ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Δευτέρα, 13 Μαρτίου 2017
43. Ακόμη και εκείνος ο λόγος του ιδίου θεολόγου, τον όποιον οι Λατίνοι νομίζουν ότι φέρουν υπέρ της γνώμης τους, ότι δηλαδή ο Κύριος λέγοντας προς τούς μύστες ότι «εγώ ο ίδιος θα σας πέμψω το Πνεύμα» το άγιον, έδειξε το αξίωμά Του, τον φέρουν χωρίς να το γνωρίζουν εναντίον εαυτών. Επειδή πράγματι το πέμπειν το Πνεύμα είναι μέγα και επάνω από το μέγα και μόνον του Θεού (διότι καθώς είπε προηγουμένως ο Πατήρ ότι θα πέμψει τον Παράκλητο, έπειτα ο ίδιος λέγει, "εγώ θα πέμψω", δείχνοντας το αξίωμά του, έτσι ώστε το ίδιο το πράγμα σαν να έχει δυνατή φωνή να το κηρύττει αυτό και ο επώνυμος της θεολογίας να το εξηγεί). Εάν ο Κύριος γνώριζε ότι δεν εκπορεύεται παρά του Πατρός μόνο, αλλά και από τον εαυτό του, πώς δεν θα έλεγε επιπροσθέτως, «το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα και από εμέ»; Διότι δεν ομιλεί τότε ταπεινότερα περί εαυτού, ώστε να παρέλειπε αποκρύπτοντας τούτο μόνο. Είναι λοιπόν φανερό και σε τυφλό ακόμα ότι το άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως λένε οι Πατέρες.
Είναι μέγα λοιπόν αξίωμα το να πέμπειν κάποιος το θείο Πνεύμα και μάλιστα τόσον μέγα, ώστε να δεικνύει ομοφυής και ίσος και ομότιμος με τον Πατέρα ο Υιός, όπως καθιστά και το Πνεύμα ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα το να μην αποστέλλεται μόνον από τον Πατέρα ο Υιός, αλλά και από αυτό το Πνεύμα. Όμως το αξίωμα τούτο είναι θεϊκό και φυσικό, αλλ’ όχι υποστατικό˙ διότι εάν το αποστέλλειν ήταν υποστατικό, δεν θα ήταν κοινό Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Είναι λοιπόν αληθινός Θεός ο άλλος Παράκλητος˙ και πώς δεν θα είναι αληθινός Θεός ο δε αποστέλλων τούτο; Εάν δε αποστέλλει ο Υιός τον Παράκλητο ο οποίος έρχεται και ο ίδιος (παρ’ εαυτού) ως αυτοκέλευστος, πώς δεν θα ήταν μιας με αυτόν θελήσεως και εξουσίας; Εάν δε είναι μιας εξουσίας και θελήσεως, πώς δεν θα ήταν και μιας φύσεως;
44. Βλέπεις πως η αποστολή του θείου Πνεύματος παριστάνει την ομοβουλία και ομοουσιότητα του αποστέλλοντος προς τον αποστελλόμενον, το οποίον είναι μέγιστο αξίωμα, προσιδιάζον βεβαίως και στα τρία πρόσωπα καλώς και θεοπρεπώς, ώστε να φανερώνεται και η αυτεξουσιότητα των αποστελλομένων; Ο δε λέγων ότι δεν είναι θεϊκό το αξίωμα τούτο, αλλά προβλητικό, πρώτον μεν δεν δεικνύει μόνον τον Υιό αίτιον του θείου Πνεύματος, αλλά και το Πνεύμα του Υιού. Εκτός δε απ' αυτό, αθετεί κακώς την αυτόβουλη προς εμάς έλευση του καθενός απ' αυτούς, άλλοτε άλλην, δογματίζοντας ότι η προς εμάς αποστολή δεν είναι ενέργεια της θελήσεως αλλά της φύσεως, άρα και άναρχος. Διότι όσα προέρχονται εκ του Θεού όχι κατά την θέληση αλλά κατά την φύση είναι προάναρχα και δεν έχουν αρχή.
Και μάλιστα ο επώνυμος της θεολογίας προς εκείνους οι όποιοι θεώρησαν κατώτερο τον Υιό, λόγω του ότι απεστάλη παρά του Πατρός, λέγει ότι η αποστολή είναι τεκμήριο της πατρικής ευδοκίας, αλλ’ όχι της προ-αιώνιου υπάρξεώς του. Φρενοβλαβώς λοιπόν οι Λατίνοι θεωρούν την εκ του Υιού αποστολή του Πνεύματος τεκμήριον της προαιώνιου παρ’ αυτού υπάρξεως. Αλλά, λέγει, έχει γραφεί και ότι ηγέρθη και ανελήφθη παρά του Πατρός, αλλά επίσης και ότι ανέστησε εαυτόν και επανήλθε πάλι˙ εκείνα είναι της ευδοκίας (του Πατρός), αυτά είναι της εξουσίας (του Υιού). Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα, μολονότι απεστάλη και παρά του Υιού, πάντως έφθασε και το ίδιο σε εμάς (παρ’ εαυτού), πρέπει εκείνο να λέμε ότι είναι της ευδοκίας (του Υιού), τούτο της εξουσίας (του Αγ. Πνεύματος), αλλά να μην καινοτομούμε από αυτά άλογα τον τρόπο της υπάρξεως του θείου Πνεύματος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
43. Ακόμη και εκείνος ο λόγος του ιδίου θεολόγου, τον όποιον οι Λατίνοι νομίζουν ότι φέρουν υπέρ της γνώμης τους, ότι δηλαδή ο Κύριος λέγοντας προς τούς μύστες ότι «εγώ ο ίδιος θα σας πέμψω το Πνεύμα» το άγιον, έδειξε το αξίωμά Του, τον φέρουν χωρίς να το γνωρίζουν εναντίον εαυτών. Επειδή πράγματι το πέμπειν το Πνεύμα είναι μέγα και επάνω από το μέγα και μόνον του Θεού (διότι καθώς είπε προηγουμένως ο Πατήρ ότι θα πέμψει τον Παράκλητο, έπειτα ο ίδιος λέγει, "εγώ θα πέμψω", δείχνοντας το αξίωμά του, έτσι ώστε το ίδιο το πράγμα σαν να έχει δυνατή φωνή να το κηρύττει αυτό και ο επώνυμος της θεολογίας να το εξηγεί). Εάν ο Κύριος γνώριζε ότι δεν εκπορεύεται παρά του Πατρός μόνο, αλλά και από τον εαυτό του, πώς δεν θα έλεγε επιπροσθέτως, «το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα και από εμέ»; Διότι δεν ομιλεί τότε ταπεινότερα περί εαυτού, ώστε να παρέλειπε αποκρύπτοντας τούτο μόνο. Είναι λοιπόν φανερό και σε τυφλό ακόμα ότι το άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως λένε οι Πατέρες.
Είναι μέγα λοιπόν αξίωμα το να πέμπειν κάποιος το θείο Πνεύμα και μάλιστα τόσον μέγα, ώστε να δεικνύει ομοφυής και ίσος και ομότιμος με τον Πατέρα ο Υιός, όπως καθιστά και το Πνεύμα ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα το να μην αποστέλλεται μόνον από τον Πατέρα ο Υιός, αλλά και από αυτό το Πνεύμα. Όμως το αξίωμα τούτο είναι θεϊκό και φυσικό, αλλ’ όχι υποστατικό˙ διότι εάν το αποστέλλειν ήταν υποστατικό, δεν θα ήταν κοινό Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Είναι λοιπόν αληθινός Θεός ο άλλος Παράκλητος˙ και πώς δεν θα είναι αληθινός Θεός ο δε αποστέλλων τούτο; Εάν δε αποστέλλει ο Υιός τον Παράκλητο ο οποίος έρχεται και ο ίδιος (παρ’ εαυτού) ως αυτοκέλευστος, πώς δεν θα ήταν μιας με αυτόν θελήσεως και εξουσίας; Εάν δε είναι μιας εξουσίας και θελήσεως, πώς δεν θα ήταν και μιας φύσεως;
44. Βλέπεις πως η αποστολή του θείου Πνεύματος παριστάνει την ομοβουλία και ομοουσιότητα του αποστέλλοντος προς τον αποστελλόμενον, το οποίον είναι μέγιστο αξίωμα, προσιδιάζον βεβαίως και στα τρία πρόσωπα καλώς και θεοπρεπώς, ώστε να φανερώνεται και η αυτεξουσιότητα των αποστελλομένων; Ο δε λέγων ότι δεν είναι θεϊκό το αξίωμα τούτο, αλλά προβλητικό, πρώτον μεν δεν δεικνύει μόνον τον Υιό αίτιον του θείου Πνεύματος, αλλά και το Πνεύμα του Υιού. Εκτός δε απ' αυτό, αθετεί κακώς την αυτόβουλη προς εμάς έλευση του καθενός απ' αυτούς, άλλοτε άλλην, δογματίζοντας ότι η προς εμάς αποστολή δεν είναι ενέργεια της θελήσεως αλλά της φύσεως, άρα και άναρχος. Διότι όσα προέρχονται εκ του Θεού όχι κατά την θέληση αλλά κατά την φύση είναι προάναρχα και δεν έχουν αρχή.
Και μάλιστα ο επώνυμος της θεολογίας προς εκείνους οι όποιοι θεώρησαν κατώτερο τον Υιό, λόγω του ότι απεστάλη παρά του Πατρός, λέγει ότι η αποστολή είναι τεκμήριο της πατρικής ευδοκίας, αλλ’ όχι της προ-αιώνιου υπάρξεώς του. Φρενοβλαβώς λοιπόν οι Λατίνοι θεωρούν την εκ του Υιού αποστολή του Πνεύματος τεκμήριον της προαιώνιου παρ’ αυτού υπάρξεως. Αλλά, λέγει, έχει γραφεί και ότι ηγέρθη και ανελήφθη παρά του Πατρός, αλλά επίσης και ότι ανέστησε εαυτόν και επανήλθε πάλι˙ εκείνα είναι της ευδοκίας (του Πατρός), αυτά είναι της εξουσίας (του Υιού). Επειδή λοιπόν και το άγιον Πνεύμα, μολονότι απεστάλη και παρά του Υιού, πάντως έφθασε και το ίδιο σε εμάς (παρ’ εαυτού), πρέπει εκείνο να λέμε ότι είναι της ευδοκίας (του Υιού), τούτο της εξουσίας (του Αγ. Πνεύματος), αλλά να μην καινοτομούμε από αυτά άλογα τον τρόπο της υπάρξεως του θείου Πνεύματος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
43. Κἀκεῖνο γάρ, ὅπαρά τοῦ αὐτοῦ θεολόγου προάγειν ὑπέρ τῆς σφῶν αὐτῶν δόξης τῶν Λατίνων οἴονται φῦλον, ὅτι τό οἰκεῖον ἀξίωμα ὁ Κύριος ἔδειξε πρός τούς μύστας εἰπών, «αὐτός ὑμῖν ἐγώ πέμψω τό Πνεῦμα» τό ἅγιον, καθ᾿ ἑαυτῶν ὡς οὐκ ἴσασι προάγουσιν. Ἐπεί γάρ ὡς ἀληθῶς τό πέμπειν τό Πνεῦμα μέγα καί ὑπέρ τό μέγα καί Θεοῦ μόνου (ὁ Πατήρ γάρ εἰπών πρότερον πέμψειν τόν παράκλητον, εἴτ᾿ αὐτό "ἐγώ", φησί, "πέμψω", τό οἰκεῖον ἀξίωμα δεικνύς, ὡς ἀν αὐτό τε τό πρᾶγμα φωνήν ὥσπερ ἀφιέν κηρύττοι καί ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος ἐξηγήσαιτο). Εἰ μή παρά τοῦ Πατρός ὁ Κύριος μόνου, ἀλλά καί παρ᾿ ἑαυτοῦ ᾔδει ἐκπορευόμενον καί τήν ὕπαρξιν ἔχον, πῶς οὐ προσθείς εἶπεν, «ὅ παρά τοῦ Πατρός καί παρ᾿ ἐμοῦ ἐκπορεύεται»; Οὐ γάρ ἦν ταπεινότερον τηνικαῦτα περί ἑαυτοῦ φθεγγόμενος, δι᾿ ὅπερ ἄν τοῦτο μόνον καί παρῆκεν ἐπικρυψάμενος. Δῆλον οὖν καί τυφλῷ, φασίν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον.
Μέγα μέν οὖν ἀξίωμα τό πέμπειν ἔχειν τό θεῖον Πνεῦμα, καί τοσοῦτο μέγα, ὡς ὁμοφυᾶ καί ἴσον καί ὁμότιμον δεικνύναι τῷ Πατρί τόν Υἱόν, καθάπερ καί τό Πνεῦμα ὁμοούσιόν τε καί ὁμότιμον τῷ Πατρί συνίστησι τό μή παρά τοῦ Πατρός μόνου, ἀλλά καί παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ Πνεύματος τόν Υἱόν ἀποστέλλεσθαι. Θεϊκόν γε μήν καί φυσικόν ἐστι τουτί τό ἀξίωμα, ἀλλ᾿ οὐχ ὑποστατικόν˙ εἰ γάρ ὑποστατικόν ἦν τό ἀποστέλλειν, οὐκ ἄν ἦν κοινόν Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Θεός οὖν ἀληθινός ὁ ἄλλος παράκλητος˙ ὁ δή τοῦτον ἀποστέλλων πῶς οὐχί Θεός ἀληθινός; Εἰ δέ καί παρ᾿ ἑαυτοῦ ἐρχόμενον ὡς αὐτοκέλευστον ἀποστέλλει τόν παράκλητον ὁ Υἱός, πῶς οὐ μιᾶς ἐστιν ἐξουσίας καί θελήσεως, πῶς οὐχί καί μιᾶς ἄν εἶεν φύσεως;
44. Ὁρᾷς ὡς ἡ ἀποστολή τοῦ θείου Πνεύματος τήν τοῦ ἀποστέλλοντος πρός τόν ἀποστελλόμενον ὁμοβουλίαν καί ὁμουσιότητα παρίστησιν, ὅ μέγιστόν ἐστιν ἀξίωμα, προσόν μέντοι τοῖς τρισί καλῶς τε καί θεοπρεπῶς, ὡς καί τήν αὐτεξουσιότητα δεικνῦον τῶν ἀποστελλομένων οὕτως; Ὁ δέ λέγων μή θεϊκόν εἶναι τό ἀξίωμα τοῦτο, ἀλλά προβλητικόν, πρῶτον μέν οὐ τόν Υἱόν μόνον αἴτιον δείκνυσι τοῦ θείου Πνεύματος, ἀλλά καί τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα. Πρός δέ τούτῳ καί τῆς πρός ἡμᾶς ἐλεύθερως τήν ἑκατέρου τούτων αὐτοβουλίαν ἄλλοτε ἄλλην ἀθετεῖ κακῶς, μή θελήσεως ἀλλά φύσεως δογματίζων εἶναι τήν πρός ἡμᾶς ἀποστολήν, τοιγαροῦν καί ἄναρχον. Ἅ γάρ μή τῷ θέλειν ἀλλά τῷ πεφυκέναι ἐκ Θεοῦ, προάναρχά ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀρκτά.
Καί μήν ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος πρός τούς ἐλάττω νομίσαντας τόν Υἱόν, ὅτι ἀπεστάλη παρά τοῦ Πατρός, τεκμήριον εἶναί φησι τήν ἀποστολήν τῆς πατρικῆς εὐδοκίας, ἀλλ᾿ οὐχί τῆς αὐτοῦ προαιωνίου ὑπάρξεως. Φρενοβλαβῶς οὐκοῦν οἱ Λατῖνοι τεκμήριον ἡγοῦνται τήν ἐκ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πνεύματος ἀποστολήν τῆς παρ᾿ αὐτοῦ προαιωνίου ὑπάρξεως. Ἀλλά καί ἐγήγερθαι γέγραπται, φησί, καί ἀνειλῆφθαι παρά τοῦ Πατρός, ἀλλά καί ἑαυτόν ἀνεστακέναι καί ἀνεληλυθέναι πάλιν˙ ἐκεῖνα τῆς εὐδοκίας, ταῦτα τῆς ἐξουσίας. Ἐπεί γοῦν καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον εἰ καί παρά τοῦ Υἱοῦ ἀπεστάλη, ἀλλά καί παρ᾿ ἑαυτοῦ πρός ἡμᾶς ἀφίκετο, ἐκεῖνο τῆς εὐδοκίας χρή λέγειν, τοῦτο τῆς ἐξουσίας˙ ἀλλά μή καινοτομεῖν ἐντεῦθεν ἀλόγως τόν τῆς ὑπάρξεως τρόπον τοῦ θείου Πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου