Συνέχεια από Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 2021
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η
ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΙΙΙ. Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΗΒΟ
( 4η συνέχεια )
Aν θεωρηθή το Αγαθό ως αιτία τής αγαθότητας κάθε μείγματος, που σημαίνει τελικά: κάθε πραγματικού (64d3), τότε το περίφημο Επέκεινα κάθε Είναι αποκτά μια καινούργια σημασία. Το Αγαθό δεν είναι πια τότε το «Ένα». Καθίσταται μάλλον σαφές στο ιδανικό τού «μείγματος» και αφορά σε τρεις δυνάμεις (συντρισί). Η δύναμη του Αγαθού έχει «φυγαδευτή» στη φύση τού Ωραίου, εφ’ όσον το μέτρο και η συμμετρία συνιστούν παντού την ωραιότητα και την αρετή (μετριότης γάρ καί συμμετρία, κάλλος δήπου καί αρετή πανταχού συμβαίνει γίγνεσθαι 64e6).
Απέχουμε πολύ από μιαν αφηρημένη, διαλεκτική και μυστική διδασκαλία, εφ’ όσον λέγεται κατηγορηματικά, ότι όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται εδώ (64d7). Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανενός είδους «(καθ)οριστική ακρίβεια» σ’ αυτήν την περιγραφή. Η ωραιότητα, η συμμετρία ή μετριότητα και η αλήθεια παρουσιάζονται ως οι τρεις δομικές δυνάμεις τού Αγαθού, το οποίο εμφανίζεται ως το Ωραίο.
Αυτό το οποίο «επιδιώχθηκε» στην
προοπτική τής Πολιτείας (ή τού Συμποσίου) ως το καθαρό, αμιγές Αγαθό ή
Ωραίο «επέκεινα του Είναι», προσδιορίζεται εδώ ως η δομή τού ίδιου του
«ανάμεικτου», και φαίνεται να συναντάται κάθε φορά στο συγκεκριμένο και μόνον
αγαθό και ωραίο, και μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελή αυτή ακριβώς η ενότητα και διάρθρωση του «φαινομένου»
την αγαθότητά του (( βλ. προηγούμενη ανάρτηση )) . Κάτι που δεν αποτελεί κατ’ εμέ μια
«τροποποίηση» της πλατωνικής διδασκαλίας, η οποία οδηγεί στην «υποχρεωτική»
διδασκαλία τών Ιδεών ή τής «μεταφυσικής» τού Αγαθού. Παραμένει αληθές, ότι «το
Αγαθό» πρέπει να «αποσπασθή» και να «διαφυλαχθή» από κάθε τι που εμφανίζεται ως
αγαθό. Υπάρχει όμως σε όλα και «διαφυλάσσεται», επειδή συναντάται ακριβώς σε
όλα και εμφανίζεται μέσα από εκεί ((
«Πάντα εν σοφία εποίησας…» )) .
Ο Φαίδρος
περιέχει έναν αποφασιστικό ήδη «υπαινιγμό» προς αυτήν την κατεύθυνση,
διακρίνοντας στον μεγάλο του μύθο για τη
θεϊκή δωρεά τού έρωτα του κάλλους το εξής ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ότι
αυτή η δωρεά είναι το μοναδικό πράγμα που διαφυλάσσει κάτι απ’ την αρχαία λάμψη
της Ιδέας, ακόμα και μετά την πτώση σ’
αυτόν τον γήινο κόσμο, αναλάμποντας
σε ’μάς εδώ «κάτω». Πρόκειται γι’ αυτό που λάμπει περισσότερο απ’ όλα και
μας προσελκύει τα μέγιστα προς τον έρωτα (ή: την ερωτικήν αγάπη) (εκφανέστατον
καί ερασμιώτατον – Φαίδρος 250
c1), «ξυπνώντας» έτσι την επιθυμία και τον πόθο
για το Υψηλότερο σ’ αυτόν που αγαπά. – Δεν απαντάται βέβαια εδώ
εννοιολογικά το πρόβλημα της μετοχής τού καθενός στην καθολικότητα (σε ό,τι
είναι καθολικό). Το ότι «(ανα)λάμπει»,
είναι ένα σημαντικό ωστόσο χαρακτηριστικό τού Ωραίου , εφ’ όσον αυτό βέβαια σημαίνει, πως καθίσταται
ορατό. Το Ωραίο, που είναι και Εράσμιο, αποτελεί σε εξέχοντα βαθμό «καθαρή»
ωραιότητα, και η λάμψη του καθίσταται
πληρέστατα ορατή. Ωραιότητα σημαίνει
άλλωστε γενικά, να μπορής να επιτρέπης να σε δουν (πρβλ. περί τού Ασχήμου
στον Φίληβο 65e). Έτσι
εννοείται και απ’ την πλευρά τού Φαίδρου το
νόημα της φράσης, ότι ο τρόπος που
εμφανίζεται η «δύναμη» του Αγαθού είναι το Ωραίο. Tο Αγαθό είναι καθεαυτό και σύμφωνα με την
ίδια του τη φύση (ταύτην έσχε μοίραν - Φαίδρ.
250d7) «εμφάνιση»,
«φανέρωση» και «λάμψη» - «έκφανση» (εκφανέστατον).
Έτσι ξεχωρίζουν («εξαίρονται»), μέσα απ’ τον ταραγμένο χείμαρρο των όσων
ακούγονται, οι προσδιορισμένοι μέσω αριθμητικών σχέσεων «καθαροί τόνοι»: η αρμονία στη μουσική – ή «ξεχωρίζουν» οι
προσδιορισμένοι από τον τρόπο που λειτουργούν τα γραφικά τους στοιχεία γραφικοί χαρακτήρες μέσα από όλα τα
ορατά, αλλά και οι φωνητικοί ήχοι
από όλα όσα γενικώς ακούγονται, ως η μοναδική δυνατή (δι)άρθωση νοήματος, το
οποίο και αποτελούν. Κατά τον ίδιον τρόπο «εξαίρεται» κι αυτό που έχει ζωή ως
το οργανικό σώμα (Φίληβος
29d8), καθώς
και ολόκληρο το Σύμπαν ως η αρμονική τάξη
(( Πρβλ. και το κείμενο του Rene Roques για «Το
αεροπαγιτικό σύμπαν», που αναρτάται πάλι σε συνέχειες στον ιστότοπό μας…
Φαίνεται η «συνέχεια» από την αρχαιοελληνική στην πατερική – και ανώτατη –
«γραμματεία» )) . Τα οποία «εξαίρονται» μέσα απ’
την απεριόριστη «ροή» τής απλής Γενέσεως (Genesis) και ανυψώνονται στην Ουσία (Usia), συνιστώντας τη «διορατικότητα»
(νους), δηλ. την «αποκαλυπτικότητα» (αλήθεια) αυτής τής τάξης. Μπορούμε δε
να αντιληφθούμε (να «προσέξουμε») και το Ιδεατό (τον «αριθμό»), που ενυπάρχει
σε όλα αυτά (ευρήσειν γάρ ενούσαν – Φίλ. 16d2).
Το ότι το Αγαθό έχει «κρυφτή» (έχει «διαφυλαχθή») στο Ωραίο δεν σημαίνει
λοιπόν τίποτα λιγότερο απ’ το ότι συναντάται
μόνο στο Ωραίο. Εφ’ όσον το Ωραίο χαρακτηρίζεται απ’ το μέτρο, τη συμμετρία
και τη φανέρωση (την «αποκάλυψη»), αποτελεί ταυτόχρονα το Αγαθό, το οποίο και
παρέχει το αληθινό (τους) Είναι (το οποίο και ονομάσαμε εδώ ιδεατό) σε όλα όσα
υπάρχουν.
Για τη «δύναμη» (Dynamis) του Αγαθού μίλησε ήδη η Πολιτεία,
λέγοντας πως το Αγαθό παρέχει σε όλα την
«αλήθεια» τους. Και το Αγαθό
«εμφανίζεται» τώρα ως το Ωραίο. Χωρίς να
διαχωρίζεται μάλιστα κατά κανέναν τρόπο απ’ αυτό, στο οποίο «υπάρχει» κάθε
φορά. Κάτι το οποίο υποστηρίζεται και ρητά. Γιατί, όσο
κι αν δεν περιέχη όρους και ορισμούς ο Φίληβος,
δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε το πώς χαρακτηρίζεται η αινιγματική φύση αυτής τής
δύναμης στην Πολιτεία, ότι δεν υπάρχει
δηλ. για τον εαυτό της, αλλά σ’ αυτό, στο οποίο υφίσταται και στο οποίο
επενεργεί (εφ’ ώ τε έστι καί ό
απεργάζεται – Πολ. 477cd). Κάτι που ισχύει εξάλλου γενικά. Πρέπει άρα να «δούμε» τη δύναμη του Αγαθού και στην
πολλαπλότητα όσων επιτελεί, όπως ακριβώς και τη δύναμη του οράν στην πολλαπλότητα των οράσεών του (σε όσα ορά), και
σε τίποτα άλλο. Ο δε ορισμός γι’ αυτό λέει, πως δεν διαχωρίζεται το Ένα από τα Πολλά. Το αληθινό «Είναι» είναι
(ασφαλώς) Ένα, «υπάρχει» ωστόσο και σε
όλα τα Πολλά, κάτι που θα μπορούσε να σημαίνη ότι διαχωρίζεται απ’ τον εαυτό
του, «το οποίο μοιάζει ωστόσο το πλέον αδύνατο απ’ όλα» (Φίληβος 15b6). Το ότι
είναι όμως Ένα, και «υπάρχει» το ίδιο,
ολόκληρο μάλιστα, σε διαχωρισμένα
αναμεταξύ τους Πολλά, θα μπορούσε (πράγματι) να σημαίνη πως διαχωρίζεται κι απ’
τον εαυτό του! Αυτόν τον ανόητο συσχετισμό προσπαθεί να αποφύγη στον Παρμενίδη (131b) ο Σωκράτης,
και αναφέρεται στην «ημέρα», η οποία, ενώ είναι παντού και ταυτόχρονα η ίδια, δεν χωρίζεται γι’
αυτό απ’ τον εαυτό της! Δεν καταφέρνει βέβαια να «επιμείνη» σωστά εκεί,
επειδή είναι ακόμα νέος (στην ηλικία). Πρόκειται όμως για το ίδιο ακριβώς, το
οποίο στον Φίληβο χαρακτηρίζει ως
αιτία κάθε συγχύσεως, αν δεν το παραδεχτούμε σωστά, αλλά και κάθε καλής
«προόδου», αν το παραδεχτούμε.
Η «καλή» οδός τής κατανόησης, την οποία ακολουθεί η συζήτηση στον Φίληβο, εγκαταλείπει εκ των πραγμάτων
όλα αυτά, για τα οποία είχε προειδοποιήσει στην αρχή ο Σωκράτης, τα εριστικά δηλ. τεχνάσματα μιας
φαινομενικής διαλεκτικής. Η οποία δεν αποτελεί επ’ ουδενί πραγματική σκέψη,
εφ’ όσον υποκύπτει κανείς στην τυφλή
επιθυμία τής «επιτυχίας» μέσα απ’ τη φιλονικεία (υφ’
ηδονής ενθουσιά τε καί πάντα κινεί λόγον άσμενος (=ευχαριστημένος!) 15e1). Η
κατανόηση (ή και συνεννόηση) την οποία
επιζητά σαφώς ο διάλογος, η οδός τής διάκρισης και της τελικής απόφασης μέσα
από ζυγισμένη αποδοχή και απόρριψη, δεν
συμπίπτει βέβαια απολύτως με τη θεωρητική σκέψη, την οποία προτείνει, μέσα
απ’ την οδό μιας νοήμονος (λογικής) κατανόησης ο Σωκράτης. Στα παραδείγματα της
μουσικής και της συγγραφικής τέχνης που χρησιμοποιεί, πρόκειται για «φωνητικές»
διαφοροποιήσεις ή καλύτερα συναρθρώσεις, που συναποτελούν ένα σύστημα. Κάθε «τραγουδείν» και κάθε «λέγειν» στηρίζεται πράγματι στη «διορατική
νομιμοποίηση» της μουσικής ή γλωσσικής χρήσης τής φωνής. Κι αυτό συνιστά την
τέχνη. Ό,τι πραγματοποιείται ως μουσική μίμηση ή ως το περιεχόμενο ενός
λόγου (πειθώ, διδασκαλία-καθοδήγηση ή ποίηση) στη βάση αυτής τής τέχνης κι
αυτής τής «δυνατότητας», μπορεί ν’ αποτελή κι αυτό με τη σειρά του την εξάσκηση
μιας, διαφορετικής ωστόσο, τέχνης. Ας αναλογιστούμε την αληθινή π.χ. ρητορική τού Φαίδρου, σε αντιδιαστολή προς την απλή γραμματική, αυτή τη «γενική δυνατότητα», που «αιωρείται
αξιοπρόσεχτα» ανάμεσα στη διάρθρωση των γραπτών στοιχείων και τη (δι)άρθρωση
της ομιλούσας φωνής στον Πλάτωνα, παραμένοντας η προϋπόθεση κάθε συζήτησης (αλλά και κάθε λογοτεχνικά διαμορφωμένου
«διαλόγου») και κάθε διαφοροποιημένης
τελικά σκέψης. Ισχύοντας μ’ αυτήν φυσικά
την έννοια και για την αναζήτηση της σωστής ζωής (του σωστού βίου) στον Φίληβο. Όσοι αναζητούν τη «σωστή ζωή», δεν βρίσκονται ωστόσο γι’ αυτόν και μόνο τον
λόγο στην «καλή» ήδη διαλεκτική οδό μιας γνήσιας κατανόησης (περί) τού Αγαθού,
επειδή έχουν (απλώς) μάθει να μιλούν ή να γράφουν. Η οδός τής αναζήτησης της
αλήθειας αποτελεί μια διαφορετική προφανώς απ’ ό,τι εκείνες οι «τέχνες»
διαλεκτική. Είναι όμως δυνατόν να υπάρχη
και κάτι το κοινό: η διάρθρωση ενός «Ενός» σε μιαν ορισμένη, ιδεατή
επίσης πολλαπλότητα. Το οποίο
συνιστά λογικά (στη «γλώσσα τής
λογικής») την ενότητα του γένους και την πολλαπλότητα ειδών και υπο-ειδών, στα
οποία αυτή εξειδικεύεται. Θα μπορούσε
μάλιστα να αναγνωρίση κανείς ακόμα και στον Αριθμό μια γενική και «υποδειγματική»
λειτουργία. Εφ’ όσον η τέχνη τής διάκρισης επιτυγχάνει μόνον τότε τον σκοπό
της, όταν δεν μπορούμε να «προχωρήσουμε» σε περαιτέρω εξειδικευμένες ενότητες:
(μουσικούς) τόνους, γλωσσικούς φθόγγους κ.τ.λ. Παρατηρώντας έτσι, ότι κάθε διαλεκτική διάρθρωση ενός Ενός σε Πολλά
«προσεγγίζει» κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο τη συνάρτηση (που υφίσταται) μεταξύ Ιδέας και Αριθμού…
( συνεχίζεται )
BΛΕΠΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΟΤΙ Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΣΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΕΔΩΣΕ ΜΕ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟ ΠΑΘΟΣ Ο ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου