JEAN PEPIN
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Οι ιδέες του Αριστοτέλη στον τομέα της θεολογίας,
όπως και στους περισσότερους άλλους τομείς, δεν έχουν μονοσήμαντο χαρακτήρα.
‘Ήδη από την έναρξη της μελέτης του έργου του, και ιδιαίτερα της βασικής του
ορολογίας, βρισκόμαστε προ εκπλήξεων. Όπως έχει παρατηρήσει και ο W.
Jaeger, ο Αριστοτέλης ενώ θα θεωρούσε τιμή του την
αναγνώριση του γεγονότος ότι επιδόθηκε στην μελέτη της «θεολογίας», θα ηρνείτο
ασφαλώς την ιδιότητα του «θεολόγου». Διότι η θεολογική επιστήμη ήταν γι’ αυτόν η πρώτη φιλοσοφία, η ενδοξότερη
μεταξύ των πλέον ένδοξων επιστημών, αυτή που κατείχε το πολυτιμότερο
αντικείμενο, δηλαδή το αιώνιο, ακίνητο και χωριστό όν, τόπο κατ’ εξοχήν του
θείου· είναι μια διπλά θεία επιστήμη, διότι αφ’ ενός έχει ως αντικείμενό της
τον Θεό και αφ’ ετέρου είναι αυτή που ο ίδιος ο Θεός κατέχει σε ύψιστο επίπεδο.
Ο αναγνώριση της αξίας της θεολογίας βρίσκεται σε αντίφαση με την χαμηλή
εκτίμησης που ο Αριστοτέλης επιφυλάσσει στους θεολόγους ή θεολογήσαντες·
στην γλώσσα του πράγματι αυτές οι λέξεις προσδιορίζουν συνήθως αρχαϊκούς
ποιητές, οι οποίοι δραματοποιώντας την προέλευση του σύμπαντος, υπέπεσαν σε
χονδροειδή φιλοσοφικά και επιστημονικά σφάλματα· αναφέρει μεταξύ τους τον
Ησίοδο, στον οποίο καταλογίζει ότι, αντί να καταφύγει σε αποδείξεις καθολικής
αποδοχής, επικαλείται παραδόσεις από τον
στενό του περίγυρο, και χρησιμοποιεί άφθονες
λεπτομέρειες μυθολογικού περιεχομένου χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Εξύμνηση της θεολογίας, δυσφήμιση των θεολόγων· ταυτιζόμενη με την πρώτη
επιστήμη, η θεολογία αποτελεί υπόθεση του φιλοσόφου. Εκ πρώτης όψεως η
παρατήρηση αυτή αναγγέλλει μιαν εντελώς διαφορετική προοπτική από την σημερινή
αντίληψη, που κυριαρχείται από τις ιδέες του προσωπικού Θεού και της εξ
αποκαλύψεως θρησκείας. Αλλά όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Θεός του Αριστοτέλη
κάθε άλλο παρά περιορίζεται σε μια έννοια. Στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος δεν
εκφράζει τις θεολογικές απόψεις του με ένα συγκεκριμένο τρόπο, αλλά με πολλούς·
αδυνατώντας να τους προσεγγίζουμε όλους, επιλέξαμε να εξετάσουμε διαδοχικά
τέσσερις απ’ αυτούς, οι οποίοι περιέχονται σε αντίστοιχα έργα, που απ’ όσο
γνωρίζουμε έχουν παραχθεί σε διαφορετικές εποχές. Κάθε μια απ’ αυτές τις
συνεισφορές του Αριστοτέλη ως θεολόγου, έχει την δική της ιδιαιτερότητα, την
οποία θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε· θα πρέπει στη συνέχεια να ερευνήσουμε
αν, όπως φαίνεται, αντιπροσωπεύουν αντίστοιχες παραλλαγές, ή εάν οι
φαινομενικές διαφορές καλύπτουν απλώς βαθύτερες ομοιότητες.
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ
ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ
Ι. Περί
Ουρανού, Ι-ΙΙ
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη το κύριο
μέρος των δύο πρώτων βιβλίων του Περί
Ουρανού ανάγεται σε παλαιά χρονολόγηση του λογοτεχνικού έργου του
Αριστοτέλη, που συμπίπτει με τον διάλογο Περί
φιλοσοφίας. Γεγονός που εξηγεί τις αξιοσημείωτες ομοιότητες των δύο
κειμένων ως προς το θεολογικό τους περιεχόμενο. Οπωσδήποτε στην πραγματεία δεν
επαναλαμβάνονται όλες οι απόψεις του διαλόγου· όπως για παράδειγμα η πίστη στην
θεότητα του κόσμου, που φαίνεται να αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα της
θεολογίας του Περί φιλοσοφίας, δεν
αναφέρεται καθόλου στο Περί ουρανού, ενώ σε άλλα κείμενα του αριστοτελικού corpus υπάρχουν
ενδείξεις που δεν συμφωνούν με αυτή τη θεωρία. Κάποια άλλα θεολογικά δόγματα
όμως του διαλόγου, όπως θα δούμε, περιλαμβάνονται και στο Περί ουρανού.
Στο βαθμό που μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε,
τα δύο πρώτα βιβλία αυτού του έργου αποδίδουν την θεία ιδιότητα σε τρία είδη
υποστάσεων:
1) Πρώτα στον ουρανό και τα άστρα. Ο
Αριστοτέλης εμπνέεται από τις πεποιθήσεις της παράδοσης σύμφωνα με τις οποίες
κάτι θείο (τί… θεῖον) υπάρχει στα
όντα των οποίων η κίνηση περιβάλει όλες τις υπόλοιπες κινήσεις· οι Αρχαίοι
είχαν επίσης εκχωρήσει στους θεούς τον ουρανό και το άνω τόπο (Τόν δ’ οὐρανόν καί τόν ἂνω τόπον οἱ μέν ἀρχαῖοι
τοῖς θεοῖς ἀπένειμαν)· στο ίδιο πνεύμα, ο φιλόσοφος προσθέτει ότι ο ουρανός
αγνοεί όλες τις δυστυχίες των θνητών (ἀπαθής
πάσης θνητῆς δυσχερείας), όπως η κοπιώδης προσπάθεια (ἐπίπονον) που εμποδίζει την συμμετοχή στην απόλαυση (διαθέσεως τῆς ἀρίστης ἂμοιρον)· η ψυχή
του δεν υπάγεται σε κανένα περιορισμό που θα την εμπόδιζε να διάγει την
απαλλαγμένη από λύπη και γεμάτη ευδαιμονία ζωή (ζωήν ἂλυπόν καί μακαρίαν)
που της ανήκει, θα της στερούσε κάθε είδους ασχολία και νοητική ικανοποίηση (ἂσχολον εἶναι καί πάσης ἀπηλλαγμένην
ραστώνης ἔμφρωνος), μέχρι και την ανάπαυση που προσφέρει ο ύπνος· ο
Αριστοτέλης ολοκληρώνει αυτό το κεφάλαιο για την θεία ζωή του ουρανού
υπογραμμίζοντας ότι μόνο η θεωρία του για την ουράνια κίνηση συμφωνεί
απόλυτα με το θρησκευτικό αίσθημα περί
του Θεού (τῇ μαντείᾳ τῇ περί τόν θεόν)
(ΙΙ, Ι, 284a 2 – b 5). Ένας ακόμη
συλλογισμός του θεωρεί ως δεδομένο ότι ο ουρανός είναι ένα θείο σώμα, σῶμα …τι θεῖον: επειδή ενέργεια του
Θεού είναι η αθανασία, δηλαδή η αιώνια ζωή (ζωή ἀϊδιος), στο Θεό ανήκει αναγκαία η αιώνια κίνηση (ἀναγκη τῷ κίνησιν ἀϊδιον ὑπάρχειν)·ο
ουρανός έχει επομένως θεία φυση ( ὁ οὐρανός
τοιοῦτος), και γι’ αυτό το σώμα του κινείται κυκλικά χωρίς στάση (ΙΙ, 3,
286 a 9-12). Αλλού τέλος αναφέρει ότι τα (σταθερά)
άστρα αποκαλούνται θεῖα σώματα ( ΙΙ
12, 292b 31-32).
Σ’ αυτές τις εξαγγελίες αστρικής θεολογία οι ιστορικοί αναγνώρισαν
συχνά, και δικαίως, την παρουσία πλατωνικών χαρακτηριστικών, όπως για
παράδειγμα στον αέναο σώφρονα βίο, που είναι προνόμιο της ψυχής του κόσμου, ή
στην σχέση ανάμεσα στην αθανασία και την ακατάπαυστη κίνηση. Η πλατωνική αυτή
έμπνευση περί της θεότητας του ουρανού και των άστρων, που υπήρξε όντως ένα
δεδομένο στο Περί φιλοσοφίας, οδήγησε
στην γενική διαπίστωση ότι το σημαντικότερο από τα κείμενα του Περί ουρανού, που μόλις εξετάσαμε,
αποτελεί δάνειο του Αριστοτέλη από τον διάλογό του. Ας σημειώσουμε τέλος ότι σε
αντίθεση με την καθαρά συμπαντική θεολογία, η οποία φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε
μετά το Περί φιλοσοφίας, η αστρική
αυτή θεολογία συνεχίζεται, και όχι μόνο στο Περί
ουρανού, αλλά με πιο ήπιες μορφές, και σε πολλά έργα του corpus, στα οποία ο ουρανός και τα άστρα αναφέρονται συχνά ως θεῖα, θειότερα ή θειότατα
2) Αλλά η θεία ιδιότητα του ουρανού και των
άστρων δεν οφείλεται τόσο στην ατομική τους οντότητα όσο στην ουσία από την
οποία αποτελούνται. Το 1ο βιβλίο του Περί ουρανού βεβαιώνει τον θείο χαρακτήρα της ουσίας καθαυτής:
διαφορετική από όλες τις ουσίες του κόσμου μας, τις ξεπερνά σε υπεροχή όπως και
σε θειότητα (θειοτέρα) (Ι, 2, 269a
30-32). Όπως και αλλού, και σ’ αυτό εδώ το σημείο, ο Αριστοτέλης επικαλείται
την κοινή άποψη περί των θεών (περί θεῶν
ὑπόληψιν): τόσο οι βάρβαροι όσο και οι Έλληνες, που πιστεύουν στους θεούς,
τους τοποθετούν στον ανώτατον τόπον (πάντες
τόν ἀνωτάτω τῷ θείῳ τόπον ἀποδιδόασι)· εάν λοιπόν υπάρχει κάποιο θείο όν,
το οποίο όντως υπάρχει, τούτο
αποδεικνύει και την ορθότητα όσων ελέχθησαν περί της πρώτης ουσίας των σωμάτων
(Εἴπερ οὖν ἔστι τι θεῖον, ὣσπερ ἔστι,
καί τά νῦν εἰρημένα περί τῆς πρώτης οὐσίας τῶν σωμάτων εἴρηται καλῶς) (Ι,
3, 270 4-11). Πρόκειται για έναν έμμεσο τρόπο απόδειξης της στενής συγγένειας
ανάμεσα στο πρώτο σώμα και στο θείο. Σε άλλο σημείο ο Αριστοτέλης διατυπώνει
την ίδια θεωρία σχετικά με το πρώτο σώμα, όπως συναντάται στην τελευταία σφαίρα
του σύμπαντος (την σφαίρα των σταθερών αντικειμένων): εκεί, στον χώρο που συνήθως
αποκαλούμε «ουρανό», διαμένει κάθε θεότητα (ἐν ᾧ καί τό θεῖον πᾶν ἱδρῦσθαί φαμεν) (Ι, 9, 278b
11-15). Στη συνέχεια ο φιλόσοφος προσεγγίζει το πέραν αυτής της έσχατης σφαίρας
(ἔξω τῆς ἐσχάτης περιφορᾶς) για να
καταλήξει ότι εκεί δεν μπορεί να υπάρξει κανένα σώμα, ούτε τόπος, ούτε κενό,
ούτε χρόνος (278b 25 – 279 ως 18)· υπάρχουν όμως όντα (τἀκεῖ), που δεν υπόκεινται στον τόπο,
στον χρόνο, στην φθορά, στην αλλαγή· αναλλοίωτα και απαθή, απολαμβάνοντας την
άριστη και πλέον αυτάρκη ζωή, διασχίζουν
την αιωνιότητα (ἀναλλοίωτα και ἀπαθῆ τήν
ἀρίστην ἔχοντα ζωήν καί τήν αὐταρκεστάτην διατελεῖ τόν ἂπαντα αἰῶνα), η
οποία εκφράζει την διάρκεια του ουρανού, που είναι θεῖος και κατά θείον τρόπο (θείως)
αποκαλούμενος· εξ αυτού εξαρτώντα η ύπαρξη και η ζωή, για τα υπόλοιπα όντα (Ὃθεν καί τοῖς ἂλλοις ἐξήρτηται… τό εἶναί τε
καί ζῆν)· το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε θεολογικό πλαίσιο αποδεικνύεται από
το ότι ο Αριστοτέλης καταλήγει επικαλούμενος τα φιλοσοφικά του έργα που
σχετίζονται με τα θεία όντα (ἐν τοῖς
εγκυκλίοις φιλοσοφήμασι περί τά θεῖα): στα έργα αυτά αποδεικνύει επίσης ότι
το θείο στοιχείο πρέπει να είναι αναλλοίωτο, ακίνητο, χωρίς σφάλμα, πλήρες
τελειότητος, ωθούμενο από μια αταλάντευτη κίνηση· μια επιπλέον υπόδειξη δείχνει
ότι δεν πρόκειται για ένα κατώτερο όν, αλλά για τον ύψιστο Θεό: δεν υφίσταται
κανένα «θειότερο» ον από αυτόν, που είναι και η αιτία της ίδιας του της κίνησης
(279a 18 - 3). Ο
ιστορικοί αναλώθηκαν σε εικασίες σχετικά με την ταυτότητα αυτών των μυστηριωδών
υπάρξεων, που τοποθετούνται πάνω και από την πλέον εξωτερική περιφορά (ὑπέρ τήν ἐξωτάτω τεταγμένων φοράν, 279a
20)· η πλέον αληθοφανής ερμηνεία είναι ότι αυτά, παρότι ορίζονται με πληθυντικό
αριθμό, αντιπροσωπεύουν την αστρική ουσία η οποία συνιστά και την εξωτερική
επιφάνεια της σφαίρας των σταθερών· η ερμηνεία αυτή που ανταποκρίνεται σχεδόν
σε όλες τις απαιτήσεις του κειμένου, επιβεβαιώνεται
από δύο επιπλέον παρατηρήσεις: αφ’ ενός, αρκετά από τα χαρακτηριστικά που
αποδίδονται στα τἀκεῖ (ακινησία,
απάθεια, αναλλοίωτο και άφθαρτο), αναλογούν και στο πρώτο σώμα στο απόσπασμα Ι,
3, 270a 12b 4· αφ’ ετέρου αρκετές
δοξογραφικές μαρτυρίες, που ερεύνησε ο W. Theiler, αποδίδουν στον Αριστοτέλη
πίστη σε έναν Θεό ως την έσχατη εξωτερική ύπαρξη του ουρανού. Επομένως, η
δυσερμήνευτη σελίδα Ι, 9 του Περί ουρανού,
θα πρέπει να θεωρηθεί ως απόδειξη της προσχώρησης του φιλοσόφου στην θεότητα
του πρώτου σώματος, ή όπως συχνά το αποκαλεί, του αιθέρα.
Σε σχέση με την θεολογία του αιθέρα θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε αυτά
που έχουμε πει για την αστρική θεολογία. Στα κείμενα που την αφορούν, υπάρχουν
πολλαπλές ενθυμίσεις από τον Πλάτωνα. Εξ άλλου το Περί ουρανού δε καινοτομεί σ’ αυτό το σημείο, διότι ή θεωρία έχει
ήδη προταθεί στο Περί φιλοσοφίας· και
ίσως όντως αυτός ο διάλογος να είχε επιλεγεί από τον Αριστοτέλη για να
αντιπροσωπεύσει τα καθαυτό ἐγκύκλια
φιλοσοφήματα περί τά θεῖα. Σε ό,τι αφορά την διάσωση αυτής της τοποθέτησης
στο αριστοτελικό corpus, θα πρέπει να αρκεστούμε σε ένα απόσπασμα
των Μετεωρολογικών, και κάποιες
νύξεις στη αρχή του Περί ουρανού,
καθώς και στην λαϊκή παράδοση σύμφωνα με την οποία ένα σώμα που βρίσκεται σε
αέναη κίνηση όπως ο αιθέρας θα πρέπει να έχει θεία φύση.
3) Όταν όμως στο Περί ουρανού ΙΙ,
12, εισάγεται η αναγνώριση κάποιας θειοτάτης ἀρχής, (292b 22), δεν
πρόκειται πλέον για τον αιθέρα· διότι αυτή η αρχή θεωρείται ακίνητη και
διακριτή από τον πρώτο ουρανό: κατέχοντας την ύψιστη τελειότητα, θεωρείται
εξέχουσα και ανεξάρτητη από κάθε κίνηση (τῷ
μέν ἂριστα ἔχοντι ὑπάρχειν τό εὖ ἂνευ πράξεως, 292a 22-23), σε
αντίθεση με τα άστρα που ασκούν μια πράξη
(b I)· και πώς θα είχε ανάγκη
από κάποια πράξη, αφού είναι αυτή η ίδια το τέλος της (σκοπός), ενώ η πράξη
απαιτεί την διττότητα του σκοπού, και του όντος του οποίου είναι ο σκοπός
(4,6). Αυτή η ακίνητη, τελεολογική και υπερβατική σύλληψη της θεότητας μας
παραπέμπει στο ακίνητο Κινούν· και είναι οπωσδήποτε καθαρά διακριτή από τους προηγούμενους
θεολογικούς προσανατολισμούς.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου