Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (1)

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ 

Στην σκέψη του Σέλλινγκ.

Τού Giuseppe Semerari.

1. από απόψεως τυπικής, η φιλοσοφία τής φύσεως, στον Σέλλινγκ είναι μόνον μία πλευρά, η πραγματική πλευρά, τού συστήματος τής φιλοσοφίας. Κινούμενος από την προϋπόθεση, ότι η γνώση σε κάθε της τροπισμό, βασίζεται στην συμφωνία δύο στοιχείων, το ένα υποκειμενικό, το άλλο αντικειμενικό και γι’αυτό είναι η “φύση η ολότης τών αντικειμενικών στοιχείων στην γνώση μας, ενώ το σύνολο όλων των υποκειμενικών στοιχείων λέγονται “εγώ” ή νόηση”, ο Σέλλινγκ αρθρώνει την φιλοσοφία σέ δύο αναγκαίες βασικές επιστήμες: τήν φιλοσοφία τής φύσεως και την υπερβατική φιλοσοφία. Η μία ασχολείται με την λύση των προβλημάτων, δεδομένου τού αντικειμένου, δηλαδή τής φύσης, πού δημιουργούνται όταν τής προστίθεται ένα υποκείμενο το οποίο συμφωνεί μ’αυτό. “Ενώ η άλλη προσπαθεί να εξηγήσει πώς, δεδομένου τού υποκειμένου, δηλαδή της νοήσεως, προστίθεται ένα αντικείμενο που συμφωνεί μαζί του! Με άλλα λόγια, στον φορμαλισμό τού συστήματος, φιλοσοφία τής φύσης και υπερβατική φιλοσοφία,  με τέλεια ισότητα, είναι η απόδειξη, πραγματοποιημένη με δύο διαφορετικούς  και αντίθετους τρόπους, τής ενότητος τής γνώσεως και τής αλήθειας, καί δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο πέραν τής συμφωνίας τών αναπαραστάσεων με τα αντικείμενά τους.

          Ξεκινώντας από το γραπτό τού 1801, «Έκθεση τού φιλοσοφικού μου συστήματος», ο Σέλλινγκ υιοθετεί την έκφραση “φιλοσοφία τής ταυτότητος” για να υπογραμμίσει το καθαυτό φιλοσοφικό σύστημα, στην ενότητα τής φιλοσοφίας τής φύσεως και τής υπερβατικής φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία τής ταυτότητος δεν αντιπροσωπεύει, στην εξέλιξη τής σκέψης τού Σέλλινγκ, μία τρίτη στιγμή, η οποία συγχωνεύει στην συνέχεια τών ήδη δεδομένων στιγμών (σαν την σύνθεση τού Χέγκελ) τής φιλοσοφίας τής φύσης και τής υπερβατικής φιλοσοφίας, τίς στιγμές αυτές. Ο τελευταίος Σέλλινγκ στο ΧVI μάθημα τής “εισαγωγής στην φιλοσοφία τής μυθολογίας” θυμίζει ότι ο όρος ταυτότης χρησιμοποιήθηκε απ’ αυτόν για να διακρίνει το σύστημά του από τού Φίχτε,  “ο οποίος δεν άφηνε στην φύση καμία ανεξάρτητη ύπαρξη, αλλά την θεωρούσε ένα τυχαίο γεγονός τού ανθρώπινου Εγώ”. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή τής ταυτότητος είναι, στην ιδιαιτερότητά της, καταγωγικώς δεμένη στην φιλοσοφία τής φύσεως και είναι ήδη παρούσα στην φιλοσοφία τής φύσεως και στην υπερβατική φιλοσοφία όπως συστάθηκαν (οικοδομήθηκαν) από τον Σέλλινγκ. Με άλλα λόγια, εάν η φιλοσοφία τής φύσεως και η υπερβατική φιλοσοφία είναι οι υλικές συνθήκες τού συστήματος τής ταυτότητος, η ιδέα τού συστήματος τής ταυτότητος, με την σειρά της, είναι η λογική συνθήκη τών δύο συστημάτων τής φιλοσοφίας του. Οφείλεται δέ στο γεγονός ότι τίθενται στην προοπτική τής ταυτότητος, τό ότι από το ένα μέρος η φιλοσοφία τής φύσης τού Σέλλινγκ διακρίνεται με ιδιαίτερα οξύ τρόπο από το πλήθος τών φιλοσοφιών τής φύσεως, με τις οποίες είναι γεμάτη η κουλτούρα τής γερμανικής φιλοσοφίας τού όψιμου Διαφωτισμού και τού Ρομαντισμού και από το άλλο, η υπερβατική φιλοσοφία, παρότι περιέχει πολλά χαρακτηριστικά κλειδιά, δεν είναι η απλή και καθαρή επανάληψη τού ιδεαλισμού τού Φίχτε. Από αυτό προέρχεται η στάση τής ίσης αποστάσεως τού συστήματος τού Σέλλινγκ απέναντι τόσο στον φυσιοκρατικό μηχανικισμό, όσο και στον ιδεαλισμό. Όπως ειπώθηκε στο μέρος των "Μαθημάτων τού Μονάχου", που είναι αφιερωμένο στην φιλοσοφία τής φύσης -αυθεντικό δοκίμιο αυτοιστοριογραφίας διανοητικής και φιλοσοφικής- το σύστημά του, από την στιγμή που εδραιώθηκε στην ανεξαρτησία του από τον Φίχτε, αντιπροσώπευσε την εναλλαγή τόσο του ιδεαλισμού του Φίχτε, ο οποίος ασκούσε βία σε κάθε φυσική αναπαράσταση όσο και στον χονδροειδή υλισμό και τόν αισθητισμό που είχαν διαδοθεί τότε σ ’όλη την Ευρώπη (εκτός της Γερμανίας) και ίδρυσε την συνειδητοποίηση, η οποία στην συνέχεια έγινε κοινό αγαθό, και στην Γερμανία, άρθρο πίστης, ότι “αυτό που σε μάς γνωρίζει είναι ταυτόν μ’αυτό που γνωρίζεται”.

          Ο Σέλλινγκ δεν λυπήθηκε τις τόσες του προσπάθειες να γίνει κατανοητό ότι η ταυτότης δεν είναι το αριθμητικό αποτέλεσμα τής άθροισης τής φιλοσοφίας τής φύσεως και τής υπερβατικής φιλοσοφίας, αλλά το σχήμα ή το μοντέλο τών αντίστοιχων προγραμματισμών και τής σύγκλισης τής φιλοσοφίας τής φύσεως και τής υπερβατικής φιλοσοφίας. Στην εισαγωγή τού κειμένου τού 1801, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, ο Σέλλινγκ υπογραμμίζει ότι προσπαθεί από πολλών ετών να εκθέσει την μόνη φιλοσοφία την οποία αναγνωρίζει σαν αληθινή και ότι φτάνοντας στην παρουσίαση, για πρώτη φορά, όλου του συστήματος, δεν μπορεί να μην αναφέρει ότι είναι το ίδιο που χρησίμευσε σαν βάση στα προηγούμενα γραπτά, το ίδιο σύστημα προς το οποίο κατευθύνθηκε από πάντα τόσο στην υπερβατική όσο και στην φιλοσοφία τής φύσεως. Αναλόγως στο κείμενο τού 1802, «Στην σχέση τής φιλοσοφίας τής φύσης με την φιλοσοφία γενικώς», τονίζεται ότι η καθαυτή φιλοσοφία τής φύσης, είναι ολόκληρη η φιλοσοφία,… όλη η φιλοσοφία μπορεί να ονομασθεί φιλοσοφία της φύσης, όταν υπολογίζεται από την θεωρητική πλευρά… η φιλοσοφία τής φύσης μπορεί να προέλθει μόνον από ένα σύστημα τής απολύτου ταυτότητος και μπορεί να συλληφθεί και να γνωσθεί μόνον σε ένα τέτοιο σύστημα! Τέλος στην πρόσθεση, στήν «Εισαγωγή στις ιδέες για μία φιλοσοφία τής φύσης», στην δεύτερη έκδοση τού 1803, δηλώνεται ότι η φιλοσοφία τής φύσης, εάν υπολογισθεί από την φιλοσοφική πλευρά, αντιπροσωπεύει την πληρέστερη μέχρι στιγμής προσπάθεια εκθέσεως τής θεωρίας τών ιδεών και τής ταυτότητος τής φύσεως με τον κόσμο τών ιδεών. Για να έχουμε καθαρά υπ’όψιν μας την σχέση η οποία διατρέχει ανάμεσα στην φιλοσοφία τής φύσης, την υπερβατική φιλοσοφία και την φιλοσοφία τής ταυτότητος, ας δούμε μία σειρά από συνέπειες ιστορικού και θεωρητικού χαρακτήρος.

          Κατά πρώτον, βλέπουμε πώς είναι απρόσεκτη η τάση, ορισμένων αναγνωστών και κριτικών τού Σέλινγκ, στο υπερβολικό μοίρασμα, στην περιοδικότητα του σχηματισμού και τής εξελίξεως, τής σκέψης του!

          Κατά δεύτερον, τα γραπτά, παραδοσιακώς περιεχόμενα στην φιλοσοφία τής ταυτότητος, δεν είναι, στ’ αλήθεια, παρά η εξήγηση και η σύνδεση τυπικά, τών αποτελεσμάτων μίας έρευνας η οποία έχει ήδη τεθεί και αναπτυχθεί με τα έργα τής φιλοσοφίας τής φύσεως και τής υπερβατικής φιλοσοφίας.

          Κατά τρίτον, είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε στην ίση απόσταση, που λαμβάνει το σύστημα τού Σέλλινγκ, απέναντι στον ιδεαλισμό και στον παιδαριώδη υλισμό, από το ένα μέρος, την επαναπρόσληψη τής τυπικής κριτικιστικής Καντιανής θέσεως, συνοδευόμενης όμως από τα εμπόδια και τίς αντιφάσεις τού μεταφυσικού δυαλισμού και από την άλλη, την προδιατύπωση όσων, στην "Πρώτη γλώσσα στον Φόιερμπαχ", προτείνει ο Μαρξ, απωθώντας μαζί τον λαϊκό υλισμό και τον ιδεαλισμό, παρότι στον Σέλλινγκ μένει ξένη η προβληματική τής πράξης η οποία είναι βασική στον Μαρξ, τουλάχιστον όπως την συνέλαβε ο Μαρξ.

          Και τέταρτον προκύπτει η σπουδαιότης τής φιλοσοφίας τής φύσεως για τον Σέλλινγκ, πέραν τού περιορισμού της ότι είναι μόνον μία πλευρά, η πραγματική πλευρά, τού συστήματος τής φιλοσοφίας.

Συνεχίζεται

ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΜΕ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ. ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΑ ΑΔΥΝΑΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΝΩΝΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑΥΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΩΜΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΤΟΥ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ.

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

 Ν. Γ. ΑΥΓΕΛΗΣ, Θεσσαλονίκη (1972)

Φυσική επιστήμη δεν είναι για τον Αριστοτέλη αυτή που ξέρομε σήμερα : η γνώση δηλαδή των σχέσεων μεταξύ των φυσικών φαινομένων. Φυσική επιστήμη στον Αριστοτέλη είναι η φιλοσοφική γνώση του τί είναι το φύσει ον[1]. Αλλά γνώση σημαίνει εδώ τη γνώση των πρώτων αρχών και αίτιων (Φυσ. 184 a, Μετά τα Φυσ. 981 b 28-9). Για να γνωρίσωμε επομένως τη φύση στην ουσία της, πρέπει να φτάσωμε ως τις πρώτες αρχές και τα αίτια των φύσει όντων.

 Διακρίνει ο Αριστοτέλης τα ἡμῖν γνώριμα από τα τῇ φύσει γνώριμα ή ἁπλῶς γνώριμα. Αυτό που για μάς είναι πρώτο, είναι κατά την ουσία του το λιγότερο γνώριμο και φανερό. Έτσι, για μας π.χ. τα επί μέρους δέντρα, που αντιλαμβανόμαστε μέσα από τις αισθήσεις, είναι πιο γνώριμα και φανερά. Αλλά τα δεδομένα των αισθήσεων ποτέ δεν θα μας έδιναν αυτό εκεί ή εκείνο εκεί το συγκεκριμένο δέντρο, αν δεν είχαμε ήδη μπροστά στα μάτια μας το δέντρο «καθόλου». Αυτό είναι που ρίχνει το φώς εκείνο, κάτω από το οποίο βλέπομε (αντιλαμβανόμαστε) τα επί μέρους δέντρα[2]. Θα νόμιζε γι’ αυτό κανείς ότι αυτό το «δέντρο καθόλου» είναι πιο γνώριμο και φανερό σε μάς από τα συγκεκριμένα δέντρα που εμφανίζονται μέσα από τις αισθήσεις. Κι όμως το «καθόλου» είναι για μάς το λιγότερο φανερό και γνώριμο. Η φιλοσοφική έτσι σκέψη αρχίζει με τη διάκριση αύτη ανάμεσα στα καθόλου και τα καθ' ἕκαστα (184 a 18 επ.). Μπορούμε μάλιστα να πούμε, όπως διευκρινίζει ο Αριστοτέλης στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, ότι ο δρόμος της φιλοσοφίας οδηγεί από το «όνομα» στον «λόγο». Η φιλοσοφία προσπαθεί να συλλάβη αυτό που στο όνομα παρουσιάζεται αόριστα και γενικά, προσδιορίζοντάς το κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο.

Η ΦΥΣΗ Ή ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ Ή ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ. Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ, ΕΓΩ, ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΗ ΑΛΛΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΕΙΡΙΣΤΗΚΕ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΕ ΠΟΤΕ ΕΝΑ ΕΓΩ Ή ΕΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: