ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017
45. Εκτός δε του επωνύμου τούτου της θεολογίας (του Γρηγορίου του θεολόγου) ούτε ο μέγας Βασίλειος ευρίσκεται να λέγει πουθενά ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού˙ εάν δε στα Προς Ευνομιανούς κεφάλαια περί του θείου Πνεύματος είπε ότι τούτο προέρχεται εκ του Πατρός διά του Υιού, όμως γινόμενος στα κεφάλαια αυτά ο ίδιος ερμηνευτής του εαυτού του διασάφησε ότι απλώς είπε τούτο περί της μεταδόσεως αυτού, γράφοντας˙ «το ότι μεν το Πνεύμα είναι εκ Θεού διεκήρυξε περίτρανα ο απόστολος, λέγοντας ότι ελάβαμε το Πνεύμα το εκ Θεού, και κατέστησε σαφές ότι εφανερώθη διά του Υιού, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού, όπως Θεού, και αποκαλώντας αυτό νουν Χρίστου, καθώς και Πνεύμα Θεού ως του ανθρώπου».
Βλέπεις ότι την μεν ύπαρξη έχει εκ Θεού, δηλαδή του Πατρός, την δε μετάδοση και φανέρωση διά του Υιού; Και ότι ονομάζεται Πνεύμα και νους Υιού, αλλ’ όχι εκ του Υιού, όπως και του άνθρωπου; Διότι και τούτου είναι το οικείο Πνεύμα και αυτού ο νους, αλλ’ όχι εξ αυτού, παρά μόνον κατ’ ενεργείαν. Αυτό δε καθιστώντας προδηλότερο ο μέγας αυτός θεολόγος, λέγει, «Το Πνεύμα, εξαρτάται μεν εκ του Υιού, με τον όποιον συνθεωρείται αδιαστάτως, έχει δε το εἶναι προερχόμενο εκ της αιτίας του Πατρός, από όπου και εκπορεύεται, έχοντας ως γνωριστικό σημείο της κατά την υπόστασιν υπάρξεως τούτο, το ότι γνωρίζεται μετά τον Υιό και μαζί με αυτόν και ότι υφίσταται εκ του Πατρός. Ο δε Υιός, γνωρίζων το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Πνεύμα δι' εαυτού και μεθ’ εαυτού, αφού εξέλαμψε μόνος εκ του αγεννήτου φωτός, δεν έχει καμία κοινωνία κατά το ιδιάζον των γνωρισμάτων προς τον Πατέρα ή το άγιο Πνευμα».
Ακούεις το γνωριστικό σημείο της υποστάσεως του θείου Πνεύματος, ότι δηλαδή το γνωρίζεσθαι είναι διά του Υιού, ενώ δεν είναι εξ αυτού το έχειν την υπόστασιν, αλλά υφίσταται εκ του Πατρός; Λέγοντας δε ο ίδιος ο Κύριος στα Ευαγγέλια, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον oποίον θα πέμψω εγώ σε σας παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, το όποιο εκπορεύεται παρά του Πατρός», δεν έδειξε ότι του μεν Πνεύματος ιδιάζον γνώρισμα είναι το εκπορεύεσθαι, του δε Πατρός το εκπορεύειν, επειδή καθένα από αυτά είναι και υποστατικό, τα δε υποστατικά είναι ιδιάζοντα; Αφού λοιπόν κατά τον μέγαν Βασίλειον ο Υιός δεν έχει καμία συμμετοχή στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατρός, δεν θα έχει ούτε την εκπόρευσιν.
46. Διά τούτο πάλι o ίδιος λέγει Προς τους Ευνομιανούς περί του Πνεύματος˙ «Υιός Θεού, καρπός άγιος εξ αγίου, αΐδιος εξ αϊδίου, χορηγός άγιου Πνεύματος προς θεμελίωσιν (υπόστασιν) και μόρφωσιν της κτίσεως». Βλέπεις ότι ο Υιός είναι χορηγός του Πνεύματος, αλλά όχι γεννήτωρ; Και ότι η χορηγία του Υιού έγινε με αιτία, για να θεμελιώσει και διαμορφώσει την κτίσιν δια του Πνεύματος; Πρόσεχε δε και τα έξης˙ «ο αναιρών, λέγει, τον Υιό, αφαιρεί την αρχήν της δημιουργίας των όλων˙ διότι ο Λόγος του Θεού άρχει της υποστάσεως των όλων, αυτός διά του όποιου έγιναν τα πάντα». Βλέπεις; Της υποστάσεως των όλων άρχει ο Λόγος του Θεού, αλλά δεν άρχει της υποστάσεως του θείου Πνεύματος˙ και είναι αρχή της δημιουργίας των όλων, αλλ’ όχι της υπάρξεως του Πνεύματος. Πώς δε ο Βασίλειος, θέλοντας να υπερυψώσει εδώ τον Υιό, εάν μπορούσε να τον ειπεί αρχήν του θείου Πνεύματος, ως λαβόντος δι᾿ αὐτοῦ τό εἶναι, δεν θα το έλεγε, αλλά τον είπε μόνον χορηγό αυτού, αρχή δε μόνης της δι᾿ αὐτοῦ λαβούσης την ύπαρξη κτίσεως;
45. Εκτός δε του επωνύμου τούτου της θεολογίας (του Γρηγορίου του θεολόγου) ούτε ο μέγας Βασίλειος ευρίσκεται να λέγει πουθενά ότι το Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού˙ εάν δε στα Προς Ευνομιανούς κεφάλαια περί του θείου Πνεύματος είπε ότι τούτο προέρχεται εκ του Πατρός διά του Υιού, όμως γινόμενος στα κεφάλαια αυτά ο ίδιος ερμηνευτής του εαυτού του διασάφησε ότι απλώς είπε τούτο περί της μεταδόσεως αυτού, γράφοντας˙ «το ότι μεν το Πνεύμα είναι εκ Θεού διεκήρυξε περίτρανα ο απόστολος, λέγοντας ότι ελάβαμε το Πνεύμα το εκ Θεού, και κατέστησε σαφές ότι εφανερώθη διά του Υιού, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού, όπως Θεού, και αποκαλώντας αυτό νουν Χρίστου, καθώς και Πνεύμα Θεού ως του ανθρώπου».
Βλέπεις ότι την μεν ύπαρξη έχει εκ Θεού, δηλαδή του Πατρός, την δε μετάδοση και φανέρωση διά του Υιού; Και ότι ονομάζεται Πνεύμα και νους Υιού, αλλ’ όχι εκ του Υιού, όπως και του άνθρωπου; Διότι και τούτου είναι το οικείο Πνεύμα και αυτού ο νους, αλλ’ όχι εξ αυτού, παρά μόνον κατ’ ενεργείαν. Αυτό δε καθιστώντας προδηλότερο ο μέγας αυτός θεολόγος, λέγει, «Το Πνεύμα, εξαρτάται μεν εκ του Υιού, με τον όποιον συνθεωρείται αδιαστάτως, έχει δε το εἶναι προερχόμενο εκ της αιτίας του Πατρός, από όπου και εκπορεύεται, έχοντας ως γνωριστικό σημείο της κατά την υπόστασιν υπάρξεως τούτο, το ότι γνωρίζεται μετά τον Υιό και μαζί με αυτόν και ότι υφίσταται εκ του Πατρός. Ο δε Υιός, γνωρίζων το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Πνεύμα δι' εαυτού και μεθ’ εαυτού, αφού εξέλαμψε μόνος εκ του αγεννήτου φωτός, δεν έχει καμία κοινωνία κατά το ιδιάζον των γνωρισμάτων προς τον Πατέρα ή το άγιο Πνευμα».
Ακούεις το γνωριστικό σημείο της υποστάσεως του θείου Πνεύματος, ότι δηλαδή το γνωρίζεσθαι είναι διά του Υιού, ενώ δεν είναι εξ αυτού το έχειν την υπόστασιν, αλλά υφίσταται εκ του Πατρός; Λέγοντας δε ο ίδιος ο Κύριος στα Ευαγγέλια, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον oποίον θα πέμψω εγώ σε σας παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, το όποιο εκπορεύεται παρά του Πατρός», δεν έδειξε ότι του μεν Πνεύματος ιδιάζον γνώρισμα είναι το εκπορεύεσθαι, του δε Πατρός το εκπορεύειν, επειδή καθένα από αυτά είναι και υποστατικό, τα δε υποστατικά είναι ιδιάζοντα; Αφού λοιπόν κατά τον μέγαν Βασίλειον ο Υιός δεν έχει καμία συμμετοχή στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατρός, δεν θα έχει ούτε την εκπόρευσιν.
46. Διά τούτο πάλι o ίδιος λέγει Προς τους Ευνομιανούς περί του Πνεύματος˙ «Υιός Θεού, καρπός άγιος εξ αγίου, αΐδιος εξ αϊδίου, χορηγός άγιου Πνεύματος προς θεμελίωσιν (υπόστασιν) και μόρφωσιν της κτίσεως». Βλέπεις ότι ο Υιός είναι χορηγός του Πνεύματος, αλλά όχι γεννήτωρ; Και ότι η χορηγία του Υιού έγινε με αιτία, για να θεμελιώσει και διαμορφώσει την κτίσιν δια του Πνεύματος; Πρόσεχε δε και τα έξης˙ «ο αναιρών, λέγει, τον Υιό, αφαιρεί την αρχήν της δημιουργίας των όλων˙ διότι ο Λόγος του Θεού άρχει της υποστάσεως των όλων, αυτός διά του όποιου έγιναν τα πάντα». Βλέπεις; Της υποστάσεως των όλων άρχει ο Λόγος του Θεού, αλλά δεν άρχει της υποστάσεως του θείου Πνεύματος˙ και είναι αρχή της δημιουργίας των όλων, αλλ’ όχι της υπάρξεως του Πνεύματος. Πώς δε ο Βασίλειος, θέλοντας να υπερυψώσει εδώ τον Υιό, εάν μπορούσε να τον ειπεί αρχήν του θείου Πνεύματος, ως λαβόντος δι᾿ αὐτοῦ τό εἶναι, δεν θα το έλεγε, αλλά τον είπε μόνον χορηγό αυτού, αρχή δε μόνης της δι᾿ αὐτοῦ λαβούσης την ύπαρξη κτίσεως;
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
45. Πρός μέν δή τῷ τῆς θεολογίας ἐπωνύμῳ τούτῳ οὐδ᾿ ὁ μέγας
Βασίλειος εὕρηταί που λέγων καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα˙ εἰ δ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός
τοῦτο διά τοῦ Υἱοῦ ἐν τοῖς Πρός Εὐνομιανούς περί τοῦ θείου Πνεύματος εἰρήκει
κεφαλαίοις, ἀλλ᾿ αὐτός ἑαυτοῦ ἐν τοῖς αὐτοῖς κεφαλαίοις ἑρμηνεύς γενόμενος, ἐπί
τῆς μεταδόσεως τοῦτο φάναι διεσάφησε γράφων˙ «τό μέν ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα εἶναι
τρανῶς ἀνεκήρυξεν ὁ ἀπόστολος, λέγων ὅτι τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐλάβομεν, καί
τό διά τοῦ Υἱοῦ πεφηνέναι σαφές πεποίηκεν, Υἱοῦ Πνεῦμα ὀνομάσας αὐτό, καθάπερ
Θεοῦ, καί νοῦν Χριστοῦ προειπών, καθάπερ καί Θεοῦ Πνεῦμα ὡς τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁρᾷς ὅτι ἐκ Θεοῦ μέν, δηλονότι τοῦ Πατρός, ἔχει τό εἶναι, διά δέ
τοῦ Υἱοῦ τό μεταδιδόσθαι καί φανεροῦσθαι; Καί ὡς Υἱοῦ Πνεῦμα ὀνομάζεται καί
νοῦς, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καθάπερ καί τοῦ ἀνθρώπου; Καί τούτου γάρ τό οἰκεῖον
πνεῦμα καί ὁ νοῦς αὐτοῦ ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ, εἰ μή ἄρα κατ᾿ ἐνέργειαν.
Τοῦτο δή καί ἀλλαχοῦ ποιῶν ἀριδηλότερον ὁ μέγας οὗτος, «τό Πνεῦμα», φησί, «τοῦ
Υἱοῦ μέν ἤρτηται, ᾧ ἀδιαστάτως συγκαταλαμβάνεται, ἐκ δέ τῆς τοῦ Πατρός αἰτίας
ἐξημμένον ἔχει τό εἶναι, ὅθεν καί ἐκπορεύεται, τοῦτο γνωριστικόν τῆς κατά τήν
ὑπόσταστιν ὑπάρξεως σημεῖον ἔχον, τό μετά τόν Υἱόν καί σύν αὐτῷ γνωρίζεσθαι καί
ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι. Ὁ δέ Υἱός, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον Πνεῦμα δι᾿
ἑαυτοῦ καί μεθ᾿ ἑαυτοῦ γνωρίζων, μόνος μονογενῶς ἐκ τοῦ ἀγεννήτου φωτός
ἐκλάμψας, οὐδεμίαν κατά τό ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων τήν κοινωνίαν ἔχει πρός τόν
πατέρα ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον».
Ἀκούεις τό γνωριστικόν σημεῖον τῆς τοῦ θείου Πνεύματος
ὑποστάσεως, ὅτι τό γνωρίζεσθαι διά τοῦ Υἱοῦ ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐχί τό τήν ὑπόστασιν
ἔχειν ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός ὑφεστάναι; Λέγων δέ καί αὐτός ὁ Κύριος ἐν
τοῖς εὐαγγελίοις, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ πατρός, τό
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται», οὐχί τοῦ Πνεύματος μέν
ἔδειξεν ἰδιάζον ὑπάρχον γνώρισμα τό ἐκπορεύεσθαι, τό δέ ἐκπορεύειν τοῦ Πατρός,
ἐπεί καί ὑποστατικόν τούτων ἑκάτερόν ἐστιν, ἰδιάζοντα δέ ἐστι τά ὑποστατικά;
Μηδεμίαν οὖν κατά τόν μέγαν Βασίλειον πρός τά ἰδιάζοντα τῶν γνωρισμάτων τοῦ
Πατρός τήν κοινωνίαν ἔχων ὁ Υἱός, οὐδέ τό ἐκπορεύειν ἕξει.
46. Διά τοῦτο πάλιν ὁ αὐτός Πρός τούς Εὐνομιανούς περί τοῦ Πνεύματός
φησιν˙ «Υἱός Θεοῦ, καρπός ἅγιος ἐξ ἁγίου, ἀΐδιος ἐξ ἀϊδίου, Πνεύματος ἁγίου
χορηγός εἰς ὑπόστασιν καί μόρφωσιν κτίσεως». Ὁρᾷς ὅτι χορηγός τοῦ Πνεύματος,
ἀλλ᾿ οὐχ ὑποστάτης ὁ Υἱός; Καί ὡς ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ χορηγία δι᾿ αἰτίαν, ἵν᾿
ὑποστήσῃ καί μορφώσῃ τήν κτίσιν τῷ Πνεύματι; Πρόσεχε δή καί τοῖς ἑξῆς˙ «ὁ γάρ
τόν Υἱόν», φησίν, «ἀναιρῶν, τήν ἀρχήν τῆς τῶν ὅλων δημιουργίας ἀνεῖλεν˙ ἄρχει
γάρ τῆς ἁπάντων ὑποστάσεως ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, δι᾿ οὗ τά πάντα γέγονεν». Ὁρᾷς;
Τῆς ἁπάντων ὑποστάσεως ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἀλλ᾿ οὐχί τῆς τοῦ θείου Πνεύματος
ὑποστάσεως ἄρχει˙ καί ἀρχή ἐστι τῆς τῶν ὅλων δημιουργίας, ἀλλ᾿ οὐχί τῆς
ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος. Πῶς δ᾿ ἄν ἐνταῦθα τόν Υἱόν ὑπερυψοῦν βουλόμενος ὁ μέγας
Βασίλειος, εἴπερ εἶχε λέγειν ἀρχήν τοῦτον τοῦ θείου Πνεύματος, ὡς δι᾿ αὐτοῦ τό
εἶναι σχόντος, οὐκ ἄν εἶπεν, ἀλλά χορηγόν μέν αὐτοῦ μόνον, ἀρχήν δέ μόνης τῆς
δι᾿ αὐτοῦ τό εἶναι λαβούσης κτίσεως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου