Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

π.Λουδοβίκος - ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ (4)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

π.Λουδοβίκος
Κείμενο Τρίτο

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Θεολογική έρμηνευτικὴ καὶ Ψυχολογία τοῦ Βάθους*

* Εἰσήγηση στὸ Διεθνές Συνέδριο «Ορθόδοξη Θεολογία καὶ Ψυχοθεραπεία», ᾿Αλίαρτος 1-5 Οκτωβρίου 2003.

Ανακεφαλαίωση συμπερασματική

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Οφείλουμε θαρρώ κατόπιν όλων τούτων να θεωρήσουμε την ανάγκη μιας πνευματικής θεμελίωσης της ψυχοθεραπείας ως άκρως πρωταρχική. Η ψυχοθεραπεία, στην σημερινή της εξέλιξη, αποτελεί ένα ανθρωπολογικό εγχείρημα του οποίου οι προθέσεις, στη Δύση, έχουν προ πολλού διαβεί τα όρια μιας θεραπευτικής επέμβασης στη συμπεριφορά και αναδίδει –μέσα απ' τις πολλαπλές «Σχολές» της– την προσδοκία της συμμετοχής σε μιαν έρευνα που αφορά στο ίδιο το Είναι του ανθρώπου και του κόσμου. Πρόκειται για συνολική σχεδόν ερμηνεία του ανθρώπου, της μοίρας και του πολιτισμού του (αφού άνθρωποι σαν τον Karl Gustav Jung ή την Karen Horney μας έδειξαν, λόγου χάρη, πως οι νευρώσεις αφορούν στα θεμέλια τα ίδια της ιδιοπροσωπίας των πολιτισμών) και είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο το γεγονός πως στην σφαιρικότητά της αυτή, η οποία επιπλέον αποβλέπει σε απολύτως πρακτικές και εμπειρικές παρεμβάσεις στο ανθρώπινο Είναι, η ψυχοθεραπεία ξαναγίνεται ακριβώς «θεολογική». Μας θυμίζει δηλαδή αυτό που υπήρξε πάντοτε πέρα από τις «μεταφυσικές» εκμυθεύσεις που της έγιναν, η αρχέγονη χριστιανική θεολογία, ως άμεση προσπάθεια πρόσληψης του πάσχοντος, και κατακερματισμένου ανθρώπινου όντος, ως «σωτηρία» του.

Βεβαίως ο παραλληλισμός με την Θεολογία οφείλει να περιορισθεί στις προθέσεις της ψυχοθεραπείας και σπανίως μόνον στο πνευματικό της περιεχόμενο – εδώ η ασάφεια και η αυθαιρεσία (άσχετα προς την ομολογημένη αθεΐα ή την πίστη των αυτουργών της) συχνά κυριαρχούν. Επιπλέον, ελάχιστα σοβαρό θα ήταν το να υποστηρίξει κανείς πως οι διάφορες ψυχοθεραπείες είχαν ποτέ ή έχουν σήμερα την ίδια αξιοπιστία με την θρησκεία όσον αφορά στα επιτεύγματά τους – με δεδομένη κυρίως την τόσο μεγάλη διεύρυνση των υποσχέσεών τους: Η «αυτοπραγμάτωση», η «αυτοεκπλήρωση», η «αυτεπίγνωση», η «απελευθέρωση» και άλλα τέτοια συνοδεύουν την επαγγελία για ψυχική υγεία στους καιρούς μας, μεταβάλλοντας ανάλογα τους προσανατολισμούς και τις τεχνικές της ψυχοθεραπείας. Παρά ταύτα, πολύ λίγα εχέγγυα ή πειστήρια μιας πραγματικής (και τόσο καθολικής) θεραπείας είναι ικανές οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές «Σχολές» να παράσχουν (με δεδομένη μάλιστα την κατά δύο τρίτα αυτόματη ίαση των περισσότερων νευρώσεων μετά από ένα ή δύο έτη). Τοιουτοτρόπως είναι πράγματι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς την «επιστημονικότητα» των πολλαπλασιαζόμενων κατακλυσμικά ψυχοθεραπευτικών «Σχολών» και τεχνικών – δεν είναι τυχαίο πως κλασσικά ψυχοθεραπευτικά εγχειρίδια αποδίδουν στις τεχνικές αυτές ένα 10% επιστημονικότητας μόνον, έναντι ενός 90% υποθέσεων.

Υπ' αυτές τις συνθήκες είναι εύκολο στον (φονταμενταλίζοντα) θεολόγο ν' απορρίψει (ως μη «επιστημονικές») τις διάφορες ψυχοθεραπείες, αρχής γενομένης από την φροϋδική ψυχανάλυση. Το βιβλίο αυτό υποστηρίζει ωστόσο πως είναι πολύ πιο γόνιμη μια άλλη στάση: η προσπάθεια προς θεολογική οντολογική αποκρυπτογράφηση μιας πιθανής κοινής μεταξύ των Σχολών πνευματικής ταυτότητας στο ψυχοθεραπευτικό φαινόμενο, η οποία μπορεί ίσως να συσχετισθεί με θεμελιώδεις θεολογικές έννοιες. Μια τέτοια προσπάθεια αποσκοπεί, όπως ειπώθηκε, σε μια πιθανή κριτική θεολογική πρόσληψη κάποιων ψυχοθεραπευτικών θεωριών, με σκοπό τον πνευματικό τους εμπλουτισμό· αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως και η θεολογία δεν έχει επίσης να ωφεληθεί απ' την συναγωγή εύστοχων εμπειρικών ψυχολογικών παρατηρήσεων και πορισμάτων με τα οποία μας προικίζει συχνά η ψυχοθεραπεία. Στο βιβλίο αυτό προτείνονται καταρχήν πειραματικά τρεις θεμελιώδεις θεολογικές έννοιες, οι οποίες είναι δυνατόν (καθώς αποτελούν και περιεχόμενο των στόχων της άλλης πλευράς) ν' αποτελέσουν γέφυρες μεταξύ της θεολογίας και της ψυχανάλυσης ειδικά – αν και, όπως θα φανεί στα παρακάτω, μπορούν οι γέφυρες αυτές να αφορούν και σ᾽ άλλους τύπους ψυχοθεραπείας. Πρόκειται λοιπόν για την Επιθυμία, την Καθολικότητα και την Εσχατολογία. Οι τρεις έννοιες αυτές δεν είναι οι μόνες που μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο αυτόν των «γεφυρών»· ανήκουν όμως στον ίδιο τον πυρήνα της (πατερικής μάλιστα ειδικά) θεολογίας και γι' αυτό είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε απ' αυτές. Ας υπενθυμίσουμε δι' ολίγων τα συμπεράσματά μας.

Στο πρώτο λοιπόν κείμενο είδαμε την έννοια της Επιθυμίας, όπως αυτή αναπτύσσεται στην υποκειμενοποιητική της λειτουργία από τον Lacan, να συμπορεύεται με την έννοια του «φυσικού θελήματος», όπως την αναδεικνύει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Υπάρχουν φυσικά αρκετοί οι οποίοι στην «συμπόρευση» αυτή θα δούν έναν αναχρονισμό ή, πολύ χειρότερα, μια κακή απολογητική, αλλά τίποτε δεν είναι πιο ξένο απ' αυτό, όσον αφορά στις προθέσεις του συγγραφέα. Απλώς, συμβαίνει τα μεγάλα πνευματικά ανοίγματα να διαθέτουν και μεγάλη διάρκεια και οι μεταμορφώσεις τους να διανύουν μεγάλες υπέργειες ή υπόγειες αποστάσεις μέσα στους αιώνες. Δεν είναι τόσο ζήτημα αναδίφησης, λοιπόν, φιλολογικών πηγών (όσο κι αν, κάτι τέτοιο, ειδικά για τον Lacan, θα τον αναδείκνυε εύκολα γνώστη κάποιων «μυστικών» πνευματικών ρευμάτων), όσο για κατασκευή ισχυρών διαχρονικών πνευματικών πλαισίων, τα οποία διαρκούν και ξανακαρπίζουν, ασχέτως προς τις μετωνυμίες και τις μεταμφιέσεις τους. Δεν είναι μ' αυτήν την έννοια που ένας Whitehead ισχυριζόταν πως όλη η δυτική φιλοσοφία συνίσταται σε σημειώσεις παρά πόδας του Πλάτωνος;

Όπως και να έχει το πράγμα, το ζήτημα της Βούλησης/Θέλησης/Επιθυμίας διαρκεί για αιώνες τώρα στο χριστιανικό πνευματικό προσκήνιο (και αυτό επιχειρήθηκε ν' αποδειχθεί απ' τον συγγραφέα των γραμμών αυτών σε παλαιότερο βιβλίο του, την Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού). Τούτο σημαίνει πως η Θέληση/ Επιθυμία αποτελεί θεμέλιο της οντολογίας και της ανθρωπολογίας ειδικά, αν και με διαφορετικό τρόπο, τόσο στη χριστιανική Δύση όσο και στην χριστιανική Ανατολή. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο αν ο Μάξιμος ο Ομολογητής και ο J. Lacan συναντώνται ακριβώς στο σημείο αυτό· ίσα-ίσα κάτι τέτοιο αποτελεί ένα γεγονός σχεδόν πνευματικώς μοιραίο... Μετά όμως από αυτές τις εξηγήσεις, μπορούμε ίσως να επιστρέψουμε, νόμιμα, στο θέμα μας: Στον Μάξιμο, λοιπόν, όπως και στον Lacan, το υποκείμενο είναι-διά-της Επιθυμίας υπάρχει ενσωματώνοντας την Επιθυμία του Άλλου ως δική του, υπάρχει, θα λέγαμε τολμηρά, περιχωρώντας ομοουσίως τον Άλλον ως απροσδιόριστη αιτία της Επιθυμίας και άπειρο σκοπό της. Έτσι ο Lacan μπορεί να τοποθετηθεί στην κορυφή της δυτικής προσπάθειας μιας οντολογικής αναζήτησης προς θεμελίωση του υποκειμένου και της κοινωνίας του ταυτόχρονα μιάς αναζήτησης βαθύτατα μάλιστα Βιβλικής στην (ασυνείδητη) ρίζα της. Βεβαίως στον Lacan ο «συμβολικός ευνουχισμός», η διαδικασία ανθρωποποίησης του υποκειμένου, δηλαδή, έχει και τις βασανιστικές υπαρξιακές της παρενέργειες, καθώς ποτέ ξανά το υποκείμενο δεν θα επιστρέψει στην χαμένη του φαντασιακή πληρότητα, εφόσον η Επιθυμία του συναντά την Δομή, τη Γλώσσα και τον Άλλον μέσα στο ονειρικό φανταστικό υπόλειμμα της χαμένης μητρικής σχέσης. Το ότι το υποκείμενο γεννιέται, μέσω του παιχνιδιού της Επιθυμίας, στον τόπο του Άλλου, συνιστά μεν ένα ξεχωριστό άνοιγμα, όσον αφορά στην δυτική διυποκειμενικότητα, δεν αποτελεί όμως την απολύτως ευτυχή λύση του δράματός της. Παρά την απόλυτη οντολογικά αναγκαιότητα της ύπαρξης του Αλλου για την δόμηση του ανθρώπινου υποκειμένου μου, η σχέση μαζί του δεν παύει να είναι τραυματική, σκληρή και επικίνδυνη για μένα. Η τροχιά της Θέλησης/ Επιθυμίας προς την κοινωνία (ή, με θεολογικούς όρους, το Ομοούσιο) είναι μεν δεδομένη, πλην όμως χαρακτηριστικά δύσβατη. Τούτο σημαίνει, με οντολογικούς όρους, πως ακόμη και στον Lacan η απόλυτη κοινωνία δεν εντάσσεται εντελώς στην «πρώτη οντολογία» ειμή ως τραύμα της, ως ανέφικτος ορίζοντάς της. Και τούτο διότι ο Lacan, όπως συνήθως κάθε «μέσος» Δυτικός διανοούμενος, τείνει να βλέπει την Επιθυμία πάντοτε και σε σχέση με την Ισχύ, και πάντως ελάχιστα σε σχέση με τον Σταυρό. Τουτέστιν, η Επιθυμία οφείλει να συνδεθεί με τον ατομικό σκοπό, την προσωπική αυτοπραγμάτωση τελικά (γι' αυτό και ο Αλλος πάντοτε κάπου θ' αντιστέκεται) και δεν συλλαμβάνεται η Επιθυμία/Θέληση στην φυσική της σύνδεση με την πραγματική και οντολογικά πρωταρχική κοινωνικότητα, η οποία υπάρχει ως αυτοσκοπός και, επομένως, ως θεμελιώδες στοιχείο της «πρώτης οντολογίας», στοιχείο δομικό του ατομικού Είναι. Αν δεχθούμε αυτή τη δεύτερη προοπτική, που είναι αυτή του αγίου Μαξίμου, θα χρειασθεί μια ολόκληρη ασκητική (ο Σταυρός!) προκειμένου ν' αποκτηθεί η αγάπη, εκείνη που δεν ενσωματώνει απλώς βίαια τον Άλλον, αλλά τον περιχωρεί ομοουσίως και ελευθέρως. Η θεολογική «διόρθωση» συνεπώς του Lacan στο σημείο αυτό (αν τυχόν επιθυμούμε την μετάβαση από την ψυχανάλυση στη θεολογία όχι για να φτιάξουμε μια χριστιανική ψυχανάλυση, αλλά για να της δώσουμε έναν ευρύτερο ανθρωπολογικό ορίζοντα) έγκειται ίσως στην τοποθέτηση του Χριστού στον τόπο του Άλλου, οπότε το φυσικό θέλημα, Επιθυμία γίνεται η ανάδειξη του υποκειμένου ως καθαρή, χωρίς αντικείμενο Επιθυμητικότητα, ως πόθος του Όλου εντός μου (του Πατρός ή των άλλων ανθρώπων) εν σταυρική αγάπη ενεργούμενος. Ο Χριστός ως ο Άλλος, επιθυμώντας την Επιθυμία του Πατρός [«ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἐν ἐσμεν» (Ιω. 17)] είναι Εκείνος στο Όνομα του Οποίου ο άνθρωπος αποκτά την καθαρή επιθυμητικότητα, χωρίς συγκεκριμένο όνομα, την συγ-χώρηση πάντων, ωσάν όλοι και όλα να είναι ύπαρξη και σώμα του.

Αυτό εξηγείται περαιτέρω στο δεύτερο κείμενο, το οποίο ερευνά ακόμη περισσότερο την έννοια της Καθολικότητας, διορθώνοντας και επεκτείνοντας την ψυχαναλυτική εμπειρία στο θέμα αυτό. Αναπτύσσεται συγκεκριμένα η έννοια του «ένδον-διά-συνείναι» (intra-inter-co-being) ως θεολογικό σχόλιο πάνω στην ψυχαναλυτική εμπειρία της διυποκειμενικότητας. Προηγουμένως περιγράφεται με βάση τη σημερινή γνωστική επιστήμη (cognitive science) και τη νευροψυχολογία η ψυχοσωματική διάσταση του ανθρώπου ως «ενσωματωμένου νού» εις πείσμα του φιλοσοφικού και θεολογικού ιδεαλισμού και αναδεικνύεται η παράλληλη εμπειρία ανατολικών μυστικών όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Παλαμάς. Με τον τρόπο αυτό η εμπειρία του Θεού είναι σωματική και κοινοτική ως μεταφορά του Τριαδικού Ομοουσίου κατά χάρη στον κόσμο, στην ανθρώπινη εσωτερικότητα αλλά και ταυτόχρονα στην ιστορία, ως ενεργούμενη και πραττόμενη Καθολικότητα: αυτό φθάνει να γίνει έτσι ένας θεολογικός εσχατολογικός ορισμός του ατομικού υποκειμένου, για τον οποίο η ψυχανάλυση δεν θα ήταν αδιάφορη. Τα οντολογικά θεμέλια της ψυχανάλυσης ως βιβλικού τύπου Εσχατολογίας διερευνώνται, τέλος, στο τελευταίο κείμενο, με τη βοήθεια της κριτικής κατανόησης της ψυχανάλυσης από τους Wittgenstein, Ricoeur και Καστοριάδη. Η εμπειρία του ασυνειδήτου αποτελεί λοιπόν το έδαφος για μια διυποκειμενική αναζήτηση νοήματος, η οποία απολήγει στην εσχατολογική δυνατότητα αυτο-αναδημιουργίας και αυτονοηματοδοσίας του ανθρώπινου εαυτού μέσα σε μια άσκηση κοινωνίας, που του επιτρέπει ν' αναδείξει την θεμελιώδη «σχεσιακή δομή» που τον συνιστά ως ον. Το ασυνείδητο δεν είναι πλέον κάποιο μυθικό ον στα έγκατα του υποκειμένου, αλλά πραγματικό δεδομένο, ζωντανό υλικό ενεργούμενης συνάντησης με τη συνείδηση του άλλου στο φως της οποίας και «ερμηνεύεται». Η ψυχανάλυση αναδεικνύεται ως «θεολογική» σ' αυτήν ακριβώς την εσχατολογική φιλοδοξία της σχετικά με το υποκείμενο, η οποία ενσωματώνει μια σειρά θεμελιωδών Βιβλικών ανθρωπολογικών δεδομένων.

Η παρουσία μιάς εσχατολογικής «τελικότητας» η σκοπιμότητας είναι αισθητή εξάλλου και στο σύστημα του Adler με τη μορφή της πάλης του υποκειμένου προς επίτευξη συγκεκριμένων συνεχώς κοινωνικών στόχων, όσο και σ' αυτό του Jung, υπό τη μορφή της θεμελιώδους ανθρώπινης ανάγκης για νόημα, για πνευματική σημασία τελικά, η πιο ξεκάθαρα ακόμη, για θρησκευτικότητα και υπερβατικότητα ως πρώτο συλλογικό αρχέτυπο του ασυνειδήτου. Είναι επίσης φανερή στην ψυχοθεραπεία του Rank, την γνωστή και ως «θεραπεία της θέλησης», που επιτρέπει την υπέρβαση του αρχέγονου άγχους η κατάθλιψης του αποχωρισμού από την μήτρα, όπως και στην σκέψη της Horney, όταν υιοθετεί ένα είδος αποκαλυπτικού χαρακτήρα στην ψυχοθεραπεία, ο οποίος αποσκοπεί αφενός στην κατάδειξη των διαστρεβλώσεων τις οποίες μια ψεύτικη εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού έχει προξενήσει, και αφετέρου στην ανάδυση του πραγματικού εαυτού, τον οποίον το υπερκείμενο σύστημα ενός τυφλού εγωκεντρισμού παραλύει.

Βεβαίως, εκεί που αυτή η «θεολογική» εσχατολογική εκδοχή ψυχοθεραπείας διαπρέπει είναι (παρά την κάποτε ομολογημένη αθεΐα των θιασωτών της) στην υπαρξιακή λεγόμενη ψυχοθεραπεία από τον R. May μέχρι τον I. Yalom σήμερα, όπου η απεγνωσμένη αναζήτηση προσωπικού σκοπού στη ζωή αποτελεί κλινικό εύρημα και αιτία θεμελιώδους άγχους. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, το ότι για έναν ψυχοθεραπευτή του κύρους και της επίδρασης του Karl Rogers το μόνο έμφυτο ένστικτο στον άνθρωπο, πλην της ικανοποιήσεως των βιολογικών του αναγκών, είναι η ορμή προς αυτοπραγμάτωση. Η ανάδειξη μιας άνευ όρων, απεριόριστης αυτοεκτίμησης ευοδώνει την αυτοπραγμάτωση αυτή, ενάντια στις λεγόμενες «συνθήκες αξίας»,την κατάσταση δηλαδή κατά την οποία το άτομο εκτιμά τον εαυτό του μόνον υπό όρους, δηλαδή μόνον όταν ανταποκρίνεται αυτός σε κάποια αντικειμενικά κριτήρια αξίας, τα οποία έχουν εσωτερικευθεί – και επίσης ενάντια και στο άγχος που αυτή η κατάσταση προξενεί. Κάθε ψυχοθεραπεία (και εδώ είναι δυνατόν να τοποθετηθεί η συντριπτική πλειοψηφία των γνωστών ψυχοθεραπειών), που αναζητά λοιπόν ένα τελικό νόημα ή τις συνθήκες ενός πραγματικού, αληθινού και πλήρους εαυτού, εναντια, για να θυμηθούμε τον επίσης εξαιρετικά σημαντικό D. Winnicott, στις μεταμφιέσεις ενός «ψευδούς εαυτού», σημαδεμένου άλλωστε από την νεύρωση, είναι, συνοπτικά, μια θεραπεία εσχατολογικού τύπου με έκτυπα πάνω της τα θεολογικά χαρακτηριστικά. Πολλῷ μᾶλλον, αφού στην «εσχατολογία» αυτή προστίθεται συχνά και το όραμα μιας υπαρξιακής «Καθολικότητας» καθώς και η απελευθερωτική εμπειρία της ανόρθωσης της πλήρους ανθρώ πινης υπαρξιακής «Επιθυμίας».

Έτσι, με τους όρους τούτους, τίθενται κάποιες θεολογικές οντολογικές προϋποθέσεις, για μια κριτική πνευματική δεξίωση της ψυχοθεραπείας από μέρους της θεολογίας. Όχι φυσικά προς κατασκευή μιάς «Ορθόδοξης ψυχοθεραπείας», διότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί για τους λόγους που εξηγήσαμε στον πρόλογο αυτού του βιβλίου και επιπλέον επειδή η σχέση μετά του Θεού δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί σε «μέθοδο» ή «τεχνική» θεραπείας προς αποθέωση του μοντέρνου χρησιμοθηρικού ατομικισμού. Αλλά η δεξίωση αυτή θα συμβεί προς πνευματικό και ανθρωπολογικό εμπλουτισμό της ψυχοθεραπείας, από ανθρώπους που μπορούν να το επιχειρήσουν αυτό διακριτικά. Εμπλουτισμός ο οποίος άλλωστε μπορεί να υπάρξει εν μέρει αμοιβαίος, λόγω της εμπειρικής ευστοχίας κάποιων από τις παραπάνω ψυχοθεραπευτικές θεωρητικές και κλινικές παρατηρήσεις. Μια θεολογία της ψυχοθεραπείας μπορεί να ξεκινήσει μ' αυτόν τον τρόπο, αποσκοπώντας στο να φωτίσει περισσότερο ακριβώς τις οντολογικά σκοτεινές γωνιές της, να την απαλλάξει από αυθαίρετες μεταφυσικές αναγωγές, να την καθοδηγήσει στην όλο και βαθύτερη ανακάλυψη των απεράντων οριζόντων του ανθρώπου, ο οποίος στην ελευθερία και τη δημιουργικότητά του «εικονίζει», όπως μας θυμίζει η Βιβλική γλώσσα, τον Θεό τον ίδιο. Τούτο εκφράζεται ως εσχατολογικό γίγνεσθαι το οποίο με τη σειρά του αποδεικνύει τον Χριστολογικό «ανθρωπολογικό αποφατισμό» της ανατολικής πατερικής θεολογίας. Η οποία είναι άκρως πολύτιμη, όταν μ' όλους τους δυνατούς τρόπους μας υπενθυμίζει πως δεν ξέρουμε ακόμη τι είναι στην πληρότητά του ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο (ἐν Χριστῷ) γίγνεται (ως προς τον τρόπο της υπάρξεώς του) και δεν «είναι» απλώς· και μόνον στα έσχατα, όταν θα βλέπουμε την πηγή του Είναι, «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13,12), τότε «ἐπιγνωσόμεθα»: Θα γνωρίσουμε όχι μόνον τον Θεό αλλά και τον άνθρωπο. Η Εκκλησία, στην χαρισματοκεντρική, αποφατική και Μυστηριοκεντρική της υπόσταση, καθώς και η νηπτική και φιλοκαλική αυτοσυνειδησία την οποία αυτή προάγει, αποτελούν βαθειές πηγές «πληροφορίας» για την ερχόμενη αυτή ανθρώπινη (κατά Μάξιμο Ομολογητή) «πλήρη οντότητα». Η ψυχοθεραπεία, σ' ένα άλλο επίπεδο, είναι ένα μικρό μέρος (μαζί με την Φιλοσοφία, την Τέχνη και την Επιστήμη) αυτής της μακράς ἐν τῷ γίγνεσθαι «κατασκευής» του έσχατου ανθρώπινου Είναι, το μυστήριο του οποίου αποκαλύπτεται στην απέραντη αποφατική του πλουσιότητα κατ' εξοχήν μέσα στο μέγα Μυστήριο της Θεανθρωπίας, στο ζωντανό δηλαδή πρόσωπο του Χριστού. Αυτή η θεολογική πρόσληψη της ψυχοθεραπείας θα την καταστήσει φιλανθρωπότερη και πλουσιότερη αλλά και κάτι περισσότερο: θ' αναδείξει τον βαθιά και ασυνείδητα «θεολογικό» χαρακτήρα κάθε θεμελιώδους ψυχοθεραπευτικού εγχειρήματος, καθώς αυτό αποσκοπεί ἐν τέλει στην απελευθέρωση του ανθρώπου, στην ανάδειξη δηλαδή της βαθειάς ελευθερίας η οποία αποτελεί, κατά τους Έλληνες τουλάχιστον Πατέρες, την ίδια την θεοειδή ουσία του ανθρώπου, την «κατ' εικόνα Θεού» φύση του. Πράγματι, το εγχείρημα της ανάδειξης της ελευθερίας του ανθρώπου αποτελεί, τελικά, το βαθύτερο θεολογικό χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης, αλλά και κάθε ψυχοθεραπείας, και είναι ακριβώς αυτή η ίδια η ελευθερία, με απόλυτους όμως τώρα οντολογικούς όρους, οι οποίοι αφορούν στο ίδιο το αιώνιο Είναι ή το μη-Είναι του ανθρώπου, που αποτελεί και το μόνο περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα της θεολογίας... Γι' αυτό και στο φως αυτής της δεύτερης είναι δυνατόν να δικαιωθεί και να εύρει τον στόχο της η πρώτη.

Όσον αφορά δε στη μορφή αυτής της θεολογικής δικαίωσης της ψυχοθεραπείας και το είδος της πνευματικής αναμόρφωσης αυτής της τελευταίας, οδηγητικό μίτο είναι δυνατόν ν' αποτελέσουν κείμενα σαν αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, από το έργο του Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων (1,1,9), κείμενο το οποίο ομιλεί για την μεταμόρφωση της φυσικής ανθρώπινης γνώσης, της συνδεδεμένης με την ανάλογη «έξω παιδεία». Όπως λοιπόν αυτές οι δύο, έτσι και η ψυχοθεραπεία «πνευματικὴ δ' οὔποτε γένοιτ' ἄν, εἰ μὴ μετὰ τῆς πίστεως καὶ τῇ τοῦ Θεοῦ συγγένοιτο ἀγάπῃ, μᾶλλον δὲ εἰ μὴ πρὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης χάριτος ἀναγεννηθείη καὶ ἄλλη παρὰ τὴν προτέραν γένοιτο, καινή τε καὶ θεοειδής, ἀγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τοὺς ἀκούον τας οἰκοδομούντων καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἥτις δὴ καὶ ἄνω θεν σοφία καὶ Θεοῦ σοφία κατονομάζεται, καὶ ὡς πνευματ τική πως, ἅτε τῇ τοῦ πνεύματος ὑποτεταγμένη σοφία, τὰ τοῦ πνεύματος Χαρίσματα καὶ γινώσκει καὶ ἀποδέχεται». [«πνευματική όμως δεν μπορεί να γίνει ποτέ, εκτός εάν μαζί με την πίστη συνδεθεί και με την αγάπη του Θεού, ή καλύτερα εάν αναγεννηθεί με τη βοήθεια της αγάπης και της χάριτος που πηγάζει από αυτήν, και γίνει άλλη, διαφορετική από την προηγούμενη, καινή και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, γεμάτη λόγους, οι οποίοι οικοδομούν εκείνους που τους ακούνε, και αγαθούς καρπούς, η οποία μάλιστα ονομάζεται και ουράνια σοφία και Θεού σοφία, και σαν πνευματική κατά κάποιο τρόπο, αφού είναι υποταγμένη στη σοφία τού πνεύματος, γνωρίζει και αποδέχεται τα χαρίσματα του πνεύματος»].

«Πνευματική» είναι έτσι εντέλει η ψυχοθεραπεία η οποία γνωρίζει και αποδέχεται, ως τελικό «φυσικό» περιέχον του ανθρώπινου όντος, ασθενούς ή υγιούς, τα χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού...

Η ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΤΙΤΑΝΕΙΑ ΜΑΧΗ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Η ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ. 

ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: