Συνέχεια από: Τρίτη 31 Μαΐου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ
Εισαγωγή: Η επιστήμη και η τροχιά της αμφιβολίας (συνέχεια)
Οι Στοχασμοί, όπως και ο Λόγος, γράφτηκαν σε αυτοβιογραφικό ύφος και υπό μίαν έννοια προεκτείνουν απλώς το 4ο μέρος του Λόγου. Η πρώτη παράγραφος του Πρώτου Στοχασμού υπογραμμίζει αυτή τη συνάφεια, συνοψίζοντας τα μέρη 1-3 του Λόγου. Τουλάχιστον επιφανειακά, οι Στοχασμοί φαίνονται να είναι μια σαφέστερη πραγμάτευση των βασικών αμφιβολιών που αρχικά παρακίνησαν τη σκέψη του Descartes. Κάτω από αυτές τις επιφανειακές ομοιότητες, όμως, υπάρχει μια σειρά διαφορών που θέτουν υπό αμφισβήτηση της συνέχεια των δύο έργων. Η διαφωνία γύρω από τη σχέση ανάμεσα στον Λόγο και στους Στοχασμούς αντανακλά τη βαθύτερη διαφωνία γύρω από τον χαρακτήρα της σκέψης του Descartes εν γένει. Μία σχολή σκέψης θεωρεί τον Descartes επιστήμονα ο οποίος ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη φυσική και θεωρούσε τη μεταφυσική και τη θεολογία προσκόμματα που έπρεπε να παραμεριστούν εάν ο Λόγος έμελλε να θριαμβεύσει στον κόσμο. Σε αυτή την ανάγνωση ο Λόγος καθώς και τα μαθηματικά και επιστημονικά έργα του Descartes χαρακτηρίζονται ως η πραγματική διδασκαλία του, ενώ οι Στοχασμοί και τα υπόλοιπα θεολογικά και μεταφυσικά έργα του θεωρούνται είτε προπέτασμα καπνού για να αποκρύψουν τις αληθινές προθέσεις του από τις σχολαστικές αρχές που είχαν καταδικάσει τον Γαλιλαίο, ή εξαιρετικά έξυπνος τρόπος για να αλωθεί ο σχολαστικισμός εκ των έσω και έτσι να προετοιμαστεί το έδαφος για τον τελικό θρίαμβο της επιστήμης του. Η έτερη δεσπόζουσα σχολή θεωρεί τον Descartes μέγα υπέρμαχο της θρησκείας ενάντια στον σκεπτικισμό. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, ο Descartes δεν είναι απλός απόστολος της νέας επιστήμης. Πράγματι, οι αμφιβολίες του είναι γνήσια αντίδραση στην παρακμή της πίστης που γνώριζε η εποχή του, και η σκέψη του είναι απόπειρα να ανασυγκροτηθεί μια μεταφυσική θεολογική σύνθεση. Γι’ αυτούς τους μελετητές ο Descartes αντιπροσωπεύει την απόρριψη του αναγεννησιακού σκεπτικισμού και την αναζωογόνηση της γνήσιας θρησκευτικής ζωής. Σε αυτή την προοπτική, οι Στοχασμοί είναι το αποκορύφωμα της καρτεσιανής σκέψης.
Υπάρχουν αξιόλογα ερείσματα και για τις δύο ερμηνείες. Ο Descartes αναμφίβολα προσπαθεί να δημιουργήσει ασφαλή μεταφυσική βάση για τη νέα επιστήμη του. Ο Γαλιλαίος, σύμφωνα με την άποψή του, απέτυχε επειδή δεν διέθετε μεταφυσικό υπόβαθρο για την επιστήμη του. Ο Descartes αναγνωρίζει επίσης τα θεολογικά ενδιαφέροντα των συγχρόνων του και την Εκκλησία. Κλονίστηκε από την καταδίκη του Γαλιλαίου και κατ’ ακολουθίαν απέσυρε το επιστημονικό σύγγραμμά του ο Κόσμος λόγω των ομοιοτήτων του με το έργο του Γαλιλαίου. Δεν είναι σίγουρο όμως ότι το απέσυρε επειδή φοβόταν τη δίωξη. Στον Λόγο επισημαίνει ότι δεν είδε στον Γαλιλαίο κάτι το απαράδεκτο, και κατά συνέπεια ίσως να έσφαλε όσον αφορά την αβλαβή φύση του δικού του έργου. Ωστόσο, ακόμη κι αν φοβόταν την επαναστατική αλλαγή, ήταν ευνοϊκά διατεθειμένος προς τη βαθμιαία και ειρηνική μεταρρύθμιση υπό την αιγίδα της επιστήμης.
Το εγχείρημά του όμως να κατασκευάσει κάποιο μεταφυσικό υπόβαθρο για τη φυσική δεν εξηγείται απλώς με την επιθυμία του να εξευμενίσει τους πιθανές εχθρούς του. Το αρχικό του πρόταγμα αναμφίβολα ήταν η δημιουργία νέας επιστήμης, αλλά από την εποχή των ονείρων που αφηγούνταν στα Ολυμπιακά είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται για μεταφυσικά ερωτήματα. Επιστήμη και μεταφυσική δεν είναι κατ' ανάγκη ασυμβίβαστες. Στην πραγματικότητα, η επιστήμη χρειάζεται τη μεταφυσική, γιατί δεν κινδυνεύει μόνο από τον σχολαστικισμό αλλά, επίσης, και μάλιστα περισσότερο απειλητικά από τον σκεπτικισμό· γι' αυτό, εάν θέλει να κατισχύσει, πρέπει να υποσκελίσει και τους δύο.
Ο Descartes αρχίζει τους Στοχασμούς διακηρύσσοντας την επιθυμία του να εξασφαλίσει κάποιο σταθερό πόρισμα στις επιστήμες, ξεκαθαρίζοντας τις γνώμες του και ανασυνθέτοντας τη γνώση του εκ βάθρων. Αξίζει να επισημάνουμε ότι αυτή η απόφαση έχει ήδη ως κίνητρο την αμφιβολία για το κατά πόσο πολλές από τις νεανικές γνώμες του ήσαν αληθείς. Συμπεραίνει ότι προκειμένου να κατακτήσει την αλήθεια πρέπει να αποδοκιμαστεί ό,τι δεν είναι απολύτως βέβαιο και αδιαμφισβήτητο, πως πρέπει να αντιμετωπίζει καθετί το οποίο είναι αμφίβολο σαν να ήταν ψευδές. Όπως στον Λόγο η εφαρμογή του δεύτερου Κανόνα (παρατέθηκε προηγουμένως) οδηγεί τον Descartes στην τροχιά της αμφιβολίας.
Σε αντιδιαστολή με την πραγμάτευσή του στην Λόγο, ωστόσο, η περιγραφή αυτού του ταξιδιού της αμφιβολίας εδώ παίρνει τη μορφή διαλόγου με τον εαυτό του. Αρχίζει, όπως έκανε στον Λόγο, με την απόρριψη των αισθήσεων επειδή ενίοτε μας εξαπατούν. Εδώ όμως απαντά ότι οι αισθήσεις συνήθως δεν μας εξαπατούν και στην πραγματικότητα συχνά μας παρέχουν αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Η πλάνη των αισθήσεων από μόνη της είναι επομένως ανεπαρκές έρεισμα για τον σκεπτικισμό.
Αμέσως μετά υπενθυμίζει ότι η πηγή της καθολικής αμφιβολίας είναι η τρέλα, διότι οι τρελοί ενίοτε παραπλανώνται ακόμη και για όσα πράγματα τους είναι οικεία, όπως τα ίδια τα σώματά τους. Σε αυτή τη βάση όλα τα δεδομένα των αισθήσεων είναι αμφίβολα. Αυτή η αμφιβολία είναι περισσότερο έντονη επειδή δεν θεραπεύεται. Η πλάνη των αισθήσεων λαμβάνει χώρα στα όρια της αισθητηριακής μας αντίληψης, όταν τα πράγματα είναι είτε πολύ μικρά είτε πολύ απόμακρα. Η τρέλα είναι πλάνη για ό,τι μας είναι εγγύτερο και δεν οφείλεται στη συρρίκνωση των ικανοτήτων μας αλλά σε βιολογική δυσλειτουργία που αποσυνδέει τη φαντασία από τις αισθήσεις. Ο Descartes, ωστόσο, συμπεραίνει ότι δεν μπορεί να είναι τρελός, επειδή η τρέλα, όπως την κατανοεί, είναι η ανικανότητα να διαχωρίζουμε λογικές και παράλογες κρίσεις. Η αμφιβολία όμως προϋποθέτει την ικανότητα να προβαίνουμε σε τέτοιους διαχωρισμούς. Επειδή ο Descartes αμφιβάλλει, δεν μπορεί να είναι τρελός.
Ενώ η καθαυτό τρέλα σπανίζει, ο Descartes παραδέχεται ότι η ονειροπόληση είναι ένα είδος τρέλας, το οποίο προσβάλλει όλα τα ανθρώπινα όντα. Ό,τι βιώνουμε ίσως είναι ψευδαισθητικό επειδή είναι μόνο όνειρο. Η ονειροπόληση είναι ισχυρότερη πηγή αμφιβολίας επειδή αντιπροσωπεύει μια οικουμενική, έστω και επουσιώδη, αποσύνδεση της φαντασίας από την πραγματικότητα. Ωστόσο ο Descartes συμπεραίνει πως, ακόμη κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, ό,τι βιώνουμε στα όνειρα είναι εικόνες από κάτι, και αυτά τα αρχικά πράγματα πρέπει να είναι αληθινά. Η φαντασία κατ' ανάγκην αντλεί τις εικόνες της από την πραγματικότητα, έστω κι αν τις συναρμολογεί με πλασματικούς τρόπους σε όνειρα.
Η ονειροπόληση και η τρέλα, για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να είναι η πηγή πραγματικά καθολικής ή υπερβολικής αμφιβολίας.
Αν και η ονειροπόληση δεν οδηγεί σε καθολικό σκεπτικισμό, θέτει ουσιώδη προβλήματα για την καρτεσιανή επιστήμη. Η φυσική, η αστρονομία και η ιατρική εξετάζουν, σύμφωνα με τον Descartes, μόνο σύνθετα αντικείμενα. Μπορεί να χρησιμοποιούν μαθηματικά για να περιγράφουν τα αντικείμενά τους, έχουν όμως ως σημείο εκκίνησης τα επιμέρους σύνθετα αντικείμενα που εξεικονίζει η φαντασία. Μολονότι τα όνειρα θέτουν υπό αμφισβήτηση όλα τα σύνθετα πράγματα, αφήνουν ανέπαφα τα απλούστερα πράγματα που η φαντασία διευθετεί και επαναδιευθετεί στα όνειρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ τα όνειρα ενδέχεται να υπονομεύουν την επιστήμη εν γένει, δεν αμφισβητούν τα μαθηματικά, αφού τα μαθηματικά πραγματεύονται μόνο αυτά τα απλά πράγματα και αδιαφορούν για την ύπαρξη σύνθετων πραγμάτων.
Η ισχυρότερη πηγή αμφιβολίας, σύμφωνα με τον Descartes, είναι η ιδέα ενός παντοδύναμου Θεού:
«Ακλόνητα ριζωμένη στο νου μου είναι η προ πολλού υφιστάμενη γνώμη ότι υπάρχει ένας παντοδύναμος Θεός, ο οποίος με κάνει το είδος του πλάσματος που είμαι. Πώς γνωρίζω ότι δεν έγινε αίτιος να μην υπάρχει γη ούτε ουρανός ούτε εκτεινόμενο πράγμα ούτε σχήμα ούτε μέγεθος ούτε τόπος, ενώ συγχρόνως εξασφάλισε ότι όλα αυτά τα πράγματα θα φαίνονται σ' εμένα να υπάρχουν όπως ακριβώς κάνουν τώρα; Ακόμη περισσότερο, αφού ενίοτε πιστεύω ότι κάποιοι άλλοι πλανώνται σε περιπτώσεις όπου νομίζουν ότι διαθέτουν την πιο τέλεια γνώση, δεν είναι πιθανό να σφάλλω κατά παρόμοιο τρόπο κάθε φορά που προσθέτω δυο και τρία ή υπολογίζω τις πλευρές ενός τετραγώνου, ή σε κάποιο ακόμη πιο απλούστερο ζήτημα, εάν τούτο είναι νοητό;»
Στον Λόγο τα ανθρώπινα λάθη ή οι ανθρώπινες ατέλειες αναγνωρίζονταν ως πηγή αμφιβολίας γύρω από τις μαθηματικές αποδείξεις. Εδώ και πάλι τα λάθη ή οι ατέλειες επανεμφανίζονται ς πηγή τέτοιου είδους αμφιβολίας. Στον Λόγο, ωστόσο, ο Descartes υποστηρίζει ότι η ακριβής εφαρμογή της μεθόδου θα εξαφάνιζε τέτοια λάθη, αφού φαίνονταν να είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας ανθρώπινης αδυναμίας. Στους Στοχασμούς ο Descartes εξετάζει το ενδεχόμενο τέτοια λάθη να είναι αναπόφευκτα και ανεπανόρθωτα.
Η πηγή αυτής της αμφιβολίας είναι το ενδεχόμενο ένας παντοδύναμος Θεός είτε να δημιούργησε τον κόσμο με τέτοιο τρόπο ώστε κατ’ ανάγκη να παρανοείται από τον άνθρωπο, είτε να δημιούργησε τον άνθρωπο έτσι ώστε κατ’ ανάγκη να παρανοεί τον κόσμο. Ο Θεός, με άλλα λόγια, ίσως κανόνισε τα πράγματα έτσι ώστε ακόμη και οι πιο εναργείς και κατηγορηματικές κρίσεις γύρω από τα απλούστερα πράγματα πάντοτε να αστοχούν. Αυτό το ενδεχόμενο ενός παντοδύναμου Θεού θέτει ρητά υπό αμφισβήτηση το συνολικό εγχείρημα της καρτεσιανής επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών.
Το μέγεθος της αμφιβολίας που προξενεί το ενδεχόμενο της θεϊκής εξαπάτησης δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Ο Pascal και ο Hume, για παράδειγμα, θεωρούσαν πως είναι η σοβαρότερη μορφή σκεπτικισμού. Οι προγενέστερες αμφιβολίες του Descartes ενεργοποιήθηκαν μέσω περιστάσεων ή καταστάσεων που ήταν δυνατόν να ξεπεραστούν με τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου του. Η θεϊκή εξαπάτηση θα ήταν κάτι ανεπανόρθωτο. Η ιδέα του παντοδύναμου Θεού φαίνεται, λοιπόν, να οδηγεί αναπόφευκτα στο ότι μπορεί να εξαπατώμεθα συνεχώς και ανεπανόρθωτα.
Σε αυτή τη βάση, ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι ο Descartes σφάλλει όταν χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση ως εξαπάτηση, αφού η έννοια της εξαπάτησης προϋποθέτει ότι διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα. Αυτό το επιχείρημα υποθέτει ότι ο παντοδύναμος Θεός του Descartes είναι συνεπής απατεώνας. Ο Descartes δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί αυτή την άποψη, γιατί προϋποθέτει μια ορθολογική συνέπεια που είναι ασυμβίβαστη με τη θεϊκή ελευθερία. Ένας πραγματικά παντοδύναμος Θεός μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Εάν υπάρχει έστω και το ενδεχόμενο της θεϊκής ασυνέπειας, όμως, το πρόβλημα της θεϊκής εξαπάτησης για την επιστήμη και τα μαθηματικά γίνεται οξύτατο.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ
2 σχόλια:
Αυτή η "αποκλειστική" περί παντοδυναμίας τού Θεού ιδέα (ενώ ο αληθινός Θεός είναι ταυτόχρονα φιλάνθρωπος, αγαθός, πράος, δίκαιος κριτής... "Μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία"...), μήπως προέρχεται απ' το βίωμα της "παντοδυναμίας" τού "εκπροσώπου" του επί τής γης, του Πάπα Ρώμης, που έτσι κι αλλιώς έχει "εκδιώξει" τον Κύριο από τη γη... ή είναι, κατά τερατώδην αντιστροφήν το συνεχώς αναπτυσσόμενο στη Δύση "αίτημα" για μιαν ανθρώπινη παντοδυναμία;
Παντοδυναμία τής βουλήσεως. Ο αντιπρόσωπος είναι ο αντ' αυτού εφόσον ο Θεός ανελήφθη. Καί ο Προτεσταντισμός κατέστησε όλους τούς πιστούς πάπες.
Δημοσίευση σχολίου