Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (50)

Συνέχεια από:Τετάρτη, 5 Αυγούστου 2015

Puer aeternus
Μέρος τρίτο
«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)

Η μεγάλη γιορτή β

O von Spät λοιπόν, έχοντας τα μάτια ακόμα κλειστά, τοποθετεί το μπουκαλάκι πάνω στο τραπέζι, και χτυπά τα χέρια του. «Μια ελαφρά ομίχλη σχηματίστηκε στην αίθουσα. Και όταν η ομίχλη διαλύθυηκε, στεκόντουσαν εκεί εφτά κορίτσια φορώντας άσπρα, και υποκλήθηκαν στον κύριο von Spät. Από βαθιά, από το πάτωμα ανέβηκε μια συγκέχυμενη χορευτική μουσική, με υπόκρουση τυμπανων. Ο κύριος von Spät πήρε από το χέρι ένα από τα κορίτσια, και μόλις τότε άνοιξε τα μάτια του, τα οποία λαμποκοπούσαν ένα ασημί μπλε. Και όταν άνοιξε ήταν εκεί σε επτά αντίγραφα, και χόρευε με το κάθε κορίτσι ταυτόχρονα. Όταν ο χορός τελείωσε, έκλεισε τα μάτια του, και ήταν πάλι μόνο ένας». Και ξαφνικά παρουσιάζεται μια ανοικτή πόρτα στον εξωτερικό τοίχο, και βλέπουν μια αίθουσα με στρωμένα τραπέζια. «Και μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές: Ελάτε να φάτε! Η φωνή αυτή φάνηκε στον Μελχιόρ γνωστή. Στην πόρτα στεκόταν η πλανώδιος πωλήτρια από τον σιδηροδρομικό σταθμό και έριχνε μήλα στους ξένους». Τώρα όλοι σχημάτισαν ζευγάρια, δίπλα από κάθε ανδρα μια γυμνή γυναίκα. Ο von Spät πήγε με ένα από τα λευκά κορίτσια. Οι υπόλοιποι έξι κάθισαν έτσι ώστε να έχουν δίπλα τους μια κενή καρέκλα. Η γριά πωλήτρια εξυπηρετεί τους φιλοξενούμενος μιλώντας με τρόπο ελκυστικό. Όταν ο Μελχιόρ της κερνάει κρασί, του ψυθιρίζει: «είσαι εξύπνος αγόρι μου, είσαι έξυπνος. Αμέσως με αναγνώρισες. Δεν είσαι όμως αρκετά έξυπνος. Πρόσεχε!» Ο Μελχιόρ την ρωτάει από τι να προσέχει, αλλά δεν της επιτρέπεται να του πει. Ο Μελχιόρ την πιάνει από τον καρπό, και προσπαθεί να την εξαναγκάσει να του τα πει όλα. Αυτή όμως του ξεφεύγει, και φεύγοντας του λέει: Δακτυλίδι στο δάκτυλο, πρόσωπα στο παράθυρο. Οι δρόμοιο διασταυρώνονται. Οι άνεμοι φυσούν προς τον Νότο. Σύντομα έρχεται ο καιρός. Αυτοί περιμένουν. Περιμένουν». Ο Μελχιόρ επαναλαμβάνει ψυθιριστά τα λόγια της. Μεγάλη νοσταλγία τον πιάνει και δάκρυα του ανεβαίνουν. Εκτός από την Σοφί, δεν πρόσεξε άλλος την συνομιλία. Οι ξένοι τρώνε και πίνουν βιαστικά, τα εφτά κορίτσια κάθονται σαν κοιμισμένα, αλλά και τα μάτια του von Spät είναι κλειστά. Ο Μελχιόρ τον κοιτάει και διερωτάται γιατί πρέπει να τον μισεί και να τον αγαπά ταυτόχρονα. «Τι είδους δύναμη ασκεί; Τι τον παρακίνησε να δείξει την δύναμη του σε αυτούς τους ανθρώπους;… Θέλησε μήπως να μου αποκαλύψει ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;… τους γνωρίζω. Από καιρό τους ανάγκασα να είναι γυμνοί μπροστά μου. Αλλά εγώ θέλω να φύγω. Αυτό που έλπιζα αλλά δεν περίμενα να συμβεί, συνέβη. Μια άλλη κοινότητα με καλεί. Γιατί διστάζω; Ο ξένος με κρατάει δυνατά. Τι θέλει από μένα;» Πιστεύει πως στο παράθυρο βλέπει το πρόσωπο του Φο, τα μάτια του οποίου τον κοιτάζουν σαν ξένο.
Το γεύμα πλησιάζει προς το τέλος. Ο δάσκαλος Schulze σηκώνεται για να βγάλει λόγο: «Αξιότιμοι παρόντες! Ακόμα και το φαινομενικά θαυμαστότερο καθίσται φυσικό, όταν το συνηθίσει κανείς. … Για μια στιγμή μας συγκλόνισε σήμερα το ασυνήθιστο, και σχεδόν το θεωρήσαμε θαύμα. Και τώρα…καθόμαστε ήσυχα σε ένα δωμάτιο, το οποίο μέσα σε λίγα λεπτά σηκώθηκε από το έδαφος, απολαμβάνουμε φαγητά  και ποτά, που πρέπει να φαίνεται πως προήλθαν δια μαγείας από τον αέρα. Και δεν μας ξαφνιάζει, αν κάποιος από την παρέα μας, με απλό άνοιγμα των ματιών επταπλασιάζεται. Ξεχνάμε πως δυο από μας είχαν φυλακιστεί σε ένα μπουκαλάκι όπου μπροστά στα μάτια όλων προέβησαν σε τολμηρές ερωτικές περιπτύξεις… όλα αυτά τα πράγματα έγιναν για μας φύση. Τι προκύπτει από όλα αυτά κυρίες μου και κύριοι; Πως δεν υπάρχει τίποτα τίποτα το υπερφυσικό! Δεν υπάρχουν θαύματα! Υπάρχουν μόνο δεδομένα. Και τα δεδομένα είναι πάντα λογικά… εμείς τα τοποθετούμε στην κοσμοθεωρία μας. Εμείς πάραμένουμε οι παλιοί!...
Τον διακόπτει όμως μια τρομερή κραυγή. Οι εφτά μορφές του von Spät κλείνουν αναστενάζοντας τα μάτια, τα λευκά κορίτσια εξαφανίζονται αφήνοντας μια ομίχλη. Το δωμάτιο εξαφανίζεται, και όλοι βρίσκονται στο σαλόνι του Μελχιόρ. Ο von Spät κείται λυπόθυμος στο έδαφος. Ο Φο όμως είναι στην εσωχή του σαλονιού και γελά. Ο von Spät κυλιέται σφαδάζοντας. «Το αισθάνεσαι τώρα; Το αισθάνεσαι τώρα;» φωνάζει ο Φο. «Ήταν πάνω από τις δυνάμεις σου. Ήθελες για μια στιγμή να ξεκουραστείς και να παίξεις, ε; Η θέληση σου για μια στιγμή δεν ήταν ξύπνια, ε; Το αισθάνεσαι τώρα, πως δεν σου επιτρέπεται να κοιμηθείς ποτέ; Το αισθάνεσαι πως εμείς είμαστε οι κύριοι;» Τον περιτριγυρίζει με μεγάλα άλματα. Ο Μελχιόρ βλέπει το σφιγμένο, ευγενές πρόσωπο του στο πάτωμα κειτομένου. Ο έρωτας και το ξάφνιασμα τον κατανικούν και θέλει να ριχτεί στον Φο, αυτός όμως στροβιλίζεται προς το παράθυρο. «Πάρε τον Μελχιόρ, σου τον χαριζούμε!» του φωνάζει, καιι τότε σιγανά, αλλά διεισδυτικά: «Σε περιμένουμε!»
Όταν έφυγε ο Φο, καταλάγιασαν και οι πόνοι του von Spät. Είναι γυμνός στο έδαφος και ο Μελχιόρ παρατηρεί το καλοσχηματισμένο κορμί του. Χωρίς να ασχολείται με τους άλλους, τον μεταφέρει στο γραφείο του, και περιμένει να ξυπνήσει. Ο Μελχιόρ μόλις τώρα αντιλαμβάνεται τα αληθινά χαρακτηριστικά του προσώπου του von Spät: «Ήταν η μορφή μιας όμορφης εικόνας ενός θεού, σχεδόν απαρατήρητα μακρουλή, αρρωστημένη». Ο von Spät ξυπνά σιγά σιγά, και λέει στον Μελχιόρ πως ήρθε στο σπίτι του για να τον προειδοποιήσει για τον Φο και για να ξαναπάρει το δακτυλίδι. Τον ρωτάει γιατί τον άφησε (λυπήθηκε) να κοιμηθεί. Ο Μελχιόρ του απαντά πως διαπίστωσε, ότι αυτός, ο von Spät είναι αδελφός του. Ο von Spät λέει πως δε θα ξανακοιμηθεί, καθώς τα αγόρια, οι εχθροί του, θα τον κατατροπώσουν πάλι. Αυτός είναι ο κύριος τους. Στην έρωτηση όμως του Μελχιόρ απαντά, πως κανείς δεν γνωρίζει την αληθινή μορφή των αγοριών: «ως περιπλανόμενα αγόρια, ως φευγάτα κορίτσια, ως σβέλτα ζώα. Έτσι σας προσελκύουν στο χάος και στο σκοτάδι. Κάπου έχουν το βασίλειο τους, την είσοδο του οποίου δεν μπορώ να βρω. Αλλά δεν είναι ποτέ εκεί. Είναι πάντα εδώ. Ίσως να είναι ταυτόχρονα και εδώ και εκεί… πρέπει να ανιχνεύσω τον δρόμο που οδηγεί σε αυτούς. Πρέπει να καταστρέψω το βασίλειο τους. Οι αχαλίνωτοι ελεύθεροι πρέπει να με βοηθήσουν… Κανένα σκοτάδι δεν πρέπει να μείνει γύρω τους, καμιά νύχτα, κανένα καταφύγιο. Δεν πρέπει να γνωρίζουν καμιά αλλάγή, καμιά μεταμόρφωση της όψης τους. Όλα πρέπει να γίνουν φωτεινά γύρω τους. Ο αδιάκριτος άγριος έρωτας τους πρέπει να πεθάνει…Κανείς δεν πρέπει πια να κοιμηθεί!» 

Συνεχίζεται  

Δεν υπάρχουν σχόλια: