Κεφάλαιο 1ο.
Τὸ ἔμβρυο πρέπει νὰ γεννηθεῖ γιὰ νὰ ζήσει
Ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση στὸ Ἰωάν. 5, 24:
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.
(Σᾶς βεβαιώνω, πὼς ὅποιος δέχεται τὸν λόγο μου καὶ ἐμπιστεύεται αὐτὸν ποὺ μὲ ἀπέστειλε στὸν κόσμο [τὸν πατέρα μου] ἔχει τὴν ἀπεριόριστη ζωὴ [τὸ πλήρωμα, τὴν ὁλοκληρία τῆς ὕπαρξης] καὶ δὲν πρόκειται νὰ κριθεῖ, ἀλλὰ ἔχει κιόλας μεταβεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή.)
Πρόκειται, στὸ παραπάνω χωρίο, γιὰ ἀντιστροφὴ τοῦ νοήματος τῶν λέξεων, ὅπως τὶς ξέρουμε καὶ τὶς χρησιμοποιοῦμε.
Ξέρουμε τὴ ζωὴ ὡς ἐνεργούμενη παρουσία τῆς ἀτομικῆς (ὑλικῆς-σωματικῆς) ὑπόστασής μας. Αὐτὴ ἡ αἰσθητὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας ὀνομάζεται στὸ παραπάνω χωρίο θάνατος.
Ξέρουμε τὸν θάνατο ὡς τέλος-ἀπουσία-ἐξαφάνιση τῆς ἐνεργούμενης ἀτομικῆς (ὑλικῆς-σωματικῆς) ὑπόστασής μας. Αὐτὸς ὁ ἐκμηδενισμὸς τῆς ὕπαρξής μας ὡς αἰσθητῆς πραγματικότητας, ὀνομάζεται στὸ παραπάνω χωρίο ζωή.
Μὲ τὴν ἐκφραστικὴ τῶν νοηματικῶν εἰκόνων, ρωτᾶμε: Τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα ἑνὸς ἀνθρώπινου ἐμβρύου πῶς θὰ τὴν ὀνομάζαμε, ζωὴ ἢ θάνατο; Ἔχει τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο «δυνάμει» (σὲ προοπτικὲς ἀνάπτυξης) τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ζήσει, διαθέτει τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες γιὰ νὰ συστήσει ἐνεργὸ παρουσία ἀτομικῆς ὑπόστασης τοῦ ζῆν. Ὅμως ἀκόμα δὲν ζεῖ. Πρέπει νὰ «γεννηθεῖ» γιὰ νὰ ζήσει. Μὲ τὰ ρεαλιστικὰ δεδομένα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἐμβρύου εἴμαστε ἀπολύτως συνεπεῖς στὴ λογικὴ τῆς ἀνθρώπινης συν-εννόησης, ἂν ποῦμε ὅτι: μὲ τὴ γέννησή του τὸ ἔμβρυο «εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Οἱ δυνατότητες πιστοποιήσεων ποὺ διαθέτουν οἱ λεγόμενες «ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου» μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ γέννησή μας (ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μήτρας μὲ κοπὴ τοῦ ὀμφάλιου λώρου ποὺ μᾶς μετάγγιζε δάνεια ζωὴ ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα) εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ δοκιμασία (τραυματικὴ ἐμπειρία) καὶ ἀποτυπώνει ἴχνη στὸν ψυχισμό μας. Ὅμως, χωρὶς αὐτὴ τὴ δοκιμασία, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ δεδομένη (μὲ τὸν λῶρο καὶ τὸν πλακούντα) τροφικὴ ἐξάρτηση στὴν κατορθούμενη (μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ μητρικοῦ μαστοῦ) τροφικὴ σχέση, οὔτε τὸ ἔμβρυο θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει οὔτε θὰ συγκροτηθεῖ ποτὲ λογικὸ (κοινωνούμενης σχέσης) ὑποκείμενο.
Συνεχίζοντας τὴν ἐκφραστικὴ τῶν νοηματικῶν εἰκόνων μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι: τὸ ἔμβρυο ὑπάρχει σὲ συνθῆκες ἀχρονίας, ἐπειδὴ ὑφίσταται (ἢ βιώνει) μόνο τὸ συνεχὲς τῆς αὐξήσεως καὶ ὄχι κάποια συντελούμενη μετάβαση (καὶ μεταβολὴ) ἀπὸ τὸ πρότερον στὸ ὕστερον. Ὑπάρχει καὶ σὲ συνθῆκες ἀδιάστατου χώρου, γιατὶ βρίσκεται σὲ ἄμεση τροφικὴ (ζωτικὴ) ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας — δὲν ὑπάρχει τίποτε ἔναντι τοῦ ἐμβρύου. Ὑπάρχει, τέλος, τὸ ἔμβρυο καὶ σὲ συνθῆκες ἀφθαρσίας, ἀφοῦ ἔχει δεδομένη μόνο τὴ γιγνόμενη αὔξηση (χωρὶς παράλληλη φθίση).
Ἡ ἀχρονία, τὸ ἀδιάστατο, ἡ ἀφθαρσία θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι συνθῆκες ὑπαρκτικῆς πληρότητας, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ λογικὸ ὑποκείμενο, ὄχι γιὰ τὸ ἔμβρυο — ὅπως δὲν εἶναι καὶ γιὰ ὅποιο ἐφήμερο (ἔστω καὶ ἔκπαγλου κάλλους) φυτό. Γιὰ νὰ ὑπάρξει αὐτεπίγνωση ὑπαρκτική, πληρότητας ἢ στέρησης, προϋποτίθενται λογικὲς σχέσεις ἔλλογου ὑποκειμένου μὲ τὴν ἔναντι λογικὴ πραγματικότητα. Μόνο μὲ τὴν τραυματικὴ ἐμπειρία τῆς γέννησής του, τὴν ἀπώλεια τῆς φυτικῆς αὐτάρκειας ποὺ παρέχει ἡ ἄσχετη ἀχρονία, ἀδιαστασία, ἀφθαρσία, ἡ ὕπαρξη τοῦ ἐμβρύου γίνεται ἀνθρώπινη, ἔλλογη ὕπαρξη. Μόνο μὲ τὴν εἴσοδό του στὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης. Θὰ μποροῦσε νὰ τολμηθεῖ ἡ ἔκφραση ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο πρέπει νὰ «πεθάνει», γιὰ νὰ «γεννηθεῖ» τὸ λογικὸ ὑποκείμενο. Ἔμβρυο καὶ βρέφος ἀντιπροσωπεύουν δυὸ ἀσύμπτωτους καὶ ἀσύμβατους τρόπους ὕπαρξης — ὁ ἕνας τρόπος ἀποκλείει τὸν ἄλλον.
Μὲ τὴ φυσικὴ γέννηση συνεχίζει νὰ παρέχεται στὸν ἄνθρωπο μιὰ ἐπίσης δάνεια ζωή. Ὄχι πιὰ ὡς μονόδρομος ἐξάρτησης ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα, ἀλλὰ ὡς διλημματικὴ σχέση μὲ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Ἡ ἐξάρτηση τοῦ ἐμβρύου ἦταν μιὰ ἀδήριτη ἀναγκαιότητα — δὲν ὑπῆρχε ἐναλλακτικὴ δυνατότητα ὕπαρξης. Ἡ σχέση μὲ τὴ φύση εἶναι διλημματική, ἐπιτρέπει δύο δυνατότητες, δύο ἐνδεχόμενα, δύο τρόπους ὕπαρξης: Ἡ σχέση μὲ τὴ φύση μπορεῖ νὰ εἶναι παθητικὴ προσαρμογὴ (ὑποταγὴ) τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὴ φύση (ἀναγκαστική, αὐτοματική, αὐτονόητη λήψη ὀξυγόνου, τροφῆς, ποτοῦ, ὑλικῶν γιὰ τὴν ἐξασφάλιση στέγης, θέρμανσης, φωτισμοῦ καὶ λοιπῶν χρειωδῶν τοῦ βίου). Ἤ, μπορεῖ ἡ σχέση νὰ προκύπτει ἀπὸ τὴ θεληματικὴ ἐπιδίωξη, νὰ εἶναι λογική: νὰ κάνει πράξη τὴν ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ συναντήσει στὴ φύση τὸν λόγο μιᾶς προσωπικῆς ὕπαρξης, ποὺ ἡ ἑτερότητα καὶ μοναδικότητά της ἀποκαλύπτεται σὲ κάθε φυσικὸ ἐνέργημα — ὅπως ἀποκαλύπτεται ἡ ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα-μοναδικότητα τοῦ ζωγράφου στὴ ζωγραφιά του, τοῦ μουσουργοῦ στὴ μουσουργία του, τοῦ γλύπτη στὸ ἄγαλμά του.
Εἶναι ἄλλος τρόπος ὕπαρξης τὸ νὰ ὑφίστασαι τὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλος τρόπος τὸ νὰ πραγματώνεις τὴν ὕπαρξη ὡς ἐνεργὸ συνειδητή, θετικὴ ἀνταπόκριση σὲ μιὰ κλήση-σὲ-σχέση. Εἶναι ἄλλο τὸ νὰ συμβιώνεις, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγαπᾶς. Ἄλλο νὰ ἐκτονώνεις τὴ σεξουαλική σου ὁρμὴ-ἀνάγκη, καὶ ἄλλο ἡ πληρωματικὴ ἐρωτικὴ σύμμειξη «εἰς σάρκα μίαν». Ἡ σχέση ἔχει μιὰν ἀπεριόριστη δυναμικὴ κλιμάκωσης τῆς πληρότητας.
Μὲ τὰ μέτρα (προϋποθέσεις, ἐμπειρίες) τῆς συνειδητῆς ζωῆς, ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας θάνατος: Τελειώνει μὲ τὴ γέννηση, ὄχι μιὰ φάση, ἀλλὰ ἕνας τρόπος ὕπαρξης — τὸ ἔμβρυο παύει νὰ ὑπάρχει καὶ παύει βίαια: κόβεται ὁ λῶρος ποὺ τοῦ μεταγγίζει τὴν ὕπαρξη, ξεριζώνεται τὸ ἔμβρυο ἀπὸ τὸ ἀγκάλιασμα ὑπαρκτικῆς προστασίας ποὺ τοῦ παρεῖχε ἡ μήτρα. Δὲν «ξέρει» τὸ ἔμβρυο τίποτα γιὰ τὴ μετὰ τὸν θάνατό του ζωή, γιὰ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης τὸν μετὰ τὴ γέννηση. Αὐτὸ ποὺ ὑφίσταται εἶναι ὅτι μὲ τὴ γέννησή του παύει νὰ ὑπάρχει, καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ ὑπαρκτικὸ «τέλος» τὸ βιώνει κάθε ἔμβρυο ἀπόλυτα μόνο. Ἡ γέννηση εἶναι γεγονὸς ὁλοκληρωτικῆς μοναχικότητας, ἀσυντρόφευτη ἐμπειρία.
Κανένα ἔμβρυο «δὲν γύρισε πίσω» ποτέ, νὰ ξαναγίνει ἔμβρυο μετὰ τὴ γέννησή του, ποτὲ δὲν ἐπέστρεψε ὡς βρέφος στὰ ἔμβρυα, νὰ τὰ «πληροφορήσει» ποιά θὰ εἶναι ἡ ὑπαρκτική τους πραγματικότητα μετὰ τὴ γέννησή τους! Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στὴ ζωὴ μὲ πλήρη ἄγνοια καὶ ἀπόλυτη μοναξιά, ὅπως καὶ φεύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ μὲ πλήρη ἄγνοια γιὰ τὰ μετὰ τὸν βίο, καὶ ἀπόλυτη μοναξιά.
Στὸ μεσοδιάστημα εὐτυχῶς προλαβαίνει νὰ γεννηθεῖ ὡς λογικὸ ὑποκείμενο «στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου», τόπο τῆς σχέσης, τόπο-τρόπο τῆς κοινωνούμενης ἐμπειρίας, τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων. Οἱ πολυμερεῖς καὶ πολύμορφες δικτυώσεις τοῦ γνωστικοῦ τρόπου συναιροῦνται ἀφαιρετικὰ σὲ κάποιες θεμελιώδεις (κατὰ τὴν προφάνεια καὶ ἀναγωγιμότητα) σταθερές, ὅπως ἡ σύνδεση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος, ποὺ εἶναι σχέση-κλειδὶ γιὰ τὴ σύζευξη τῆς λογικότητας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἔναντι καθολικοῦ τρόπου (τῆς συμπαντικότητας ὡς ὅλου). Ἐμπειρία συγκεφαλαιωμένη τελικὰ στὸ δίλημμα γιὰ τὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ παντὸς ὑπαρκτοῦ, τὴν ἀφετηρία τοῦ ὑπάρχειν: Εἶναι μιὰ ἔλλογη ἐλευθερία ἀγάπης, ἔρως ἐκ-στατικός, δημιουργὸς καὶ συντηρητὴς τοῦ εἶναι καὶ τῶν ἐκπλήξεων τοῦ γίγνεσθαι; Ἢ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε μιὰν ἄλογη, τυφλὴ ἀναγκαιότητα, τὴν τυχαιότητα ἑνὸς ἀ-νόητου φαίνεσθαι, σὰν μοναδικὴ «ἑρμηνεία» γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ ὑπάρχειν καὶ τῶν ὑπαρκτῶν;
Ξέρουμε ἀπὸ πείρα οἱ ἄνθρωποι, πείρα κοινωνούμενη, τὴν ἀπόλυτη ἄγνοια ὑπαρκτικῆς αὐτεπίγνωσης ποὺ συνοδεύει τὴν ἐμβρυϊκή μας ζωή. Ξέρουμε καὶ τὸ πῶς ἔρχεται στὴν ὕπαρξη τὸ ἀνθρώπινο ἔμβρυο: χάρη σὲ δεδομένη φυσικὴ δυνατότητα καὶ στὴ συγκλίνουσα ἐλευθερία ἑνὸς ἀνδρόγυνου ζεύγους — στὴν ἐρωτικὴ συναρπαγὴ καὶ στὴ βιολογικὴ ἐκφραστικὴ τῆς συναρπαγῆς, ποὺ εἶναι ἡ σεξουαλικότητα. Ἀπεριόριστα κλιμακούμενη ἡ σύγκλιση στὸ ψυχο-σωματικὸ πεδίο: ἀπὸ τὴν ὅποια κτηνώδη ἀπληστία ἐγωτικοῦ ἡδονισμοῦ (ἢ καὶ ἀπὸ ὠμὸ βιασμὸ) ὣς τὴν ἐκ-στατικὴ ὁλοκληρία τῆς αὐθυπερβατικῆς ἀγάπης, τὴν πληρωματικὴ εὐφροσύνη τῆς συναρπαστικῆς ἀμοιβαιότητας. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ζευγαριοῦ εἶναι ἡ ἄλλη «μήτρα», αὐτὴ ποὺ ὑποδέχεται τὸ βρέφος ὅταν ἐγκαταλείπει τὴν ἐμβρυϊκὴ φυσικὴ ἐξάρτηση, γιὰ νὰ γεννηθεῖ στὴν ἐλευθερία (διακινδύνευση) τῆς σχέσης.
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ.
2 σχόλια:
Δεν καταλαβαίνω... Γνωρίζουμε ότι ο Θεός αποστέλλει την ψυχή στον κάθε συλλαμβανόμενο βιολογικά άνθρωπο τη στιγμή της συλλήψεως... Γνωρίζουμε ότι μαθαίνουμε τη μητρική μας γλώσσα ακόμα απ' την κοιλιά της μάνας μας... Όταν βγαίνουμε απ' την κοιλιά εκείνη, μας περιμένει η αγκαλιά των δικών μας, εκτός κι αν μας εγκαταλείψουν... Αλλά κι όταν φεύγουμε απ' αυτόν τον κόσμο, όταν η ψυχή μας χωρίζεται απ' το συμφυέν μαζί της σώμα, υπάρχουν άπειρες μαρτυρίες για το τί πραγματικά συμβαίνει... Τί θέλει να μας πη λοιπόν εδώ ο κ. Γιανναράς; Μήπως απλώς εφαρμόζει ένα "προαιώνιο σχέδιό" του κατ' επανάληψη και πεισματικά;
Δέν δέχεται τήν ΄ύπαρξη τής ψυχής.Καί όλα συνεπώς έχουν μιά λογική τήν οποία ονομάζει οντολογία. Ενας όρος αόριστος, ακαθόριστος ο οποίος δημιούργησε τήν σχολή τής νεοορθοδοξίας. Σήμερα έχουμε γεμίσει οντολόγους. Τόν Ζηζιούλα, τόν Λουδοβίκο, τόν Γιανναρά. Μάς αποστομώνουν καί διστάζουμε νά ζητήσουμε εξηγήσεις.Οντολογία είναι σήμερα η μοντέρνα φυσική η οποία ερευνά τήν πραγματικότητα καθαυτή.Καί είναι ανάγκη λοιπόν νά καταργηθεί η πτώση. Διότι η φυσική ερευνά τήν πτώση. Δέν είναι εις θέσιν νά συλλάβει ότι φύση όπως καί η φύση τού ανθρώπου βρίσκονται σέ πτώση.Περιέχουν εγγενώς τό κακό τό οποίο αναπαράγει η τεχνολογία.
Δημοσίευση σχολίου