Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (22)

 Συνέχεια από Σάββατο, 31 Οκτωβρίου 2020

15. Και για ν’ αφήσω τώρα τα άλλα, εκείνους που νομίζουν ότι είναι κάτι και αυταπατώνται τόσο πολύ, ώστε, παρερμηνεύοντας τις Γραφές του Πνεύματος, να τις χρησιμοποιούν εναντίον των πνευματικών έργων και των ανδρών, θα προσθέσω λοιπόν εκείνα, τα οποία είναι και τώρα υπόθεση τού ανά χείρας λόγου. Λέγουν λοιπόν ότι ο Θεός είναι αόρατος και απερινόητος (εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος)· «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (τον Θεό βέβαια δεν τον έχει δει κανένας ποτέ· ο μονογενής Υιός του Θεού, που βρίσκεται στον κόλπο του Πατρός, εκείνος μας τον φανέρωσε)». Πώς λοιπόν, λέγουν, δεν πλανώνται ολοφάνερα αυτοί που ισχυρίζονται ότι βλέπουν τον Θεό ως φως νοερώς στον εαυτό τους; Και αν πάλι κάποιος απ’ αυτούς (που τον Θεόν βλέπουν ως φως νοερώς εν εαυτοίς) προβάλει τον μονογενή Λόγο του Θεού που λέγει ότι «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται (οι καθαροί στην καρδία θα δουν τον Θεό)», και «εγώ θα εμφανισθώ σ’ αυτούς, και θα κατοικήσω μέσα σ’ αυτούς μαζί με τον Πατέρα», αμέσως καλούν θεωρία τη γνώση και δεν καταλαβαίνουν ότι λέγουν πράγματα ασύμφωνα προς τις σκέψεις τους· γιατί το θειο, όπως είναι αόρατο, έτσι είναι και απερινόητο. Εκείνοι (ο Βαρλαάμ και οι συν αυτώ) που δογματίζουν την υπό μορφή φωτός νοερή δράση του Θεού ως ψευδή φαντασία και δαιμονική ενέργεια, λόγω του αόρατου τού Θεού, έπρεπε να σύρουν προς τις όμοιες μωρολογίες τους και την γνώση λόγω του απερινοήτου του Θεού. Αλλ’ εμείς σχετικά βέβαια προς τη γνώση δεν επιθυμούμε να αντείπουμε τίποτε προς αυτούς, γιατί αυτά που λέγουν είναι σύμφωνα με εμάς, αν και δεν γνωρίζουν τί λέγουν. Γιατί και η γνώση για τον Θεό και τα σχετικά μ’ αυτόν δόγματα είναι θεωρία, πράγμα πού ονομάζουμε θεολογία και η χρήση και κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και των μελών του σώματος κατά φύση προκαλεί αναμόρφωση της λογικής εικόνας· αλλά δεν είναι αυτό η τέλεια ευπρέπεια της ουράνιας ευγένειάς μας και η υπερφυσική ένωση με το υπέρλαμπρο φως, από την οποία και μόνο προέρχεται και η ασφαλής θεολόγηση και η κατά φύση στάση και κίνηση των μέσα μας δυνάμεων της ψυχής και του σώματος· απορρίπτοντας λοιπόν την ένωση αυτή, απέρριψαν μαζί κάθε αρετή και αλήθεια. 

16. Σχετικά λοιπόν με το ότι δεν υπάρχει μυστικότερη και υψηλότερη θεωρία από τη γνώση την οποία αυτοί λέγουν (την γνώση με τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου), ούτε καν υπάρχει τέτοια θεωρία του Θεού λόγω του αοράτου αυτού, έχοντας εμείς μυηθεί από εκείνους που έφθασαν σε αληθή θεωρία, θα τους ερωτήσουμε· Τί νομίζετε; Ούτε το άγιο Πνεύμα βλέπει τα του Θεού; Αλλ’ όμως αυτό «έρευνα και τα βάθη του Θεού». Αν λοιπόν έλεγε κανείς, ότι βλέπει το καθαρότατο φως χωρίς άγιο Πνεύμα, καλώς θα μπορούσατε να πείτε αντικρούοντάς τον· «πώς θα βλεπόταν ο αόρατος;» Αν όμως κάποιος απέβαλε το πνεύμα τού κόσμου (το οποίο οι πατέρες ονομάζουν σκότος νοητό, που επικάθεται πάνω στις μη καθαρές καρδιές), εάν λοιπόν απέβαλε κανείς αυτό και απαλλάχθηκε από κάθε δικό του θέλημα και απομακρύνθηκε από κάθε ανθρώπινη παράδοση, που επιφέρει και για λίγο ακόμα αναβολή στον οφειλόμενο ζήλο, έστω και αν είναι ευπρόσωπος κατά τον μέγα Βασίλειο, και συγκέντρωσε κατά το δυνατόν τις δυνάμεις της ψυχής του και κατέστησε νηφάλια την επιτήρηση της διανοίας (καρδιάς), κατά πρώτον ζει μέσα στα κατά φύση και στα κατά νου θεάρεστα θεωρήματα, έπειτα, αφού υπερβεί τον εαυτό του, λαμβάνει το εκ Θεού Πνεύμα, το όποιο γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου τα μέσα σ’ αυτόν (τα εν αυτώ), και αυτά τα έλαβε γι’ αυτό το σκοπό, όπως κηρύττει ο μέγας Παύλος, για να γνωρίσει αυτά που χαρίσθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό κατά τρόπο μυστικό, «τα οποία οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και στην καρδία ανθρώπου δεν ανέβηκαν», πώς αυτός δεν θα έβλεπε δια του Πνεύματος το αόρατο φως; Και πώς δεν θα ήταν πάλι αόρατο και ανήκουστο και απερινόητο αυτό το φως, αν και βλέπεται; Καθόσον βλέπεται από εκείνους που βλέπουν «όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδία ανθρώπου δεν ανέβηκαν». Γιατί αυτοί λαμβάνουν πνευματικούς οφθαλμούς και έχουν νου Χριστού, με τους οποίους και βλέπουν το αόρατο και νοούν το απερινόητο· γιατί δεν είναι αόρατος για τον εαυτό του, αλλά για εκείνους που νοούν και βλέπουν με τους κτιστούς και φυσικούς οφθαλμούς και λογισμούς. Σε εκείνους όμως με τους οποίους ο Θεός συνένωσε τον εαυτό του ως μέλος ηγεμονικό, πώς δεν θα προσφέρει ολοφάνερα τη δική του θεωρία και της χάριτός του;

Αρχαίο κείμενο

15. Καί ἵνα τἄλλα νῦν παρῶ τῶν οἰομένων εἶναί τε καί φρεναπατώντων ἑαυτούς ἐπί τοσοῦτον, ὡς καί τάς γραφάς τοῦ πνεύματος κατά τῶν πνευματικῶν παρεξηγουμένους ἔργων χρῆσθαι καί ἀνδρῶν, ἐκεῖνα δή προθήσω, ἅ καί νῦν ὑπόθεσις ἡμῖν ἐστι τοῦ ἀνά χεῖρας λόγου. Φασί γάρ ἀόρατον εἶναι τόν Θεόν καί ἀπερινόητον˙ «Θεόν γοῦν οὐδείς ἑώρακε πώποτε˙ ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο». Πῶς οὖν, φασίν, οὐχί σαφῶς πλανῶνται οἱ τόν Θεόν ὡς φῶς νεορῶς ἐν ἑαυτοῖς ὁρᾶν ἰσχυριζόμενοι; Κἄν τις αὐτῶν αὖθις τόν μονογενῆ τοῦ Θεοῦ λόγον προσενέγκῃ λέγοντα ὅτι «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται» καί «ἐγώ ἐμφανίσω αὐτοῖς ἐμαυτόν, μετά τοῦ Πατρός τούτοις ἐνσκηνώσας», εὐθύς θεωρίαν τήν γνῶσιν λέγουσι καί οὐκ ἴσασιν ἑαυτοῖς ἀνακόλουθα λέγοντες˙ ὡς γάρ ἀόρατον, οὕτω καί ἀπερινόητον τό θεῖον. Τούς γοῦν τήν ἐν φωτί νοεράν ὅρασιν Θεοῦ διά τό τοῦ Θεοῦ ἀόρατον φαντασίαν ἐψευσμένην καί δαιμονικήν δογματίζοντας ἐνέργειαν ἔδει καί τήν γνῶσιν διά τό τοῦ Θεοῦ ἀπερινόητον πρός τάς ὁμοίας κατασπᾶν ἐρεσχελίας. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς περί μέν τῆς γνώσεως οὐδέν ἀντιπεῖν πρός αὐτούς αἱρούμεθα˙ συνῳδά γάρ λέγουσιν ἡμῖν, εἰ καί μή συντᾶσιν ὅ τι λέγουσιν. Ἔστι γάρ καί ἡ περί Θεοῦ καί τῶν κατ᾿ αὐτόν δογμάτων γνῶσις, θεωρία, ὅ θεολογίαν ὀνομάζομεν, καί ἡ τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων καί τῶν τοῦ σώματος μελῶν κατά φύσιν χρῆσίς τε καί κίνησις ἀναμόρφωσιν ποιεῖται τῆς λογικῆς εἰκόνος˙ ἀλλ᾿ οὐ τοῦτό ἐστιν ἡ τελεία τῆς ἄνωθεν ἡμῖν εὐγενείας εὐπρέπεια καί ἡ πρός τό ὑπερφαές φῶς ὑπερφυής ἕνωσις, παρ᾿ ἧς μόνης ἐγγίνεται καί τό θεολογεῖν ἀσφαλῶς καί τό κατά φύσιν ἑστάναι τε καί κινεῖσθαι τάς ἐν ἡμῖν δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος˙ ταύτην οὖν ἀναιροῦντες συνανεῖλον πᾶσαν ἀρετήν καί ἀλήθειαν. 

16. Περί τοῦ μή εἶναι τοίνυν τῆς γνώσεως ἧς αὐτοί λέγουσι μυστικωτέραν καί ὑψηλοτέραν θεωρίαν, μηδ᾿ εἶναι ὅλως τοιαύτην θεωρίαν τοῦ Θεοῦ διά τό τοῦ Θεοῦ ἀόρατον, παρά τῶν ἐν ἀληθεῖ θεωρίᾳ γεγονότων μυηθέντες, ἐρωτήσομεν αὐτούς˙ τί ἡμῖν δοκεῖ, οὐδέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁρᾷ τά τοῦ Θεοῦ; Ἀλλά μήν αὐτό «ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ». Εἰ μέν οὖν χωρίς Πνεύματος ἁγίου ὁρᾶν ἔλεγέ τις τό ἀκήρατον φῶς, καλῶς ἄν ἀντιπίπτοντες ἐλέγετε˙ «πῶς ἄν ὁραθείη ὁ ἀόρατος»; Εἰ δέ τις ἀποθέμενος τό πνεῦμα τοῦ κόσμου (ὅ σκότος νοητόν ἐπικείμενον ταῖς μή κεκαθαρμέναις καρδίαις οἱ πατέρες ὀνομάζουσιν) εἴ τις οὖν ἀποθέμενος τοῦτο καί καθαρεύσας παντός οἰκείου θελήματος καί ἀπαναστάς πάσης παραδόσεως ἀνθρωπίνης καί πρός ὀλίγον ἀναβολήν ἐμποιούσης τῇ ὀφειλομένῃ σπουδῇ, κἄν εὐπρόσωπος ᾖ κατά τόν μέγαν Βασίλειον, καί τάς τῆς ψυχῆς δυνάμεις ὡς ἐνόν συναθροίσας καί νηφάλιον ἐπιστήσας τήν τῆς διανοίας ἐπισκοπήν, πρῶτον μέν ἐν τοῖς κατά φύσιν καί θεαρέστοις διαζῇ κατά νοῦν θεωρήμασιν, εἶθ᾿ ἑαυτόν ὑπεραναβάς ἐν ἑαυτῷ λάβοι τό ἐκ Θεοῦ Πνεῦμα, ὅ οἶδε τά τοῦ Θεοῦ ὡς τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τά ἐν αὐτῷ καί ταῦτα διά τοῦτο λαβών, καθάπερ ὁ μέγας κηρύττει Παῦλος, ἵν᾿ εἰδῇ τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα μυστικῶς αὐτῷ, «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», πῶς οὐκ ἄν ὁρῴη οὗτος διά τοῦ πνεύματος τό ἀόρατον φῶς; Πῶς δ᾿ οὐκ ἄν εἴη πάλιν ἀόρατον καί ἀνήκουστον καί ἀπερινόητον τοῦτο, καίπερ ὁρώμενον, τό φῶς; Ὁρᾶται γάρ ὑπό τῶν βλεπόντων «ἅ ὀφαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Πνευματικούς γάρ λαμβάνουσιν οὗτοι ὀφθαλμούς καί νοῦν ἔχουσι Χριστοῦ, δι᾿ ὧν καί βλέπουσι τόν ἀόρατον καί νοοῦσι τόν ἀπερινόητον˙ οὐ γάρ ἑαυτῷ ἀόρατός ἐστιν, ἀλλά τοῖς διά κτιστῶν καί φυσικῶν ὀφθαλμῶν καί λογισμῶν νοοῦσι καί ὁρῶσιν. Οἷς δ᾿ ὁ Θεός ἑαυτόν ἐνήρμοσεν ὡς μέλος ἡγεμονικόν, πῶς οὐχί δι᾿ ἑαυτοῦ καί τήν τῆς χάριτος ἐμφανῶς παράσχοι θεωρίαν; 

Δεν υπάρχουν σχόλια: