Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

 Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 1: Η νομιναλιστική επανάσταση και η καταγωγή της νεωτερικότητας α

Συνέχεια από 26 Ιουλίου 2022

Η θεολογική κρίση της ύστερης μεσαιωνικής σκέψης

Ο μοντέρνος κόσμος απέκτησε τη συνείδηση για τον εαυτό του κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να πιστεύουμε πως η νεωτερικότητα άρχισε εκείνη την περίοδο, όπως ακριβώς θα ήταν λάθος να πούμε πως η ανθρώπινη ζωή αρχίζει με την αυτοσυνειδησία. Η νεωτερικότητα δεν ξεπετάχτηκε ενήλικη από τα κεφάλια του Galileo, Bacon, Descartes ή Hobbes, αλλά αναδύθηκε, σε μια μακρά χρονική περίοδο, ως αποτέλεσμα προσπαθειών πολλών διαφορετικών ανθρώπων σε μια ποικιλία καταστάσεων. Όπως το συζητήσαμε προηγουμένως, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κάτι ριζικά νέο και χωρίς προηγούμενο. Αυτό είναι συνέπεια της ιδιαίτερης για τη νεωτερικότητα αντίληψης περί των δυνατοτήτων του ανθρώπου, και του τρόπου με τον οποίο το ανθρώπινο ον αναπτύσσεται μέσα στο χρόνο. Υπάρχουν βέβαια ευνόητοι λόγοι για να αμφισβητήσουμε την ορθότητα της αυτό-αντίληψης αυτής της νεωτερικότητας. Όπως το ανακάλυψε με τραγικό τρόπο ο Οιδίπους, κανείς δεν είναι «παιδί της τύχης». Καθένας και καθετί έχει απαρχή και διαμορφώνεται καθοριστικά από αυτήν. Για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε την φύση του μοντέρνου κόσμου, είναι βασικό να εξετάσουμε την πρώιμη, «προσυνειδησιακή» ανάπτυξη του, στα τριακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από την κατάρρευση του μεσαιωνικού κόσμου και την ανάδυση της νεωτερικότητας.

Οι απαρχές του μεσαιωνικού κόσμου μπορούν να ανιχνευθούν στην σύνθεση του Χριστιανισμού και της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας στον Ελληνιστικό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας. Αυτό ξεκίνησε στην Αλεξάνδρεια κατά τους δυο πρώτους αιώνες. Διάφοροι κλάδοι χριστιανικής σκέψης , ανατολικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, Νεοπλατωνισμός, και μια ποικιλία άλλων αρχαίων φιλοσοφικών πεποιθήσεων, συγκεράστηκαν εδώ  με διαφορετικούς και πολλές φορές αντιφατικούς τρόπους, αντικατοπτρίζοντας τις διανοητικές και πνευματικές ζυμώσεις της εποχής. Η διαδικασία αυτή του συγκερασμού ξεκαθάρισε και ιδρυματοποιήθηκε όταν ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κάτω από τον Κωνσταντίνο. Οι διάφοροι αντιμαχόμενοι κλάδοι του Χριστιανισμού συνενώθηκαν σε μια σειρά συνόδων, ξεκινώντας από τη Σύνοδο της Νίκαιας (323). Παρά την παγίωση της διδασκαλίας ενισχυόμενη από την αυτοκρατορική αυθεντία, οι εντάσεις εντός του Χριστιανισμού (μεταξύ της αποκάλυψης, με την έμφαση της στη θεία παντοδυναμία και την ενσάρκωση από την μια, και της φιλοσοφίας με την έμφαση στον ορθολογισμό και την έννοια του λογικού κόσμου, από την άλλη) δεν λύθηκαν τόσο εύκολα, και παρέμειναν ένα διαρκές πρόβλημα για τον Χριστιανισμό κατά την μακρά ιστορία του. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος, αν όχι το σύνολο της ανάπτυξης της χριστιανικής θεολογίας είχε καταστεί αναγκαίο από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δυο αυτών στοιχείων του Χριστιανισμού, που βάθαινε περιοδικά και διαρκώς.

Η γνώση για την επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας στον Χριστιανισμό είχε σε μεγάλο βαθμό χαθεί στην δυτική Ευρώπη κατά την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, αν και ο Βοήθιος παρείχε μια ισχνή σύνδεση με αυτή την πρώιμη διανοητική παράδοση. Το αποφασιστικό γεγονός στον μεσαιωνικό Χριστιανισμό ήταν η επανακάλυψη του Αριστοτέλη, σε μεγάλο βαθμό δια της επαφής με τον αραβικό κόσμο στην Ισπανία και στον Λεβάντε. Αυτή η επαφή οδήγησε λίγο μετά την αλλαγή της χιλιετηρίδας στην ανάδυση του σχολαστικισμού, που ήταν η μεγαλύτερη και η πιο εκτεταμένη θεολογική προσπάθεια συμφιλίωσης των φιλοσοφικών και αγιογραφικών στοιχείων του Χριστιανισμού.

Ενώ υπήρχε μια σημαντική ποικιλία εντός του σχολαστικισμού, η κλασική του μορφή ήταν ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός, όπως τον κατανοούσαν οι σχολαστικοί, ήταν η πίστη στην ύπαρξη των καθόλου έξω από τη διάνοια. Στηριζόμενοι σε τεράστιο βαθμό στην νεοπλατωνική ανάγνωση του Αριστοτέλη, οι σχολαστικοί ρεαλιστές ισχυρίστηκαν, πως τα καθόλου όπως είδος και γένος, ήταν τα αληθινά πράγματα, και τα ατομικά όντα ήταν απλώς συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτών των καθόλου. Επιπλέον, είχε θεωρηθεί πως τα καθόλου αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η θεία διάνοια φανερωμένη στον άνθρωπο, είτε δια του φωτισμού, όπως το εισηγήθηκε ο Αυγουστίνος, είτε δια της διερεύνησης της φύσεως, όπως το εισηγήθηκε ο Ακινάτης και άλλοι. Μέσα σε αυτή την ρεαλιστική οντολογία, η φύση και η διάνοια (reason) αντανακλούσαν η μια την άλλη. Η φύση μπορούσε συνεπώς να περιγραφεί με τη συλλογιστική λογική, η οποίο όριζε τη λογική δομή των σχέσεων όλων των ειδών μεταξύ τους. Επιπλέον, ενώ ο Θεός υπερέβαινε (transcend) τη δημιουργία του, αντικατοπτριζόταν μέσα σε αυτήν και με την αναλογία μπορούσε να κατανοηθεί δια της δημιουργίας. Έτσι, η λογική και η φυσική θεολογία μπορούσαν να συμπληρώσουν ή, όπως στις διάνοιες μερικών, και να αντικαταστήσουν την αποκάλυψη. Για παρόμοιους λόγους, δεν χρειαζόταν ο άνθρωπος την Αγία Γραφή για να τον πληροφορεί για γήινες ηθικές και πολιτικές του υποχρεώσεις. Ήταν ένα φυσικό ον με φυσικό τέλος (σκοπό) και διοικούνταν από τους νόμους της φύσεως. Η Γραφή βεβαίως ήταν απαραίτητη για να κατανοήσει κανείς όλα αυτά που υπερέβαιναν τη φύση, συμπεριλαμβανομένου και του υπερφυσικού πεπρωμένου του ανθρώπου, αλλά η γήινη ζωή μπορούσε να γίνει αντιληπτή φιλοσοφικά.

Όλο το μεγαλείο του καθεδρικού ναού της σχολαστικής σκέψης στηριζόταν στην λεπτή ισορροπία της χριστιανικής πίστης και του ειδωλολατρικού ορθολογισμού, και ήταν η αστάθεια αυτής της σχέσης που τον κατεδάφισε. Αυτή η ισορροπία απειλήθηκε τόσο από την αυξανόμενη επίδραση του ορθολογισμού και της εκκοσμίκευσης εντός της Εκκλησίας, πράγμα που ενίσχυσε την εγκατάλειψη των χριστιανικών πρακτικών, όσο και από τις επαναλαμβανόμενες και όλο και πιο επείγουσες απαιτήσεις για ένα πιο αυθεντικό Χριστιανισμό, βασιζόμενο στην αποκάλυψη ή/και στην μίμηση της ζωής του Χριστού. Η διατήρηση του μεσαιωνικού Χριστιανισμού εξαρτιόταν από τον συμβιβασμό των δυο αυτών ισχυρών και αντίθετων ωθήσεων. Μια τέτοια σύνθεση θα μπορούσε βέβαια να συντηρηθεί, στη θεωρία μόνο με τη δημιουργία μιας όλο και πιο περίπλοκης θεολογίας, και στην πράξη με τη διαρκώς αυξανόμενη χρήση της εξουσίας του πάπα και των ευγενών.

Η άμεση αιτία αυτής της διαμάχης, που επισκίασε αυτή την σύνθεση ήταν η αύξηση του αριστοτελισμού τόσο εντός, όσο και εκτός της Εκκλησίας. Η αύξηση του ενδιαφέροντος για τον Αριστοτέλη ήταν εν μέρει αναπόφευκτη συνέπεια της αύξησης του σχολαστικισμού, επιταχύνθηκε όμως με αποφασιστικό τρόπο από την επανεισαγωγή πολλών κειμένων του Αριστοτέλη στην χριστιανική Ευρώπη, μέσω των σχολίων των μεγάλων ισλαμικών φιλοσόφων Αβικέννα και Αβερρόη. Η πιο φανερή εκδήλωση αυτού του νέου ενδιαφέροντος για τον Αριστοτέλη, ήταν η ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου συστήματος φιλοσοφίας παράλληλου προς τη θεολογία, όπως και ενός νέου είδους κοσμικού Χριστιανού διανοούμενου. Το φαινόμενο αυτό αντιμετωπίστηκε με μεγάλη υποψία από τους ευσεβείς υπερασπιστές του πιο «αυθεντικού» Χριστιανισμού, όχι απλά λόγω της ειδωλολατρικής του ρίζας, αλλά κυρίως ίσως λόγω της σύνδεσης του με το Ισλάμ. Ο παγανισμός ήταν ένα γνωστό και ανεκτό κακό. Το Ισλάμ αντιθέτως ήταν μια ολέθρια θεολογική και πολιτική απειλή. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθές μετά την αποτυχία των σταυροφοριών. Για διακόσια σχεδόν χρόνια φαινόταν πως ο Χριστιανισμός κέρδιζε έδαφος κατά του Ισλάμ, ιδιαίτερα στην Ανατολή, μετά όμως την απώλεια των χριστιανικών αποικιών στον Λεβάντε προς τα τέλη του 13ου αιώνα, και την άνοδο της ισλαμικής στρατιωτικής ισχύος, η αισιοδοξία αυτή έσβησε, και η υποψία των ισλαμικών επιρροών στην χριστιανική σκέψη άρχισε να εντείνεται. Η άνοδος του αριστοτελισμού σε αυτή την συνάφεια θεωρήθηκε από του καχύποπτους προστάτες της πίστεως ως άνοδος του αβερροϊσμού.

Η Εκκλησία προσπάθησε να περιορίσει αυτό που φαινόταν σαν θεολογική υπονομευτική εξέλιξη. Ο αριστοτελισμός καταδικάστηκε για πρώτη φορά το 1270 και πλήρως το 1277 από τον επίσκοπο του Παρισιού Etienne Tempier και από τον αρχιεπίσκοπο του Canterbury Robert Kilwardby. Η θέση που εκφράζεται με το ανάθεμα αυτό έδωσε μεγάλη έμφαση στην παντοδυναμία ως το κυριότερο χαρακτηριστικό του Θεού, και στα χρόνια που ακολούθησαν, η έννοια της παντοδύναμης ελευθερίας ήρθε να συστήσει τον πυρήνα της νέας αντί-αριστοτελικής έννοιας περί Θεού. Αυτή η άποψη περί Θεού φαίνεται εν μέρει στο έργο του Duns Scotus, και πολύ πιο καθαρά και αποφασιστικά στο έργο του William του Ockham, και στο νομιναλιστικό κίνημα που δημιούργησε η σκέψη του.

Ο Ockham γεννήθηκε στην Αγγλία μεταξύ 1280 και 1285. Μετά την είσοδο του στο τάγμα των Φραγκισκανών σε νεαρή ηλικία, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πολύ πιθανόν να μην ήταν φοιτητής του διάσημου προκατόχου του, Duns Scotus, ήταν όμως βαθιά επηρεασμένος από τη σκέψη του, η οποία παρέμενε ισχυρή στην Οξφόρδη. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλοσοφικού και θεολογικού έργου του Ockham ολοκληρώθηκε την περίοδο μεταξύ 1317 και 1324, όταν κλήθηκε στην Avignon για να απολογηθεί στις κατηγορίες για αίρεση. Το 1326, οι 51 διαβεβαιώσεις του κηρύχθηκαν ως άξιες προς λογοκρισία, αν και καμιά δεν καταδικάστηκε.

Εμπνεόμενος από το έργο των παλαιότερων πρώτο-νομιναλιστών στοχαστών, όπως οι Roscelin και Abelard, και στα έργα των Henry του Ghent και Scotus, ο Ockham έθεσε με μεγάλη λεπτομέρεια τα θεμέλια για τη νέα μεταφυσική και θεολογία, που βρίσκονταν σε ριζική αντίθεση προς τον σχολαστικισμό. Η πίστη μόνο μας διδάσκει, λέει ο Ockham, πως ο Θεός είναι παντοδύναμος και πως μπορεί να κάνει οτιδήποτε είναι δυνατόν, δηλαδή οτιδήποτε δεν είναι αντιφατικό. Έτσι, κάθε ον υπάρχει μόνο ως αποτέλεσμα της βούλησης Του, και υπάρχει όπως υπάρχει και για όσο υπάρχει, μόνο επειδή Αυτός το θέλει έτσι. Η δημιουργία είναι λοιπόν μια πράξη καθαρής χάριτος και κατανοείται μόνο δια της αποκαλύψεως. Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο και συνεχίζει να δρα μέσα σε αυτόν, χωρίς να περιορίζεται ούτε από τους νόμους του ούτε από τους προηγούμενους καθορισμούς του. Δρα απλά και μόνο όπως τον ευχαριστεί, και όπως το επαναλαμβάνει συχνά ο Ockham, δεν είναι χρεώστης σε κανένα άνθρωπο. Επομένως δεν υπάρχει μια αδιάλλακτη τάξη της φύσεως ή της λογικής, την οποία ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει, και δεν υπάρχει καμιά γνώση του Θεού παρά δια της αποκαλύψεως. Ο Ockham απέρριψε έτσι τη σχολαστική σύνθεση λογικής και αποκάλυψης, και με τον τρόπο αυτό υπονόμευσε το μεταφυσικό/θεολογικό θεμέλιο του μεσαιωνικού κόσμου.

Η έννοια αυτή της θείας παντοδυναμίας ήταν υπεύθυνη για την κατάρρευση του ρεαλισμού. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Ockham, δεν μπορούσε να δημιουργήσει τα καθόλου, γιατί αυτό θα περιόριζε την παντοδυναμία του. Αν υπήρχε το καθόλου, ο Θεός δε θα ήταν σε θέση να καταστρέψει οποιαδήποτε έκφανση του, χωρίς να καταστρέψει το καθόλου. Ο Θεός δε θα μπορούσε να καταραστεί οποιοδήποτε ανθρώπινο ον χωρίς να καταραστεί ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αν δεν υπάρχουν πραγματικά καθόλου, κάθε ον πρέπει να είναι ριζικά ατομικό, μια μοναδική δημιουργία του ίδιου του Θεού, που έχει κληθεί στη ζωή από το τίποτα με την άπειρη δύναμη Του και συντηρείται μόνο από αυτή τη δύναμη. Για να είναι βέβαιος, ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιήσει δευτερεύουσες αιτίες για να παραγάγει ή να συντηρήσει μια οντότητα, αυτές όμως δεν ήταν ούτε απαραίτητες ούτε υπεύθυνες για τη δημιουργία ή τη συνέχιση της ύπαρξης τής εν λόγω οντότητας.

Το μόνο απαραίτητο ον για τον Ockham ήταν ο ίδιος ο Θεός. Όλα τα άλλα ήταν δημιουργίες της βούλησης Του. Με μια τεχνική έννοια, όλα τα πράγματα που ο Θεός επιλέγει να φέρει στην ύπαρξη έχουν ήδη μια φύση, αλλά οι φύσεις αυτές δεν είναι τα καθόλου, αλλά εφαρμόζονται απλά σε κάθε ατομικό πράγμα. Είναι επιπλέον άπειρες στον αριθμό και έχουν επιλεγεί ελεύθερα από τη θεία βούληση. Οι «φύσεις» αυτές επομένως δεν περιορίζουν με κάποια πραγματική έννοια τη θεία βούληση, παρά μόνο εφόσον αποκλείουν το αδύνατο, δηλαδή το λογικά αντιφατικό. Οι φύσεις αυτές ούτε υπονοούνται από, ούτε είναι προϋπόθεση για κάτι άλλο. Με τον τρόπο αυτό, η διαβεβαίωση αυτή του Ockham περί οντολογικού ατομικισμού, υποσκάπτει όχι μόνο τον οντολογικό ρεαλισμό, αλλά και τη συλλογιστική λογική και την επιστήμη, καθώς στην απουσία πραγματικών καθόλου, τα ονόματα καθίστανται απλά σημεία ή σημεία των σημείων. Με τον τρόπο αυτό η γλώσσα δεν αποκαλύπτει το Είναι, αλλά στην πράξη συχνά αποκρύπτει την αλήθεια για το Είναι, ενισχύοντας την πίστη στην αλήθεια των καθόλου. Στην πραγματικότητα, όλα τα λεγόμενα καθόλου είναι απλώς σημεία, δεύτερης ή ανώτερης τάξεως, που εμείς ως πεπερασμένα όντα χρησιμοποιούμε για να συγκεντρώσουμε τα μεμονωμένα όντα σε κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές όμως δεν σημαίνουν πραγματικά αντικείμενα (πραγματα). Είναι απλώς χρήσιμες επινοήσεις που μας βοηθούν να δώσουμε κάποιο νόημα στον ριζικά ατομικοποιημένο κόσμο. Διαταράσσουν όμως και την πραγματικότητα. Έτσι, η καθοδηγητική αρχή της νομιναλιστικής λογικής του Ockham ήταν το διάσημο ξυράφι του: μην πολλαπλασιάζεις χωρίς ανάγκη τα καθόλου. Επειδή ως πεπερασμένα όντα δεν μπορούμε να βρούμε στον κόσμο νόημα χωρίς τα καθόλου, κάθε γενίκευση μας παίρνει ένα βήμα μακρύτερα από το πραγματικό. Επομένως, όσο λιγότερα χρησιμοποιούμε, τόσο πιο κοντά μένουμε στην αλήθεια.

Συνεχίζεται

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΥ. ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΟΝ ΨΕΥΔΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΑΛΛΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΝ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΨΕΥΤΙΚΟ, ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ. ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΑΓΓΛΟΣΑΞΩΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΟΜΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΟΣ, ΕΙΔΟΣ, ΟΥΣΙΩΔΕΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΟΣ. Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ, ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΠΕΣΜΕΝΟ ΝΟΥ. ΜΕ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΔΗΛ. ΑΠΟΦΑΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΦΘΟΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΘΟ-ΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΧΟΛΛΥΓΟΥΝΤ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΛΙΒΕΡΟΣ ΚΑΡΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: