Είτε είναι κραχ αυτό που βιώνουν σήμερα οι παγκόσμιες αγορές, είτε όχι, η κατάρρευση θα συμβεί νομοτελειακά – ακόμη και αν καταφέρει να την αποφύγει ξανά ο πλανήτης, με μία συντονισμένη επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, κυρίως της κινεζικής
.
Ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι το εξής: τα χρήματα των καταθετών που αποταμιεύουν για τα έτη που δεν θα μπορούν πλέον να εργάζονται ή για άλλους λόγους, τίθενται στη διάθεση των επιχειρήσεων – οι οποίες τα επενδύουν, σε εγχειρήματα που υπόσχονται μελλοντικές επιτυχίες (κέρδη). Μεταξύ των καταθετών και των επιχειρήσεων τώρα, μεσολαβούν οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια – όπου τα χρήματα των αποταμιευτών συγκεντρώνονται, «πακετάρονται» και δανείζονται.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μία γιγαντιαία «χρηματοπιστωτική αντλία», μέσω της οποίας κυκλοφορούν τα χρήματα – οπότε γίνεται εφικτή η αύξηση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων, με έναν ρυθμό που δεν έχει καταφέρει να επιτύχει κανένα άλλο από τα υπάρχοντα οικονομικά συστήματα.
Δυστυχώς όμως, το μοντέλο αυτό φαίνεται πως έχει πάψει πλέον να λειτουργεί στη Δύση. Οι επιχειρήσεις επενδύουν όλο και λιγότερα χρήματα σε μηχανές και προϊόντα, προσφέροντας ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στους μετόχους τους – ενώ τα χρηματιστήρια έχουν μετατραπεί σε «κερδοσκοπικά καζίνο», τα οποία χειραγωγούνται τόσο από τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες, όσο και από τις κεντρικές.
Την ίδια στιγμή, οι τόκοι για τις καταθέσεις μηδενίζονται, φτάνοντας ακόμη και να είναι αρνητικοί σε κάποιες χώρες, ενώ οι αποταμιεύσεις δεν είναι πλέον σίγουρες – μετά την ψήφιση διαδοχικών νόμων που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση τους για τη διάσωση τυχόν χρεοκοπημένων τραπεζών.
Ως εκ τούτου, οι μικροί καταθέτες επιλέγουν την ασφάλεια του σπιτιού τους, διατηρώντας τα χρήματα τους σε μετρητά, ενώ οι μεγαλύτεροι, για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα, διαλέγουν την κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια – ευελπιστώντας μία καλύτερη απόδοση από τους μηδενικούς τόκους.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω απλοποιημένης διαδικασίας είναι το άδειασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής αντλίας – αμέσως μετά το κραχ τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στα χρηματιστήρια, τα οποία σε τελική ανάλυση τιμολογούν τη μελλοντική αξία των επιχειρήσεων, με βάση τα προσδοκώμενα κέρδη τους.
Εύλογα λοιπόν δεν θα έπρεπε κανείς να ξαφνιάζεται από την πρόσφατη κατάρρευση των τιμών διεθνώς – αν και το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής θύμα είναι η Ασία, κυρίως η Κίνα και μετά η Ιαπωνία, οπότε εύλογα χαρακτηρίζεται το κραχ ως «κίτρινη Δευτέρα».
.
Η πραγματική αιτία της κατάρρευσης
Βέβαια, ως αιτία θεωρείται η αδυναμία ανάπτυξης των αναπτυσσομένων χωρών, ειδικά της Κίνας – με αποτέλεσμα το μελλοντικό περιορισμό του τζίρου των επιχειρήσεων. Επίσης, η «απειλή» της Fed να αυξήσει τα βασικά επιτόκια για πρώτη φορά μετά το 2007, η ενεργειακή κρίση, η πτώση των τιμών των μετάλλων, ο υπερβολικός δανεισμός ορισμένων αναπτυσσομένων οικονομιών σε δολάρια, η υπερχρέωση της Δύσης κοκ.
Εν τούτοις, τα παραπάνω δεν ερμηνεύουν απόλυτα σωστά την απότομη πτώση των χρηματιστηρίων – η οποία ίσως εξελιχθεί σε κραχ, εάν οι τιμές των δεικτών υποχωρήσουν σε επίπεδα άνω του 7% ημερησίως.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις τρέχουσες αξιολογήσεις, δεν είναι υπερτιμημένες ούτε οι αμερικανικές μετοχές, ούτε οι γερμανικές – αφού ο δείκτης τιμής προς κέρδη του Dow Jones ήταν την Παρασκευή στο 16, όταν ο μέσος όρος της 30ετίας ήταν στο 30, ενώ του DAX στο 15, με μέσο 30ετίας το 19.
Με βάση τώρα άλλου είδους αναλύσεις, οι τιμές των μετοχών είναι μεν ακριβές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζονται ως φούσκα – όπως αυτή της Ιαπωνίας στα τέλη του 1980, της Δύσης στα τέλη του 1990 και της Κίνας πρόσφατα.
Παράλληλα, τα επιτόκια είναι μηδενικά, όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν κυριολεκτικά πλημμυρίσει με ρευστότητα το σύστημα, ο πληθωρισμός είναι εξαιρετικά χαμηλός, ενώ τόσο η ενέργεια, όσο και οι πρώτες ύλες είναι πάμφθηνες – οπότε οι συνθήκες είναι ιδανικές για τις επιχειρήσεις, άρα και για τις τιμές των μετοχών τους, εάν το σύστημα βέβαια λειτουργούσε σωστά.
Το σύστημα όμως έχει σταματήσει να λειτουργεί με το γνωστό τρόπο – αφού οι επιχειρήσεις δεν δανείζονται πλέον τα χρήματα των αποταμιευτών, για να τα επενδύσουν στην πραγματική οικονομία. Το ερώτημα λοιπόν που αυτονόητα προκύπτει είναι το πώς θα κερδίζουν μελλοντικά οι επιχειρήσεις, ποιούς πελάτες θα εξυπηρετούν ή/και πώς θα απασχολούν τους εργαζομένους τους.
Όταν δε διαπιστώνεται πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα δώσουν μερίσματα στους μετόχους τους άνω του 1 τρις $, ενώ οι βρετανικές το 60-70% των κερδών τους, έναντι 10% τη δεκαετία του 1970, οι γερμανικές επίσης, τότε εύλογα συμπεραίνει κανείς πως τα μελλοντικά τους κέρδη θα είναι πολύ χαμηλότερα, από αυτά που προβλέπονται με κριτήριο το παρελθόν – οπότε δεν είναι παράλογη η πτώση των τιμών των μετοχών τους.
Την ίδια στιγμή όταν οι εργαζόμενοι, με δήθεν αφορμή την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των κρατών και των επιχειρήσεων ή την «ανάγκη» λιτότητας, χάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των αμοιβών τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση και η κατανάλωση, τότε είναι αδύνατη η διενέργεια επενδύσεων από τις επιχειρήσεις – οπότε το σύστημα διαστρεβλώνεται ολοσχερώς.
.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όταν οι επιχειρήσεις δεν ξέρουν πού να επενδύσουν τα κέρδη τους, τότε οι αποταμιευτές δεν έχουν κανένα λόγο να τους εμπιστευθούν τις καταθέσεις τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα που αναφέραμε προηγουμένως τεκμηριώνει ότι, βιώνουμε γενικότερα μία κρίση εμπιστοσύνης στο σύστημα – όπου τόσο οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες, όσο και τα νοικοκυριά, τα κράτη επίσης, δεν θέλουν πλέον να αναλάβουν κανένα απολύτως ρίσκο.
Επομένως, είτε είναι κραχ αυτό που βιώνουν σήμερα οι παγκόσμιες αγορές, είτε όχι, η κατάρρευση θα συμβεί νομοτελειακά (άρθρο) – ακόμη και αν καταφέρει να την αποφύγει η κεντρική τράπεζα της Κίνας επεμβαίνοντας ως αγοραστής στα χρηματιστήρια ή ακόμη και εάν η Fed δεν αυξήσει τα επιτόκια, εγκαινιάζοντας ενδεχομένως ένα τέταρτο πακέτο ποσοτικής διευκόλυνσης.
.
Η διαφορά μεταξύ διόρθωσης και κραχ
Εάν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη του αμερικανικού δείκτη S&P από το Μάρτιο του 2009, θα διαπιστώσει πως η πρόσφατη πτώση του δεν είναι ακόμη υπερβολική – αφού στα προηγούμενα τέσσερα έτη εμφάνισε συχνά πτώσεις μεταξύ 5% και 10%, ενώ ορισμένες ξεπέρασαν το 10% (καφέ επιφάνεια),
.
Επεξήγηση γραφήματος: Καφέ επιφάνεια, δεξιά στήλη = πτώση των τιμών από το τελευταίο ανώτατο επίπεδο. Μπλε καμπύλη = δείκτης S&P, Γκρίζα γραμμή = Συνοδευτικός μέσος όρος άνω των 200 ημερών.
.
Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι η περίοδος σταθερής ανόδου του, μετά την μεγάλη πτώση το 2011 – με την τελευταία κατάρρευση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως κραχ (-20%), να έχει σημειωθεί στις αρχές του 2009. Βέβαια, η «αναστολή διαπραγμάτευσης» των αμερικανικών «futures» σήμερα, όταν έφτασαν στο -5% (!) ίσως τεκμηριώνει πως πρόκειται πράγματι για κραχ – αν και δεν πιστεύουμε πως θα το επιτρέψει τελικά η Fed.
Βιβλιογραφία: H. Muller
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου