Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (11)

  Συνέχεια από: Παρασκευή, 17 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ. ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΡΡΕΟΥΣΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. 

6. Ο άγιος Συμεών ως ποιητής και συγγραφέας. Κληρονομιά και επιρροές.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν υπήρξε μόνον βαθύς μύστης της μοναχικής πνευματικότητας, ικανός πνευματικός καθοδηγητής, ρηξικέλευθος αναμορφωτής της μοναχικής ζωής, αλλά και δόκιμος συγγραφέας και πολυτάλαντος ποιητής. Τα έργα του κοσμούν την πατερική γραμματεία και αποτελούν έναν από τους πιο κύριους παράγοντες της μεγάλης τιμής;;;;;, που η Εκκλησία αποδίδει στο πρόσωπό του με το προσωνύμιο Θεολόγος561.

Τα έργα του οσίου Συμεών δεν αποτελούν θεωρητικές πραγματείες και διατριβές –χωρίς αυτό να σημαίνει την απουσία κάθε θεωρητικής επεξεργασίας ή την απουσία της ιστορικότητος στη δομή τους –αλλά καρπό της παρουσίας και δράσης του Πνεύματος στην καρδιά του αγίου. Η ιστορικότητα της δομής, για παράδειγμα στις Κατηχήσεις, έργο που απηχεί σε μεγάλο μέρος του προβλήματα της μοναχικής ζωής που ο άγιος αντιμετώπιζε στο μοναστήρι του ή προβλήματα του μοναχισμού της εποχής του, υπερβαίνεται από το διαχρονικό (ή υπέρχρονο) αίτημα της προσωπικής γνωριμίας του μοναχού με τη σωτηριώδη χάρη του Χριστού, δηλαδή τη θέωση;;;;.

Ως ποιητής ο Συμεών δεν είναι ο βυζαντινός λόγιος, ο άγονος αρχαϊστής;;;;562. Έγραψε ποίηση σε απλή γλώσσα, σ’ ένα ύφος έντονα προσωπικό, ανθρώπου που συνταράζεται από το το μεγαλείο του υπερβατικού;;;;[ ή τού ακτίστου;]. Υπήρξε, καθώς παρατηρεί ο Π. Κανελόπουλος, «…ο αληθινότερος ποιητής που γέννησε, πριν από την πτώση του Βυζαντίου, ο ελληνικός Χριστιανισμός», μετά το Ρωμανό το Μελωδό 563. Ο στίχος του άλλοτε πυκνός, κάποτε ρητορικός, τις περισσότερες φορές συγκρατεί τους σπασμούς της μετάνοιας και της εσωτερικής συντριβής, ενίοτε, όμως, εκρήγνυται και υψώνεται σε ύψη δυσθεώρητα. Η ποίησή του, αλλά και το σύνολο της συγγραφικής του παραγωγής, έχει κάτι από τη μακρινή αυγή της Βυζαντινής Αναγέννησης. Συνιστά απόκλιση από τη λόγια ποίηση, απόκλιση από την αττική διάλεκτο, η οποία αποτελούσε το προσφιλές αντικείμενο μίμησης των λογίων του Βυζαντίου, απόκλιση από το ουδέτερο, απρόσωπο ύφος της λόγιας εκφραστικής564. Παρόλα αυτά, ο μυστικισμός της ποίησης του Συμεών δεν απηχεί ούτε την ανατολική μυστικιστική λογοτεχνία, ούτε την ποίηση του δυτικού μεσαιωνικού μυστικισμού, ή του γερμανικού ιδεαλισμού. Η υπαρξιακότητα και ο μυστικισμός της ποίησης του Νέου Θεολόγου, συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με ένα νήμα που φτάνει μέχρι την ποίηση του συνεπώνυμού του Γρηγορίου τον τέταρτο αιώνα, με τον Έλληνα λόγο, τη λαγαρότητα της ευαγγελικής ζωής και τη «λογικότητα» μιας θέωσης, ως έλογης και ενσυνείδητης συνάντησης του προσώπου του Χριστού με το πρόσωπο του θεουμένου565.

Τα παραπάνω σημαίνουν πως η προσέγγιση του Συμεών ως συγγραφέως δεν επιτυγχάνεται απολύτως με τις ποικίλες μεθόδους της ιστορικοφιλολογικής ανάλυσης και της ερμηνείας των κειμένων, παρά την αναμφισβήτητη λειτουργικότητά τους. Ούτε η κατάδειξη των περιστατικών συγγραφής των έργων του συνιστά ερμηνευτικό κλειδί της σκέψης του, παρόλο που φωτίζει πτυχές της και εξηγεί, εν μέρει, θεολογικές του θέσεις. Κατά την παρατήρηση του Ράμφου: «Τα μεγάλα κείμενα διαθέτουν μια πολυφωνικότητα, που πνίγεται στην ισοπεδωτική λογική του γραμματικού εξηγητή…»566, πολλώ δε μάλλον που η πολυφωνικότητα του Συμεών δεν εκφράζει μόνον τη δημιουργικότητα ή γονιμότητα του πνεύματός του, αλλά απηχεί τον πλούτο της εν Πνεύματι εσωτερικής του ζωής;;;;;.

Το ύφος του λιτό και απέριττο. Πολλές φορές παρακλητικό και ικετευτικό, άλλες διδακτικό, χωρίς την κομπορρημοσύνη του ακαδημαϊκού σοφού, οριστικό και αταλάντευτο, όταν πρόκειται για την έκφραση της εσωτερικής του εμπειρίας, ειρωνικό, στην περίπτωση, τουλάχιστον, της πρώτης Επιστολής στο Στέφανο Νικομηδείας, νηφάλιο και πατρικό στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Η εκφραστική του περιορίζεται στην καθιερωμένη δογματική ορολογία και την εκκλησιαστική γλώσσα της εποχής, έτσι όπως την εκφράζει η ασκητικομοναχική φιλολογία, βαθειά συντονισμένη με την προσωπική ασκητική του βιωτή567.

Η γλώσσα του απλή, σαφής, κατανοητή, δημώδης, με φαινόμενα παρέκκλισης από την κλασική ελληνική διατύπωση, τα οποία απηχούν κατά τον Krivochéine, όχι άγνοια ή αυθαιρεσία, αλλά το γεγονός ότι και η γλώσσα βρέθηκε, την περίοδο εκείνη, στο σταυροδρόμι της μετάβασης από τον μεσαιωνικό στο νεώτερο κόσμο, από την αρχαΐζουσα, λόγια βυζαντινή γλώσσα, στα νέα ελληνικά[ ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ;]568. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ζει σε μια εποχή σημαντικών αλλαγών και αυξημένης πνευματικής αναζήτησης, που χαρακτηρίστηκε ως πρόδρομος της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού. Μια εποχή που κυοφορούσε ένα νέο ανθρωπολογικό τύπο, αυτόν του Νέου Ελληνισμού. Αποτύπωση των αλλαγών αυτών αποτέλεσε και η γλώσσα. Αυτή η δημώδης βυζαντινή της εποχής είναι η γλώσσα του Συμεών, αλλά και του «έπους του Διγενή», που διαμορφώθηκε κατά τον δέκατο ή τον ενδέκατο αιώνα και αποτελεί τη μήτρα μιας γλωσσικής εξέλιξης, η οποία, δια μέσου του Πτωχοπρόδρομου, του Ερωτόκριτου, του Μακρυγιάννη, φτάνει μέχρι τις μέρες μας.[ Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΛΕΨΕΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΣ.Ο ΜΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ]

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος σφράγισε την εποχή του –και όχι μόνον –σε όλα τα επίπεδα: Στο θεολογικό και το εκκλησιαστικό, στο μοναστικό, ως πυξίδα επαναπροσανατολισμού στην ουσία της μοναχικής ζωής, αλλά και ως συγγραφέας και ποιητής, βαπτίζοντας την (ποιητική) τέχνη στο υπαρξιακό βάθος της ταπείνωσης και της μετάνοιας, μα και ανάγοντάς τη, ταυτόχρονα, στα δυσθεώρητα ύψη της συνάντησης με το Θεό. «Πού θήσσομεν Συμεώνην, την εύλαλον τωόντι και σοφήν και ηδίστην γλώσσαν της Εκκλησίας;», θα αναρωτηθεί, δικαιολογημένα ο Φιλόθεος Κωνσταντινουπόλεως το 14ο αιώνα. Πού θα κατατάξουμε τον άγιο, τον ασκητή, το Θεολόγο, τον πνευματικό οδηγό, αλλά και τον ποιητή και συγγραφέα; Σίγουρα στη χορεία των εξεχόντων προσώπων της εκκλησιαστικής και της ευρύτερης πνευματικής μας παράδοσης, ως «έναν από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς»569.[ ΠΟΣΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΒΑΘΟΣ; Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΒΡΟΥΜΕ;]

Ο Νικήτας Στηθάτος, μαθητής, βιογράφος και εκδότης των έργων του αγίου Συμεώνος, μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη συγγραφική δράση του αγίου. Σύμφωνα με το Βίο, ο όσιος Συμεών, άρχισε τη συγγραφική του δράση, όταν ήταν ακόμη δόκιμος στο μοναστήρι του Στουδίου το 977, στην ηλικία, περίπου, των είκοσι οκτώ ετών. Τα πρώτα έργα του αποτελούν κάποιες επιστολές, οι οποίες δυστυχώς δε διασώθηκαν, που απευθύνονταν σε μαθητές του570. Η μαρτυρία αυτή του Νικήτα, η οποία θα χαρακτηριστεί υπερβολική από τους ερευνητές571, μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι στην εποχή που έγραφε ο Στηθάτος, οι επιστολές αυτές του Συμεώνος572 ήταν σε κυκλοφορία και ήταν προσιτές σε κάποιον που θα ήθελε να τις διαβάσει.

Στη μονή του Αγίου Μάμαντα, πριν ακόμη χειροτονηθεί ιερέας και κατασταθεί ηγούμενος573, ήταν που ο όσιος ξεκίνησε την «επίσημη» συγγραφική του δράση. Ως αδήριτη ανάγκη έκφρασης της εσωτερικής του ζωής κατανοήθηκε η συγγραφική δραστηριότητα του Συμεών από το βιογράφο του. Ήταν το Πνεύμα που απελευθέρωσε τη γλώσσα του αγίου, καθιστώντας τον ικανό να εκφέρει λόγους αγαθούς, εν μέσω της Εκκλησίας του Χριστού574. Ο Νικήτας απαριθμεί το είδος των συγγραμμάτων του οσίου: Πρόκειται για «των θείων ύμνων τους έρωτας», για λόγους εξηγητικούς και κατηχητικούς και για επιστολές575. Σύμφωνα με τον Krivochéine, είναι στην εικοσαετία του 980-998, όταν ο άγιος διάνυε την περίοδο των τριάντα με πενήντα ετών της ζωής του, που συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα του, συμπεριλαμβανομένων των Ύμνων, των Κατηχήσεων, αλλά και κάποιων από τα Κεφάλαια576. Η διένεξη του αγίου μας με το Στέφανο Νικομηδείας αποτέλεσε μια ακόμη ευκαιρία για την ανάπτυξη της συγραφικής του παραγωγής. Κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1003-1010, ο άγιος Συμεών, εξαιτίας της μνημονευθείσας διένεξης συνέταξε απολογητικούς και αντιρρητικούς λόγους, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί577. Η συγγραφική δραστηριότητα του αγίου συνεχίστηκε, όπως, άλλωστε, ήταν αναμενόμενο και από την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, στον τόπο της εξορίας του, στο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας, όπου συνέγραψε μεγάλο μέρος των Ύμνων του.

Οι περιπέτειες της έκδοσης των συγγραμμάτων του αγίου Συμεών μας είναι γνωστές από τις μαρτυρίες του Νικήτα578. Νέος ακόμη ο Στηθάτος, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, κατά την εισαγωγή του στη μοναχική ζωή του Στουδίου, δέχεται την τιμητική γι’ αυτόν πρόσκληση του αγίου Συμεών να αντιγράψει τα έργα του. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο φαίνεται πως αντιγράφει μέρος των έργων του αγίου, από σχεδιάσματα και τετράδια που του απέστελλε, προφανώς για χρήση του ίδιου του αγίου Συμεών. Το νεαρό της ηλικίας του Νικήτα δεν του επέτρεψε να αξιολογήσει ως έπρεπε τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος, το οποίο τελικά και διέκοψε. Μετά την παρέλευση δεκαέξι ετών579, δηλαδή το 1035(580), και έπειτα από τις γνωστές περιπέτειες του μοναχικού του βίου και την θαυματουργική του έκσταση;;;;;581, αποφασίζει να ολοκληρώσει το προ δεκαεξαετίας αναληφθέν έργο του.[ΕΚΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ; Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΣΤΑΣΗ:ΕΡΧΟΥ ΚΥΡΙΕ, ΕΛΘΕ ΚΑΙ ΣΚΗΝΩΣΟΝ...]

Ο Νικήτας δεν μας παρέχει πολλές λεπτομέρειες αναφορικά με τη μέθοδο, με την οποία εργάστηκε, κυρίως για τη συλλογή του συνόλου του έργου του αγίου, δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η εργασία του στηρίχθηκε στα έργα που ήδη κυκλοφορούσαν582 και στα σχέδια και τα τετράδια που είχε στην κατοχή του από την πρώτη αντιγραφική περίοδο. Το κύριο έργο του συνίστατο στην αντιγραφή του περιεχομένου τους.

Σε γενικές γραμμές οι ερευνητές συμφωνούν, ή, τουλάχιστον, δεν εκφράζουν σοβαρές αντιρρήσεις για την ποιότητα της δουλειάς του Νικήτα583, κυρίως για την ύπαρξη παρεμβάσεων που να αλλοιώνουν το πνεύμα του κειμένου των έργων του Συμεών. Φαίνεται πως και ο ίδιος ο Στηθάτος είχε υπόψη του την, πιθανή, έγερση τέτοιων ζητημάτων, γι’ αυτό και φροντίζει να παρεμβάλει στο Βίο του, τη διήγηση του οράματος του μαθητή του Ιωάννη. Βλέπει ο μαθητής του Στηθάτου στον ύπνο του, κατ’ απομίμησιν του μαθητού του Χρυσοστόμου Πρόκλου που είδε τον Παύλο να υπαγορεύει στο Χρυσόστομο την ερμηνεία των επιστολών του584, τον ίδιο τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο να ίσταται δίπλα στο δάσκαλό του Νικήτα, να τον συμβουλεύει, να του εξηγεί και να του υποδεικνύει τον τρόπο της αντιγραφής των κειμένων του585. Πάντως στο έργο του αυτό ο Νικήτας δεν ήταν μόνος. Πλαισιώνονταν από μαθητές και συνεργάτες, αν και η κύρια ευθύνη της έκδοσης ανήκει στον ίδιο. Γνωρίζουμε ονομαστικά δύο από τους συνεργάτες του: Τον Νικόλαο, μητροπολίτη Χωνών και τον Αλέξιο τον φιλοσόφο, ο οποίος ασχολήθηκε και με την έκδοση και των συγγραμμάτων του Νικήτα586.

Συμπερασματικά, αναφορικά προς τη μεθοδολογία αντιγραφής των έργων του αγίου Συμεών από το μαθητή του Νικήτα το Στηθάτο, μπορούμε, σε συμφωνία με τον Krivochéine587, να παρατηρήσουμε τα κάτωθι: Μέρος, τουλάχιστον, των έργων του Συμεών κυκλοφορούσε, όταν ο άγιος ήταν ακόμη εν ζωή. Είχαν διεισδύσει στα θρησκευτικά περιβάλλοντα της Πρωτεύουσας και αποτελούσαν έναν από τους παράγοντες της φήμης και του σεβασμού που έτρεφαν πολλοί στο πρόσωπό του. Αντίτυπα των έργων αυτών χρησιμοποίησε ο Νικήτας στη δική του αντιγραφική δουλειά. Ήδη ο εκδότης των έργων του Συμεώνος, σε προγενέστερο χρόνο, όταν ζούσε ακόμη ο Νέος Θεολόγος, αντέγραψε μέρος των έργων του. Η έκδοση του Νικήτα άρχισε δεκατρία χρόνια μετά το θάνατο του οσίου Συμεώνος, το 1035.

Ένα από τα σημαντικότερα έργα του οσίου Συμεών συνιστούν οι 34 κατηχητικοί λόγοι που συνέταξε μεταξύ των ετών 980-1005, όταν ήταν ηγούμενος στο μοναστήρι του Αγίου Μάμαντα588. Πρόκειται για τις γνωστές Κατηχήσεις. Οι λόγοι αυτοί απευθύνονται στους μοναχούς της μονής και φέρουν πάντοτε στους τίτλους τους, προκειμένου περί του αγίου Συμεών, την προσωνυμία του ηγουμένου. Το ίδιο το περιεχόμενο των Κατηχήσεων μας παρέχει πληροφορίες και ενδείξεις για τη χρονολόγησή τους. Η πρώτη Κατήχηση, για παράδειγμα, είναι κατ’ ουσίαν ο ενθρονιστήριος λόγος του, με την ευκαιρία ανάληψης της ηγουμενίας στον Άγιο Μάμαντα, στην ηλικία των τριάντα ενός ετών. Η τελευταία εκφωνήθηκε κατά την αγρυπνία εκείνη, κατά την οποία επαναστάτησε η ομάδα των μοναχών που κινήθηκε εναντίον του, σύμφωνα με τη γνωστή διήγηση του Βίου. Οι Κατηχήσεις 4 και 10 φαίνεται να έχουν εκφωνηθεί μετά το θάνατο του γέροντά του Συμεών του Ευλαβούς, ενώ η Κατήχηση 21 μας παρέχει την εσωτερική πληροφόρηση ότι ο Ευλαβής ήταν ακόμη στη ζωή589. Οι Κατηχήσεις αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη θεολογία, την αντίληψη της πνευματικής ζωής και την προσπάθεια αναγέννησης του μοναχισμού, που επεδίωκε;;; ο άγιος. Βρίθουν αυτοβιογραφικών στοιχείων, παρουσιάζουν τη μοναχική ζωή της εποχής στην καθημερινότητά της, εντοπίζουν τα πρόβλήματά της, αναφέρονται στο ασκητικό ιδεώδες του οσίου Συμεών και καθοδηγούν το μοναχό, αλλά και τον κάθε πιστό, στη θέωση. Ο Gouillard σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του590 υποστηρίζει ότι μέρος των Κατηχήσεων που φέρουν το όνομα του αγίου Συμεών, είναι γραμμένες από τον Κωνσταντίνο Χρυσόμαλλο, γνωστό για τις μεσσαλιανικές θέσεις του591[ ΕΛΕΟΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ. ΗΤΑΝ ΚΑΛΗ Η ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΟΥ;]

Στις περισσότερες χειρόγραφες, αλλά και τις έντυπες εκδόσεις των Κατηχήσεων, δημοσιεύονται στο τέλος δύο ευχαριστήριοι λόγοι του αγίου που έγιναν γνωστοί με τον τίτλο: Ευχαριστίαι. Πρόκειται για δύο σύντομα έργα τα οποία δεν αποτελούν κατηχήσεις που απευθύνονται σε μοναχούς. Έχουν έναν τόνο προσωπικό, μυστικό και εξομολογητικό και αποτελούν ευχαριστίες στη φιλανθρωπία και την αγάπη του Θεού για τις δωρεές τις οποίες προσέφερε στον όσιο. Όμως, παρά τον έντονο προσωπικό χαρακτήρα, δε στερούνται θεολογικών θέσεων και διδαχών περί της επιφανείας του Θεού στους καθαρούς τη καρδία, περί ευχής, ελλάμψεως, απλανούς αγάπης προς το Θεό κ.α.

Ένα ακόμη μεγάλο έργο του οσίου Συμεών, τόσο σε έκταση όσο και σε σημασία, αποτελούν και οι Θεολογικοί και Ηθικοί Λόγοι του. Πρόκειται για τρείς θεολογικές και δεκαπέντε ηθικές πραγματείες, για τις οποίες ο Νικήτας δε δίδει επαρκείς πληροφορίες για τη θέση τους στο συνολικό έργο του αγίου και για τη χρονολογία συγγραφής τους592. Από το Προοίμιο του πρώτου Ηθικού Λόγου εικάζουμε πως οι Λόγοι που φέρουν την προσωνυμία Ηθικοί, εγράφησαν μετά τους τρεις Θεολογικούς, γι’ αυτό και έπονται στις έντυπες εκδόσεις. Σ’ ό,τι δε αφορά στη χρονολόγησή τους στηριζόμαστε αποκλειστικά στις εσωτερικές μαρτυρίες του κειμένου. Παρόλη την αοριστία του Νικήτα στο ζήτημα αυτό, οι ειδικοί εκτιμούν πως τα έργα αυτά είναι προϊόντα της ύστερης συγγραφικής παραγωγής του αγίου για τους εξής λόγους: Συντάχθηκαν, κατά τη μαρτυρία του Νικήτα στο Προοίμιο του πρώτου Ηθικού, μετά τους Απολογητικούς και Αντιρρητικούς Λόγους, έργα τα οποία, δυστυχώς, δε σώζονται. Δεν αποτελούν κατά κυριολεξία λόγους που απευθύνθηκαν σε κάποιο ακροατήριο μοναχών ή άλλων πιστών, που θα μπορούσε κάποιος ηγούμενος να εκφέρει, όπως οι Κατηχήσεις, αλλά κείμενα γραφείου, των οποίων ο συνδετικός ιστός είναι μόνον η θεματική τους. Παρουσιάζουν τον άγιο αποφορτισμένο από τα καθήκοντα της ηγουμενίας, να υπερασπίζεται τη μυστική οδό της θεολογίας, ενάντια σε μη ρητά αναφερόμενους αντιπάλους, πλην πραγματικούς593. Όλες, λοιπόν, οι ενδείξεις συνηγορούν στον προσδιορισμό της χρονολογίας συγγραφής των παραπάνω έργων μετά την έναρξη της έριδας με τον σύγκελλο Στέφανο, μεταξύ των ετών 1000 και 1009 (594).

Το πρώτο μέρος της ενότητας που συνιστούν, τουλάχιστον για τη χειρόγραφη παράδοση, τα έργα αυτά, αποτελείται από τρείς ευσύνοπτες θεολογικές πραγματείες, γνωστές με το όνομα Θεολογικοί Λόγοι. Το κύριο αντικείμενό τους είναι η ενότητα της Αγίας Τριάδος. Είναι πολύ δύσκολο να μη δούμε στα έργα αυτά υποκρυπτόμενη τη διένεξη με το Στέφανο Νικομηδείας και το πρόβλημα που ο τελευταίος έθεσε, αναφορικά προς τις ενδοτριαδικές σχέσεις. Το πώς, δηλαδή, διακρίνονται τα Πρόσωπα της Τριάδος: επινοία ή πράγματι. Η απάντηση του Συμεών, η οποία θα εξεταστεί αναλυτικά σε οικείο τόπο595, τονίζει, όπως είναι αναμενόμενο, την εμπειρική και βιωματική προσέγγιση του ανωτέρω ζητήματος, το οποίο δύνανται να πραγματευτούν μόνον οι κάτοχοι της αγιοπνευματικής χάρης. Μια τέτοια προσέγγιση, είναι λογικό ότι ενέτεινε τη διένεξη του αγίου με το σύγκελλο, ο οποίος κινούνταν θεολογικά με πιο;;;; νοησιαρχικές προϋποθέσεις.

Οι δεκαπέντε Ηθικοί Λόγοι που ακολουθούν, πραγματεύονται ουσιαστικά το σύνολο της θεματικής της ορθοδόξου θεολογίας. Λόγοι ανόμοιας εκτάσεως και μορφολογίας, με τους πρώτους δύο να καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση και να είναι χωρισμένοι σε παραγράφους, αναφέρονται στη Χριστολογία, την ανθρωπολογία, τη δημιουργία, την πτώση, την τήρηση των εντολών και την άσκηση, τη μυστική και πνευματική ζωή, το θείο φωτισμό και τη θέωση596.

Τρεις εκατοντάδες Κεφαλαίων, Θεολογικών, Γνωστικών και Πρακτικών, εκ των οποίων η δεύτερη περιέχει μόνον είκοσι πέντε κεφάλαια, φέρουν το όνομα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Το φιλολογικό είδος των κεφαλαίων, γνωστό ήδη από στωικούς και νεωπλατωνικούς κύκλους της ύστερης αρχαιότητας, εισάγεται από τον Ευάγριο στη χριστιανική γραμματεία και, έκτοτε, αποτελεί προσφιλές φιλολογικό είδος, κυρίως στους ασκητικομοναχικούς κύκλους597. Περιέχουν πνευματικά αποφθέγματα, οδηγίες και νουθεσίες για τη μοναχική ζωή, περισσότερο ή λιγότερο ενοποιημένα σε θεματικές598. Και το έργο αυτό ο Συμεών ξεκίνησε να συντάσσει μετά το 1005, χρονολογία παραίτησής του από την ηγουμενία του Αγίου Μάμαντα. Εντούτοις, έχοντας ως δεδομένο την απουσία και της παραμικρής νύξης στη διαμάχη με το Στέφανο, την ομοιότητα με τους Ηθικούς 4 και 10, την ωριμότητα του ύφους και της εκφραστικής του κειμένου, μπορούμε να δεχθούμε μαζί με τον Fraigneau –Julien, ότι στην τελική, περισωθείσα μορφή τους, τα Κεφάλαια είναι έργο της ωριμότητας του Συμεών599. Το πιθανότερο είναι, εξαιτίας και της μορφής του έργου, να έχει γραφεί κατά περιόδους, με την οριστική μορφή να έχει δοθεί, περί το τέλος της ζωής του αγίου600.

Πέρα από δόκιμος συγγραφέας ο Συμεών υπήρξε και εμπνευσμένος ποιητής. Έγραψε 58 ποιήματα, σε 11000 στίχους, τα οποία ο ίδιος δεν εξέδωσε ή δημοσίευσε και τα οποία λίγοι μόνον μαθητές του τα γνώριζαν601. Τα ποιήματα αυτά, στο μεγαλύτερό τους μέρος γράφηκαν κατά την παραμονή του αγίου στο ησυχαστήριο της Αγίας Μαρίνας, μετά την εξορία του το 1009, αν και η συγγραφή κάποιων από αυτά ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την έμμετρη απάντηση του αγίου στο σχολαίο ερώτημα –παγίδα του συγκέλλου, για τη διάκριση των θείων Υποστάσεων, που αποτελεί τον Ύμνο με τον αριθμό XXI. Μέρος των ποιημάτων αυτών είχε δώσει ο ίδιος ο άγιος προς αντιγραφή στον Νικήτα, ο οποίος, αφού τα αντέγραφε, του τα επέστρεφε. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατο του Συμεών, το 1035, χρονολογία που αποτελεί και terminus post quem για την έκδοση των Ύμνων, ο Νικήτας μπόρεσε να επιτύχει τη συλλογή όλων των ποιημάτων και άρχισε να τα εκδίδει. Επομένως η έκδοση των Ύμνων πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ των ετών 1035 και 1050, χρονολογία θανάτου του Νικήτα. Δεν έχουμε τα κριτήρια για ακριβέστερη προσέγγιση της έκδοσης του έργου.

Όπως παρατηρεί η Αφεντουλίδου602, στην έκδοσή του ο Νικήτας δε διατήρησε τη χρονολογική σειρά συγγραφής των Ύμνων. Προέταξε σε κάθε Ύμνο μία επιγραφή, στην οποία προσπαθεί να αποδώσει, σύντομα, το περιεχόμενο του κάθε ποιήματος. Ο ίδιος έδωσε στη συλλογή το όνομα: «Των θείων ύμνων οι έρωτες του αγίου και μεγάλου πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου, ηγουμένου και πρεσβυτέρου γεγονότος μονής του αγίου Μάμαντος της Ξηροκέρνου». Για το λόγο αυτό τα ποιήματα ονομάζονται «Ύμνοι», τόσο από τους θεολόγους, όσο και από τους βυζαντινολόγους603. Πέρα από τις επιγραφές, στο corpus του έργου προτάσσονται, μια εισαγωγή γραμμένη από το Νικήτα, στηριγμένη κυρίως στον Αρεοπαγίτη, με την οποία προσπαθεί να περιγράψει την εσωτερική ανάγκη έκφρασης του μυστικού και να υπερασπιστεί το περιεχόμενο του έργου από παρερμηνείες και ηθελημένες στρεβλώσεις. Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά και στο έργο του Νικήτα, Περί Αγιοκατηγόρων. Επιπλέον προτάσσονται και μια σειρά από εγκωμιαστικά ποιήματα για τον Συμεών, γραμμένα από συγχρόνους του Νικήτα, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξιος ο φιλόσοφος, ο οποίος, όπως είδαμε, συνεργάστηκε και στην έκδοση του έργου, ένας πίνακας με τις επιγραφές των Ύμνων και μία μυστική ευχή, γραμμένη από τον ίδιο τον άγιο Συμεών. Παρόλη την επιβλητικότητά του, φαίνεται πως το έργο δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο κατά τη βυζαντινή εποχή. Από τα χειρόγραφα που χρονολογούνται προ του 1500, μόνον τρία παραδίδουν ολόκληρη τη συλλογή, δύο περιέχουν εκλογές ποιημάτων και περίπου δέκα έναν ή δύο μεμονωμένους Ύμνους604.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι Ύμνοι του Συμεών, με μία μόνον εξαίρεση, δεν έχουν στροφική διάρθρωση αλλά απλή κατά στίχους. Χρησιμοποίησε τον ανακρεόντειο οκτασύλλαβο, τον δωδεκασύλλαβο με παροξυτονία και τον πολιτικό στίχο τον γνωστό δεκαπεντασύλλαβο, ένα δίστιχο, δηλαδή, που συνδυάζει έναν οξύτονο ή προπαροξύτονο οκτασύλλαβο με έναν παροξύτονο επτασύλλαβο605. Αυτή την ελευθερία του αγίου τόσο από την υποταγή σε συγκεκριμένα μέτρα, όσο και στη στροφική ποίηση, θέλει να υποδηλώσει ο Νικήτας με την παρατήρηση πως ο άγιος έγραφε σε «άμετρα μέτρα»606. Η απάντηση στο ερώτημα πώς είχε ο άγιος γνώση της μετρικής και ιδιαίτερα του πολιτικού στίχου, δίδεται από τον Koder με την παρατήρηση ότι το είδος αυτό των ποιημάτων ήταν γνωστό τον 10ο αιώνα και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογένητος ουσιαστικά το επέβαλε στο αυλικό περιβάλλον. Η θητεία του αγίου εκεί, καθώς και η, λογικά εικαζόμενη, συμμετοχή του σε αυτοκρατορικές φιέστες εξηγούν το γεγονός607.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Νέος Θεολόγος, το περισσότερο στη δύση του βίου του, επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον ποιητικό λόγο για την έκφραση των θεολογικών του θέσεων και, κατεξοχήν, των μυστικών του εμπειριών. Σε ποιο ακροατήριο απευθύνονταν με τα ποιήματά του; Μια πιθανή αλλαγή ακροατηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα των περιπετειών του βίου του; Γιατί, τελικά, ο Συμεών έγραψε τους Ύμνους του; Η άποψη ότι με την εξορία του και τις επιθέσεις του συγκέλλου ο Συμεών απώλεσε όλα τα συγγράμματά του, τα οποία δημεύθηκαν, και έτσι χρειάστηκε να αποτυπώσει ξανά τη διδασκαλία του σε ποιητική, αυτή τη φορά, μορφή, δεν είναι πειστική. Η δε παρατήρηση ότι σε μεγάλους διανοητές και συγγραφείς είναι αρκετά σύνηθες, οι περιπέτειες του βίου τους και η συνακόλουθη απογοήτευση, να τους οδηγεί στην ποιητική εκφραστική, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν είναι ικανή να εξηγήσει το φαινόμενο.

Θεωρούμε, σε συμφωνία με τον Koder608, πως η έντονη πεποίθηση του αγίου για το ότι έπρεπε να κατηχούνται οι πιστοί, μοναχοί και όχι μόνον, μέσα από την εμπειρική και βιωματική οδό, υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για τη συγγραφή των ποιήματων του. Η πρόθεση διεύρυνσης του ακροατηρίου του, από τους μοναχούς που πνευματικά καθοδηγούσε στο σύνολο των μαθητών του, μοναχών και λαϊκών, αλλά και στο σύνολο των πιστών, είναι πρόδηλη. Πρόδηλη, επίσης, είναι και η πρόθεση του αγίου να αφήσει τους Ύμνους του, ως την κατεξοχήν πνευματική του παρακαταθήκη609. Θα προσθέταμε σε όλα τα παραπάνω πως, για λόγους που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν και να αναλυθούν, ο ποιητικός λόγος αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο έκφρασης εμπειριών που εκφεύγουν τα συνήθη εμπειρικά δεδομένα.

Με το όνομα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου σώζονται τέσσερεις Επιστολές, οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας σταδιακά και αρκετά πρόσφατα. Ήδη από το 1898, ο Karl Holl δημοσίευσε610 την επιστολή του Συμεών «…περί εξομολογήσεως…»611, η οποία, στην χειρόγραφη παράδοση, εφέρετο υπό το όνομα του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού612. Ο Holl δημοσίευσε το ελληνικό κείμενο ως κείμενο του Συμεών και με τον τρόπο αυτό, ανανέωσε το ενδιαφέρον των ειδικών για το πρόσωπο του αγίου. Η επιστολή αυτή είχε μεγάλο ενδιαφέρον για το Γερμανό μελετητή επειδή απηχούσε την κατάσταση του μοναχισμού και την πρακτική της μετάνοιας, στην κρίσιμη εποχή του 10ου αιώνα στην Ανατολή. Ο Joseph Paramelle ήταν εκείνος που ανέλαβε την έκδοση των Επιστολών από τη σειρά Sources Chrétiennes, έργο το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει λόγω της απροσδόκητης φυγής του. Στην εν λόγω σειρά, η οποία δημοσίευσε το σύνολο του έργου του Συμεών πλην των Επιστολών, είχε συνεργαστεί ο Paramelle από τη δεκαετία του 1960, σε μεταφράσεις των κειμένων του οσίου στα γαλλικά, με τον Αρχιεπίσκοπο Krivochéine στις Κατηχήσεις, τον Koder στους Ύμνους κ.α. Την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα το 1972, παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο: «Syméon le Nouveau Théologien –Lettres. Appendice: Nikétas Stéthatos –Contre les Accusateurs des Saints». Στο έργο αυτό περιλαμβάνεται το ελληνικό κείμενο και των τεσσάρων επιστολών του Συμεώνος, οι μαρτυρίες της χειρόγραφης παραδόσεως, γαλλική μετάφραση του κειμένου και πλήθος σχολίων. Δυστυχώς το έργο αυτό παραμένει ανέκδοτο στη βιβλιοθήκη της Σορβώνης. Η παραχώρησή του στον Turner απετέλεσε καταλυτικό γεγονός για την έκδοση του συνόλου των Επιστολών, από τον εν λόγω μελετητή, μόλις το 2009613. Οι Επιστολές, κείμενα αρχικά προσωπικού χαρακτήρα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο εκκλησιολογικό ενδιαφέρον (ιδιαίτερα η πρώτη Επιστολή), αναφορικά με τη δυνατότητα του δεσμείν και λύειν στην ανατολική Εκκλησία και τις γενικότερες σχέσεις θεσμού και χαρίσματος στην ορθόδοξη Ανατολή.

Με το όνομα του αγίου Συμεώνος κυκλοφόρησαν, επίσης, κάποια, κατά τα άλλα αξιοσημείωτα, νόθα έργα. Πρόκειται καταρχήν για το γνωστότατο κείμενο με τον τίτλο: «Μέθοδος της ιεράς προσευχής και προσοχής», το οποίο εξέδωσε κριτικά ο Ειρηναίος Hausherr το 1927 με τον τίτλο: «La méthode d’ oraison hésychaste»614. Μια σύντομη πραγματεία, η οποία υπόσχεται με την τέλεια μέθοδο της προσευχής που εισηγείται, την εύκολη, την «φυσική και επιστημονική», να οδηγήσει αυτόν που την εφαρμόζει, ανιδρώτως και ακόπως, στη χριστιανική τελειότητα. Ο Hausherr μας πληροφορεί615, πως η Μέθοδος απουσιάζει από όλες τις αρχαίες συλλογές και τη χειρόγραφη παράδοση των έργων του Συμεών. Ως κείμενο βρίσκεται, σχεδόν πάντοτε, μαζί με το ψευδοχρυσοστομικό έργο «Προς μοναχούς» και το «Περί φυλακής καρδίας» του Νικηφόρου Μοναχού. Κατά την άποψη του εν λογω ερευνητή, το έργο πρωτοεκδόθηκε με το όνομα του Συμεών του Νέου Θεολόγου, από το Διονύσιο Ζαγοραίο το 1790. Δεν είναι πρώτος ο Hausherr που αμφισβήτησε την απόδοση του έργου αυτού στον Συμεών. Ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ616, ο Σταύρου617 κ.α. αμφισβήτησαν την πατρότητα του έργου, διερωτώμενοι για το συντάκτη του. Ποιος, λοιπόν, είναι ο συγγραφέας της Μεθόδου; Σύμφωνα με τον Hausherr, η Μέθοδος απηχεί τη σιναϊτική πνευματικότητα και σε ορισμένες φραστικές και συντακτικές λεπτομέρειες, προδίδει έναν συντάκτη ο οποίος στοιχεί προς τη σχολή του Ιωάννη της Κλίμακος618. Οι δε ομοιότητες της Μεθόδου με κείμενα της ησυχαστικής παράδοσης και συγκεκριμένα με το «Περί φυλακής καρδίας» του Νικηφόρου Μοναχού, είναι προκλητική. Ο Κάλλιστος Ξανθόπουλος, μαθητής και βιογράφος του Γρηγορίου Σιναΐτη, επιβεβαιώνει πως συγγραφέας της Μεθόδου είναι ο Νικηφόρος, αν και ο δάσκαλός του Γρηγόριος γνώριζε τη Μέθοδο ως έργο του Συμεών. Παρόλα αυτά, η άποψη του Hausherr, την οποία συμμερίστηκε η πλειονότητα των ερευνητών, φαίνεται λανθασμένη. Νεώτερες έρευνες έθεσαν εν αμφιβόλω τη θέση ότι ο Νικηφόρος Μονάζων είναι ο συγγραφέας του έργου, χωρίς, βέβαια, να καταλήξουν και σε κάποιον άλλον συντάκτη619. Προφανώς, εξαιτίας της σπουδαιότητας του κειμένου αυτού για την ησυχαστική παράδοση, αντιγραφείς της εποχής, θέλησαν να το αποδώσουν σε συγγραφέα προγενέστερο και εγνωσμένου κύρους, επιλέγοντας το Νέο Θεολόγο.

Ένα δεύτερο έργο, το οποίο κυκλοφόρησε με το όνομα του Συμεών, χωρίς ο άγιος να είναι ο συντάκτης του, είναι τα Αλφαβητικά Κεφάλαια. Πρόκειται για εικοσιτέσσερεις πραγματείες ευσύνοπτες, ως επί το πλείστον, οι οποίες διακρίθηκαν, ήδη, από την περίοδο της έκδοσης του Νικήτα, σε ενιαία συλλογή με τον τίτλο αυτό620. Το έργο αυτό είναι προϊόν της συγγραφικής δουλειάς του Νικήτα, ο οποίος στηρίχθηκε κατά μεγάλο μέρος στις Κατηχήσεις, και συγκεκριμένα το β΄ τύπο των Κατηχήσεων του Νικήτα, από όπου και δανείστηκε το βασικό κορμό του κειμένου των Αλφαβητικών Κεφαλαίων621, προσθέτοντας στοιχεία είτε από τα πρόχειρα τετράδια του Συμεών (brouillons), είτε από κείμενα που συνέταξε ο ίδιος. Όλες οι μακροσκελείς λίστες με χωρία της Αγίας Γραφής, οι κατάλογοι των αρετών και των κακιών, καθώς και το πλήθος των παραθεμάτων από χωρία της πατερικής γραμματείας, ανήκουν στο Νικήτα. Το έργο αυτό εκδόθηκε πρόσφατα από την Ι. Μ. Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους622.

Στα γνήσια έργα του Συμεώνος πρέπει να προσθέσουμε και τον «Διάλογο με τον Σχολαστικό» το οποίο εκδόθηκε με το όνομα του Διαδόχου Φωτικής από τον Edouard des Places, λάθος που επαναλήφθηκε και από τα Sources Chrétiennes623. Αντίθετα, το έργο με τον τίτλο: «Προέκθεσις Ομολογίας και Πίστεως»624, έργο του Νικήτα, αποδόθηκε εσφαλμένα, από τον Jugie625, στο Συμεών το Νέο Θεολόγο. Τέλος, ο Gouillard μας πληροφορεί για κάποια μικρά κομμάτια κειμένων του Συμεών που έχουν εισαχθεί και σε διάφορα λειτουργικά βιβλία, όπως την προσευχή «από ρυπαρών χειλέων» της ακολουθίας της Θείας Μετάληψης, που υπάρχει στο Ωρολόγιον626.

Τα συγγράμματα του Συμεών καταδεικνύουν, όπως ήδη το έχουμε σημειώσει σε προηγούμενες σελίδες, αφενός μεν το πολύ καλό επίπεδο της γλώσσας και της γενικότερης καλλιέργειάς του, αν και δεν έλαβε ανώτατη εκπαίδευση, αφετέρου το ύψος της θεολογικής του γνώσης η οποία, έχοντας ως βάση τη θεοειδή εμπειρία της χάρης του Πνεύματος, αποκαλύπτεται εναργέστατα στα έργα του. Η πραγματικότητα αυτή προβάλλει αδήριτο το ερώτημα: Ποια είναι τα κείμενα και οι συγγραφείς που επηρέασαν το Νέο Θεολόγο; Ποιους προγενεστέρους του πατέρες και θεολόγους διάβασε και πώς αυτοί τον επηρέασαν; Ποια η σημασία της Γραφής και της λατρείας στη θεολογική συγκρότηση του αγίου μας;

Ένα πρώτο ερώτημα που απασχόλησε την έρευνα είναι αυτό της πιθανής σχέσης του Συμεών με τη θύραθεν γνώση και τους θύραθεν συγγραφείς. Σύμφωνα με τους πίνακες (index) της κριτικής έκδοσης των έργων του από τα Sources Chrétiennes δεν υπάρχει καμία παραπομπή σε έργα κοσμικών συγγραφέων, εκτός από αυτή του Αιλιανού627, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο όσιος δεν επηρεάστηκε σοβαρά από κοσμικούς συγγραφείς. Αντιθέτως, μπορεί να αποδειχθεί ότι επηρεάστηκε από κάθε βιβλίο της Καινής Διαθήκης και από έναν σημαντικό αριθμό βιβλίων της Παλαιάς, σε τρόπο ώστε να δικαιολογείται η άποψη ότι η Αγία Γραφή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη θεμελίωση της θεολογικής του σκέψης. Ασφαλώς το φαινόμενο αυτό δεν είναι μοναδικό στην περίπτωση του αγίου Συμεών, αλλά αποτελεί κοινό παρανομαστή σε όλους τους θεολόγους πατέρες της χριστιανικής παράδοσης.

Σύμφωνα με τον Turner628 ο Συμεών χρησιμοποιεί 858 παραπομπές στον Ματθαίο, 684 στον Ιωάννη, 340 στην 1η Προς Κορινθίους, 298 στην Προς Ρωμαίους κ.α. Από την Παλαιά Διαθήκη τη βαθύτερη επιρροή στο Συμεών είχαν οι Ψαλμοί με 458 παραπομπές, ενώ δεύτερο βιβλίο σε συχνότητα παραπομπών είναι η Γένεση με 184. Αναφορικά προς την Παλαιά Διαθήκη είναι ευεξήγητη η επιρροή των Ψαλμών, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική θέση που η απαγγελία του Ψαλτηρίου κρατά στον καθημερινό λατρευτικό κύκλο των μοναστηριών, ήδη πολύ πριν την εποχή του αγίου Συμεών μέχρι και σήμερα. Σε πολλές περιπτώσεις οι μοναχοί γνωρίζουν από μνήμης όλο το Ψαλτήριο ή ένα πολύ μεγάλο μέρος του και σε κάθε περίπτωση το εκτιμούν και το χρησιμοποιούν περισσότερο, ως ένα από τα βιβλία που οδηγεί στη μετάνοια. Είναι χαρακτηριστικό πως από το σύνολο των 458 αναφορών στους Ψαλμούς, 27 είναι στον 50ο Ψαλμό, τον επονομαζόμενο και Ψαλμό της Μετανοίας. Μετά τους Ψαλμούς είναι η Γένεση που αναφέρεται συχνότερα από το Συμεών. Είναι ενδιαφέρον πως 72 από τις 184 αναφορές του, αφορά την αφήγηση περί δημιουργίας στα κεφάλαια 1 και 2 του βιβλίου της Γενέσεως, γεγονός που υπογραμμίζει το σημείο ενδιαφέροντος του αγίου ως προς το βιβλίο αυτό. Όπως παρατηρεί ο Alfeyev629, είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο άγιος δεν επηρεάστηκε βαθειά από το κατεξοχήν «μυστικό» βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το Άσμα των Ασμάτων. Ίσως αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό, γραμένο σε μια έντονα, έως και παρεξηγήσιμα, συμβολική γλώσσα, απαιτεί τη χρήση της αλληγορίας για να γίνει κατανοητό, κάτι που αντίκειται στην αμεσότητα και την προσωπική διάσταση του ύφους και της γλώσσας του αγίου630.

Αναφορικά προς την Καινή Διαθήκη είναι τα Ευαγγέλια που αποσπούν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του οσίου Συμεών (2119 παραπομπές στο σύνολο των Ευαγγελίων). Το γεγονός αυτό επισημαίνει τη χριστοκεντρικότητα της σκέψης του αγίου, η οποία έλκεται από την απλότητα και τη διδακτικότητα του ευαγγελικού λόγου.

Στα παραθέματά του στη Βίβλο ο άγιος Συμεών, στηρίχθηκε σε ένα μεγάλο μέρος στη μνήμη του, γεγονός το οποίο δυσκόλεψε τους μελετητές στην ταυτοποίηση των βιβλικών παραθεμέτων. Παρόλα αυτά, τα τυχόν λάθη δεν παραποιούν, σε γενικές γραμμές, το νόημα της βιβλικής θεολογίας, ούτε και χρησιμοποιούνται στρεβλά προς επίρρωση της σκέψης του Συμεών.

Η συχνότητα αναφοράς του αγίου Συμεών στην προγενέστερή του πατερική γραμματεία είναι πολύ φτωχή, για να μας επιτρέψει να εκτιμήσουμε πλήρως τους αγίους πατέρες που διάβασε και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρέασαν τη σκέψη του. Ήδη ο Holl είχε επισημάνει πως «μόνον σε περιορισμένη έκταση ήταν εξοικειωμένος με τη λογοτεχνία της εκκλησίας του»631. Η εντύπωση αυτή προκύπτει, πράγματι, από τον υπολογισμό των παραπομπών του αγίου σε προγενεστέρους του πατέρες, χωρίς να αποδίδει πλήρως την αλήθεια των πραγμάτων, δεδομένου ότι ο άγιος, όχι σπάνια, προδίδει στη συνάφεια του κειμένου του έναν προγενέστερό του συντάκτη, χωρίς να τον κατονομάζει.

Ένας από τους πρώτους πατέρες που γνωρίζει, σε νεαρή ηλικία, ο άγιος, είναι ο Ιωάννης της Κλίμακος, με τον οποίο η σχέση του υπήρξε διδακτική632. Τον γνώρισε από ένα αντίτυπο της Κλίμακας που βρήκε στην πατρική του βιβλιοθήκη κατά την επίσκεψή του στη γενέτειρα, μόλις πριν την είσοδό του ως δοκίμου στη μονή του Στουδίου. Ο ίδιος ο άγιος Συμεών παρακινεί στην Κατήχηση IV τους μοναχούς του στην ανάγνωση της Κλίμακος, γεγονός που υποδηλώνει την πιθανή ύπαρξη κάποιου αντιγράφου του έργου και στη μονή του Αγίου Μάμαντα633. Ο Podsalsky παρατηρεί πως εκείνο που εντυπωσίασε εξαιρετικά τον όσιο στην Κλίμακα είναι η προειδοποίησή της για την ιδιορρυθμία στην πνευματική ζωή, γεγονός που στάθηκε καταλύτης της πνευματικής πορείας του Νέου Θεολόγου634.

Εκτός από τον Ιωάννη της Κλίμακος σημαντικά επηρέασε τον Συμεών και ο συνεπώνυμός του άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ακολουθώντας και πάλι τους πίνακες των Sources Chrétiennes απαριθμούμε περίπου σαράντα αναφορές στα έργα ή το πρόσωπο του Γρηγορίου Θεολόγου. Από το σύνολο των σαράντα αναφορών οι είκοσι πέντε προέρχονται από τους λόγους XXXVIII, XXXIX και XL, που είναι γνωστοί αντίστοιχα ως λόγοι: «Εις τα Θεοφάνεια είτουν Γενέθλια του Σωτήρος», «Εις τα άγια Φώτα» και «Εις το άγιον Βάπτισμα»635, ακριβώς επειδή μπορούν, εκεί, να ανευρεθούν προσφιλή στο Συμεών θέματα για τη δύναμη των δακρύων, τη θέωση (χριστοποίηση) του ανθρώπου κ.α. Ο Συμεών σπάνια ονομάζει το Γρηγόριο ως πηγή του. Μόνον σε τρεις περιπτώσεις αναφέρεται σ’ αυτόν ονομαστικά, δύο φορές ότι αναφέρεται σε «έναν θεολόγο» και σε τρείς περιπτώσεις φαίνεται από το κείμενο πως πρόκειται για αναφορές στον εν λόγω συγγραφέα636. Αυτή η ιδιαίτερη οικείωση του Συμεών με τον άγιο Γρηγόριο, πέρα από την τεράστια φήμη και θεολογική αναγνώριση που ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε καθόλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, έχει και ιστορική εξήγηση. Κατά τη διάρκεια της νιότης του (955/956) πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των λειψάνων του αγίου στην Κωσταντινούπολη, ενώ κατά την περίοδο αυτή δύο μοναστήρια της Πρωτεύουσας, η μονή του Πελεκάνου και η μονή του Αγίου Λαζάρου, απέκτησαν νέα χειρόγραφα των εργασιών του Γρηγορίου και επιδόθηκαν στην αντιγραφική παραγωγή637. Ούτε, όμως, ο Χρυσόστομος, με αναφορές κυρίως στο έργο του «Περί Ακαταλήπτου»638, ούτε ο Μέγας Βασίλειος, με τρεις συγκεκριμένες παραπομπές και κάποιες νύξεις, ούτε ο Γρηγόριος Νύσσης, με μία συγκεκριμένη αναφορά και ορισμένες νύξεις, ούτε ο Μάξιμος ο Ομολογητής και μέσω αυτού στοιχεία της αλεξανδρινής παράδοσης, παράμειναν άγνωστοι για τον Συμεών το Νέο Θεολόγο639.

Επίσης, οι Βίοι των μεγάλων ερημιτών, του Αντωνίου, των αγίων Σάββα και Ευθυμίου κ.α., είναι κείμενα αγαπημένα του οσίου Συμεών, επειδή είναι σε θέση να παράσχουν πλήθος θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων αναφορικά με τη μοναχική ζωή και πνευματικότητα. Αξιοσημείωτο παραμένει ότι ο άγιος φαίνεται να μην παραπέμπει τόσο τα αρεοπαγιτικά κείμενα, έργο στάθμο στη μυστική γραμματεία640, όσο και από το βιβλίο του Μάρκου του Ασκητού, το οποίο του το έδωσε ο γέροντάς του και τον επηρέασε τόσο στην κρίσιμη πρώτη περίοδο της πνευματικής του ζωής.

Ένας ακόμη θεμελιώδης πυλώνας ο οποίος επηρεάζει αποφασιστικά τον άγιο Συμεών είναι και η θεία λατρεία. Ο άγιος είναι πρωτίστως μοναχός. Μάλιστα ένας μοναχός ο οποίος, μισό περίπου αιώνα ασκητικής ζωής, διαβιεί σε κοινοβιακό μοναστήρι. Η μεγάλη παράδοση του κοινοβιάκου μοναχισμού αποτυπώνεται, στα χρόνια του Νέου Θεολόγου, στο στουδιτικό μοναχισμό, ο οποίος σφράγισε ανεξήτιλα, κυρίως με την καταλυτική παρέμβαση του αγίου Θεοδώρου, την κοινοβιακή ζωή, μέχρι τις ημέρες μας.

Μεγάλο προνόμιο των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης ήταν και η παρουσία και λειτουργία της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας), η οποία αποτελούσε γονιμοποιητικό παράγοντα εξέλιξης της λατρείας, προς τον οποίο τα μοναστήρια της εγγύς περιοχής βρίσκονταν σε συνεχή διάλογο. Η άμεση επιρροή των ακολουθιών του καθεδρικού ναού στις ακολουθίες της μονής του Στουδίου, πιστοποιείται σε διάφορα σημεία της στουδιτικής Υποτύπωσης, όπου ο Θεόδωρος περιγράφει την αντικατάσταση μερών της μοναστικής ακολουθίας από εκείνες των ακολουθιών της Μεγάλης Εκκλησίας. Ένας ακόμη παράγοντας που άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της μοναστικής ακολουθίας στην Πρωτεύουσα ήταν και η άνθηση της Υμνογραφίας, η οποία συνδέθηκε και με ονόματα διαπρεπών μοναχών όπως του Ρωμανού του Μελωδού, Κοσμά Μαϊουμά, Θεοδώρου Στουδίτη κ. α.641. Η σύγκριση των λειτουργικών βιβλίων, καθώς και των τυπικών του Στουδίου με τις παρατηρήσεις του Νικήτα, αλλά και με τα όσα ο ίδιος ο Συμεών αναφέρει για τη λατρευτική ζωή στον Άγιο Μάμαντα, πιστοποιούν του λόγου το αληθές.

Για τον κοινοβιάτη άγιο, η συμμετοχή στις μοναστικές ακολουθίες δεν έχει αυτόνομη αξία. Πρέπει να συνοδεύεται από την προσπάθεια εφαρμογής των όσων κανείς ακούει στην καθημερινή λατρεία642. Πέρα από την ανωτέρω γενική αρχή ο Συμεών παραδίδει και πιο συγκεκριμένες και λεπτομερείς νουθεσίες. Δεν πρέπει κανείς να εγκαταλείπει το ναό πριν την τελική απόλυση. Πολύ περισσότερο κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας643. Δεν πρέπει να ακουμπά οπουδήποτε στο ναό ή να κάθεται, αλλά όρθιος και ακίνητος να προσπαθεί να συγκεντρωθεί στα λεγόμενα, προκειμένου να επιτύχει την κατάνυξη644.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ήταν υποστηρικτής της καθημερινής Θείας Λειτουργίας και της καθημερινής Θείας Μετάληψης, ως γενική αρχή. Το ζήτημα της συχνότητας τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας, αλλά και της συμμετοχής σε αυτήν, έχει μια διαδρομή στην μακρά ιστορία του μοναχισμού. Στα μοναστήρια του 4ου και 5ου αιώνα, η Θεία Λειτουργία δεν τελούνταν κάθε ημέρα. Στην παχωμιακή κοινότητα τελούνταν δύο φορές: το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή πριν το μεσημέρι. Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για το πόσο συχνά συμμετείχαν στη Θεία Ευχαριστία ασκητές και ερημίτες. Προφανώς κάθε φορά που οι περιστάσεις το επέτρεπαν, κατά συνέπεια, όχι και πολύ συχνά. Στις αρχές του εβδόμου αιώνα, η Θεία Μετάληψη των μοναχών κάθε Κυριακή, συνιστούσε μία κοινή πρακτική. Οι αναφορές σε μια τέτοια πρακτική στο Λειμωνάριο είναι συνεχείς645.

Από τις μαρτυρίες του Βίου του Νικήτα πληροφορούμαστε ότι τόσο στη μονή του Στουδίου, όσο και σ’ αυτήν του Άγιου Μάμαντα η Θεία Ευχαριστία τελούνταν αρκετές φορές την εβδομάδα. Σ’ ό,τι αφορά στη συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη δεν είναι σαφής η συχνότητά της κατά την εποχή του Συμεών. Ήδη η πρακτική του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη ήταν εκείνη της καθημερινής συμμετοχής στη Θεία Μετάληψη. Στους πειθαρχικούς κανόνες του προβλέπει ποινές για όσους αδικαιολόγητα δε συμμετέχουν στη Θεία Μετάληψη για περισσότερο από σαράντα ημέρες. Όμως κατά τον 11ο αιώνα, ούτε η καθημερινή Λειτουργία, ούτε η καθημερινή συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη ήταν ο απαραίτητος κανόνας. Ο Παύλος Ευεργετινός, ο οποίος ήταν ηγούμενος του μοναστηριού της Ευεργέτιδος μεταξύ των ετών 1048 και 1054, ήταν ένας ισχυρός υπερασπιστής της καθημερινής Θείας Κοινωνίας. Παρόλα αυτά στο Τυπικό που συνέταξε ο διάδοχός του Τιμόθεος, υπάρχουν αντιφατικά, ως προς το ζήτημα αυτό, στοιχεία. Το βέβαιο είναι ότι την εποχή αυτή οι μοναχοί ούτε απαραίτητα συμμετείχαν σε κάθε Θεία Λειτουργία, ούτε σε κάθε Θεία Μετάληψη. Η αυτονόητη πρακτική της αρχαίας τάξης ότι όποιος συμμετέχει στη Θεία Λειτουργία συμμετέχει αυτονόητα και στη Θεία Μετάληψη, αλλιώς αποχωρεί μαζί με τους κατηχούμενους, μετασχηματίζεται, κατά την παρατήρηση του Schmemann646, την περίοδο αυτή της βυζαντινής λειτουργικής σύνθεσης (7ος έως 10ος αιώνες), σε μια πρακτική που αποσυνδέει το ρυθμό τέλεσης της Ευχαριστίας από το ρυθμό της συμμετοχής στη Θεία Μετάληψη647.

Παρόλο που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ό άγιος Συμεών ήταν, κατά γενική αρχή, υποστηρικτής της καθημερινής Θείας Λειτουργίας και της καθημερινής Θείας Μετάληψης, δε θεωρεί τη συμμετοχή αυτή απροϋπόθετη648. Ούτε βρίσκουμε στον Συμεών κάποια σύσταση για το πόσο συχνά κάποιος μπορεί να συμμετέχει. Μπορούμε να υποθέσουμε, ελλείψει άλλης πληροφορίας, πως ο Νέος Θεολόγος επέτρεψε τη συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία, χωρίς τη συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη. Εντούτοις, σε όσους προσεγγίζουν το σώμα και το αίμα του Χριστού, συνιστά το φόβο και την αξιοσύνη καθώς και τη συντρίβη και τα δάκρυα, κάτι που κληρονόμησε από τον πανευματικό του πατέρα Συμεών το Στουδίτη649.

Εκείνο που συνιστά την προσωπική συμβολή του αγίου είναι η προτροπή του για συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη με τη συνειδητοποίηση ότι λαμβάνει κανείς τον ίδιο το Θεό και η παράκληση να κατορθώσει κανείς το ύψος αυτό της πνευματικής ζωής που θα του επιτρέψει, η κάθε λήψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, να συνοδεύεται από τη φωτοειδή εμπειρία της χάρης. Στην πραγματικότητα αξιώνει η κάθε Θεία Μετάληψη να συνοδεύεται από τη μυστική εμπειρία. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει κανείς περιορισμός και η συμμετοχή του πιστού, πολύ περισσότερο του μοναχού, μπορεί να είναι καθημερινή650.

Η συμμετοχή του αγίου στη μοναστηριακή λατρεία, δομημένη κατά το επταδικόν651, με τη συμπερίληψη του μεσονυκτικού ή παννυχίδος, απετέλεσε τον λειμώνα εκείνο, από τον οποίο ο άγιος έδρεψε, όχι μόνον την εμπειρία της χάρης και την μυστηριακή του πνευματικότητα, αλλά και τη θεολογική του συγκρότηση για την εκφορά της. Η καθημερινή προσωπική του συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην πρακτική της Θείας Μετάληψης, αποτέλεσε τη διαρκή πιστοποίηση της θεοειδούς αλλοίωσης που επιφέρει η χάρη των μυστηρίων και υπήρξε ο υπαρξιακός καταλύτης στη συγκρότηση του ευχαριστιοκεντρικού μυστικισμού του.[ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΕΙΝΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΤΟΥ ΕΚΔΥΤΙΚΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ. ΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΠΑΜΕ ΓΙ' ΑΛΛΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΕΣ]

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΥΠΟΤΑΞΑΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΙΡΚΕΓΚΑΡΝΤ!!! 

Σημειώσεις


561 Πέρα από την ιστορικότητα της προέλευσης αυτού του ονόματος, την οποία περιγράψαμε και αναλύσαμε σε προηγούμενη περάγραφο, το προσωνύμιο Θεολόγος συνιστά έναν τίτλο τιμής και αναγνώρισης της θεολογίας του αγίου, μέσα στους αιώνες, η οποία αποτυπώνεται ενεργέστατα στα έργα του.

562 Βλ. ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ Δ., Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο μεγάλος μυστικός του Βυζαντίου. Μια γνήσια ποιητική πνοή, Σπάρτη 1999, σελ. 15 κ. εξ.

563 ΚΑΝΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Π., Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. 1ος , Αθήνα, 1976, σελ. 66

564 ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ Δ., Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο μεγάλος μυστικός του Βυζαντίου. Μια γνήσια ποιητική πνοή, Σπάρτη 1999, σελ.21.

565 Βλ. ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ Δ., ο.π. σελ. 19

566 ΡΑΜΦΟΥ Σ., Η πολιτεία του Νέου Θεολόγου, Αθήνα 1981, σσ. 51-52, αναδημοσιευμένο στο: Ιθάκη και Ιθαγένεια, Αθήνα 2001, σελ. 125.

567 Για τη σχέση εκφραστικής και βιώματος, πολύ αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει ο ΡΑΜΦΟΣ Σ., Η πολιτεία του Νέου Θεολόγου, Αθήνα 1981, σελ. 53, αναδημοσιευμένο στο: Ιθάκη και Ιθαγένεια, Αθήνα 2001, σσ. 125-126: « Το δυνατό γράψιμο του Συμεών απέχει ικανά από την υπολογιστική καλλιγραφία –νεύρο και υπολογισμός δεν συμβιβάζονται –, υλοποιεί δε την διαρκή ένταση μεταξύ ιδεών και εκφράσεως, η οποία ισορροπεί στο επιφαινόμενο πρόσωπο του συγγραφέως. Το νήμα της γραφής αυτής δεν συνιστά ωρισμένη κεντρική ιδέα αναπτυσσόμενη γραμμικά και διαιρούμενη σε μέρη, καφάλαια και παραγράφους, όπως θα καθιερωθή στην Δύση δύο αιώνες αργότερα από τον Θωμά Ακινάτη, με σκοπιμότητα καθαρώς αποδεικτική, για να καταντήση στον καιρό μας απαραβίαστη συγγραφική δεοντολογία, είναι η μετάβαση από πληρότητα σε πληρότητα, σε μια ψηφιδωτή συμφωνία, όπου η κάθε φράση, αντί να υπηρετή ως άψυχο υλικό την οικοδόμηση ενός απρόσωπου συστήματος, προεκτείνεται από την επόμενη σαν σύμπαν εν διαρκεί διαστολή. Εξ ου η ενότης γράφοντος και γραφομένων . εξ ου η προϋπόθεση παράλληλης αγωνίας εκ μέρους του αναγνώστη, για να παρακολουθήση».

568 KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σσ. 150-151. Ο ορθόδοξος επίσκοπος θα διερωτηθεί, στη συνάφεια αυτή εάν αυτός ο «δημοτικισμός»sic των έργων του, στην προκειμένη περίπτωση η συζήτηση αναφέρεται στις Κατηχήσεις, ανήκει στη γλώσσα του Συμεώνος ή είναι προϊόν της παρέμβασης εκδοτών και αντιγραφέων. Παρά το γεγονός ότι γλωσσικές και συντακτικές παρεκκλίσεις συναντώνται –κατά κανόνα και όχι αποκλειστικά –σε μια ορισμένη ομάδα χειρογράφων, ο δημοτικισμός της γλώσσας του Συμεώνος αναφέρεται στο σύνολο του έργου του και όχι σε μεμονωμένα γραμματικά ή συντακτικά φαινόμενα ή και παραφθορές των χειρογράφων. Εκφράζει τη συνολική γλωσσική αίσθηση του συγγραφέα, την εποχή του και την ιδιοσυγκρασία του.

569 «…one of the greatest of the Byzantines». Πρβλ. HUSSEY J.M., Church and Learning in the Byzantine Empire. 867-1185, Oxford, 1937, σελ. 384.

570 Βλ. HAUSHERR I., Vie, 20, 14-18. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο Συμεών στην ηλικία μόλις των είκοσι οκτώ ετών, μπορούσε να έχει μαθητές. Παρόλη τη γρήγορη και εντυπωσιακή πρόοδό του στην πνευματική ζωή, την οποία τονίζει ιδιαζόντως ο Νικήτας, οι μαθητές αυτοί ήταν αδύνατο να είχαν αποκτηθεί κατά τη σύντομη παραμονή του, μερικών μηνών ή το περισσότερο ενός έτους, στο Στούδιο. Ήταν άνθρωποι εκτός της μονής, γεγονός που δικαιολογεί την ανταλλαγή επιστολών, οι οποίοι απευθύνονταν με ερωτήματά τους γύρω από τη θεολογία της πνευματικής ζωής στο νεαρό δόκιμο, αναγνωρίζοντάς τον, κατά τη μαρτυρία του Νικήτα, ως διδάσκαλο και μύστη των θείων πραγμάτων. Πρέπει, λογικά, να υποτεθεί πως αυτός ο όμιλος των μαθητών, είχε αποκτηθεί κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη ως λαϊκός, κατά την οποία, καθώς μαρτυρεί ο Βίος, είχε πνευματική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρώτη εμπειρία του θείου φωτισμού, την είχε ως λαϊκός στην Πρωτεύουσα. Πάντως και αυτή ακόμη η εξήγηση αφήνει κενά, δεδομένου ότι πέρα από το νεαρό της ηλικίας και την έλλειψη ανώτατης, πανεπιστημιακής μορφώσεως, πέρασε και μια επαμφοτερίζουσα περίοδο, απροσδιόριστη χρονικά τόσο από το Νικήτα, όσο και από τις αυτοβιογραφικές αναφορές του ίδιου του αγίου, ως προς τη σχέση του με τον πνευματικό του πατέρα, αλλά και ως προς αυτή καθαυτή την πνευματική ζωή. Και η περίοδος αυτή τοποθετείται μετά την πρώτη αποκάλυψη του θείου φωτός. Τέλος, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα νεαρό λαϊκό, στις αρχές της πνευματικής του πορείας, όντας ο ίδιος υπό πνευματική καθοδήγηση να έχει, ταυτόχρονα, και το ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή.

571 Βλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σελ. 56.

572 Πρόκειται για τις επιστολές της νεότητος του αγίου, επιστολές που δεν έχουν σωθεί και που είναι διαφορετικές από τις γνωστές Επιστολές του, μέρος των οποίων (συγκεκριμένα την Επιστολή περί Εξομολογήσεως) δημοσίευσε ο Holl, προετοίμασε την έκδοσή τους στα Sources Chrétiennes ο Paramelle χωρίς να ευτυχίσει να ολοκληρώσει και εξέδωσε πρόσφατα ο Turner.

573 Ο Krivochéine τοποθετεί το γεγονός το 979, όταν ο όσιος βρίσκονταν στην ηλικία των τριάντα ενός ετών. Βλ. KRIVOCHEINE B., ο.π. σελ. 56.

574 HAUSHERR I., Vie, 29, 1-5.

575 HAUSHERR I., Vie, 37, 13-16.

576 KRIVOCHEINE B., ο.π. σελ. 57.

577 KRIVOCHEINE B., ο.π. σελ. 58.

578 Πρβλ. HAUSHERR I., Vie, 131-135.

579 «Χρόνων δε παρεληλυθότων εκκαιδέκα», HAUSHERR I., Vie, 133, 5-6.

580 Βλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σελ. 59 και HAUSHERR I., Un grand mystique byzantin: Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-1022), par Nikétas Stéthatos. Texte grec inédit publiè avec introduction et notes critiques, Orientalia Christiana 12, Roma 1928, σσ. XXIII και XC.

581 HAUSHERR I., Vie, 133, 19-37.

582 Πρέπει εδώ να παρατηρηθεί με έμφαση το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν, ήδη από την εποχή που ο Συμεών ήταν ακόμη εν ζωή, κάποια από τα έργα του. Μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για κάποιες από τις πρώιμες επιστολές του ή και για όσα έργα πρόφθασε να αντιγράψει ο Νικήτας, στην πρώτη φάση της αντιγραφικής του προσπάθειας. Πρβλ. GOUILLARD M. J., «Syméon le Jeune, le Théologien ou le Nouveau Théologien», Dictonaire de Théologie Catholique, XIV, 2, στ. 2944.

583 Η θέση αυτή αφορά στο συνολικό πνεύμα των κειμένων και της θεολογικής διδαχής του Συμεώνος. Για παρεμβάσεις σε ιδιαίτερα σημεία θα γίνει λόγος παρακάτω κατά την εξέταση των έργων του Νέου Θεολόγου.

584 Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Ο ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ, Βίος και πολιτεία εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, 23, PG, 114, 1104A-1108B.

585 HAUSHERR I., Vie, 150, 1-44.

586 DARROUZÈS J., Nikétas Stéthatos, Opuscules et letters. Introduction, SC, 81, σελ. 53 και 296, σημ. 2. Πρβλ. και ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ ΕΙ., «Οι Ύμνοι του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Σχέσεις επιγραφών με τους Ύμνους», Βυζαντινά, 22, (1971), σελ. 127.

587 Βλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σσ. 61-62.

588 Κατά τον KRIVOCHEINE B., Introduction, SC, 96, σελ. 165, πιο συγκεκριμένα η συγγραφή των Κατηχήσεων διήρκεσε μέχρι τη στάση των τριάντα μοναχών έναντι του ηγουμένου τους, μεταξύ των ετών 995-998, σύμφωνα και με όσα υπαινίσσεται ο Νικήτας στο Βίο.

589 Βλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σελ. 166.

590 GOUILLARD M. J., «Costantin Chrysomallos sous le masque de Syméon le Nouveau Théologien» στο: Travaux et Mémoires 5, (Centre de recherché d’ histoire et civilization de Byzance) Paris, 1973, σσ. 313-327.

591 Κατά κυριολεξία πρόκειται για θέσεις των Βογόμιλων οι οποίοι αποτελούν μετεξέλιξη των Μεσσαλιανών, την περίοδο που εξετάζουμε, 10ος -11ος αιώνας. Η θέση ότι μέρος των Κατηχήσεων υποκρύπτουν το πρόσωπο του Χρυσόμαλλου, συνιστά εξειδικευμένο γραμματολογικό πρόβλημα το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της παρούσης εργασίας. Εκείνο που μας αφορά είναι η σύνδεση καταδικασθέντων για αιρετικές αποκλίσεις προτάσεων του Χρυσόμαλλου, με χωρία των Κατηχήσεων, προκειμένου να διεκδικηθεί η πατρότητά τους από τον μεσσαλιανό συγγραφέα. Το κατά πόσο αυτό γίνεται κατορθωτό θα εξεταστεί στα σημεία όπου θα γίνει λόγος για τον, υποτιθέμενο, Μεσσαλιανισμό του Συμεώνος. Πρβλ. και: FRAIGNEAU –JULIEN B., Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985, σελ. 21.

592 Αποσπασματικές πληροφορίες και πλημμελείς καταλόγους για το σύνολο των έργων του αγίου, παρέχει ο Στηθάτος στο Βίο, στις σελίδες: 47, 49, 97, 99, 107, 131, 155 και 197 της έκδοσης του HAUSHERR I., Un grand mystique byzantin: Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-1022), par Nikétas Stéthatos. Texte grec inédit publiè avec introduction et notes critiques, Orientalia Christiana 12, Roma 1928.

593 Ο Darrouzès υποστηρίζει πως ο άγιος Συμεών επιμελώς αποφεύγει, για λόγους τακτικής να αναφερθεί ονομαστικά στο σύγκελλο, ενώ είναι περισσότερο και από εμφανές ότι είναι εκείνος που υποκρύπτεται πίσω από τους αόριστους αντιπάλους. Βλ. DARROUZÈS J., Introduction, SC, 122, σσ. 10-11.

594 DARROUZÈS J., Introduction, SC, 122, σελ. 7. Πιο συγκεκριμένα τα εργα αυτά πρέπει να έχουν συνταχθεί μετά το 1005, χρονολογία κατά την οποία ο άγιος παραδίδει την ηγουμενία του Αγίου Μάμαντα στο μαθητή του Αρσένιο και αποδύεται, εξαιτίας της επιδείνωσης της διένεξης με τον σύγκελλο, στη συγγραφή ποικίλων έργων όπως την πρώτη απολογία του, ένα κείμενο προς το σύγκελλο κ.α.

595 Συγκεκριμένα στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο με τον τίτλο: Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και η θέωση του Ανθρώπου.

596 Για περισσότερα βλ. DARROUZÈS J., Introduction, SC, 122, σσ. 13-22.

597 GUILLAUMONT A., Un philosophe au desert. Evagre le Pontique, Paris 2009, σελ. 92. Βλ. και σημ. 182 στη σελ. 78 της παρούσας εργασίας.

598 Για την ιστορία του κειμένου και της χειρόγραφης παράδοσης των Κεφαλαίων του Συμεώνος, βλ. DARROUZES J., Introduction aux Chapitres, SC, 51 bis, σσ. 12-27.

599 FRAIGNEAU –JULIEN B., Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985, σελ. 22.

600 DARROUZÈS J., Introduction aux Chapitres, SC, 51 bis, σσ.28-29.

601 KODER J., «Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι Ύμνοι του», στο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκ. Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Αθήνα 2008, σελ. 7.

602 ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ ΕΙ., «Οι Ύμνοι του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Σχέσεις επιγραφών με τους Ύμνους», Βυζαντινά, 22, (1971), σελ. 127.

603 KODER J., «Γιατί ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος έγραψε τους ύμνους του;», Νέα Εστία, τομ. 160ος , τευχ 1794, (2006), σελ. 809.

604 Βλ. KODER J., «Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι Ύμνοι του», στο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκ. Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Αθήνα 2008, σσ. 8-9 και σημ. 20, όπου και η αναλυτική λίστα των χειρογράφων με τους Ύμνους του Συμεώνος.

605 KODER J., Hymnes, Introduction, SC, 156, σσ. 82-94 . του ιδίου: «Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι Ύμνοι του», στο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου, ο.π. σελ. 20.

606 HAUSHERR I., Vie, 37,12. Αυτό το αντιθετικό ζεύγος απαντά ήδη στον Πλάτωνα (Νόμοι 690e και 820c) αλλά και, αργότερα στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Το βρίσκουμε, όμως, και σε έναν χριστιανό ποιητή, ο οποίος επηράσε έντονα τον Συμεών. Τον Γρηγόριο το Θεολόγο (PG, 37, 1334A-1335A).

607 KODER J., «Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι Ύμνοι του», στο: Τέσσερα κείμενα για την ποίηση του Συμεών του Νέου Θεολόγου, εκ. Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Αθήνα 2008, σσ.22-24.

608 Βλ. KODER J., «Γιατί ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος έγραψε τους ύμνους του;», Νέα Εστία, τομ. 160ος , τευχ 1794, (2006), σσ. 815-818.

609 Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι Ύμνοι αποτέλεσαν το πιο γνωστό, το πιο χαρακτηριστικό και το πιο αποκαλυπτικό της μυστικής εμπειρίας, έργο του Συμεώνος. Επηρέασαν περισσότερο από κάθε άλλο του έργο τη θεολογική σκέψη και ανανέωσαν το ενδιαφέρον μερίδας της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής διανόησης για το πρόσωπο του αγίου και τη θεολογία του . Ο γνωστός υπαρξιστής φιλόσοφος Martin Buber μετάφρασε στα γερμανικά (Ekstalische Konfessionen, Leipzig 1909), μέρος των Ύμνων του Συμεώνος, από τη λατινική μετάφραση του Pontanus.

610 Στο βιβλίο του με τον τίτλο: Enthusiasmus und Bussgewalt beim griechischen Mönchtum. Eine Studie zu Symeon dem neuen Theologen, Leipzig, 1898.

611 Ο πλήρης τίτλος της Επιστολής: «Του εν αγίοις πατρός ημών Συμεών του νέου θεολόγου λόγος περί εξομολογήσεως πρός τινα γραφείς τέκνον αυτού, και τίνες άρα εισίν οι την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν αμαρτήματα λαβόντες».

612 PG, 95, 283-304. Προφανώς, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του κειμένου της Επιστολής και της κριτικής την οποία, προφανώς, δέχθηκε, ήδη, από την εποχή της, στεγάστηκε, στη χειρόγραφη παράδοση, υπό το όνομα του Δαμασκηνού, ως θεολόγου υπεράνω πάσης υποψίας και κριτικής. Πρβλ. TURNER H.J.M.,: The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Oxford, New York, 2009, σελ.16.

613 Πρβλ. TURNER H.J.M.,: The Epistles of St. Symeon the New Theologian, Preface, Oxford, New York, 2009, σελ. V.

614 HAUSHERR I., «La Méthode d’ oraison hésychaste», Orientalia Christiana, Vol. IX-2, Num.36, Iunio et Ioulio 1927.

615 HAUSHERR I., ο.π., σελ. 115.

616 Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Pétrograd et Alexandrie, 1911, σελ. 59.

617 Αι περί των Ησυχαστών της ιδ΄ εκατονταετηρίδος και της διδασκαλίας αυτών, Leipzig, 1905.

618 «…trahit simplement un auther formé à l’ école de Jean Climaque, qu’il imite servilement…». Βλ. HAUSHERR I., «La Méthode d’ oraison hésychaste», Orientalia Christiana, Vol. IX-2, Num.36, Iunio et Ioulio 1927, σελ. 131.

619 RIGO A., «Niceforo l’ esicasta (XIII sec.): Alcune considerasioni sulla vita e sull’ opera», στο: Amore del Bello, studi sulla Filocalia, Qiquajon, 1991, σσ. 81-119. Πρβλ. και ΡΑΜΦΟΥ Σ., Το αδιανόητο τίποτα, Αθήνα, 2010, σελ. 326.

620 Βλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σσ. 172-173.

621 Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι περί το σαράντα τοις εκατό (40%) του κειμένου των Αλφαβητικών Κεφαλάιων είναι κείμενο που συνέταξε ο ίδιος ο Νικήτας. KRIVOCHEINE B., Introduction, SC, 96, σσ. 172-173.

622 ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Αλφαβητικά Κεφάλαια, Εισαγωγή –Κείμενο –Νεοελληνική απόδοση από Μοναχούς της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 2005.

623 EDOUARD DES PLACES P., «Dialogue avec le Scholastique», Recherches de Science Religieuse, 40, 1952, σσ. 129-138. Το ίδιο κείμενο δημοσιεύτηκε στα SC, 5 bis, σσ. 180-183, και πάλι με το όνομα του Διαδόχου. Πρβλ. και DARROUZÈS J., Introduction aux Chapitres, SC, 51 bis, σελ. 11.

624 SC, 81, σσ. 446-462.

625 Echos d’ Orient, 28, 1929, σελ. 37. Πρβλ. KRIVOCHÉINE B., Introduction, SC, 96, σελ. 65, σημ. 2, και DARROUZÈS J., Nicétas Stéthatos. Opuscules et Lettres, Introduction, SC, 81, σελ. 22.

626 GOUILLARD M. J., «Syméon le Jeune, le Théologien ou le Nouveau Théologien», Dictonaire de Théologie Catholique, XIV, 2, στ. 2946.

627 ΑΙΛΙΑΝΟΥ, De Natura Animalium, X, 13, βλ. ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 8ος, SC, 129, 73-75. Σύμφωνα με τον Darrouzès, ο Συμέων δεν είχε διαβάσει τον Αιλιανό, αλλά είχε γνώση της εξήγησής του (περί μαργαριταριών) από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή και από τη χρήση της ανωτέρω πληροφορίας στο κήρυγμα. Πρβλ. SC, 129, σελ. 207, σημ. 2.

628 TURNER H.J.M., St. Symeon the New Theologian and spiritual fatherhood, Leiden . New York . Københavh . Köln, 1990, σελ. 39 κ.εξ. Επίσης ο Völker W., Praxis und Theoria bei Symeon dem Neuen Theologen. Ein beitrag zur Byzantinischen Mystik, Wiesbaden 1974, στην παράγραφο με τον τίτλο: «Symeon als Schriftsteller», σσ. 65-86, όπου πραγματοποιεί ανάλογη με τον Turner μελέτη στην οποία, αφού εντοπίσει στα έργα του Συμεώνος τα παράλληλα ή τις νύξεις και τις έμεσες αναφορές σε βιβλικά και πατερικά έργα, καταλήγει σε παρεμφερή συμπεράσματα. Πρβλ. και PODSALSKY G., «L’ orizzonte culturale di Simeone il Nuovo Theologo» στο: Simeone il Nouovo Theologo e il monachesimo a Costantinopoli, Comunità di Bose, Magnano 2003, σελ. 129.

629 ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 54.

630 Πράγματι, όλοι οι αρχαίοι ερμηνευτές του Άσματος, Ιππόλυτος, Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, ακόμη και ο αντιοχειανός Θεοδώρητος, όπως επίσης και οι δυτικοί Βερνάρδος του Clairvaux, Ιωάννης του Σταυρού και Maister Eckhart, δεν προσελκύστηκαν από την κυριολεκτική έννοια του βιβλίου, αλλά εφάρμοσαν μια ευρύτατη χρήση της αλληγορίας, προκειμένου να το ερμηνεύσουν.

631 HOLL K., Enthusiasmus und Bussgewalt beim griechischen Mönchtum. Eine Studie zu Symeon dem neuen Theologen, Leipzig, 1898, σελ. 37.

632 TURNER H.J.M., St. Symeon the New Theologian and spiritual fatherhood, Leiden . New York . Københavh . Köln, 1990, σελ. 45.

633 Για τη σχέση του Συμεώνος με την Κλίμακα, καθώς και το πώς και σε ποιο μέτρο η τελευταία επηρέασε τη θεολογία του οσίου, βλ. VÖLKER W., Scala Paradisi. Eine studie zu Johannes Climacus und zugleich, eine vorstudie zu Symeon dem Neuen Theologen, Wiesbaden 1968. Από τη μεριά του ο TURNER H.J.M., ο.π., σελ. 45, αναφέρει ότι η επιρροή αυτή δε φαίνεται να είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

634 PODSALSKY G., «L’ orizzonte culturale di Simeone il Nuovo Theologo» στο: Simeone il Nouovo Theologo e il monachesimo a Costantinopoli, Comunità di Bose, Magnano 2003, σελ. 132.

635 PG, 36, 312-333 . PG, 36, 336-360 . PG, 36, 362- 427.

636 Βλ. TURNER H.J.M., St. Symeon the New Theologian and spiritual fatherhood, Leiden . New York . Københavh . Köln, 1990, σελ. 47. Τα έργα στα οποία ο Συμεών κάνει ευθεία αναφορά στον Γρηγόριο Θεολόγο είναι: Κατηχήσεις, Λόγος IV, SC, 96, 686 . Λόγος XXII, SC, 104, 179 και Ύμνοι Θείων Ερώτων, XXIII, SC, 174, 415.

637 Βλ. TURNER H.J.M., St. Symeon the New Theologian and spiritual fatherhood, Leiden . New York . Københavh . Köln, 1990, σελ 49 και PODSALSKY G., «L’ orizzonte culturale di Simeone il Nuovo Theologo» στο: Simeone il Nouovo Theologo e il monachesimo a Costantinopoli, Comunità di Bose, Magnano 2003, σελ. 132.

638 PG, 48, 701-748.

639 Ο VÖLKER W., Praxis und Theoria bei Symeon dem Neuen Theologen. Ein beitrag zur Byzantinischen Mystik, Wiesbaden 1974, σσ. 266-272, έχει δείξει τη σχέση του οσίου Συμεώνος με τον άγιο Μάξιμο, υποστηρίζοντας και την επιρροή του Ευαγρίου, μέσω του Μαξίμου, στη σκέψη του Νέου Θεολόγου. Η θέση αυτή είναι αδύναμη. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πνευματικότητας του Συμεώνος, ακόμη και σε μια απλή ματιά, είναι πολύ μακριά από τη νοησιαρχική πνευματικότητα του Ευαγρίου. Επιλέον ο KRIVOCHEINE B., SC, 113, σελ. 270, σημ. 1 και 2, παρατήρησε την εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ της αρχής της Κατήχησης XXXIV και του δεύτερου μέρους της Epistula Magna του ψευδο-Μακαρίου.

640 Πρβλ. TURNER H.J.M., ο.π., σελ. 50 και PODSALSKY G., ο.π. σελ. 132. Αντίθετη άποψη παρουσιάζει ο ιερομόναχος GOLITZIN A., «Hierarchy versus Anarchy? Dionysius Areopagita, Symeon the New Theologian, Niketas Stethatos, and their common roots in ascetical tradition» St Vladimir’s Theological Quarterly, vol. 38, (1994), σσ. 131-181.

641 Βλ. ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 76. Μια αντιπαραβολή του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας με το Τυπικό του Στουδίου, παρουσιάζει ο ίδιος ερευνητής στο μνημονευθέν έργο του σελ. 77.

642 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος IV, SC, 96, 517-559.

643 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC, 113,61-62 . ΛόγοςXXX, SC, 113, 197.

644 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX, SC, 113, 210-213.

645 ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ 83.

646 SCHMEMANN Α., Η Εκκλησία προσευχομένη. Εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, μετ. π. Δημήτριος Τζέρπος, Αθήνα, 1991, σσ. 225-226.

647 ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σσ. 85-86.

648 Για την αναγκαιότητα των προϋποθέσεων συμμετοχής στη Θεία Μετάληψη βλ. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗ Θ., «Ευχαριστία και άσκηση, ευχαριστιακή και μοναστική πνευματικότητα», Θεολογία, τ. 80, τευχ. 4, Οκτώβριος –Δεκέμβριος 2009, σσ. 269-287.

649 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXVI, SC, 113, 119-120.

650 Οι Θέσεις αυτές του αγίου θα πραγματευθούν αναλυτικά, στο τέταρτο κεφάλαιο, κατά τη διαπραγμάτευση της σχέσης των μυστηρίων με τη θέωση.

651 Όρθρος, πρώτη ώρα, Τρίτη ώρα, έκτη ώρα, εννάτη ώρα, εσπερινός και απόδειπνο.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πάντως, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας η διάκριση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος είναι κατ' επίνοιαν, όπως και η διάκριση μεταξύ των δύο φύσεων του Χριστού.

amethystos είπε...

Καί είναι τραγικό λάθος.

Ανώνυμος είπε...

Για ποιον λόγο;

amethystos είπε...

Aγ. Ιωάννου Δαμασκηνού. Εκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως.

Ανώνυμος είπε...

Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ἓν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτόν, τουτέστιν ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως· *ἐπινοίᾳ δὲ τὸ διῃρημένον*.»

amethystos είπε...

Aλλο η διάκριση, άλλο τό διηρημένον. Ευτυχώς πού διάβασες τόν Αγιο καί κατάλαβες τήν άτυχη έκφραση πού χρησιμοποίησες.