Απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του Παντελή Καλαϊτζίδη στο συνέδριο
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
https://orthodoxtv.gr/?video_skrn=orthodoxi-theologia-21o-aiona-imera2-apogevma
Τίτλος ομιλίας:
«Ἐρῶ δὲ ἐμὸν μέν οὐδέν…». Στρατηγικές ανανέωσης και αλλαγής στην Ορθόδοξη Θεολογία.
36:24
Το θέμα μου είναι «Ἐρῶ δὲ ἐμὸν μέν οὐδέν…». Στρατηγικές ανανέωσης και αλλαγής στην Ορθόδοξη Θεολογία. Ο τίτλος της εισήγησης προέρχεται από το προοίμιο των Διαλεκτικών του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, ενός εργου, που μαζί με το «Περί αιρέσεων» και την «Έκδοση Ακριβή της Ορθοδόξου Πίστεως», συγκροτούν την τριλογία της θεολογικής γνώσεως, και που γράφτηκε για να οριοθετήσει την αλήθεια της πίστεως σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών και γεωπολιτικών ανακατατάξεων, που συνοδεύεται από την εμφάνιση του ισλάμ, αλλά και της συνεχιζόμενης μέχρι τον 8ο αιώνα διαμάχης για τις χριστολογικές αιρέσεις. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς στην Εισαγωγή του, Τα Διαλεκτικά «έχουν κεντρική θέση στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί διασώζουν και συνοψίζουν τον τρόπο με τον οποίο αφομοιώθηκε και λειτούργησε στα πλαίσια της ελληνικής πατερικής σκέψης η αριστοτελική παράδοση ορισμού των στοιχείων ή κατηγοριών που συγκροτούν τη γνώση, και οδηγούν στη δυνατότητα υποταγής του λόγου στην αλήθεια. Και δεύτερον, για την επίδραση που είχε αυτό το κείμενο στη διαμόρφωση του δυτικού αριστοτελισμού, κυρίως στα πλαίσια της σχολαστικής λεγόμενης θεολογίας, της μήτρας όλων των μεταγενέστερων φιλοσοφικών εξελίξεων του στη Δύση. Οι δυο αυτοί λόγοι δείχνουν καθαρά, ότι τα διαλεκτικά του Ιωάννη Δαμασκηνού, που είναι το αριστοτελικότερο τμήμα του όλου έργου του, αντιπροσωπεύουν πραγματικά ένα κείμενο κλειδί για την κατανόηση του προσδιορισμού και των διαφοροποιήσεων που γνώρισε η αριστοτελική μεθοδολογία μέσα στις δυο φιλοσοφικές παραδόσεις, της ελληνικής Ανατολής και της λατινικής Δύσης. Στην περίπτωση των Διαλεκτικών, η πρόσληψη της αριστοτελικής μεθοδολογίας είναι και φαινομενολογικά προσιτή. Η προβληματική του κειμένου είναι κατ’ αρχήν γνωσιολογική, και η μέθοδος που ακολουθείται για τον προσδιορισμό των δυνατοτήτων της ορθής γνώσης είναι αυτή των ορισμών.» Σε ότι αφορά στη σημερινή μας συζήτηση, ο Ιωάννης Δαμασκηνός σπεύδει ήδη από το προοίμιο των Διαλεκτικών να διευκρινίσει, ότι από υπακοή στους πνευματικούς του πατέρες και στην εκκλησιαστική ιεραρχία, καταπιάστηκε με τη συγγραφή αυτού του έργου. Στη συνέχεια ο Δαμασκηνός θα εξηγήσει τη μέθοδο και το διάγραμμα για τη συγγραφή της πηγής γνώσεως. Ενώ όπως θα τονίσει εμφατικά, εισαγωγικά, «ερώ δε εμόν μεν ως έφην ουδέν, τοις εγκρίτοις των διδασκάλων εις έν συλλεξάμενος, ως η δύναμις, συντετμηνένον τον λόγον ποιήσωμεν κατά πάντα υπήκον τω υμετέρω προστάγματι». Παρόμοιου περιεχομένου απόψεις, αν και όχι με την ίδια ακριβώς διατύπωση, μπορούμε να βρούμε και στην «Έκδοση Ακριβή της Ορθοδόξου Πίστεως», στο τρίτο δηλαδή και εκτενέστερο μέρος της πηγής γνώσεως. Η «Έκδοσις Ακριβής» συνιστά ένα είδος εγχειριδίου της δογματικής, που προαναγγέλλει τις σχολαστικές σούμες του δυτικού μεσαίωνα, κατά τη δομή, τη μεθοδολογία και τους θεματικούς άξονες. Τρεις αιώνες περίπου νωρίτερα από το Δαμασκηνό, ο λεγόμενος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο υποτιθέμενος μαθητής του Αποστόλου Παύλου, και ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών, στο πρώτο κεφάλαιο του «Περί θείων ονομάτων» έργου του, σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο του θεολογείν: «περί ταύτης ουν ως είρηται της υπερουσίου και κρυφίας θεότητος, ου τολμητέον ειπείν, μήτε μην εννοείσαι τι παρά τα θειωδώς ημίν παρά των ιερών λογίων εκπεφρασμένα. Και γαρ ως αυτοί περί αυτοίς λογίοις αγαθοπρεπώς παραδέδωκε». Παρόμοιες απόψεις εκφράζει ο Διονύσιος και σε άλλα αποσπάσματα, όπως για παράδειγμα στο πρώτο κιόλας έργο του περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όπου ο Διονύσιος διαβεβαιώνει, ότι ουσία της καθ’ ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια. Τα λόγια που αναφέρει ο Διονύσιος είναι αυτά που ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε και φανέρωσε, υπαγόρευσε και ενέπνευσε, εκφαντορικά του λόγου του και του προσώπου Του. Που έχουν δωρηθεί στην εκκλησιαστική ιεραρχία από την αγαθουργό θεαρχία. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση της φιλοσόφου και αποδεικτικής παραδόσεως, όπου δεσπόζουσα θέση κατέχει το έργο περί θείων ονομάτων, δεν έχουμε ένα λόγο περί Θεού, ούτε μια απόπειρα απόδοσης κατηγορημάτων στο Θεό, αλλά το λόγο του Θεού, για την ακρίβεια τον λόγο από τον Θεό, τον λόγο του ίδιου του ομιλούντος και δρώντος Θεού, τον λόγο που μίλησε ο ίδιος ο Θεός. Στο μέτρο που η ίδια αυτή η φιλόσοφος και αποδεικτική παράδοση του λεγόμενου Αρεοπαγίτη έλκει την καταγωγή και αντλεί τα στοιχεία της από τα λόγια, από τις Θείες Γραφές δηλαδή. Όπως με έμφαση τονίζεται από το πρώτο ήδη κεφάλαιο του «Περί θείων ονομάτων». Έτσι όταν τα αρεοπαγιτικά μιλούν για θεολόγους, σε αντίθεση με δικές μας παραστάσεις ή νοηματοδοτήσεις, εννοούν τους θεόπνευστους συγγραφείς, δια των οποίων μίλησε ο Θεός. Καταλαβαίνουμε πως θεολόγος για τον ψευδό-Διονύσιο δεν είναι αυτός που στοχάζεται και διαλογίζεται γύρω από λεπτά θεολογικά ερωτήματα, ή κάποιος που πασχίζει να διατυπώσει εκφράσεις ή όρους διανοητικά και φιλοσοφικά άψογους. Ο όρος θεολόγος περιορίζεται αυστηρά να δηλώνει τους θεόπνευστους συγγραφείς, τους προφήτες ή τους Αποστόλους, που είχαν την προσωπική εμπειρία της αποκαλύψεως, και δια των οποίων μίλησε ο Θεός.
(41:55) Στο σημείο αυτό πρέπει να θέσουμε ένα κρίσιμο ερώτημα, και να αναρωτηθούμε, κατά πόσο, ο ίδιος ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών είναι συνεπής προς τα όσα διακηρύσσει, και μάλιστα προς την υπόσχεση του, ότι δε θα πει τίποτα δικό του, τίποτα που δεν περιλαμβάνεται στα όσα ο Θεός αποκάλυψε μέσω της Αγίας Γραφής. Ας δούμε για παράδειγμα τα όσα διδάσκει εν σχέσει προς την ουράνια και την εκκλησιαστική ιεραρχία. Η διονυσιανή αντίληψη για την ιεραρχία εκφράζεται στα έργα του περί της ουράνιας ιεραρχίας και περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στο πρώτο, ο άγνωστος συγγραφέας διαλαμβάνει τα των νοερών αγγελικών δυνάμεων ή τάξεων. Οι οποίες με τη σειρά τους διαιρούνται σε τρεις τριάδες, αναλόγως με τη θέση τους στην ιεραρχική κλίμακα. Η πρώτη αγγελική ή ουράνια τριάδα αποτελείται από τα Σεραφείμ, τα Χερουβείμ και τους Θρόνους. Βρίσκεται πάντα γύρω ή κοντά στο Θεό, και έχει ενωθεί πολύ στενά και χωρίς ενδιάμεσα, μαζί Του. Η δεύτερη ή ενδιάμεση τριάδα αποτελείται από τις Κυριότητες, τις Δυνάμεις και τις Εξουσίες, ενώ η Τρίτη αποτελείται από τις Αρχές, του Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους. Καθώς είναι η τριάδα η πιο απομακρυσμένη από το Θεό, που βρίσκεται στο τέλος των ουρανίων ιεραρχιών, και είναι η πιο άμεσα προσβάσιμη στην καθ’ ημάς ιεραρχία. Η εμφάνιση και συγκρότηση της ιεραρχικής δομής του ψευδό-Διονυσίου συνδέεται με τη δεδομένη θέση των όντων στην κλίμακα του υπαρκτού, ή για την ακρίβεια, με την απόσταση που τα χωρίζει από την πρώτη αρχή και αιτία, από το Εν. καθώς όλα προέρχονται από το Εν, την πρώτη υπερβατική και εμέθεκτη αρχή και αιτία, η θέση και η ιεραρχία των όντων καθορίζεται μέσα από ένα αυστηρό σύστημα διαβαθμίσεων, ανάλογο προς την απόσταση του κάθε όντος από το Εν. Όσο πιο κοντά βρίσκεται ένα ον ή μια τάξη στην πρώτη αρχή, στο Εν, τόσο πιο ψηλή θέση κατέχει στην ιεραρχική κλίμακα, και όσο πιο μακριά, τόσο πιο χαμηλή. Όπως παρατηρούμε στον άγνωστο συγγραφέα, οφείλουμε τη συστηματική κατάταξη και διαίρεση των αγγελικών δυνάμεων ή ταγμάτων σε εννέα ιεραρχικές τριάδες. Κατάταξη που έκτοτε συνιστά κοινό τόπο στην εκκλησιαστική μας παράδοση. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο που θα πρέπει να συγκρατήσουμε από την πρώτη αυτή προσέγγιση της ουράνιας ιεραρχιας του ψευδό-Διονυσίου, είναι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη θέση, ο θεμελιώδης νόμος και κανόνας κάθε ιεραρχίας. Σύμφωνα με τον οποίο, δεν μπορούν οι κατώτερες στην ιεραρχική κλίμακα αγγελικές δυνάμεις, τα κατώτερα στην ιεραρχία όντα, να επικοινωνήσουν απευθείας με το Θεό, χωρίς τη μεσολάβηση των ανώτερων στην ιεραρχία δυνάμεων, χωρίς τη μεσολάβηση των ενδιάμεσων δηλαδή. Οι θέσεις αυτές μεταφερόμενες στα της καθ’ ημάς ιεραρχίας, στην εκκλησιαστική δηλαδή ιεραρχία, έχουν καταλυτικές συνέπειες στην εμφάνιση και ενδυνάμωση μιας πλατωνίζουσας ιεραρχικής εκκλησιολογίας και ενός κυριαρχούντος κληρικαλισμού. Καθώς βασική θέση των αρεοπαγιτικών συγγραφών θα σταθεί επίσης η αντιστοιχία και η συμμετρία ανάμεσα στην ουράνια και την καθ’ ημάς, την επίγεια ή εκκλησιαστική ιεραρχία. Πλήθος είναι τα σχετικά αποσπάσματα από την εκκλησιαστική ιεραρχία που φωτίζουν αυτή την αντίληψη. Εάν η πρώτη, η ουράνια ιεραρχία δηλαδή αφορούσε τις νοερές και άυλες αγγελικές δυνάμεις, η δεύτερη, η εκκλησιαστική ιεραρχία αφορά στην ανθρώπινη συνθήκη. Που είναι αναπόδραστα δεμένη με την υλικότητα και την τάξη των αισθητών. Σε κανένα άλλο ίσως σημείο το αρεοπαγιτικό εγχείρημα δεν κυριαρχείται σε τόσο μεγάλο βαθμό από την πλατωνική διάκριση και διχοτομία νοητών και αισθητών, και δεν λησμονεί την θεμελιώδη βιβλική διάκριση κτιστού και ακτίστου, όσο στην παρούσα αντίληψη για την εκκλησία που προϋποθέτει τη διάκριση σε ουράνια και εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι αρεοπαγιτικές συγγραφές παρουσιάζουν μια συνολική ερμηνεία του υπαρκτού, που ξεκινά από τον Θεό, περνά στις αγγελικές νοερές δυνάμεις, και φτάνει μέχρι τη συγκρότηση και τη λειτουργία της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας. Με ιδιαίτερες αναφορές στα ζητήματα των θείων ονομάτων και στη μέθοδο της μυστικής θεολογίας. Το φιλόδοξο πρόγραμμα των αρεοπαγιτικών συγγραφών δηλαδή, που φέρει και στο συγκεκριμένο αυτό σημείο έντονα τα σημάδια των επιδράσεων της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, μας παρουσιάζει ένα ιεραρχημένο κόσμο, του οποίου τα στοιχεία προέρχονται από το Θεό, ένα κόσμο που τα ανώτερα στην ιεραρχία όντα λειτοργούν ως ενδιάμεσα προς τα κατώτερα και τείνουν να ανυψώνονται προς τον Θεό. το στοιχείο αυτό θα χαρακτηρίσει όλο το έργο του ψευδό-Διονυσίου, καθιστώντας το μοναδική περίπτωση στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας. Ο ψευδό-Διονύσιος μεταφέρει αυτή την ιεραρχική δομή στη θεολογική του σκέψη, επιφέροντας βεβαίως τις απαραίτητες προσαρμογές και διορθώσεις, που απαιτούσε η ένταξη ενός τέτοιου σχήματος σε χριστιανική προοπτική.[ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΙΕΡΑΡΧΙΕΣ , Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΗ; ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;]Οι αρεοπαγιτικές συγγραφές παρόλη την ψευδεπιγραφία τους, ή μάλλον χάρη στην ψευδεπιγραφία τους, που όμως δεν έγινε αντιληπτή καθ’ όλη τη διάρκεια των μέσων χρόνων, κατάφεραν εν τέλει να επηρεάσουν την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογία σε Ανατολή και Δύση, και στο καθ΄αυτό θεολογικό επίπεδο, αλλά και στο εκκλησιολογικό επίπεδο. Δε θα ήμασταν μακριά από την πραγματικότητα αν υποστηρίζαμε, ότι όλη αυτή η συστηματοποίηση, δηλαδή η αλλεπάλληλες τριάδες, η απόλυτη ιεραρχική δομή του εκκλησιαστικού σώματος και λοιπά, είναι εν πολλοίς αυθαίρετη,[ΔΗΛ. ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΑΥΤΗ ΒΑΡΑΙΝΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΤΕΡΝΟ ΤΡΟΠΟ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗΣ, ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΦΕ.!!!!] και δεν μαρτυρείται ούτε από την αρχέγονη θεολογική παράδοση, ούτε από την προγενέστερη εκκλησιαστική και λειτουργική πράξη. ακόμα σοβαρότερες όμως είναι οι συνέπειες αυτής της θεώρησης για την αρχέγονη εκκλησιολογία.[ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΔΡΑΜΑ Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ. ΔΕΝ ΒΡΗΚΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΕΨΑΞΕ. ΠΟΥ ΝΑΨΑΞΕ; ΕΨΑΞΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΑΝ ΞΕΝΟΣ. ΑΣΧΕΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ, ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΑ. ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΟΥ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ. ΟΠΩΣ Ο ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ ΠΕΡΑΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ ΕΦΥΓΕ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΛΑ ΤΟΥ] Πολύ επιγραμματικά, και ακολουθώντας στο σημείο αυτό τις απόψεις του πατρός Ιωάννη Μέγιεντορφ, του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη, αλλά και του ίδιου του πατρός Γεωργίου Φλορόφσκι,[ΤΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙΑ] βλέπε το άρθρο του στην Θρησκευτική και Ηθική εγκυκλοπαίδεια, θα συνοψίζαμε στα εξής σημεία τις εκκλησιολογικές επιπτώσεις των αρεοπαγιτικών. Πρώτον, εγκατάλειψη της αρχέγονης εκκλησιολογίας και της εσχατολογικής εικονικής αντίληψης των εκκλησιαστικών λειτουργημάτων. Δεύτερον, υπερτονισμός της θέσης του επισκόπου και επικράτηση κληρικαλικού πνεύματος στη Δύση αλλά και στην Ανατολή. Τρίτον, επάνοδος σε μια ιδιότυπη μεσιτική ιεροσύνη. Τέταρτον, έκλειψη του λαϊκού στοιχείου, παντελής αποσιώπηση του βασιλείου ιερατεύματος και της ιεροσύνης των λαϊκών. Πέμπτον, μεταφορά κοσμικών, πολιτικών, εξουσιαστικών αντιλήψεων εντός του εκκλησιαστικού σώματος, ιδιότυπη πολιτική θεολογία, συνάδουσα με την αυτοκρατορική και μοναρχική βυζαντινή πολιτική ιδεολογία. Έκτο, απογύμνωση των μυστηρίων από την ιστορική, εσχατολογική και κοινοτική τους διάσταση, διάχυση σε ένα πλατωνικού τύπου συμβολισμό. Και έβδομο, έξαρση του λειτουργικού συμβολισμού, της διάκρισης ιερού και βέβηλου, των μυστηριακών πρακτικών, του μυστικού και αποκρύφου χαρακτήρα των μυστηρίων και λοιπά.[ΒΡΕ ΜΑΓΚΑ ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΠΙΟ ΠΙΣΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΟΣΩΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΣ ΤΟΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ. ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΤΟΝ ΑΧΑΡΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ]Είναι προφανές από τα όσα συντομογραφικά εκτέθηκαν, ότι τα αρεοπαγιτικά, όπως και ο Ιωάννης Δαμασκηνός, τα χωρία στα οποία αναφερθήκαμε, για να είμαι συγκεκριμένος, δεν επαναλαμβάνουν απλώς τα βιβλικά κείμενα, ούτε συνοψίζουν απλώς την προγενέστερη πατερική παράδοση.[ΟΥΤΕ ΟΥΤΕ; ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ. ΜΟΝΟ ΟΙ ΒΛΑΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΙ] Τόσο ο ψευδό-Διονύσιος, σε όλο του το κόρπους, όσο και ο Δαμασκηνός, στα συγκεκριμένα χωρία που αναφέρθηκα, προσπαθούν να απαντήσουν σε συγκεκριμένες προκλήσεις της εποχής τους, [ΜΑΣ ΣΤΕΝΟΧΩΡΕΙΣ. Η ΜΟΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. ΟΠΧ Η ΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΧΑΡΑΡΙ, ΤΟΥ ΜΑΣΚ, ΤΟΥ ΟΜΟ ΕΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ] χρησιμοποιώντας τα διανοητικά, φιλοσοφικά, επιστημολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία του καιρού τους, εισάγοντας βαθιές θεολογικές τομές και καινοτομίες.[ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ ΤΟ ΟΡΙΟ; ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΑΞΗ;, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΟΥΦΙ. ΓΙΟΓΚΙ ΕΣΣΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ;]Στην προσπάθεια τους αυτή, είναι σαφές ότι προχωράνε πολύ πιο πέρα, σε νέες συνθέσεις και αναπτύξεις, σε μια νέα θεματολογία, ορολογία και προοπτική. Παντελώς άγνωστη τόσο στα βιβλικά κείμενα, όσο και στις προ του Δαμασκηνού πατερικές συγγραφές.[ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΙΩΝΙΕ ΕΦΗΒΕ;] Το βασικό και αυτονόητο ερώτημα, που αυτονόητα προκύπτει, έχει να κάνει με τους λόγους και τα κίνητρα που οδηγούν σε διαβεβαιώσεις πιστότητας προς την προγενέστερη παράδοση, όπως αυτές του λεγόμενου Αρεοπαγίτη και του Δαμασκηνού.[ΠΟΛΥ ΣΕ ΖΑΛΙΖΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΓΥΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ] Έχουμε την εντύπωση, πως πίσω από αυτές τις διαβεβαιώσεις, θα πρέπει να διακρίνουμε τη δυσκολία, ή και την καχυποψία που φαίνεται να υπάρχει στην Ορθοδοξία ως προς την καινοτομία και την αλλαγή.[ΜΗΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΦΟΡΑΕΙ ΑΛΛΙΩΣ; ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ;ΜΗΠΩΣ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΔΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ;] Ενώ οι ίδιες οι διαβεβαιώσεις, αυτές που διάβασα πριν, φαίνεται να μας οδηγούν στο παράδοξο συμπέρασμα, ότι πολύ συχνά στην Ορθοδοξία, η ανανέωση και η αλλαγή, καθίστανται μέρος του αποδεκτού θεολογικού κόρπους,[ΜΟΛΙΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ, ΑΛΛΑΞΕ; ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΧΙΜΑΙΡΑ;] μέσω της υποτιθέμενης έκλειψης του ατομικού λόγου, και της επίκλησης στο πνεύμα, τη μαθητεία, τη σπουδή, και τη πιστή συνέχιση της προγενέστερης βιβλικής και πατερικής παράδοσης. Είναι αυτό που ονομάζω[Ο ΚΑΛΑΤΖΗΣ;] στρατηγικές ανανέωσης και αλλαγής στην ορθόδοξη θεολογία ή στην ορθόδοξη παράδοση. Εάν η θεολογία δεν είναι το καινόν, εάν δεν έχει τίποτα καινούργιο να πει, παρά μόνο να επαναλάβει τα όσα παραδίδουν οι Γραφές και τα όσα τα είπαν οι πατέρες, εάν με άλλα λόγια τα πάρουμε τοις μετριτοίς, τα όσα ο ψευδό-Διονύσιος ή ο Δαμασκηνός στο συγκεκριμένο χωρίο, αλλά και άλλοι πατέρες δηλώνουν, τότε προκύπτουν δυο κρίσιμα και δύσκολα ερωτήματα. Πρώτον, γιατί οι εν λόγω πατέρες έγραψαν θεολογικές ή και φιλοσοφικές πραγματείες, όπως το Περί Θείων ονομάτων, ή τα Διαλεκτικά, και δεν αρκούνταν στα μέχρι τούδε υπάρχοντα κείμενα. Δεύτερον, και σημαντικότερο. Πως αποφεύγεται ο κίνδυνος ενός ιδιότυπου θεολογικού μονοφυσιτισμού, όχι του μονοφυσιτισμού στην τυπική εκδοχή του, της άρνησης δηλαδή των δυο φύσεων του Χριστού και της απορρόφησης της ανθρώπινης από τη θεία φύση, αλλά ενός ιδιότυπου ή πρακτικού μονοφυσιτισμού, που αρνείται να αναλάβει την πράξη τις συνέπειες της χαλκηδόνειας Χριστολογίας, του ασυγχύτως και αδιαιρέτως για τον ανθρώπινο λόγο και την ιστορία, και ουσιαστικά οδηγεί σε μια θεολογία της επανάληψης; Τόσο ο λεγόμενος Αρεοπαγίτης, όσο και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάθε άλλο παρά θεολόγοι της επανάληψης ήταν. Αντιθέτως, τα έργα τους χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία θεολογική, τόλμη και στιβαρή διαλογική και φιλοσοφική συγκρότηση. Είναι προφανές, ότι απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί να δοθεί σε μια δεκαπεντάλεπτη εισήγηση. Εδώ μπορούμε απλώς να θυμίσουμε την ωραία διατύπωση, του αείμνηστου Νίκου Νησιώτη, που τόσα πολλά του οφείλει η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, καθώς πρώτος αυτός από τους ορθόδοξους θεολόγους εγκαινίασε το διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο. Λέει ο Νησιώτης, «έτσι η παράδοση της Ορθοδοξίας δεν είναι ιστορία, αλλά μαρτυρία. Δεν είναι το τετελεσμένο, πεπληρωμένο γεγονός των παρελθόντων αιώνων, αλλ’ η κλήση για την πλήρωση του στο μέλλον. Η παράδοσις από αυτή την αρχή κατανοουμένη, είναι το καινόν, το νέο, αυτό που εισβάλλει στον κόσμο για να ανακαινίσει τα πάντα, μια φορά με τον Χριστό, και μετά συνεχώς με το Άγιο Πνεύμα, δια της Εκκλησίας». Σας ευχαριστώ. (53:24)
Ε ΛΟΙΠΟΝ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΟΤΙ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΜΙΛΟΥΣΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΗ. ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ.
ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΛΟΓΟ. ΜΑΣ ΑΡΚΕΙ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ.
ΕΣΥ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου