Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (17)

Συνέχεια από 26  Ιουνίου 2015
               
   PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )

                            KΕΦΑΛΑΙΟ VI  /  Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

     
   Ο Ησίοδος εμφανίζεται πρώτος στην ιστορία τού ευρωπαϊκού πνεύματος με το Εγώ του μπροστά στους ανθρώπους, και μάλιστα τόσο πιο τολμηρά, καθ’ όσον τοποθετεί δίπλα στο Εσύ τού ύψιστου θεού αυτό το Εγώ:
       «Κρίνε μέ αλύγιστο δίκαιο, εσύ Δία, εγώ όμως θέλω να αναγγείλω την αλήθεια στον Πέρση».
        Και καθιστά ακόμα πιο προφανές η επική αυτή μορφή που μας παραδόθηκε, το ότι διαρρηγνύεται εδώ το περίβλημα, που πίσω του κρυβόταν μέχρι τώρα το Εγώ τού ποιητή, κι αναμετράμε το πόσο ισχυρή πρέπει να υπήρξε η εσωτερική ένταση, που προήλθε απ’ τη σύγκρουση του ίδιου τού αισθήματος δικαιοσύνης, ή τής πίστης καλύτερα στην παντοδύναμη δίκη (Dike) τού Δία, με τη διαστρέβλωση του δικαίου από επίγειους δικαστές. Mιλά δε μέσα από πολλούς στα χρόνια που ακολουθούν αυτό το απελευθερωμένο Εγώ. Μιλά μέσα απ’ τους ποιητές τής ελεγείας (Elegie) και του ίαμβου (Jambus) για τον αγώνα και την αγάπη, την ανάγκη και τη χαρά τής γιορτής, και τραγουδά στο τραγούδι τής Σαπφούς και του Αλκαίου. Και λένε κατόπιν «Εγώ», όταν γεννιέται η σκέψη, όλοι εκείνοι που διακρίνονται αναμεταξύ τους κι απ’ τους Πολλούς, στοχαστές, τραγουδιστές και αφηγητές. Όσοι νικούν στην πάλη και στο τρέξιμο «δεν αξίζουν άρα να επαινεθούν όπως εγώ», βεβαιώνει ο Ξενοφάνης· «γιατί είναι καλύτερη απ’ τη δύναμη με την οποία νικούν άλογα και άνθρωποι η δική μας σοφία». Περιγράφει δε τη δική του άνοδο προς τη θεά, που του αναγγέλλει την αλήθεια, ο Παρμενίδης. «Προχωρώ προς τα εμπρός, καθώς με τιμάτε εσείς όλοι όπως έναν θεό…», λέει στους συμπολίτες του κι ο Εμπεδοκλής. Και δεν χαίρονται λιγότερο με το ‘εγώ ‘ τους όσοι χρησιμοποιούν την καινούργια  τέχνη τού πεζού λόγου. Αντιπαραθέτει έτσι με οξύτητα τα «λόγια και τα έργα, που εγώ αναγγέλλω» απέναντι στους «λόγους τών ασύνετων ανθρώπων» ο Ηράκλειτος, κι ακούγεται, ακόμα κι όταν λέη πως είναι ενωμένο «όχι στον εαυτό μου, αλλά στον λόγο (Logos)» όλο το Είναι, περήφανο το Εγώ του (Απόσπ. 50). Επειδή είναι αυτός που αντιλαμβάνεται τον Λόγο. Είναι λίγοι εκείνοι οι φιλόσοφοι του πέμπτου αιώνα, και οι γιατροί που ανήκουν στους φιλοσόφους , που εμφανίζονται χωρίς ένα «μου φαίνεται» ή «εγώ λέω» ή «θα το πω με σαφήνεια» μπροστά στους αναγνώστες τους. Και διακρίνεται με το Εγώ τού Εκαταίου, του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη απ’ όλα τα χρονικά (Chronik) η νέα ιστορία (Historie). Ενώ ‘λέει’ το δικό της Εγώ καθαρώτερα μάλλον παρά  πιο σιωπηλά η σοφιστική (Sophistik). Και να μη σκεφθούμε καν πως απωθούν π.χ. το Εγώ όσοι γράφουν για τον Σωκράτη: γράφει τις δικές του «Αναμνήσεις τού Σωκράτη» ο Ξενοφών, ο οποίος παρευρισκόταν ο ίδιος στο «Συμπόσιο», και ξεκινά και κλείνει με τις δικές του απόψεις την «Απολογία τού Σωκράτη»· διατρέχει εν ολίγοις όλα όσα έχει πη για τον Σωκράτη το Εγώ τού συγγραφέα τών Απομνημονευμάτων  
         Πρέπει νά ’χουμε υπ’ όψη μας αυτά τα πράγματα, και μετά να κοιτάξουμε τον Πλάτωνα. Έγραψε επί πενήντα χρόνια για τον σύγχρονό του κόσμο και για τον κόσμο που ακολουθούσε ο Πλάτων. Αν εξαιρέσουμε όμως μερικές επιστολές, που είχαν γραφή για έναν μικρότερο κύκλο ανθρώπων και για συγκεκριμένο σκοπό, δεν μιλά ποτέ εξ ιδίων. Ας συλλογιστούμε τί σημαίνει αυτό: δεν θέλησε να ακούσουμε το Εγώ του ο Πλάτων! Και εμφανίζεται μόνο σπάνια στους ίδιους του τους Διαλόγους και περιθωριακά τρόπον τινά το όνομά του, που θα σήμαινε ωστόσο ‘κάτι’ στον σωκρατικό κύκλο. Αναφέρεται δυό φορές στον Πλάτωνα στην «Απολογία» ο ίδιος ο Σωκράτης, ότι παρίσταται ανάμεσα στους πιο κοντινούς του φίλους και προσπαθεί μαζί τους να απελευθερωθή ο κατηγορούμενος. Και ως προς αντίθεση προς αυτό, δικαιολογεί σχεδόν συμπτωματικά την απουσία τού Πλάτωνα στον θάνατο του Σωκράτη ο «Φαίδων»: «Νομίζω όμως, πως ήταν άρρωστος ο Πλάτων». Διαβάζουμε εδώ – απλώς λιγότερο πανηγυρικά – ανάμεσα στις γραμμές αυτό που λέει για να δικαιολογήση τον εαυτό του, παρ’ όλο που μεταφέρει μέσα απ’ όλα τα βασίλεια το Εγώ του, εκεί όπου αναφέρει μια και μοναδική φορά σ’ ολόκληρο το ποίημα το όνομά του ο Δάντης: «που τό ’φερε η ανάγκη να το πω εδώ».
          Όχι λιγότερο θαυμαστό απ’ τη σιωπή τού πλατωνικού Εγώ είναι ένα δεύτερο ‘χαρακτηριστικό’, που αντιστοιχεί προφανώς ως απαραίτητο σ’ αυτό το πρώτο: η ‘ισχύς’ τού Σωκράτη στο πλατωνικό έργο. Ποιο άλλο παράδειγμα γνωρίζουμε, όπου ‘δηλώνει’ ή και ‘κρύβει’ ένας φιλόσοφος επί δεκαετίες το πιο σημαντικό που μπορεί να μεταδώση στους ανθρώπους με ένα άλλο όνομα, εκείνο τού δασκάλου του; Δεν υπάρχει, εκτός απ’ το όψιμο έργο τών «Νόμων», κανένα κείμενο του Πλάτωνα χωρίς τον Σωκράτη παρόντα. Ο οποίος και λέει τις περισσότερες φορές αυτό που είναι το πιο κρίσιμο, το οποίο και λέγεται πάντως μπροστά του. Κι αν αναρωτηθούμε για τη σημασία αυτής τής ‘κυριαρχίας’ στο πλατωνικό έργο, μπορούμε να πάρουμε μόνον απ’ το ίδιο το έργο την απάντηση. Και νά ποια είναι αυτή η ‘απάντηση’, στο επίπεδο της ίδιας κατ’ αρχάς τής ζωής τού Πλάτωνα: γνώρισε μια ‘μοίρα’ στην ζωή του ο Πλάτων, στην οποίαν ‘υποβιβάστηκαν’ όλα όσα τού συνέβησαν – συναντήσεις με ανθρώπους, ακόμα και με τον Δίωνα, μακρινά ταξίδια, ακόμα και στους Πυθαγόρειους και στους ιερείς τής Αιγύπτου, πολιτική πράξη, ακόμα κι η παρέμβασή του στα σικελικά πράγματα – σε (απλά…) ‘επισόδια’ (Episode). Γιατί αποτύπωσαν βέβαια όλα αυτά, λιγότερο ή περισσότερο, τα σαφή τους ίχνη μέσα στο έργο του, αλλά τίποτε άλλο ακριβώς παρά ίχνη. Κι αντιλαμβανόμαστε  ‘κατ’ αντιπαράθεση’ το μεγαλείο τής μιας ‘μοίρας’, που ονομαζόταν στην ζωή τού Πλάτωνα:  Σωκράτης.
         Δεν αντιλαμβανόμαστε ίσως πουθενά αλλού σαφέστερα την «τελική πνοή» τού παρακμάζοντος κόσμου, μέσα στον οποίον και ανδρώθηκε ο Πλάτων, παρά στους δασκάλους τής πολιτικής κωμωδίας. Αμέσως μετά την καταστροφή τής σικελικής εκστρατείας, καλεί άμεσα ο μεγάλος Εύπολις τους παλιούς πολιτικούς απ’ τον κάτω κόσμο, επειδή οδηγούν οι μικροί πολιτικοί τού παρόντος στην άβυσσο την Αθήνα. Και έναν χρόνο πριν κατακτήσει την πόλη ο (Σπαρτιάτης…) Λύσανδρος, ικετεύει εξίσου ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» τούς μεγάλους τραγικούς ποιητές στον Άδη, «επειδή δεν μπορείς να βρης πια, όσο κι αν ψάξης, κανέναν δημιουργικό ποιητή, που θα μπορούσε να εκφέρη έναν γνήσιο λόγο». Δεν ήθελε βέβαια να υποψιαστή εδώ ο κωμικός ποιητής, ότι ‘τραγουδούσε’ ταυτόχρονα το ‘κύκνειο άσμα’ τής ίδιας του της τέχνης, της μεγάλης δηλ. και παλιάς κωμωδίας. Αλλά γίνεται αισθητή και στις πλαστικές τέχνες μετά τον Φειδία και τη γενιά τών μαθητών του, όταν εξέλιπαν πλέον τα καινούργια φλογερά έργα, μια ‘κούραση’ και μια ‘ατονία’, που μοιάζει να διαρκή για δεκαετίες. Οι λαμπροί φορείς τής σοφιστικής κίνησης έχουν πια πεθάνει, όπως ο Πρωταγόρας, ή γέρασαν και βρίσκονται μακριά πια απ’ την Αθήνα, όπως ο Γοργίας. Και η αποσύνθεση του πολιτικού και ανθρώπινου ‘ιστού’, την οποίαν και προανήγγειλαν ίσως περισσότερο παρά προκάλεσαν με τη θεωρητική εκ μέρους τους καταστροφή τών κανόνων, φανερώνεται, όσο κι αν φαίνεται να επιζητά έναν μεγάλο ηγέτη η τρομαγμένη απ’ την ελαττωματική και ανίκανη ηγεμόνευση ματιά, εξίσου στην ‘εξωστρεφή’ άρνηση όπως και στις εσωτερικές επαναστάσεις και την ασεβή (αθεόφοβη…) πράξη τών εκάστοτε ισχυρών. Έβλεπε λοιπόν με ανοιχτά τα μάτια τόσο πιο καθαρά τη διάλυση των παλαιών ‘τάξεων’ ο Πλάτων, όσο αισθανόταν πως ήταν από γεννησημιού του και με την ίδια του την ορμή κεκλημένος να συμμετάσχη στην ζωή αυτής τής πόλης και «σκόπευε  να πάρη, όπως και τόσοι άλλοι, αμέσως μετά την ενηλικίωσή του μέρος στα δημόσια ζητήματα». Δεν έβλεπε δε παρά ένα και σταθερό ‘σημείο’ μέσα στην πτώση: τον Σωκράτη.
         Δεν θέλει να μιλήση στο ανεκτίμητο αυτοβιογραφικό τμήμα τής ‘μεγάλης  λογοδοσίας’ παρά μόνο για τη δική του ‘εξέλιξη’, το δικό του ‘γίγνεσθαι’ ο Πλάτων. Και μας δείχνει, πώς αναγνώρισε τη γενική κατάρρευση και την αυξανόμενη  (δια)φθορά, και πώς στάθηκε μόνον ο Σωκράτης ενάντια στην εποχή του, στις δυό μεγάλες στιγμές, όταν αρνείται την αριστοκρατική ανατροπή τών Τριάκοντα, κι όταν ζητά να απαλλαγή, και απαλλάσσεται η δημοκρατική παλινόρθωση από κείνον που αφόρητα και συνεχώς την προειδοποιεί. Δεν επιζητά με κανέναν ωστόσο τρόπο να είναι ‘πλήρης’ εδώ ο Πλάτων, και ‘παρέρχεται’ ένα τρίτο συμβάν, παρ’ όλο που του είχε κάνει σίγουρα, όπως δείχνει η «Απολογία», βαθειά εντύπωση: την αντίσταση του ‘συγκλητικού’ Σωκράτη απέναντι στην ταραχώδη δίκη για την υπόθεση στις Αργινούσες (την άδικη καταδίκη τών δέκα στρατηγών…). Και μας αφήνει μόνο να υποψιαστούμε, ότι τού υπέδειξε τότε το μέτρο τής «δικαιοσύνης» και του «σεβασμού στους θεούς» ο Σωκράτης, χωρίς να μας λέη ότι οφείλει την «αληθινή φιλοσοφία», στην οποία και ‘αποτραβήχτηκε’ (έκτοτε…), σ’ αυτό ακριβώς το βίωμα του δίκαιου και θεοσεβούς στον Σωκράτη. Δεν χρειάζεται όμως να πη αυτό που όλοι γνωρίζουν.
          Και δεν χρειάζεται και να μιλήση με πληρότητα, για το ανθρώπινο στοιχείο που υπήρξε ανάμεσα στον ίδιον και στον Σωκράτη. Μετριάζεται λοιπόν και κρατά απόσταση ο λόγος για τον πρεσβύτη: (θα σας μιλήσω για…) «έναν αγαπημένον μου και πρεσβύτερο φίλο, τον Σωκράτη» (φίλον άνδρα εμοί πρεσβύτερον Σωκράτη) και για «τον σύντροφό μας Σωκράτη» (τόν εταίρον ημών), λέει. Αν είχε υπάρξει όμως μόνον αυτό για κείνον ο Σωκράτης, θα παρέμενε τότε το συγγραφικό έργο τού Πλάτωνα και η κυριαρχία που εξασκεί σ’ αυτό για δεκαετίες ο Σωκράτης ένα αίνιγμα. Έχει δίκιο λοιπόν υπό κάποιαν έννοια η βιογραφία (Biographie), όταν καθιστά έναν θρύλο τη συνάντηση των δυό τους: Ονειρεύεται έναν μικρό κύκνο πάνω στα γόνατά του ο Σωκράτης, που ανεξαρτητοποιείται αμέσως και πετά μ’ ένα γλυκό τραγούδι παραπέρα. Και καίει την τραγωδία που θα ανέβαζε τότε στο θέατρο του Διονύσου, όταν ακούη (για πρώτη φορά…) τον Σωκράτη (να μιλά…) ο Πλάτων. Πρέπει να γνώριζε ο Σωκράτης, ότι τον συναντούσε τότε ο πιο μεγάλος μαθητής του, και πρέπει να γνώριζε κι ο Πλάτων, ότι συναντούσε εκείνη τη ‘δύναμη’, που αποφάσιζε για την ζωή του. Δεν θα μάθουμε ωστόσο ποτέ, με ποιαν ακριβώς μορφή συνέβη πράγματι εκείνη η συνάντηση. Δεν θα έχουμε όμως και άδικο, συναριθμώντας μαζί με τον Χαρμίδη, τον Λύση και τον Μενέξενο τον Πλάτωνα, που τέντωναν τ’ αυτιά τους στο όνομα Σωκράτης, και παρακαλούσαν τους πατεράδες τους να τους επιτρέψουν να γίνουν μαθητές του, και εισέρχονταν ‘αιφνιδιαστικά’ όταν εκείνος κάθονταν στα ‘αποδυτήρια’ στο Γυμνάσιο (Gymnasion), κοκκινίζοντας όταν τούς απηύθυνε τον λόγο. Eνώ ακούγεται εντελώς βιωματικό κι αυτό που λέει στον διάλογο «Θεάγης» ο νεαρός Αριστείδης στον Σωκράτη:  «Κάτι μού συνέβαινε, όταν βρισκόμουν μαζί σου, ακόμα κι όταν ήμουνα απλώς στο ίδιο σπίτι με σένα, κι ούτε καν στο ίδιο δωμάτιο· αλλά ακόμα περισσότερο, όταν βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο· και πολύ περισσότερο, όπως μού φαινόταν, όταν βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο και σε κοίταζα καθώς μιλούσες, περισσότερο απ’ το αν κοίταζα οπουδήποτε αλλού· ήταν όμως ακόμα πιο ‘ακραίο’ αυτό το αίσθημα, όταν καθόμουν δίπλα σου, εντελώς κοντά, αγγίζοντάς σε». Δεν είναι θαυμαστό βέβαια, ότι οι σημερινοί άνθρωποι το θεωρούν αυτό ως μη πλατωνικό και το συγχέουν με «μεταφυσικά φαινόμενα», γιατί τούς λείπει αυτή η εμπειρία. Και θα μπορούσε τελικά να γράφη ο Πλάτων όλα αυτά που λέει στο «Συμπόσιο» για τον Σωκράτη ο Αλκιβιάδης, χωρίς να τα έχη ζήσει ο ίδιος;  «Όταν σ’ ακούη κανένας ή και μόνο τα λόγια σου από κάποιον άλλον, ας είναι κι ο ελάχιστος, κι αν είναι είτε γυναίκα είτε άνδρας είτε και παιδί αυτός που τα ακούει, συγκλονιζόμαστε και μας καταλαμβάνει η γοητεία». Κι «όταν τον ακούω, αναπηδά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στους Κορύβαντες χορευτές η καρδιά μου, και κυλάνε δάκρυα με τα λόγια του, και βλέπω να συμβαίνη και σε πάρα πολλούς άλλους αυτό». Και «με ταρακουνούσε συχνά μ’ έναν τέτοιον τρόπο ο Μαρσύας, ώστε να μου φαίνεται εντελώς ανάξια η ζωή που περνάω». Πρέπει να προσκομίσουμε κι άλλους άραγες λόγους, για ν’ αποδείξουμε πως δεν μπορεί παρά να εξουσιάστηκε απ’ τον μεγάλον ‘δαίμονα’ (Dӓmon) η συνάντηση, που ‘αποφάσισε’ για την ζωή τού Πλάτωνα; Και κάτι ακόμα: θα ήταν καν δυνατή χωρίς αυτήν την ‘εξουσία’ μια τέτοια συνάντηση στην Αθήνα τού 5ου π.Χ. αιώνα; Και θα παρουσίαζε πάλι και πάλι στα γραπτά του ως έναν ερωτικόν ακριβώς άνδρα (Erotiker) τον Σωκράτη, αν δεν είχε υπάρξει τίποτα το ερωτικό στην επικοινωνία τους, ο Πλάτων; Και θα είχε μπορέσει να προσδώση στη δύναμη, την οποίαν ονομάζει Έρωτα (Eros), έναν τέτοιον χώρο στην εικόνα του για τον κόσμο, αν δεν είχε επηρεαστή (βαθύτατα…) απ’ αυτήν η συνάντηση που τα προσδιόρισε όλα;
          Η ισχύς αυτής τής ‘αγάπης’ και η μεταμορφωτική δύναμη αυτού τού μοναδικού ανθρώπου έβγαλαν οπωσδήποτε απ’ την προδιαγεγραμμένη του τροχιά τον νεαρό Πλάτωνα. Υπάρχουν  όμως καιροί, όπου πρέπει ακόμα κι ο μέγιστος να χαθή, για να ευρεθή. Τί θα είχε συμβή με τον Πλάτωνα χωρίς τη συνάντηση μ’ αυτόν τον εντελώς διαφορετικά διαμορφωμένο και μεγαλύτερό του άνδρα; Θα είχε γίνει ένας πολιτικός ηγέτης στον ‘αγώνα’ τών αθηναϊκών κομμάτων, διάδοχος του Κριτία σε μιαν εποχή πολιτικής παρακμής, όπου δεν ανταμοιβόταν πλέον ο κόπος τών καλύτερων. Και  συγγραφέας παράπλευρα τραγωδιών, ακολουθώντας τον Ευριπίδη και τον Αγάθωνα, καθώς είχε τελειώσει πια η ‘μεγάλη ώρα’ της υψηλής αττικής τραγωδίας, και δεν υπήρχε πια χώρος παρά για επιγόνους (Epigonen). Χρειάστηκε όμως να γίνη για πολλά κατ’ αρχάς χρόνια ένας ‘σωκρατικός’, ώστε να μπορέση να γίνη ο εαυτός του. Δεν του ‘επετράπη’ να αναπτύξη ελεύθερα τις πολιτικές και ποιητικές παρορμήσεις του, εφ’ όσον ‘προσδιορίστηκε’ να γνωρίση και να οικοδομήση ταυτόχρονα την ιδανική πόλη, και να καταστή ποιητής φιλοσοφικών δραμάτων και μύθων. Και το γνώριζε όλο αυτό κι ο ίδιος. Και ευγνωμονούσε για όλη του την υπόλοιπη ζωή, όπως κανένας ποτέ θνητός έναν άλλον θνητό, τον Σωκράτη, που τον απομάκρυνε απ’ την ‘τροχιά’ του. Και ύψωσε για ολόκληρο το μέλλον απ’ το πλήθος τών σοφιστών, μέσα στο οποίο και θα παρέμενε ίσως κρυμμένος στη συνέχεια, τον δάσκαλό του ο Πλάτων, οδηγώντας ως τον ουρανό την εικόνα τού ανθρώπου που πέθανε για την αλήθεια, ως μοναδικού οδηγού προς τη φιλοσοφία.
         Δεν θα μπορούσουμε ποτέ να προσμετρήσουμε τί υπήρξε ο Σωκράτης για τον Πλάτωνα, μόνο μέσα απ’ την «Έβδομη επιστολή». Πρέπει να διαβάσουμε και τους Διαλόγους, όπου και καλούμαστε να επιβεβαιώσουμε το εξής: δεν μίλησε ποτέ στα κείμενά του απροκάλυπτα ο ίδιος ο Πλάτων, και άφησε επί σαράντα χρόνια να μιλά παντού, ή τουλάχιστον να ‘ακούγεται’, μόνον ο Σωκράτης. Αυτό το ‘γεγονός’ επισημαίνει και προς τις δυό πλευρές, και το κρύβει ταυτόχρονα πίσω απ’ τα παράξενα ‘αραβουργήματα’ του ηλικιωμένου τρόπου γραφής του ο ίδιος ο Πλάτων στα παρακάτω λόγια τής «Δεύτερης επιστολής» (314 C): Δεν θα είχε γράψει ποτέ κάτι για τις αρχές τής φιλοσοφίας, και δεν θα υπήρχε και κανένα κείμενο του Πλάτωνα, κι ούτε θα επρόκειτο να υπάρξη· κι ό,τι αποκαλείται τώρα ως ‘δικό’ του κείμενο, ανήκει σ’ έναν νεαρό και ωραίο Σωκράτη – σ’ έναν Σωκράτη που βρήκε πάλι τη νεότητά του. Κι αν δεν έχη όμως γράψει, όπως νομίζουν ακόμα σήμερα πολλοί, αυτά τα λόγια ο ίδιος ο Πλάτων, εκφράζουν ωστόσο πάντοτε με τον πιο δυνατό και τον πιο ‘κατάλληλο’ τρόπο εκείνο που είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο και για μας ακόμα στα γραπτά του. Πώς  εξηγείται όμως αυτό το ‘ανεπανάληπτο’;
         Eίναι βέβαια εντελώς σωστό να πούμε, πως εκφράζεται εδώ όπως πουθενά αλλού σ’ ολόκληρη την ιστορία τού πνεύματος η ευγνωμοσύνη τού νεώτερου απέναντι στον δάσκαλό του. Ο Αριστοτέλης έμεινε είκοσι χρόνια στη σχολή τού Πλάτωνα. Και παρέμεινε μέχρι τα ώριμα γηρατειά του πλατωνικός στη γενική στάση τής ύπαρξής του. Βρίσκεται όμως ο όψιμος Αριστοτέλης, και παρ’ όλη την ισχύ που κρατάει ακόμα το πλατωνικό στοιχείο στην κοσμοθεωρία του, σ’ έναν διαρκή αντίλογο προς τον δάσκαλό του, και μοιάζει μερικές φορές σαν να μη μπορούσε να καταστήση σαφές το δικό του ιδιαίτερο στοιχείο, χωρίς αυτόν τον δρόμο μέσα απ’ τον αντίλογο. Ίσως να είναι και ο δικός του τρόπος ευγνωμοσύνης. Ο Πλάτων αντίθετα, όχι μόνο δεν ήρθε ποτέ σε αντίλογο προς τον Σωκράτη, αλλά μιλούσε για δεκαετίες μέσα απ’ το δικό του στόμα. Και είναι άρα σωστό, αλλά και καθόλου επαρκές να πούμε, πως απλώς έχτισε ένα ‘μνημείο’ ευγνωμοσύνης στον δάσκαλό του με τα έργα του ο μαθητής.
        «Καίει μια αιώνια δίψα σε κάθε ευγενική καρδιά για κάποιον πιο ευγενικό, στον ωραίον για κάποιον ωραιότερο· και θέλει να δη να παρουσιάζεται έξω απ’ αυτόν σωματικά, με δοξασμένο και ευάρεστο σώμα, το ιδανικό του, επειδή ωριμάζει μόνο με έναν ‘υψηλότερο’ ο υψηλός άνθρωπος, όπως λάμπουν μόνο με τα διαμάντια τα διαμάντια». Βίωσε πολύ πριν απ’ τον «Τιτάνα» τού Jean Paul αυτά τα λόγια ο Πλάτων. Και ωρίμαζαν  στην Ακαδημία του μ’ αυτόν τον ίδιον οι μαθητές του. Καθώς απευθυνόταν δε με τα βιβλία του στους ανθρώπους, θα έμεναν ανενεργή ακόμα και τα πιο σαφή και πιο φλογερά του λόγια, χωρίς αυτόν τον ίδιον ως ζωντανό φορέα, παρ’ όλο που – ή ακριβώς επειδή – ήταν γι’ αυτόν τα πάντα ο «λόγος» κι η «ομιλία» και τίποτα απολύτως ο «ομιλητής», ακριβώς επειδή «δεν μπορεί να αντιμιλήση κανείς στην αλήθεια, αλλά μπορεί να αντιμιλήση εύκολα στον Σωκράτη» (Συμπ. 201 C). Και γι’ αυτό κατέστησε ασφαλώς τον Σωκράτη την ισχυρότερη δύναμη στο γραπτό του έργο, γιατί δεν μπορούσε να καθορίση με κανέναν άλλον τρόπο μονοσήμαντα (απόλυτα…) τη σχέση τού «ομιλητή» προς τον «λόγο», επειδή τού φαινόταν πως μόνον έτσι θα γινόταν αντιληπτή η παιδαγωγία και ο αγώνας, η έρευνα και το οικοδόμημα, η γιορτή κι ο θάνατος, και με μια λέξη η «φιλοσοφία». Δεν ανήγειρε λοιπόν ένα μνημείο μόνον ευγνωμοσύνης, αλλά το υψηλότερο για όλους τούς καιρούς μνημείο παιδαγωγικής δύναμης, τοποθετώντας στο μέσον τών φιλοσοφικών του δραμάτων (Dramen) τον Σωκράτη. Και θα μπορούσε κι αυτό βέβαια ακόμα να παρανοηθή, σαν να επρόκειτο για κάποιο τεχνικό μέσο ή και γενικά για μιαν επιλογή εδώ. Πρόκειται όμως εμφανώς για μιαν αναγκαιότητα.

          ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: