ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ.
Του Renzo Bertalot.
Ο Πώλ Ρικέρ ερευνώντας το θέμα: "Η κριτική τής θρησκείας και η γλώσσα τής θρησκείας", μας επέστησε την προσοχή στην εντυπωσιακή μείωση του χώρου τού ιερού που πρέπει να καταγράψουμε στον αιώνα μας σε αντίθεση τών προηγουμένων. Η σκέψη τού Μάρξ, τού Νίτσε και τού Φρόϋντ φανέρωσε ότι μέρος όσων παραδοσιακώς αποδιδόταν στον χώρο τού ιερού, σήμερα μειώθηκε σε απλό οικονομικό νόμο ή σε ασυνείδητη εξύψωση τής βουλήσεως και τού ενστίκτου! Πρόκειται για μία διαδικασία ατρέπτως κατευθυνόμενη σε όλο και πιό ανησυχητικές προεκτάσεις τών οποίων δέν διακρίνουμε ακόμη το τέλος. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε υπ'όψιν μας ότι η έννοια τής συνειδήσεως προσφέρεται πολύ εύκολα να παρασυρθεί απο την τρέχουσα αποιεροποίηση, μετά την λαμπρή τύχη που γνώρισε στο πρόσφατο παρελθόν.
Δέν έσβυσε ακόμη, στο προτεταντικό κήρυγμα, η επιρροή μιάς έννοιας τής συνειδήσεως η οποία δέν δίσταζε να ταυτισθεί με την ίδια την φωνή τού Θεού. Είναι αλήθεια ότι αυτή η κατεύθυνση βρίσκει την καταγωγή της, μακρυά απο την Θεολογία των Μεταρρυθμιστών τού XVI αιώνος, αλλά όπως παρατήρησε ο Τίλλιχ, στις πνευματιστικές θέσεις τού Θωμά Munster και όσων ακολούθησαν τα ιδια μονοπάτια.
Δέν μπορούμε επιπλέον να μήν θυμηθούμε την αποφασιστική επιρροή τής φιλοσοφίας τού Κάντ και τις διάφορες εκφράσεις τού θρησκευτικού Ρομαντισμού.
Εάν είναι αλήθεια ότι ακούγονται ακόμη σποραδικά αντίλαλοι αυτών τών εννοιών τής συνειδήσεως άλλο τόσο αλήθεια είναι όμως ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στο μεταξύ.
Η βιβλική ανανέωση η οποία έχει στο κέντρο της τήν φιγούρα και το έργο τού Μπάρτ θέλησε να αποκοπεί βίαια απο κάθε σχέση με το φιλελεύθερο παρελθόν και αποκήρυξε εκείνον τον τρόπο με τον οποίο γινόταν κατανοητή η συνείδηση, τόσο που η λέξη τέλος φαινόταν γραμμένη καθοριστικά σε ένα κεφάλαιο Θεολογικού εσωτερικού στοχασμού , ο οποίος κατηγορήθηκε για υποκειμενισμό.
Η βιβλική ανανέωση η οποία έχει στο κέντρο της τήν φιγούρα και το έργο τού Μπάρτ θέλησε να αποκοπεί βίαια απο κάθε σχέση με το φιλελεύθερο παρελθόν και αποκήρυξε εκείνον τον τρόπο με τον οποίο γινόταν κατανοητή η συνείδηση, τόσο που η λέξη τέλος φαινόταν γραμμένη καθοριστικά σε ένα κεφάλαιο Θεολογικού εσωτερικού στοχασμού , ο οποίος κατηγορήθηκε για υποκειμενισμό.
Ο πραγματισμός τού J.Dewey φτάνει στα ίδια αποτελέσματα κινούμενος στο επίπεδο τής φιλοσοφίας και τής παιδαγωγίας. Η συνείδηση μειώθηκε στις διαστάσεις ενός κοινωνικού φαινομένου στο εσωτερικό τής δυναμικής τής προόδου! Η αλλαγή, η εξέλιξη τής καταστάσεως προκαλούν μία αμφιβολία στις κερδισμένες θέσεις, κάτι που δέν θα συνέβαινε σε μία στατική κατάσταση! Απο εδώ προέρχεται η συνείδηση σαν ασθένεια τής ωρίμανσης και σαν ώθηση προόδου.
Η ψυχανάλυση βρίσκεται στις ίδιες θέσεις, με τον Φρόϋντ. Η συνείδηση εξηγείται σάν μία νευρωτική εκδήλωση οφειλόμενη στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο ένστικτο και το περιβάλλον, με άλλα λόγια σαν κοινωνική αγωνία. Εάν όμως πρέπει ακόμη να μιλήσουμε για συνείδηση, πρέπει να το κάνουμε έχοντας υπ'όψιν μας ότι είναι η τιμή τής προόδου μας στον πολιτισμό. Προτάθηκε και η κατάργηση εξ'ολοκλήρου τής έννοιας διότι δέν γίνεται πλέον κατανοητή και διότι τα περιεχόμενά της αλλάζουν συνεχώς εάν δέν έχουν παρακμάσει ολοκληρωτικώς λόγω έλλειψης οποιουδήποτε ενδιαφέροντος.
Εάν είναι δυνατόν λοιπόν να σκεφθούμε ότι ο χώρος τού Ιερού μειώθηκε επιπλέον, δέν μπορούμε όμως να πούμε ότι φτάσαμε στην λέξη τέλος. Αυτό που αποτελεί μέρος τής ιστορίας μας δέν τελειώνει ποτέ!
Αποδεχόμενοι τον περασμένο στοχασμό, σαν μία αναγκαία κάθαρση για την οποία δέν μπορούμε παρά να ευχαριστούμε, τουλάχιστον για όσους δέν υπέφεραν απο την φάση τής συσκοτίσεώς της, μπορούμε να πούμε ότι ήρθε η ώρα να επαναλάβουμε την συζήτηση, αρχίζοντας ένα νέο κεφάλαιο. Και έτσι η ερμηνευτική τής γλώσσας τής θρησκείας εμφανίζεται καθαρά σ'αυτό το σημείο.
Προτιθέμεθα λοιπόν να ακολουθήσουμε τρείς σημαντικές φωνές στο εσωτερικό τού προτεσταντικού στοχασού οι οποίες προσπαθούν να ξαναπιάσουν την καθοδηγητική γραμμή τής συζητήσεώς μας, προσφέροντας νέες επισημάνσεις στο τόσο αμφισβητούμενο θέμα τής συνειδήσεως.
Ι. Με τον Gerhard Ebeling, το πρόβλημα τής συνειδήσεως επιστρέφει στην επικαιρότητα ακριβώς λόγω τής ιδιαίτερης προοπτικής τής ερμηνευτικής τής γλώσσας στην οποία εισάγεται. Μακρυά πλέον απο τις έννοιες τής εσωτερικής αυθεντίας ή της εξωτερικής, απο ένα όραμα παραδοσιακώς οντολογικό τού ανθρώπου, ο Ebeling προτείνει έναν στοχασμό για την συνείδηση σαν τόπο όπου αποφασίζεται αυτό που είναι αληθινά η ανθρώπινη φύση! Μέσα στην συνείδηση ακριβώς αποκαλύπτεται σε ποιόν ανήκει ο άνθρωπος, ποιός είναι και πού κατοικεί, εάν είναι μεγαγχολικός ή χαρούμενος. Όλη η πραγματικότης, ο κόσμος, προσλαμβάνει την σημασία της απο παρόμοιες προϋποθέσεις, λόγω των οποίων η συνείδηση δέν είναι πλέον ένας τόπος μέσα στον άνθρωπο αλλά ο τόπος του ανθρώπου. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι αυτός αναδύεται γλωσσικά στον δικό του τρόπο που αποφασίζει! Τής απόφασης.
Ο ίδιος ο χώρος τής πίστεως ο οποίος διαφεύγει απο την χειραγώγηση και την έρευνα, οφείλει να μεταφρασθεί σε εμπειρία και σε απόφαση, για τα οποία η υποχρεωτική πορεία είναι η συνείδηση και η ερμηνευτική της λειτουργία-Ακόμη και το κήρυγμα σαν εργαλείο τής σωτηρίας είναι μία λέξη που συμβαίνει: ένα γλωσσολογικό γεγονός. Ο πλήρης άνθρωπος μορφώνεται σε μία διαδικασία αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονται, κατανοούνται και ερμηνεύονται στην συνείδηση! Επιπλέον μέσα στην συνείδηση ο Θεός, ο άνθρωπος και ο κόσμος συναντώνται. Εάν αυτό δέν συνέβαινε θα είμαστε καταδικασμένοι σε έναν μεταφυσικό λόγο ή επιστημονικό χωρίς καμμία αναφορά στην σημασία η οποία δίνει έκφραση στον άνθρωπο. Δηλαδή η τελική αξία τού ανθρώπου είναι η συνείδηση η οποία εκφράζει τα ανοίγματά του και τις δυνατότητεές του.
Η συνείδηση θέτει στον άνθρωπο την ερώτηση τής ταυτότητός του με τον εαυτό του σάν αντικείμενο και υποκείμενο. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο στιγμές φανερώνει την ανθρώπινη σύσταση σαν αντιπαράθεση, και απαιτεί απόφαση, ευθύνη και έκφραση. Βεβαίως είναι δυνατόν να ερευνηθεί το θέμα αποφεύγοντας να εισάγουμε τον Θεό σαν προϋπόθεση! Η φωνή τής συνειδήσεως, πράγματι, δέν είναι δυνατόν να ταυτισθεί με την φωνή τού Θεού, αλλά είναι και η ευκαιρία για να τεθεί το ερώτημα για τον Θεό και να ξεφύγουμε απο την μερικότητα τής έρευνας.
Ο Ebeling δέν θέλει να αφήσει να εννοηθεί ότι υπάρχει τώρα μία ανοιχτή οδός η οποία απο τον άνθρωπο οδηγεί στον Θεό. Σ'αυτό το σημείο είναι ριζικός και η θέση του λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιάς ομολογίας πίστεως. Δέν είναι ο στοχασμός που συνδέει τον Θεό στην συνείδηση, αλλά είναι η πρωτοβουλία του Θεού που ομιλεί! Δέν είναι δυνατόν να σκεφτούμε να αποκτήσουμε ορθολογικά, απο νέες ατραπούς, την γνώση αυτού πού υποχρεωτικώς διέρχεται μέσω τής στενής οδού τής πίστεως.
Η συνείδηση πρέπει να ελευθερωθεί, διαφορετικά η ελευθερία της παραμένει μία ψευδαίσθηση η οποία οδηγεί στην απελπισία ή στην κενοδοξία. Δέν είναι τίμιο να συνεχίζουμε να καλούμε στην ευθύνη μία γενιά ασυνείδητη. Η ταυτότης με τον εαυτό, πέραν του διαχωρισμού ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, είναι εφικτή μόνον στο γεγονός τού Λόγου ο οποίος δημιουργεί την αγαθή συνείδηση. Εάν δέν επέλθει η ελευθερία απο τον Θεό, η συνείδηση παραμένει κακή συνείδηση: αλήθεια και ελευθερία δέν είναι κάν νοητά.
Εάν λοιπόν είναι χρέος τού Θεολόγου να μεταφέρει τον λόγο με πειθώ και επάρκεια και γι'αυτό να εμβαθύνει τα προβλήματα που σχετίζονται με μία δεδομένη κατάσταση, είναι επίσης αναγκαίο να θυμηθούμε ότι η διαμόρφωση τής αγαθής συνειδήσεως, τής πίστεως, δέν είναι άλλο απο την ανάσταση τών νεκρών.
Η χρεία τού αλάθητου, στον Ebeling, αποφασίζεται λοιπόν στο γεγονός τής ελευθερώσεως τού Θεού, που είναι η αλήθεια. Σ'αυτό το συμβάν ο άνθρωπος βρίσκει την ταυτότητα με τον εαυτό του, όχι ώς coran seipso αλλά coram Deo.
Η τελευταία αξίωση συνδέεται με το μέλλον, με τον Θεό, που θέτειν τον άνθρωπο πέραν της εμπειρίας τού εαυτού του και τού κόσμου!
Συνεχίζεται
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΑΝ ΙΕΡΟΤΗΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου