π. Νικόλαος
Λουδοβίκος
Αναλογική
Έκσταση: Μάξιμος ο Ομολογητής, Πλωτίνος, Χάιντεγκερ και Λακάν
Η έννοια της
έκστασης αποτελεί ένα από τα σημεία γύρω από τα οποία η Δυτική σκέψη συνεχώς έλκεται.
Η Δυτική φιλοσοφική σκέψη μπορεί πιθανώς να αναφέρεται ως μια σκέψη σχετικά με
την έκσταση, με την έννοια ότι η έκσταση αποτελεί το πρόδηλο ή τον κρυφό πυρήνα
της υπερβατικής σημασίας ή αναφοράς, σχηματίζοντας ακριβώς την οντολογική
ταυτότητα των όντων. Όπως εύστοχα έδειξε ο Charles Taylor, αυτή η υπερβατική
αναφορά έχει αμφισβητηθεί στη σύγχρονη εποχή, εγκαινιάζοντας έτσι μια εποχή
εκκοσμίκευσης. Ωστόσο, όπως αποδεικνύει σαφώς η σύγχρονη ψυχανάλυση και όπως θα
δούμε στην τελευταία ενότητα αυτού του άρθρου, η εκστατική αναφορά και έξοδος
αποτελούν ένα ουσιαστικό μέρος της ανθρώπινης ψυχής.
1. Η
αναλογική έκσταση του Μάξιμου του Ομολογητή
Με ποια
έννοια είναι η έκσταση αναλογική για τον Μάξιμο τον Ομολογητή; Γράφει τα εξής:
«Έτσι, το
θεϊκό, το οποίο είναι εντελώς αμετάβλητο/ακίνητο στην ουσία και τη φύση του,
είναι άπειρο, άσχετο και απεριόριστο, λέγεται ότι είναι σε κίνηση, καθώς μια ενυπάρχουσα
επιστημονική αρχή στην ουσία των πραγμάτων, όταν από την Πρόνοια Του μετακινεί
κάθε πράγμα που υπάρχει σύμφωνα με τον λόγο με το οποίο κινείται φυσικά»
(Ambigua, PG 91: 1260B). Αρχαίο κείμενο: «οὕτω καί τό Θεῖον ἀκίνητον πάντη καθ᾿
οὐσίαν καί φύσιν ὑπάρχον, ὡς ἄπειρον καί ἄσχετον καί ἀόριστον, οἱονεί τις ἐπιστημονικός
λόγος ἐνυπάρχων ταῖς τῶν ὄντων οὐσίαις λέγεται κινεῖσθαι, τῷ κινεῖν προνοητικῶς
ἕκαστον τῶν ὄντων καθ᾿ ὅν κινεῖσθαι πέφυκε λόγον, καί ὡς αἴτιον πάντα τά
κατηγορούμενα κατά τῶν ὧν ἐστιν αἴτιον ἀπαθῶς ἀναδεχόμενον». (Περί διαφόρων
αποριών, PG 91: 1260B).
Αυτή η
ακινησία της άκτιστης φύσης του Θεού δεν έρχεται σε σύγκρουση με την προσωπική
Του, βούληση, και ερωτική σχέση με τα κτιστά πράγματα, κάτι που είναι σχέση όχι
της ουσίας αλλά του εκστατικού λόγου/θέλησης/ενέργειας. Ο κύριος συνεισφέρων σε
αυτό το θέμα είναι ο Αρεοπαγίτης, ο οποίος συνεχίζει να αποκαλεί αυτόν τον
δυναμισμό από την πλευρά του Θεού μια κίνηση «έξω από Αυτόν», μια «εκστατική,
υπερούσια δύναμη». Σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη, αυτή η «έκσταση» εκ μέρους του
Θεού του δίνει τη δυνατότητα να κληθεί όχι μόνο «έρως και αγαπημένος» αλλά και
«έντονος έρως και αγάπη». (Περί θείων Ονομάτων, IV.13, PG 3: 712AB):
«Πρέπει να
τολμήσουμε να πούμε για χάρη της αλήθειας και το εξής: ότι και ο ίδιος o αίτιος
των πάντων, με τον ωραίο και αγαθό έρωτα των πάντων, από υπερβολή της ερωτικής
αγαθότητας, εξέρχεται από τον εαυτό του με την πρόνοιά του για όλα τα όντα, και
κατά κάποιο τρόπο θέλγεται από αγαθότητα, αγάπη και έρωτα. Και από το να είναι
υπεράνω όλων και να υπερέχει συντριπτικά απ' όλα κατέρχεται στην κατάστασή του
να είναι μέσα σε όλα, σύμφωνα με μια υπερούσια εκστατική δύναμη, που όμως δεν τον
μετακινεί από τον εαυτό του».
Ο Μάξιμος
ξεκινά υιοθετώντας αυτήν την Αρεοπαγιτική θέση, ίσως, στο μεγαλύτερο ουσιαστικό
κείμενο που μας έχει δώσει σχετικά με το θέμα:
«Ὥς μέν ἔρως
ὑπάρχον τό Θεῖον καί ἀγάπη κινεῖται, ὡς δέ ἐραστόν καί ἀγαπητόν κινεῖ πρός ἑαυτό
πάντα τά ἔρωτος καί ἀγάπης δεκτικά· καί τρανότερον αὖθις φάναι· Κινεῖται μέν ὡς
σχέσιν ἐμποιοῦν ἐνδιάθετον ἔρωτος καί ἀγάπης τοῖς τούτων δεκτικοῖς, κινεῖ δέ ὡς
ἑλκτικόν φύσει τῆς τῶν ἐπ᾿ αὐτῷ κινουμένων ἐφέσεως· καί πάλιν· Κινεῖ καί κινεῖται,
ὡς διψῶν τό διψᾶσθαι, καί ἐρῶν τό ἐρᾶσθαι, καί ἀγαπῶν τό ἀγαπᾶσθαι» (Περί
διαφόρων αποριών, PG 91: 1260C).
Αυτή η αγαπητική
κίνηση του Θεού ως μια εκστατική προσφορά τού εαυτού του στη δημιουργία είναι
τέτοια ώστε, ως δεύτερο βήμα, «πλησιάζει προς τα πάνω», επιδιώκοντας μια
αμοιβαία σχέση με έρωτα και αγάπη με «εκείνα που δέχονται αυτά τα
[συναισθήματα]». Είναι μια κίνηση θεϊκής επιθυμίας, που φιλοδοξεί επίσης να
μετακινήσει την επιθυμία των ανθρώπων προς τον Επιθυμητό. Όπως λέει ο Μάξιμος, προσθέτοντας
τη δική του συνεισφορά στο Αρεοπαγιτικό κείμενο, αποτελεί έκφραση της εκστατικής
αγάπης του Θεού, η οποία γίνεται πραγματική για την ανθρωπότητα μέσω της μίμησης
της επιθυμίας Του να αγαπηθεί και να γίνει αντικείμενο δίψας. Έτσι, σύμφωνα με
τον Ομολογητή, το θείο κινείται εκστατικά μέσα σε λογικά όντα και, ταυτόχρονα,
κινεί τα όντα μέσω των εσωτερικών τους αρχών. Είναι αυτή η αρχική εκστατική και
αγαπητική κίνηση/ενέργεια του Θεού που στη συνέχεια διεγείρει, σε αμοιβαιότητα,
την αγαπημένη έκ-στασις/συν-έργεια των λογικώς όντων προς αυτόν. «Τους τραβάει
στον εαυτό του και τους μετακινεί σε πνευματική ερωτική ένωση, και παράγει
κίνηση στο ότι κινεί το καθένα (από τα δημιουργήματά Του) μέσω των δικών του λόγων
για να επιστρέψει σε Αυτόν». (Σχολιασμός στο Περί θείων Ονομάτων, PG 4: 265D). O Λόγος είναι μια αναλογία ;;;;συμμετοχής
για τον Μάξιμο, που προσφέρεται από τον Θεό σε καθένα από τα δημιουργήματά Του.
Ο Μάξιμος ακολουθεί και πάλι τον Αρεοπαγίτη εδώ, αλλά το κάνει με τον δικό του
τρόπο (CH 292B-293A;DN
824C; CH 165A; DN 700D-701A). Υπό αυτήν την έννοια, ο λόγος είναι του Θεού ο αναλογικός,
θεϊκός τρόπος για να προσφέρει εκστατικά τον εαυτό του με διαφορετικούς τρόπους
και σε διαφορετικά επίπεδα/τάξεις/βαθμίδες στη δημιουργία, ως μια διαρκώς
διαφορετική πρόταση/πρόσκληση για συμμετοχή: ως εκ τούτου, προκαλεί την
εκστατική ανύψωση των όντων σύμφωνα με τη δική τους αναλογία, δηλαδή ικανότητα για συμμετοχή. Αυτό είναι που ονομάζει ο Αρεοπαγίτης συνεργία: «κάθε είδους ιεραρχική
τάξη ανυψώνεται προς τη θεϊκή συνέργεια σύμφωνα με τη δική της αναλογία» (CH 168Α).
Έτσι, βλέπουμε ότι υπάρχει μια ορισμένη αναλογική αμοιβαιότητα της εκ-στατικής αγάπης μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Οι θεϊκοί λόγοι αντιπροσωπεύουν την αναλογική, ενεργητική, ερωτική έκστασις του Θεού προς τον άνθρωπο;;;;. Ταυτόχρονα, οι λόγοι/ενέργειες επιτρέπουν την ανταπόκριση του ανθρώπου, προκαλώντας ένα ορθολογικό ον να γίνει επίσης αναλογικά/συνεργικά εκ-στατικό σε αυτό που ανταποκρίνεται στην αγάπη του Θεού με το να αγαπηθεί με την πλήρη προσκόλλησή του «στον Θεό μόνο μέσα σε μία Εκ-στάση έντονου έρωτα/λαχτάρας». (Centuries on Theology, 1.39, PG 90: 1097C). Κατ 'αρχήν, αυτό συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό της φυσικής δύναμης και επιθυμίας του ανθρώπου. Η επιθυμία αλλάζει από τη στοχαστική διάνοια (θεωρητικό νου) σε «απαράμιλλη ηδονή του θεϊκού έρωτα και άχραντη θέλξη», και η φυσική εντατική δύναμη (θυμός) μετατρέπεται «σε πνευματική οξύτητα, έντονη διαρκή κίνηση και σώφρονα μανία». (Προς Θαλάσσιο, PG 90: 548 CD). Αρχαίο κείμενο «καθ᾿ ἥν γενόμενος ὁ θεωρητικός νοῦς, ἐλευθέρους ποιεῖται τόν τε θυμόν καί τήν ἐπιθυμίαν· τήν μέν, πρός τήν ἀκήρατον τοῦ θείου ἔρωτος ἡδονήν, καί τήν ἄχραντον θέλξιν μετασκευάζων· τόν δέ, πρός ζέσιν πνευματικήν καί διάπυρον ἀεικινησίαν καί σώφρονα μανίαν μεταβιβάζων».
Αυτή η σώφρονα μανία ή εκ-στασις είναι μια κατάσταση που βιώνει το όλο είναι: σε καμία περίπτωση δεν είναι αποκλειστικά πνευματική κατασκευή. Είναι έρωτας. Εδώ είναι το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Ἂν τό νοερό νοεῖ…ὁπωσδήποτε καί ἀγαπᾶ αὐτό πού νόησε. Ἂν ἀγαπᾶ πάσχει καί τήν ἒκσταση πρός τό ἐραστό. Τότε ὃμως καί σπεύδει. Ἂν σπεύδει δυναμώνει μέ σφοδρότητα τήν κίνηση μέχρις ὃτου βρεθεῖ ὃλο μέσα σ’ὃλο τό ἐραστό καί περιληφθεῖ ὃλο σέ ὃλο ἐκεῖνο θεληματικά καί δεχθεῖ αὐτοπροαίρετα αὐτόν τόν σωτήριο περιορισμό, γιά νά γίνει ὃλο τῆς ἲδιας ποιότητας μέ ὃλο ἐκεῖνο πού τό περιορίζει, ὣστε στό ἑξῆς νά μή θέλει διόλου νά μπορεῖ νά γνωρίζεται τό ἲδιο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἀπό ἐκεῖνο πού τό περιορίζει».
«Εἰ δέ κινεῖται ἀναλόγως ἑαυτῷ νοερῶς τό νοερόν, καί νοεῖ πάντως· εἰ δέ νοεῖ, καί ἐρᾷ πάντως τοῦ νοηθέντος· εἰ δ᾿ ἐρᾷ, καί πάσχει πάντως τήν πρός αὐτό ὡς ἐραστόν ἔκστασιν· εἰ δέ πάσχει, δηλονότι καί ἐπείγεται· εἰ δέ ἐπείγεται, καί ἐπιτείνει πάντως τό σφοδρόν τῆς κινήσεως· εἰ δέ ἐπιτείνει σφοδρῶς τήν κίνησιν, οὐχ ἵσταται μέχρις ἄν γένηται ὅλον ἐν τῷ ἐραστῷ ὅλῳ καί ὑφ᾿ ὅλου περιληφθῇ» (Περί διαφόρων αποριών, PG 91: 1073CD).
Αυτή η κίνηση της διάνοιας;;; (του νου) οδηγεί σε έρωτα, που με τη σειρά του προκαλούν πλήρη, υπαρξιακή εκ-στάσις προς το αντικείμενο της επιθυμίας του. Η εμπειρία της εκ-στάσις αναγκάζει την κίνηση να είναι επείγουσα και αδιάκοπη έως ότου τελικά ο εραστής και ο αγαπημένος εναγκαλιστούν. Η αναλογική εκ-στάσις είναι το όχημα του αμοιβαίου έρωτα.
Όπως επιβεβαιώνει ο Μάξιμος, είναι ο ερωτικός δυναμισμός του όλου ενός λογικού όντος, της αμοιβαίας, αναλογικής κίνησης προς την αναλογική εκστατική αγάπη του Θεού, μια αναλογική εκστατική συνέργεια ή συν-ενέργεια, το οποίο τελικά οδηγεί ένα ον να αναλάβει την ποιότητα του αγαπημένου του. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος δείχνει ότι δεν θέλει πλέον να γνωρίζει τον εαυτό του μόνο, αλλά μάλλον επιθυμεί να είναι γνωστός από τον αγαπημένο στον οποίο περιέχεται τότε, «οριοθετημένος», καθώς ο αέρας περιέχεται μέσα στο φως ή ο σίδηρος μέσα στη φωτιά. Σε τελική ανάλυση, είναι ο ίδιος ο Θεός που πρώτα επιθυμεί να γίνει γνωστός, όχι μόνο ως Θεός αλλά και ως «Υιός του Ανθρώπου». Αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη εκδήλωση της αμοιβαίας αναλογικής έκστασης του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός, καθώς αντιπροσωπεύει την οντολογική ολοκλήρωση αυτής της διαλογικής/αναλογικής εκστατικής συνέργειας εκτός της αμοιβαίας αγάπης μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Έτσι, η εικόνα συμμορφώνεται με το πρωτότυπό της μέσω αυτού της αναλογικής, αμοιβαίας, διαλογικής, και συνεργικής έκστασις προς τον Έναν που εξέφρασε για πρώτη φορά την αγάπη για το κτιστό. Ως έκσταση, δεν έχει πουθενά αλλού, ούτε μπορεί να κινηθεί πουθενά αλλού ή, προτιμότερα, δεν θα επιθυμούσε καν να κατευθυνθεί αλλού από τότε που ήταν ήδη θεοποιημένη, μοναδική και αιώνια στον Χριστό. Στο τέλος, υπάρχει «μόνο μία ενέργεια [λειτουργούσα] μέσα σε όλα τα πράγματα, αυτά του Θεού και εκείνων που αξίζουν τον Θεό – ή προτιμότερα, αυτό μόνο του Θεού, αφού σύμφωνα με την καλοσύνη Του έχει εξ ολοκλήρου εισχωρήσει σε όλους εκείνους που αξίζουν» (PG 91: 1076C). Η αναλογική έκσταση, επομένως, οδηγεί σε μια τέλεια συν-ενέργεια, στην εκστατική αναλογική αγάπη του Θεού, που προσφέρει συμμετοχή μέσω του Χριστού στην άπειρη, θεϊκή, ευχάριστη και ακατανόητη γνώση των πραγμάτων και των θαυμάτων Του σε αντάλλαγμα για την εκστατική αναλογική ανταπόκριση του ανθρώπου (PG 91: 1077ΑΒ). Ως εκ τούτου, αυτή η αναλογικά εκστατική αγάπη «τραβάει» και «ενώνει» αυτούς, είτε ανθρώπινους είτε θεϊκούς, που έχουν κίνητρο από αυτή και φτάνουν στην τελική τελειότητα μέσα σ’ αυτή. Αυτή η αμοιβαία έλξη και ενοποίηση (ένωση), όταν επιτυγχάνεται από τους ανθρώπους στον Χριστό, εικονίζει την Τριαδική ενότητα του Θεού: η είναι εμπειρική γνώση της ενότητας-κοινωνίας της Αγίας Τριάδας (Περί διαφόρων αποριών, PG 91: 1193C-1196C). Η αναλογική έκστασις διευκολύνει τη γνώση μέσω της συμμετοχής του διαλογικού τρόπου ύπαρξης των οντοτήτων, της πραγματικά εκστατικής/διαλογικής τους ύπαρξης στην εικόνα της Τριάδας.
Στο παρελθόν, έχω χρησιμοποιήσει τέσσερις διαφορετικούς όρους σε τέσσερα διαφορετικά βιβλία μου για να περιγράψω την αναλογική έκσταση. Το πρώτο είναι η αμοιβαιότητα διαλόγου (1), η οποία αναφέρεται στην αναλογική έκσταση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, όπου η έκσταση πραγματοποιείται ως μη παθητικός διάλογος από την πλευρά του ανθρώπου μέσω των θεϊκών λογών ως θεϊκών οντολογικών προτάσεων, αφενός, και ανθρωπογενείς λογο-αποκρίσεις, αφετέρου αυτό είναι μια διαλογική αμοιβαιότητα στην οποία συζητείται ο τελικός τρόπος ύπαρξης πραγμάτων μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Ο δεύτερος όρος είναι η δι-υποστατική συν-ενέργεια (2), η οποία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η αναλογική έκσταση γενικά μεταξύ λογικών όντων, ως αμοιβαία, μια βήμα προς βήμα υποστατική ενεργοποίηση των φυσικών τους ενεργειών. Ο τρίτος όρος είναι η intra-inter-co-being [ένδο-έσω-συν-ύπαρξη](3), η οποία περιγράφει την αναλογική έκσταση ως εσωτερικό συμβάν μέσα στον άνθρωπο, μια έκφραση που σχηματίζεται σε διάλογο με τη σύγχρονη ψυχολογία βάθους. Ο τέταρτος και τελευταίος όρος είναι η βούληση στην ομοουσιότητα (will to consubstantiality) (4), η οποία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το πνευματικό κατόρθωμα μπορεί να συλληφθεί με ανθρωπολογικούς όρους. Θα έχουμε την ευκαιρία για να συζητήσουμε εν συντομία αυτούς τους όρους στο τέλος αυτού του άρθρου.
(Συνεχίζεται)Έτσι, βλέπουμε ότι υπάρχει μια ορισμένη αναλογική αμοιβαιότητα της εκ-στατικής αγάπης μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Οι θεϊκοί λόγοι αντιπροσωπεύουν την αναλογική, ενεργητική, ερωτική έκστασις του Θεού προς τον άνθρωπο;;;;. Ταυτόχρονα, οι λόγοι/ενέργειες επιτρέπουν την ανταπόκριση του ανθρώπου, προκαλώντας ένα ορθολογικό ον να γίνει επίσης αναλογικά/συνεργικά εκ-στατικό σε αυτό που ανταποκρίνεται στην αγάπη του Θεού με το να αγαπηθεί με την πλήρη προσκόλλησή του «στον Θεό μόνο μέσα σε μία Εκ-στάση έντονου έρωτα/λαχτάρας». (Centuries on Theology, 1.39, PG 90: 1097C). Κατ 'αρχήν, αυτό συνεπάγεται έναν μετασχηματισμό της φυσικής δύναμης και επιθυμίας του ανθρώπου. Η επιθυμία αλλάζει από τη στοχαστική διάνοια (θεωρητικό νου) σε «απαράμιλλη ηδονή του θεϊκού έρωτα και άχραντη θέλξη», και η φυσική εντατική δύναμη (θυμός) μετατρέπεται «σε πνευματική οξύτητα, έντονη διαρκή κίνηση και σώφρονα μανία». (Προς Θαλάσσιο, PG 90: 548 CD). Αρχαίο κείμενο «καθ᾿ ἥν γενόμενος ὁ θεωρητικός νοῦς, ἐλευθέρους ποιεῖται τόν τε θυμόν καί τήν ἐπιθυμίαν· τήν μέν, πρός τήν ἀκήρατον τοῦ θείου ἔρωτος ἡδονήν, καί τήν ἄχραντον θέλξιν μετασκευάζων· τόν δέ, πρός ζέσιν πνευματικήν καί διάπυρον ἀεικινησίαν καί σώφρονα μανίαν μεταβιβάζων».
Αυτή η σώφρονα μανία ή εκ-στασις είναι μια κατάσταση που βιώνει το όλο είναι: σε καμία περίπτωση δεν είναι αποκλειστικά πνευματική κατασκευή. Είναι έρωτας. Εδώ είναι το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Ἂν τό νοερό νοεῖ…ὁπωσδήποτε καί ἀγαπᾶ αὐτό πού νόησε. Ἂν ἀγαπᾶ πάσχει καί τήν ἒκσταση πρός τό ἐραστό. Τότε ὃμως καί σπεύδει. Ἂν σπεύδει δυναμώνει μέ σφοδρότητα τήν κίνηση μέχρις ὃτου βρεθεῖ ὃλο μέσα σ’ὃλο τό ἐραστό καί περιληφθεῖ ὃλο σέ ὃλο ἐκεῖνο θεληματικά καί δεχθεῖ αὐτοπροαίρετα αὐτόν τόν σωτήριο περιορισμό, γιά νά γίνει ὃλο τῆς ἲδιας ποιότητας μέ ὃλο ἐκεῖνο πού τό περιορίζει, ὣστε στό ἑξῆς νά μή θέλει διόλου νά μπορεῖ νά γνωρίζεται τό ἲδιο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἀπό ἐκεῖνο πού τό περιορίζει».
«Εἰ δέ κινεῖται ἀναλόγως ἑαυτῷ νοερῶς τό νοερόν, καί νοεῖ πάντως· εἰ δέ νοεῖ, καί ἐρᾷ πάντως τοῦ νοηθέντος· εἰ δ᾿ ἐρᾷ, καί πάσχει πάντως τήν πρός αὐτό ὡς ἐραστόν ἔκστασιν· εἰ δέ πάσχει, δηλονότι καί ἐπείγεται· εἰ δέ ἐπείγεται, καί ἐπιτείνει πάντως τό σφοδρόν τῆς κινήσεως· εἰ δέ ἐπιτείνει σφοδρῶς τήν κίνησιν, οὐχ ἵσταται μέχρις ἄν γένηται ὅλον ἐν τῷ ἐραστῷ ὅλῳ καί ὑφ᾿ ὅλου περιληφθῇ» (Περί διαφόρων αποριών, PG 91: 1073CD).
Αυτή η κίνηση της διάνοιας;;; (του νου) οδηγεί σε έρωτα, που με τη σειρά του προκαλούν πλήρη, υπαρξιακή εκ-στάσις προς το αντικείμενο της επιθυμίας του. Η εμπειρία της εκ-στάσις αναγκάζει την κίνηση να είναι επείγουσα και αδιάκοπη έως ότου τελικά ο εραστής και ο αγαπημένος εναγκαλιστούν. Η αναλογική εκ-στάσις είναι το όχημα του αμοιβαίου έρωτα.
Όπως επιβεβαιώνει ο Μάξιμος, είναι ο ερωτικός δυναμισμός του όλου ενός λογικού όντος, της αμοιβαίας, αναλογικής κίνησης προς την αναλογική εκστατική αγάπη του Θεού, μια αναλογική εκστατική συνέργεια ή συν-ενέργεια, το οποίο τελικά οδηγεί ένα ον να αναλάβει την ποιότητα του αγαπημένου του. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος δείχνει ότι δεν θέλει πλέον να γνωρίζει τον εαυτό του μόνο, αλλά μάλλον επιθυμεί να είναι γνωστός από τον αγαπημένο στον οποίο περιέχεται τότε, «οριοθετημένος», καθώς ο αέρας περιέχεται μέσα στο φως ή ο σίδηρος μέσα στη φωτιά. Σε τελική ανάλυση, είναι ο ίδιος ο Θεός που πρώτα επιθυμεί να γίνει γνωστός, όχι μόνο ως Θεός αλλά και ως «Υιός του Ανθρώπου». Αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη εκδήλωση της αμοιβαίας αναλογικής έκστασης του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός, καθώς αντιπροσωπεύει την οντολογική ολοκλήρωση αυτής της διαλογικής/αναλογικής εκστατικής συνέργειας εκτός της αμοιβαίας αγάπης μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Έτσι, η εικόνα συμμορφώνεται με το πρωτότυπό της μέσω αυτού της αναλογικής, αμοιβαίας, διαλογικής, και συνεργικής έκστασις προς τον Έναν που εξέφρασε για πρώτη φορά την αγάπη για το κτιστό. Ως έκσταση, δεν έχει πουθενά αλλού, ούτε μπορεί να κινηθεί πουθενά αλλού ή, προτιμότερα, δεν θα επιθυμούσε καν να κατευθυνθεί αλλού από τότε που ήταν ήδη θεοποιημένη, μοναδική και αιώνια στον Χριστό. Στο τέλος, υπάρχει «μόνο μία ενέργεια [λειτουργούσα] μέσα σε όλα τα πράγματα, αυτά του Θεού και εκείνων που αξίζουν τον Θεό – ή προτιμότερα, αυτό μόνο του Θεού, αφού σύμφωνα με την καλοσύνη Του έχει εξ ολοκλήρου εισχωρήσει σε όλους εκείνους που αξίζουν» (PG 91: 1076C). Η αναλογική έκσταση, επομένως, οδηγεί σε μια τέλεια συν-ενέργεια, στην εκστατική αναλογική αγάπη του Θεού, που προσφέρει συμμετοχή μέσω του Χριστού στην άπειρη, θεϊκή, ευχάριστη και ακατανόητη γνώση των πραγμάτων και των θαυμάτων Του σε αντάλλαγμα για την εκστατική αναλογική ανταπόκριση του ανθρώπου (PG 91: 1077ΑΒ). Ως εκ τούτου, αυτή η αναλογικά εκστατική αγάπη «τραβάει» και «ενώνει» αυτούς, είτε ανθρώπινους είτε θεϊκούς, που έχουν κίνητρο από αυτή και φτάνουν στην τελική τελειότητα μέσα σ’ αυτή. Αυτή η αμοιβαία έλξη και ενοποίηση (ένωση), όταν επιτυγχάνεται από τους ανθρώπους στον Χριστό, εικονίζει την Τριαδική ενότητα του Θεού: η είναι εμπειρική γνώση της ενότητας-κοινωνίας της Αγίας Τριάδας (Περί διαφόρων αποριών, PG 91: 1193C-1196C). Η αναλογική έκστασις διευκολύνει τη γνώση μέσω της συμμετοχής του διαλογικού τρόπου ύπαρξης των οντοτήτων, της πραγματικά εκστατικής/διαλογικής τους ύπαρξης στην εικόνα της Τριάδας.
Στο παρελθόν, έχω χρησιμοποιήσει τέσσερις διαφορετικούς όρους σε τέσσερα διαφορετικά βιβλία μου για να περιγράψω την αναλογική έκσταση. Το πρώτο είναι η αμοιβαιότητα διαλόγου (1), η οποία αναφέρεται στην αναλογική έκσταση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, όπου η έκσταση πραγματοποιείται ως μη παθητικός διάλογος από την πλευρά του ανθρώπου μέσω των θεϊκών λογών ως θεϊκών οντολογικών προτάσεων, αφενός, και ανθρωπογενείς λογο-αποκρίσεις, αφετέρου αυτό είναι μια διαλογική αμοιβαιότητα στην οποία συζητείται ο τελικός τρόπος ύπαρξης πραγμάτων μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Ο δεύτερος όρος είναι η δι-υποστατική συν-ενέργεια (2), η οποία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η αναλογική έκσταση γενικά μεταξύ λογικών όντων, ως αμοιβαία, μια βήμα προς βήμα υποστατική ενεργοποίηση των φυσικών τους ενεργειών. Ο τρίτος όρος είναι η intra-inter-co-being [ένδο-έσω-συν-ύπαρξη](3), η οποία περιγράφει την αναλογική έκσταση ως εσωτερικό συμβάν μέσα στον άνθρωπο, μια έκφραση που σχηματίζεται σε διάλογο με τη σύγχρονη ψυχολογία βάθους. Ο τέταρτος και τελευταίος όρος είναι η βούληση στην ομοουσιότητα (will to consubstantiality) (4), η οποία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το πνευματικό κατόρθωμα μπορεί να συλληφθεί με ανθρωπολογικούς όρους. Θα έχουμε την ευκαιρία για να συζητήσουμε εν συντομία αυτούς τους όρους στο τέλος αυτού του άρθρου.
4 σχόλια:
Χριστός Ανέστη. Θα ειναι πολυ ωφέλιμο για εμάς να μας ανοίξετε - με τον εις βάθος σχολιασμό σας - στον διάλογο, που πυροδοτεί το κείμενο, πάνω στο θέμα της αναλογίας.
Ευχαριστούμε
Βασίλης
Γιά τήν ώρα είναι απλό. Αναλόγως τού δοσίματος τού καθενός. Τού δοσίματος τής καρδίας. Καθώς ηδύναντο πού λέμε στό Θαβώρ. Θά δούμε όμως στήν συνέχεια.
Χριστός Ανέστη! Μπορείς Αμέθυστε λίγο να βοηθήσεις ποια είναι η σχέση των άκτιστων ενεργειών και των λόγων των όντων;
Σάν βάση μπορούμε νά δούμε τήν αρχή τού λόγου τών Στωικών οι οποίοι δίδασκαν ότι υπάρχει μιά αρχή ενεργητική καί δημιουργική μέσα στά όντα καί στό σύμπαν η οποία υποδέχεται, προσλαμβάνει τίς άκτιστες ενέργειες τής Πρόνοιας. Στήν αρχαία οπτική τό βλέπειν ήταν η συνάντηση δύο φώτων.
Δημοσίευση σχολίου