WERNER BEIERWALTES
Επιχείρησα να διεκπεραιώσω παραδειγματικά τη βασική μου πρόθεση – τη φιλοσοφία ως ιστορία των εννοιών και ως ενεργητική ιστορικώς παρατήρηση κεντρικών ερωτημάτων και προβλημάτων – στα βιβλία μου προπάντων «Πλατωνισμός και ιδεαλισμός», «Ταυτότητα και διαφορά» και «Η σκέψη του Ενός». Επικεντρώθηκα σ’ αυτά, στην παράδοση κυρίως του πλατωνισμού – στον ίδιον τον Πλάτωνα, στην εξέλιξη και τον μετασχηματισμό του στον επονομαζόμενον νεοπλατωνισμό, καθώς και στις πολλαπλές του μεταμορφώσεις στον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και στον γερμανικόν ιδεαλισμό του Σέλλινγκ και του Χέγκελ – μέχρι και την αντιπλατωνική στροφή στον Χάιντεγγερ, τον Αντόρνο και τη νεο-θετικιστική κριτική της μεταφυσικής. Ο «πλατωνισμός» και ο διάδοχός του «νεοπλατωνισμός» είναι μια χαρακτηριστική μορφή αυτού, το οποίο χαρακτηρίζουμε συνήθως σήμερα με την, εναλλακτικήν εννοείται, έννοια της «μεταφυσικής» ή της «πρώτης φιλοσοφίας». Καθίσταται σήμερα ο «πλατωνισμός», σε μια μειωμένη και παραποιημένη εν μέρει μορφή, πολλαπλώς η επιτομή αυτού, το οποίο επικρίνεται στη «μεταφυσική», μέσα απ’ την προοπτική εκείνων τουλάχιστον των φιλοσοφιών, που θέλουν να θεωρούνται ως "ουσία", κατά την αυτοεκτίμησή τους, "του καιρού μας". Χαρακτηρίζεται επίσης ο "πλατωνισμός" , λόγω πεισματικών προκαταλήψεων ή και από άγνοια, ως προϋπόθεση ή και απόλυτη αιτία της συγχρόνου, συγκεχυμένης συνάρτησης κοινωνικού Είναι και ορθολογικώς σκόπιμης, τεχνιτιστικής σκέψης, και μετατοπίζεται, ως μια προσδιορίζουσα δήθεν την έννοια και προσδιορισμένη στον εαυτό της σκέψη ταυτότητας, κοντά στον ολοκληρωτισμό (με τον Theodor Wiesengrund Adorno π.χ.)· ή καταντά, μαζί με τον Χέγκελ και τον Μαρξ, σε συν-αυτουργό της «κλειστής κοινωνίας» και του φασισμού (απ' τον Sir Karl Popper), - χωρίς να υπολογίζεται εδώ, ότι δεν μπορεί μια προερχόμενη δι' επιχειρημάτων, από μιαν ιδέα του αγαθού έννοια δικαιοσύνης, ως το βασικό ανώτατο όριο πολιτικής σκέψης και πράξης, δεν μπορεί να συμβιβάζεται με τυφλά επιτασσόμενους παραλογισμούς (τον «εθνικό», «λαϊκό» ή «φυλετικό»), και με ιδεολογικούς εξαναγκασμούς που απαγορεύουν μια θεμελιωμένη κρίση, . Η θεωρία κι η πράξη του Πλάτωνα, τής αποδεικνυόμενης με επιχειρήματα «λογοδοσίας», βρίσκεται σε κάθε περίπτωση απέναντι στην ανόητη επιβολή του ολοκληρωτικού. – Βλέπει κι ο Μάρτιν Χάιντεγγερ στον Πλάτωνα – ανάλογα προς τον Νίτσε – την αρχή της παρακμής της φιλοσοφικής σκέψης, την αποστερέωσή της σε «μεταφυσική»· γίνεται ο αρχικός οφειλέτης μιας συστηματικής «αποπραγμάτωσης» της σκέψης, μια στένωση σε μια λησμονούσα το Είναι, και προτάσσουσα τάχα, μόνον πια το «υπάρχον» αντί για το «Είναι» σκέψη. Μια τέτοια σκέψη εξελίσσεται όμως ως «εσφαλμένη», κατά την άποψη του Χάιντεγγερ, σε βασική στάση της τεχνικής επιθετικότητας, δεν είναι πια ικανή να σκεφθή την οντολογική διαφορά μεταξύ ΕΙΝΑΙ και «Είναι του όντος» και να ανακαλύψη την αλήθεια ως την καταγωγικά «μη κρυπτότητα» του ΕΙΝΑΙ· εννοεί την αλήθεια – απ’ τον Πλάτωνα μέχρι και τον Χέγκελ –ταυτιζόμενη αποκλειστικά δήθεν με την έννοια της «ορθότητας τού βλέπειν και της σκοποθεσίας», που έχει τάχα προσδιοριστή στον σχολαστικόν ορισμό “veritas est adaequatio rei et intellectus” («η αλήθεια είναι η προσαρμογή πράγματος και διάνοιας»)(( M. Heidegger, Platons Lehre von der Wahrheit, Bern 1954, 46 )).
Η ιδιόρρυθμη ιδέα του Χάιντεγγερ για την «ενοχή» του Πλάτωνα στην εξέλιξη της δυτικής σκέψης, με την έννοια μιας παρακμής αυτού που στην πρώτην αρχή (ιδιαιτέρως με τον Ηράκλειτο), κάποτε («αρχικά») είχε διανοηθή, είναι βέβαια και ο λόγος για το ότι βλέπει την αρχινισμένη με τον Πλάτωνα «κατάλυση» της φιλοσοφίας, ακόμα πιο εντεταμένη – σε στενή σύνδεση με τον χριστιανισμό – στον πλατωνισμό, και δεν συνειδητοποιεί καν απολύτως ούτε δέχεται, στην ιστορικο-φιλοσοφική του κατασκευή της εξέλιξης της «μεταφυσικής» σκέψης, ως ένα προσδιοριστικό της στοιχείο τον νεοπλατωνισμό. Δεν θα είχε όμως ποτέ μπορέσει να ισχυρισθή έτσι ή να αναπτύξη ερμηνευτικά τη θέση του για την ιστορική πορεία της σκέψης – της αυξανόμενης «λήθης του Είναι» και του ελαττώματος της «οντολογικής διαφοράς» - , αν είχε θέσει γενικώς κάποια φορά σοβαρά στον εαυτό του την απαίτηση της νεοπλατωνικής σκέψης, εν όψει της δυνατότητάς της, να σκεφθή μιαν «οντολογική διαφορά» (( Πρβλ. εδώ: W. Beierwaltes, Identität und Differenz 131ff. Tου ιδίου: Heideggers Rückgang zu den Griechen, Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, phil.-hist. Klasse, Jg. 1995, Heft 1, München 1995. Das wahre Selbst 120ff. J.- M. Narbonne, Hénologie, Ontologie et “Ereignis” (Plotin – Proclus – Heidegger), Paris 2001. – Τη θέση μου για τη «νεοπλατωνική λήθη» του Χάιντεγγερ την επιβεβαιώνουν και οι παραδόσεις του του θερινού εξαμήνου του 1921 «Ο Αυγουστίνος και ο νεοπλατωνισμός» (Gesamtausgabe, Band 60, hg. v. C. Strube, Frankfurt 1995). Είναι σημαντικές μόνο – και παρ’ όλου του συνεισαγόμενου στον τίτλο όρου «νεοπλατωνισμός» - για την ερμηνεία των Εξομολογήσεων Χ του Αυγουστίνου, κι αυτό προπάντων απ’ την αντίληψη του Χάιντεγγερ για το αυγουστίνειο “curare” (θλίβομαι) και για τον “timor” (φόβο…), ως μια βασική σκέψη του «Είναι και χρόνος» (1927) )).
(συνεχίζεται)
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ.
Μέσα απ’ την εγκατελλειμένη σήμερα οδό, απ’ τον περιορισμό και τον προσδιορισμό αρχικώς ζωντανών μεταφυσικών σκέψεων και ερωτημάτων σε μιαν ποθητή, άλλη αρχή της σκέψης, θα μπορούσε να γίνη το νεοπλατωνικό φιλοσοφείν εντελώς παραδειγματικά αποτελεσματικό: δεν ικανοποιείται ακριβώς με τον λογικό φορμαλισμό, δεν ανάγει την εννοούσα σκέψη σε μιαν απλώς «καταλογιστική», δίνει χώρο, στη βάση μιας συνειδητής γλωσσικής σκέψης (Sprachskepsis), στην εικόνα, στη μεταφορά και στη φιλοσοφική εκφραστική δύναμη του μυθικού, και μ’ αυτό στο ποιητικό στοιχείο, στη σκέψη· επιτρέπει δίπλα σε μιαν αντικειμενικήν αντίληψη της πραγματικότητας και μια μη-αντικειμενική σκέψη, ως βάση της δυνατότητάς της (με τη μορφή του απόλυτου νου), και την αναπτύσσει· περιστρέφεται σε όλες της τις διαστάσεις γύρω απ’ το ΕΝΑ, το οποίο είναι, παρ’ όλην τη ριζική του ετερότητα απέναντι σε κάθε Άλλο, το «Είναι» των Πάντων – με την έννοια μιας αναίτιας αιτίας και μιας προφυλάσσουσας συνολικά την πραγματικότητα «ουσίας» και επικεντρώνοντάς την προς αυτήν την ίδια.
Αν έπρεπε να γίνη μια σκέψη της διαφοράς, έτσι όπως ξεκίνησε να τη σκεφτή ο Χάιντεγγερ, ένας σκοπός, τον οποίον δεν τον είχαν δήθεν ακόμα μέχρι τώρα σκεφτή στην ιστορία της «μεταφυσικής», αλλά είχε μάλλον καλυφθή ή και καταστή απολύτως δομικά «αδύνατος», τότε γίνεται μια ενεργητική και διαφοροποιημένη στον εαυτό της ανάμνηση της νεοπλατωνικής, εξασκημένης με μεγάλη διεισδυτικότητα, σκέψης του ΕΝΟΣ, μια υποχρέωση απέναντι σ’ ένα εντελώς πραγματοποιήσιμο δυναμικό σκέψης του παρελθόντος. Η σκέψη του ΕΙΝΑΙ ως της «διαφοράς», του «ξέφωτου» (Lichtung), του «συμβάντος», θα είχε στη σκέψη του ΕΝΟΣ ως της απόλυτης διαφοράς προς κάθε προελθόν απ’ αυτό Είναι – το «Τίποτα των Πάντων» - το παραδειγματικό της αναλογικό σημείο. Δεν πρέπει να συνωθηθούν βέβαια σε μιαν ψευδο-ταυτότητα, μέσω αυτής της ανάμνησης, οι δυό απόπειρες σκέψης. Στέκεται προπάντων η κατ’ αρχήν «ιστορικότητα» αυτού, το οποίο φαντάζεται ως ΣΥΜΒΑΝ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ στους κρυπτικούς ενίοτε, … γλωσσικούς μορφασμούς μιας νέας «μυθολογίας» (ακραία στις «Συμβολές») ο Χάιντεγγερ, ανυπέρβλητα ανάμεσα στις δυό (( Beiträge zur Philosophie (Vom Ereignis), Gesamtausgabe, Band 65, hg. v. F. – W. von Hermann, Frankfurt 1989 )) . Θα δυσχέραινε βέβαια μια εντατική συνειδητοποίηση της νεοπλατωνικής θεωρίας του Ενός και της εννοημένης σ’ αυτήν, μέσω μιας ριζικής αρνητικής διαλεκτικής, απόλυτης διαφοράς, την παρούσα ροπή προς αυτοπροβολή… Και θα μπορούσε μια εκ νέου αποκτημένη και θεμελιωμένη συνείδηση της σημασίας της νεοπλατωνικής σκέψης για μιαν εκπλήρωση (και όχι για μιαν αυξανόμενη παρακμή) της μεταφυσικής, να μεταβάλη και σ’ αυτό το πεδίο εντελώς αποφασιστικά τη δεδομένη τοποθέτηση, προς μιαν αισθητά μειωμένη και ζημιωμένη απ’ την κριτική της μεταφυσικής παράδοση.
Είναι ασυγκρίτως, εννοείται, πιο δύσκολο να θεμελιωθή, κάτω απ’ τους υποδηλωθέντες και μόνον από εμένα εδώ όρους, μια ενεργητική, που να διαμορφώνη εκ βάθρων, ή σε ουσιαστικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά τους, τις φιλοσοφικές θεωρίες, αλλά και καθοδηγητική παρουσία του νεοπλατωνισμού, απ’ ό,τι ήταν αναμφίβολα νοητό αυτό σε προηγούμενες εποχές. Μετατρεπόταν δηλαδή τότε το ζωντανό τους ενδιαφέρον σε μια θεωρητική εργασία, που συγγένευε, έστω και σε μεταβεβλημένη μορφή, με τον αρχικόν νεοπλατωνισμό: όπως στους πολλαπλούς π.χ. πλατωνισμούς του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, αλλά και στην κλασσικήν ακόμα γερμανική φιλοσοφία, που έδινε, με τον Καντ, τον Φίχτε, τον Χέγκελ και τον Σέλλινγκ, όχι διαφοροποιημένες μόνον, αλλά και παραδειγματικές απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα της μεταφυσικής, και της μεταφυσικής φιλοσοφίας, και συνπροσδιόριζε ουσιαστικά και τις επιστήμες της φύσεως και του πνεύματος, το δίκαιο, τη χρηστοήθεια και την ηθικότητα, τη θρησκεία και την τέχνη, περιλαμβάνοντας και θεμελιώνοντας όλες αυτές τις περιοχές, μέσω της φιλοσοφικής εννοίας, στον εαυτό της.
Επιχείρησα, έχοντας υπ’ όψιν μου τη δυσκολία ακριβώς της παρούσας κατάστασης, να διορθώσω από ποικίλες απόψεις ξανά και ξανά, την επικρατούσα και κυρίαρχη ιδέα και αποδόμηση της έννοιας του πλατωνισμού, καθώς και τις συναρτώμενες μ’ αυτήν, στα βασικά τους χαρακτηριστικά, μορφές της σκέψης. Μπορεί να υπάρξη κάποιος εννοιολογικός διαφωτισμός, απέναντι σε μια χονδροειδή αποκοπή της έννοιας του «πλατωνισμού» και του «νεοπλατωνισμού», που καθοδηγείται από σαφέστατα συμφέροντα, μόνο μέσα από μιαν εντατική και υπομονετική συναναστροφή με κείνα τα κείμενα, τα οποία τα γνωρίζουν συχνά – και αν – σ’ έναν μη αυθεντικό, ελαττωματικό βαθμό οι πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι. Μπορεί να γίνη μόνο στη βάση ενός τέτοιου απαραίτητου διαφωτισμού, μια ανανεωμένη σύνδεση, αξιόπιστα νοητή, με τα βασικά ερωτήματα αυτής της φιλοσοφίας.
Επιχείρησα να αναπτύξω απ’ αυτήν την πλευρά, και με καθαρή ταυτόχρονα συνείδηση των σημερινών, διαφορετικών ουσιαστικά φιλοσοφικών προθέσεων, - ξανά στο «Ταυτότητα και διαφορά» και στο «Η σκέψη του Ενός» (( πρβλ. το κεφάλαιο «Εικόνα και αντίτυπο; Διαλογισμοί στη νεοπλατωνική σκέψη αναφορικά προς το παρόν της», σ. 436-435 )) – απόψεις ενός αντικειμενικού δεσμού τού συγχρόνου φιλοσοφείν με το νεοπλατωνικό, χωρίς να περιπέσω σε μια βεβιασμένη τάση επικαιροποίησης.
Συναρτάται ένας απ’ αυτούς τους συλλογισμούς, με το θεμελιωμένο υπό τους όρους της νεώτερης εποχής απ’ τον Καντ, και αναπτυγμένο και τροποποιημένο απ’ τους Φίχτε, Σέλλινγκ και Χέγκελ ερώτημα, για τη μεταφυσική δομή της σκέψης· που πρέπει να τη δούμε ως ορίζοντα, ως ροπή και ως διακριτικό ταυτόχρονα σημείο των συγχρόνων θεωριών της συνείδησης. Χωρίς να θέλουμε να ισοπεδώσουμε λοιπόν, τις πραγματικά υφιστάμενες και δικαιολογούμενες διαφορές μεταξύ της ελληνικής, όψιμης αρχαίας προπάντων μεταφυσικής, και της νεώτερης συνείδησης, μπορούμε να πούμε, σχετικά με τον νεοπλατωνικό ακριβώς τρόπο τού φιλοσοφείν και με τη διαμορφωμένη προπαντός απ’ αυτόν, στο κατώφλι προς τη νεώτερη εποχή, παράδοση (π.χ. ο Cusanus), πως έθεσε και ανέπτυξε αποφασιστικά και εξαρχής το ερώτημα για τον Εαυτό (Selbst) και για την αυτο-συνείδηση αυτός ο φιλοσοφικός τρόπος. Σε συνάφεια μ’ αυτό το ερώτημα, απαιτεί π.χ. τη συνειδητοποίηση τού επενεργούντος, ασυνείδητα και εκ των προτέρων (a priori), βάθους του στη σκέψη ο Πλωτίνος, με την έννοια μιας πραγματοποίησης της υψίστης ανθρώπινης δυνατότητας. Έχει ανοίξει ποικίλες προοπτικές, για μια διαφοροποιημένη αποκάλυψη των φαινομένων της συνείδησης, και της ακολουθούσης τον δελφικό χρησμό πρόθεσης, για μια γνώση του ιδίου Εαυτού, καθώς και για μια συναγόμενη εφεξής, απ’ αυτήν τη συνείδηση της πιο εντατικής αυτοαναφοράς, μιά αυθυπέρβαση της σκέψης, αλλά και για την εκπληρώνουσα τον βαθύ Εαυτό εν τέλει, πράξη ταυτότητας, ο μυστικισμός (Mystik) του Πλωτίνου. Ο δρόμος προς αυτόν τον σκοπό – της ένωσης με το ίδιον βάθος – αμιλλάται μια σταθερή αύξηση της συνείδησης της ιδίας ενότητας και ταυτότητας. Με την έννοια του Πλωτίνου, η αυτο-γνωσία ανήκει, με μιαν όχι προσωρινή, αλλά πραγματικήν έννοια, μόνο στον Νου, ως τη νοητώς σκεπτόμενη δύναμη της ψυχής. Αυτόν μπορεί και πρέπει να συνειδητοποιήση ο άνθρωπος, ως τον «αληθινό του εαυτό», με την αναδρομή της σκέψης στον εαυτό της, . Αυτή η στροφή στον εαυτό, ως αυτο-διαλογισμός, ως σκεπτόμενη αυτοαναφορά ή ως αντίληψη που εννοεί το πραγματικό της Είναι, εξασφαλίζει μιαν ένωση του πολλαπλού και διαφορετικού στη σκέψη: αυτού που έγινε γνωστό ή νοήθηκε ως ιδέα, στο οποίο η σκέψη κι αυτό που σκεφθήκαμε, συνειδητά ταυτίζονται. Μια εισηγούμενη ερμηνεία της αντίληψης του Πλωτίνου για την αυτοσυνείδηση, καθώς και οι αναλύσεις του για τη σκεπτόμενη αυτοαναφορά του ανθρώπου, αναιρούν ακριβώς την εξαιρετικά εύκολη εκδοχή: η «φιλοσοφία της συνείδησης» αντιτίθεται, ως γνώρισμα της νεώτερης εποχής, στην αρχαία «αντικειμενικότητα», μια νεώτερη «υπεροχή του υποκειμένου» αναστέλλει, τάχα, μιαν αρχαιο-μεσαιωνική αντίληψη του «δεδομένου». Το νεοπλατωνικό φιλοσοφείν καθιστά μάλλον κατανοητό, ότι μια σκέψη του Είναι και του Ενός βρίσκεται σε ειλικρινή σχέση με τη σκέψη του ανθρώπινου Εαυτού, κι ότι αποκαλύπτεται, στη συμπλεγματικότητά του, ακριβώς μέσα απ’ την αυτοαναφορά της σκέψης αυτός ο Εαυτός. Αυτή η αυτοαναφορά δεν οδηγεί βέβαια, αν το σκεφτούμε πλωτινικά, σ’ έναν «σολιψισμό» του προσώπου, αλλά αποδεικνύεται ως κινούμενο κέντρο μιας μορφής ζωής, που επιχειρεί να σκεφθή, μέσα απ’ την αυτοαναφορά, και το βάθος της, το ίδιο το Ένα, ως την πηγή των πάντων.
(συνεχίζεται)
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ.
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου