Συνέχεια από: Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2024
1 Ἡ ὕπαρξη τῶν ὑπαρκτῶν εἶναι ἕνα ἐνεργούμενο πῶς, ὄχι ἕνα φαινόμενο τί. Ἡ ὕπαρξη κάθε ὑπαρκτοῦ ἐνεργεῖται, γίγνεται. Ὀνομάζουμε γίγνεσθαι τὴ δυναμικὴ τῶν μεταβολῶν τοῦ σχετίζεσθαι. Ἡ ὕπαρξη κάθε ὑπαρκτοῦ εἶναι ἕνα γίγνεσθαι ἐνεργούμενων σχέσεων, ἐνεργοῦ συσχετισμοῦ ἐπιμέρους ὑπαρκτικῶν δεδομένων.
1.1 Κάθε ἐλάχιστη μονάδα ὕλης («ἄτομο» τῆς ὕλης) συγκροτεῖται ἀπὸ τὶς σχέσεις μεταξὺ ἐλάχιστων ποσοτήτων (quanta) ἐνέργειας: ἠλεκτρικοῦ φορτίου, στροφορμῆς, μαγνητικῆς ροῆς, ἀσθενῶν καὶ ἰσχυρῶν ἠλεκτρομαγνητικῶν ἀλληλεπιδράσεων. Συγκροτοῦν ὑπαρκτικὸ γεγονός, ἐπειδὴ σχετίζονται (εἶναι-σὲ-σχέση).
1.1.2 Ἡ ὕπαρξη τῶν ὑπαρκτῶν εἶναι ἕνα ἐνεργούμενο πῶς, ὄχι ἕνα συντελεσμένο τί. Ἐνεργεῖται ἡ ὕπαρξη, γίγνεται. Τὴ συνιστοῦν σχέσεις, εἶναι πραγματικότητα σχέσεων.
1.2 Ὁ «κόσμος» (τὸ σύνολο τῶν ὑπαρκτῶν) εἶναι πραγματικότητα ἐνεργούμενων σχέσεων, ὄχι σύνολο δεδομένων (συντελεσμένων) ὀντοτήτων. Ἡ πιστοποίηση τῆς ὕπαρξης τῶν δεδομένων ποὺ συνιστοῦν τὸν κόσμο (ἡ παρατήρησή τους) εἶναι ἐπίσης σχέση (παρατηρητῆ καὶ παρατηρουμένων) καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρατήρησης συνάρτηση σχέσεων.
1.2.1 Ἂν ἡ παρατήρηση ἀνιχνεύει «θέση», τότε τὰ παρατηρούμενα συμπεριφέρονται (ἐμφανίζονται) ὡς σωματίδια. Ἂν ἀνιχνεύει «κίνηση» (ταχύτητα), τότε τὰ παρατηρούμενα συμπεριφέρονται ὡς κύμα. Συνιστοῦν σωματίδιο ἢ συνιστοῦν κύμα ἀναλόγως τῆς σχέσης ποὺ ἐπιδιώκει νὰ κατορθώσει ἡ παρατήρηση (wave-particle duality).
1.2.2 Ἕνα μεμονωμένο ἄτομο, ὁποιουδήποτε ὑλικοῦ στοιχείου δὲν πραγματώνει ἀπὸ μόνο του τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τοῦ συγκεκριμένου ὑλικοῦ, τὴν ὑπαρκτική του ἑτερότητα. Ἕνα ἄτομο σιδήρου, ὀξυγόνου, πυριτίου, ἀργιλίου δὲν εἶναι σίδηρος, ὀξυγόνο, πυρίτιο, ἀργίλιο. Μόνο ἡ συνύπαρξη (συσχετισμὸς) περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς ἴδιων ἀτόμων (ἕνας διαφορετικὸς γιὰ κάθε ὑλικὸ στοιχεῖο ἀριθμὸς) πραγματώνει καὶ φανερώνει τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ κάθε ὑλικοῦ. Προκύπτει ἡ εἰδοποιὸς διαφορά τους τόσο ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα σχέσεων τῶν ἐνεργειακῶν δεδομένων στὸ κάθε ἐπιμέρους ἄτομο ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα σχέσεων μεταξὺ τῶν ἀτόμων κάθε ὑλικοῦ στοιχείου.
2 Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μόνο ὑπαρκτὸ ποὺ ὄχι μόνο συγκροτεῖται ὡς ἀτομικὴ ὕπαρξη ἀπὸ ἐνεργειακὲς μονάδες συντελούμενων σχέσεων (βιομόρια) — σχέσεων μεταξὺ πρωτογενῶν ἐνεργειακῶν δεδομένων, δομικῶν συστατικῶν τοῦ κυττάρου— ἀλλὰ ἔχει καὶ τὴ δυνατότητα, ὡς ἐνεργούσα ἀτομικὴ ὁλότητα, νὰ ἱδρύει ἀπροκαθόριστες σχέσεις μὲ ἄλλες (ἔναντι) ἐνεργειακὲς ὁλότητες.
2.1 Ὁ ἄνθρωπος «ἱδρύει» σχέσεις, θὰ πεῖ: ἐνεργεῖ καινούργιες, ἀπρόβλεπτες σχέσεις, μὴ προκαθορισμένες ἀπὸ φυσικὲς-βιολογικὲς ἀναγκαιότητες, ἐνεργούμενες πάντως μὲ τὶς φυσικὲςβιολογικὲς δυνατότητες πραγμάτωσης σχέσεων ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος.
2.1.1 Τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἱδρύει σχέσεις· νὰ ἀπαντάει θετικὰ-ἐνεργητικὰ σὲ κλήσεις-σὲ-σχέση ποὺ (ἄμεσα ἢ ἔμμεσα) τοῦ ἀπευθύνονται· νὰ μετέχει (ἑκούσια-προαιρετικὰ) σὲ ἐνεργούμενες «ἐκτὸς» ἢ «ἔναντι» τῆς δικῆς του παρουσίας σχέσεις· αὐτὴ τὴ δυνατότητα (βασικὸ ὑπαρκτικό του γνώρισμα) τὴν ὀνομάζουμε λογικὴ ἱκανότητα, ἱκανότητα λόγου.
3 Λόγο ὀνομάζουμε κάθε γεγονὸς φανέρωσης ἑνὸς ὑπαρκτοῦ ἢ συμβάντος ἢ νοήματος, ἀνάδυσής του στὸν ὁρίζοντα τῆς ἀνθρώπινης ἀντιληπτικότητας. Ὀνομάζουμε λόγο τὸ γεγονὸς τοῦ ἐνεργούμενου φαίνεσθαι, τοῦ εἰς φῶς ἔρχεσθαι.
3.1 Ἡ φανέρωση εἶναι πάντοτε γεγονὸς ἀναφορικό: προϋποθέτει ἕνα φανερούμενο τὶ σὲ ἕναν ἐνεργὸ ἀποδέκτη τῆς φανέρωσης — σὲ ἕναν «ὁρίζοντα» τῆς φανέρωσης. Πιστοποιοῦμε ὡς ὁρίζοντα φανέρωσης τῶν ὑπαρκτῶν (προϋπόθεση γιὰ νὰ εἶναι τὰ ὑπαρκτὰ φαινόμενα) τὴ λογικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου: ἱκανότητα νὰ προσλαμβάνει μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ νὰ ἀποτυπώνει στὸν νοῦ (ἐν νῷ) τὶς εἰκόνες-ἰδέες τῶν ὑπαρκτῶν — νὰ τὶς καθιστᾶ ἔν-νοιες (νοητικὲς εἰκόνες).
3.1.1 Ὁ νοῦς (ἡ νοητικὴ ἐνέργεια-ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου) κρίνει-διακρίνει-ταξινομεῖ τὰ κοινὰ γνωρίσματα τῶν ὁμοειδῶν εἰκόνων. Ἀφαιρεῖ τὰ συμπτωματικά, περιστατικά, ποιοτικῶν διαφοροποιήσεων ἰδιώματα (τὰ συμβεβηκότα) κάθε μονάδας μιᾶς ὑπαρκτικῆς ὁμοείδειας καὶ συνοψίζει στὴν ἔννοια (στὴν ἐν νῷ ἑνιαία ἰδέα) ἐκεῖνα μόνο τὰ γνωρίσματα ποὺ συγκροτοῦν τὴν οὐσία κάθε ὁμοείδειας — τὸν κοινὸ τρόπο μετοχῆς τῶν ὁμοειδῶν ὄντων στὸ εἶναι.
3.1.2 Προσλαμβάνει ὁ νοῦς, συναρμόζει καὶ συνθέτει τὶς εἰδήσεις (ἀπὸ τὸ εἶδον) ποὺ προσπορίζει ἡ λογικὴ φαινομενικότητα τῶν φαινομένων. Συγκροτεῖ ὁ νοῦς τὴ συν-είδηση τῶν ὑπαρκτῶν: τὴ συν-άρθρωση, τὴ συν-ύφανση, τὸν συ(ν)-σχετισμὸ τῶν εἰδήσεων ποὺ κομίζουν στὸν νοῦ οἱ αἰσθήσεις.
3.1.2.1 Ἡ συνεχὴς προσθήκη εἰδήσεων στὴ συν-είδηση γίνεται ἀπὸ τὸν νοῦ ἐνσυνειδήτως: Δηλαδή, κάθε εἴδηση δὲν προστίθεται ἁπλῶς στὸ ποσοτικὸ σύνολο τῶν ἐννοιῶν καὶ παραστάσεων ποὺ προϋπάρχουν, ἀλλὰ ἐντάσσεται στοὺς τρόπους ἢ στὸ πῶς τῆς ἐν νῷ συνύπαρξης — στὶς κριτικὲς (ἀποτέλεσμα σύγκρισης-διάκρισης) συντεταγμένες σχήματος, μεγέθους, διαστάσεων, ἀποστάσεων, χρονικότητας, αἰτιότητας, σκοποῦ κ.λπ. Ἡ ἐνσυνείδητη πρόσληψη τῶν δεδομένων τῆς πραγματικότητας ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς κατα-νόησης (κατὰ-τὸν-νοῦ πρόσληψης) τῆς πραγματικότητας, ποὺ θὰ πεῖ: συνάρτηση τῆς ἱκανότητας νὰ προσλαμβάνεται τὸ ἔναντι ὡς λόγος καὶ νὰ κοινωνεῖται ὡς λόγος.
4 Λογικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο ἡ νοητικὴ δυνατότητα πρόσληψης τῶν αἰσθητῶν εἰκόνων ὡς ἐν-νῷ παραστάσεων (ἐννοιῶν) ὅσο καὶ ἡ ἐκφραστικὴ δυνατότητα: δυνατότητα νὰ γνωστοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔννοιες καὶ συνθέσεις ἐννοιῶν χρησιμοποιώντας συμβατικοὺς (κατὰ κοινὴ σύμβαση) κώδικες συνεννόησης (γλώσσα-Τέχνες-μαθηματικὰ) — δυνατότητα νὰ κοινωνεῖται ἡ ἐμπειρία τῶν σχέσεων μὲ τὰ ἔναντι ὑπαρκτὰ καὶ τὰ συμβαίνοντα, νὰ κοινωνοῦνται καὶ τὰ ὑποκειμενικὰ αἰσθήματα, σκέψεις, ἐπιθυμίες, κρίσεις.
4.1 Ὀνομάζουμε σύμβολα καὶ συμβολικὴ γλώσσα τοὺς κώδικες συν-εννόησης ἢ κοινωνίας τῆς ἐμπειρίας. Τὸ σύμβολο συμ-βάλλει (βάζει μαζὶ), συντονίζει, ὁδηγεῖ σὲ σύμπτωση τὶς ἐπιμέρους ἀτομικὲς ἐμπειρίες. Δὲν ἐξομοιώνει τὶς ἀτομικὲς ἐμπειρίες, ἁπλῶς τὶς καλεῖ-ὁδηγεῖ σὲ σύμπτωση, ὥστε νὰ προκύπτει ἡ κοινὴ συν-εννόηση. Κάθε ὑποκειμενικὴ σχέση μὲ τὸ σημαινόμενο εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀνόμοια ἐμπειρία, ὅμως τὸ σημαῖνον γνωστοποιεῖ ὅτι τὸ σημαινόμενο εἶναι ἡ κοινὴ ἀφορμὴ γιὰ ὅλες τὶς μοναδικὲς σχέσεις.
4.2 Σύμβολα εἶναι καὶ οἱ λέξεις. Ἐκφέρονται ὡς φωνήματα καὶ τὶς προσλαμβάνει ὁ νοῦς ὡς ἀκουστικὲς εἰκόνες (images accoustiques – Saussure). Στὴ λογικὴ ἱκανότητα τοῦ νοῦ ἀνήκει καὶ ἡ δυνατότητα νὰ συνδέει-ταυτίζει τὶς ἀκουστικὲς εἰκόνες μὲ τὶς ὀπτικὲς εἰκόνες (τὶς ἰδέες). Ἐκφερόμενα (ἠχητικῶς) τὰ φωνήματα ἀνακαλοῦν τὴν ἴδια ὀπτικὴ (εἰδητικὴ) εἰκόνα στὸν νοῦ ὅλων ὅσοι μετέχουν στὸν ἴδιο κώδικα φωνημάτων (μιλοῦν τὴν ἴδια γλώσσα).
Ἔτσι συντελεῖται ἡ κοινὴ κατα-νόηση τῆς πραγματικότητας, κοινωνοῦνται οἱ ὑποκειμενικὲς ἐμπειρίες σχέσης μὲ τὴν πραγματικότητα.
4.2.1 Τὰ ἄλογα ζῶα προσλαμβάνουν ἐπίσης τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες, ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἱκανότητα νὰ τὶς καταστήσουν σταθερὲς ἔν-νοιες καὶ νὰ συνδέσουν τὶς ἔννοιες μὲ φωνήματα-σύμβολα. Ἀνα-γνωρίζουν τὴν ἴδια εἰκόνα ὅταν ἐπαναλαμβάνεται, ἔχουν ἴδιες ἀνταναλαστικὲς ἀντιδράσεις ἀναγνωρίζοντας ἐπαναλαμβανόμενες εἰκόνες (Pavlovian conditioning), ξεχωρίζουν εὐχάριστες ἀπὸ δυσάρεστες εἰκόνες. Ἀλλὰ ἀδυνατοῦν νὰ συγκροτήσουν σχέση: νὰ ἀποδεσμεύσουν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἀναφορά της σὲ βιολογικὴ ἀποκλειστικὰ ἀνάγκη αὐτοσυντήρησης ἢ ἡδονῆς, νὰ ἀποδεσμεύσουν τὴν ἀναφορικότητα ἀπὸ τὴν ἐνορμητικὴ ἰδιοτέλεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου