλτρο, που του παραμόρφωνε φρικτά τα χαρακτηριστικά· έβλεπε τέλος κι
έναν πραγματικό διάβολο, γνωστό με το
όνομα Ευρύνομος, που φημολογείτο ότι καταβρόχθιζε τις σάρκες τών νεκρών,
αφήνοντας μόνο τα κόκκαλα. Στην Αθήνα τού 4ου αιώνα οι ζωγράφοι
«συνήθιζαν» να αναπαριστούν τούς ιερόσυλους συνοδευόμενους στον Άδη από τις φοβερές αλληγορικές φυσιογνωμίες τής
Κατάρας, της Συκοφαντίας, του Φθόνου, της Εξέγερσης και της Έριδας. Ένα πλήθος γραπτών κειμένων για τον Άδη
συναντώνται σε συγγραφείς, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Λουκιανό, με απειλητικό
έως και σκωπτικό περιεχόμενο· μόνο που αυτές οι εν είδει ταξιδιωτικών
εντυπώσεων περιγραφές μπορεί να απηχούσαν προσωπικές φαντασιώσεις, ενώ οι
εικαστικές απεικονίσεις αντανακλούσαν τη
γενική πίστη. Ακόμα και ο αυθεντικός Σωκράτης αφήνει, στον λόγο του στην
πλατωνική Απολογία, ανοιχτό το
ενδεχόμενο, ο θάνατος να μην είναι παρά ένας απλός ύπνος, ή η μετάβαση,
αντιθέτως, σε μιαν άλλη ζωή· οι αναφορές
στον άλλο κόσμο γίνονται, μετά τον πλατωνικό Σωκράτη, συχνότερες, ενώ και ο
ίδιος ο Πλάτων σκιαγραφεί τούς υπηρέτες τής κολάσεως, που βασανίζουν τούς
«κακούς», ως «πυρακτωμένους τιμωρούς και δήμιους». Όσα διαπιστώνει πάντως ο
Πλάτων για τις αντιλήψεις τών συγχρόνων του περί Κάτω Κόσμου, είναι σαφώς
σημαντικότερα απ’ αυτές τις προσωπικές του φαντασιώσεις.
Πληροφορούμαστε λοιπόν, μέσα από τις δηλώσεις διαφόρων συνομιλητών τού
Πλάτωνα, μεταξύ άλλων και τα εξής: «Όταν πλησιάζει ο θάνατος, οι άνθρωποι
καταλαμβάνονται από φόβους για πράγματα που δεν τους είχαν ποτέ απασχολήσει
προηγουμένως· όσον αφορά στις παραδόσεις για τον Άδη, και για τις ποινές τις
οποίες μέχρι τότε περιγελούσαν, αρχίζουν να φοβούνται, μήπως είναι αληθινές,
και ρωτούν: σε ποιόν έκανα κακό; Κι
όποιος έχει διαπράξεις πολλές κακές πράξεις, χάνει και τον ύπνο του. Οι φαύλοι
γίνονται τότε εύκολη λεία τών μάγων, μέσα στον πανικό τους, οι οποίοι τούς
πείθουν, ότι υπάρχουν καθαρμοί από τα άνομα έργα, τόσο για τους ζωντανούς όσο
και για τους νεκρούς, που ονομάζονται μυήσεις· οι οποίες απαλλάσσουν, όπως
λέγεται, τον άνθρωπο από τη δυστυχία που τον περιμένει, ενώ φρικαλέες
καταστάσεις αναμένουν τούς αμύητους…». Στον δε λόγο εκείνου τού διεφθαρμένου
νεαρού Αθηναίου, που επιδιώκει να εξευμενίσει τούς θεούς με προσφορές και με
δώρα, και που πιστεύει ότι θα εξασφαλίσει, παρότι εξακολουθεί να
παρανομεί, ατιμωρησία με τις θυσίες,
διαβάζουμε τις ακόλουθες, σκόπιμα πιθανότατα σκοτεινές περιγραφές: «Όσον αφορά στη
δική μας, αλλά και την τιμωρία τών επιγόνων μας στον Άδη, τα μυστήρια και οι
λυτρωτές θεοί μπορούν να επιτύχουν πολλά, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι
κορυφαίες πόλεις και οι απόγονοι των θεών, δηλαδή οι ποιητές και οι μάντεις». Ο Κλεινίας πάντως δηλώνει, σ’ έναν
ψευδοπλατωνικό, αλλά πολύ παλιό διάλογο, πως «ο πατέρας μου φοβάται πολύ τον
θάνατο, μολονότι χλεύαζε προηγουμένως και περιφρονούσε κρυφά όσους τον
έτρεμαν».
(συνεχίζεται)
Μια θρησκεία, που δεν αναφερόταν σε ιδέες δυσνόητες για τους ανθρώπους, δεν προέβαλε υπερβολικές απαιτήσεις, ούτε ζητούσε την εσωτερική μεταστροφή τους και μιαν ασκητική βιωτή· οι θεοί δεν δυσκόλευαν τη ζωή τών ανθρώπων απαιτώντας κάποιαν ιδιαίτερη ιερότητα, ούτε επενέβαιναν με αυστηρότητα στον εγωισμό ενός ακόλαστου ανθρώπου· μπορούσε κανείς να συνυπάρξει μαζί τους, ακόμη κι αν επέλεγε τον έκλυτο βίο. Το σύνολο της λατρείας ήταν τελικά τόσο στενά συνδεδεμένο με την ψυχαγωγία, ώστε να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα μεταξύ τους όρια.
ΠΟΣΟ ΔΙΑΦΕΡΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ; ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΕΝΝΙΑΛΙΣΜΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΤΡΕΦΕΙ ΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου