Συνέχεια από: Δευτέρα 25 Απριλίου 2022
Ο Θρύλος του Ιερού
Δισκοπότηρου
Emma Jung και Marie-Louise von Franz
Εισαγωγή ε
Τα Contes bretons έχουν άλλη μορφή, περιέχουν ωστόσο ένα στοιχείο ιδιαίτερα
οικείο στη γυναίκα, και το οποίο της ταιριάζει καλά. Είναι η σφαίρα του άλογου,
ο κόσμος της φαντασίας. Το υλικό λοιπόν απευθύνεται συγκεκριμένα στις γυναίκες,
και αυτές το προτιμούν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως ήταν μια γυναίκα, η Marie de France, που πρώτη συνέλεξε, ή έγραψε η ίδια, μια σειρά ιστοριών
(„des contes dont les Bretons firent leur lais), που διατηρήθηκαν κάτω από τον τίτλο Les lais de Marie de France. Αν το περιεχόμενο των τραγουδιών είναι στην
πραγματικότητα βρετονικής προέλευσης δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Αυτό όμως που
αναμφισβήτητα εκδηλώνουν είναι η ποιότητα την οποία ο Faral περιγράφει στην πιο
πάνω αναφορά, την «γοητεία της νεράιδας», «την γοητεία της άγριας και λεπτής
φαντασίας» όπως το θέτει ο J. D. Bruce, πράγμα που χαρακτηρίζει το έργο γνωστό με το όνομα Matière de Bretagne.
Η κυριαρχία του άλογου, ή
η αίσθηση (γεύση) γι΄αυτό, διακρίνει τη θηλυκή, όπως και την κέλτικη νοοτροπία,
την οποία μαρτυρούν όχι μόνο τα παραμύθια, οι θρύλοι και οι μύθοι, αλλά και οι
ιδέες, παραδόσεις και συνήθειες, που επιβίωσαν μέχρι και τις μέρες μας. Ένα
εξαιρετικά προβεβλημένο χαρακτηριστικό του κέλτικου κόσμου της φαντασίας είναι
η πίστη στο επέκεινα, που δεν είναι τόσο ένα μέρος παραμονής αυτών που έφυγαν,
αλλά μια «γη των ζώντων», όπως αποκαλείται, ένα είδος Ηλύσιων Πεδίων που
κατοικούνται από αθάνατους. Ήταν μια χώρα χωρίς ασθένεια ή θάνατο, όπου ζούσαν
άνθρωποι με θεϊκά χαρακτηριστικά με αιώνια νεότητα, απολαμβάνοντας νόστιμο
φαγητό και ποτό, ακούοντας γλυκιά μουσική. Καθώς όμως η χώρα αυτή είχε χαθεί
για την ανθρωπότητα, μόνο λίγοι εκλεκτοί έβρισκαν το δρόμο προς αυτήν. Οι ήρωες
των βρετονικών ιστοριών συγκαταλέγονταν επίσης στους εκλεκτούς αυτούς. Χωρίς να
το προσμένουν, πέρασαν πέρα στη χώρα αυτή και επέστρεψαν, «πάνω σε ελαφρά
καμωμένες γέφυρες», όπως το γράφει ο Hölderlin. Αυτή ακριβώς η κυκλοφορία, προς και από, μεταξύ αυτού
του κόσμου και του άλλου, συνιστά την περίεργη μαγεία των ιστοριών αυτών.
Μια επιπλέον πηγή των Contes bretons αποτελούν οι
βρετανικές εθνικές παραδόσεις και η ιστορία των φυλών, στοιχεία στα οποία τα
μοτίβα των παραμυθιών είναι συμπλεγμένα σαν φωτεινή κλωστή. Οι ιστορίες αυτές
αντιπαραβάλλονται προς το ιστορικό-θρυλικό υπόβαθρο της αυλής του βασιλιά
Αρθούρου. Η πρώτη αναφορά για τον Αρθούρο μέσα στη βιβλιογραφία βρίσκεται στην Historia Britonum, που αποδίδεται σε κάποιον Nennius, ο οποίος πολύ πιθανόν εμφανίστηκε προς το τέλος του 9ου
αιώνα. Στο έργο αυτό ο Αρθούρος δεν αναφέρεται ως βασιλιάς, αλλά ως dux bellorum, αρχιστράτηγος, που ως αρχηγός των Βρετόνων κατατρόπωσε
τους εισβολείς Σάξωνες σε δώδεκα μάχες, η τελευταία των οποίων έλαβε χώρα το
516 μ. Χ. Το κύριο περιεχόμενο του έργου Historia, είναι οι μάχες με τους Σάξωνες, που εισέβαλαν στην Βρετανία
κατά το 5ο και 6ο αιώνα, και έσπρωξαν τον τοπικό πληθυσμό όλο και πιο δυτικά στν ορεινή και
απροσπέλαστη Ουαλία, μέχρι και τη Βρεττάνη, μαζί με τις γεωγραφικές περιγραφές
και λιγοστούς θρύλους και γενεαλογίες.
Το πρώτο μισό του 12ου
αιώνα γύρω στο 1135, ένας κληρικός, ο Geoffrey of Monmouth, έγραψε την ιστορία των Βρετανών βασιλέων της Βρετανίας,
την Historia regum Britanniae, για την συγγραφή του οποίου βασίστηκε στο παλαιότερο
ανώνυμο έργο Historia του Nennius, πέρα από τη χρήση άλλων προφορικών παραδόσεων, αλλά και
αφήνοντας υπολογίσιμο χώρο στη φαντασία του. Δηλώνει πως πήρε το υλικό του από
ένα βιβλίο το οποίο είχε φέρει ο Walter της Οξφόρδης από την
Βρετάνη (Brittany),
και το οποίο αυτός, ο Geoffrey μετέφρασε. Η ιστορία
αυτή έτυχε μεγάλης αποδοχής και σύντομα μετά την εμφάνιση του μεταφράστηκε στα
γαλλικά από ένα Νορμανδό με το όνομα Wace, ο οποίος το εξέδωσε με τον τίτλο Brut. (Σύμφωνα με τον Geoffrey, ένας απόγονος του βασιλικού οίκου της Τροίας, με το
όνομα Brutus, λέγεται
πως είναι πρόγονος των Βρετόνων (Britons), το όνομα των οποίων προέρχεται από αυτόν). Οι
Μεταφραστές Wace και Layamon, που κατέστησαν το Brut άγγλο-νορμανδικό, πρόσθεσαν
κάθε είδους στοιχεία που δεν τα περιλαμβάνει ο Geoffrey. Ο Wace για παράδειγμα είναι
αυτός που αναφέρει την Στρογγυλή Τράπεζα του Αρθούρου για πρώτη φορά („la table dont les Bretons disent maintes fables“), που ήταν στρογγυλή ώστε να μην υπάρχουν αντιμαχίες ως
προς την προτεραιότητα που θα καθίσει ο καθένας από τους προνομιούχους που κάθονται
σε αυτήν. Οι ιστορίες λοιπόν για τον Αρθούρο πρέπει να ήταν διάσημες ήδη από
εκείνη την εποχή, αν και οι ιστορικές αναφορές περί αυτού είναι πολύ ισχνές. Ως
κατακτητής ξένων εισβολέων και σωτήρας της Βρετανίας έγινε εθνικός ήρωας και απέκτησε
σχεδόν μυθική σημασία. Αυτό εκφράζεται στην πεποίθηση, μεταξύ άλλων, πως στην
τελευταία του μάχη δεν σκοτώθηκε, αλλά περνά τον καιρό του στο μυθικό νησί Avalon, από το οποίο σε κάποια στιγμή στο μέλλον θα επιστρέψει
και θα αναλάβει πάλι την κυριαρχία του. Οι μάχες του δεν επέφεραν μια διαρκή
επιτυχία, καθώς λίγο αργότερα, οι Σάξωνες κατάφεραν να εγκατασταθούν μόνιμα στη
Βρετανία. Το γεγονός αυτό όμως δεν μείωσε καθόλου την φήμη του Αρθούρου ως
ήρωα. Το αντίθετο, ίσως να βοήθησε ώστε να υψωθεί η εικόνα περί αυτού στο
μυθικό και μυστικιστικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Bruce και άλλους λόγιους, δεν
έχει αποδειχθεί, ότι οι ιστορίες για τον Αρθούρο κυκλοφορούσαν στην Βρετανία
πριν την εποχή του Geoffrey του Monmouth, ή ότι η παράδοση που αναφέρεται σε αυτόν υπήρξε,
ιδιαιτέρως στην Ουαλία. Θεωρείται πολύ πιθανότερο, οι ιστορίες αυτές να προήλθαν
από την Armorica (Βρετάνη).
Ο συμβολισμός του μύθου για
τον Αρθούρο ενισχύθηκε και ερμηνεύθηκε σε ένα εξαίρετο ψυχολογικό δοκίμιο του R. F. Hobson («Ο βασιλιάς που θα
επιστρέψει»), ο οποίος επικεντρώνεται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου στο μοτίβο
της επιστροφής.
Στην ψευδοϊστορική πραγματεία
του Geoffrey δεν υπάρχει αναφορά στο Δισκοπότηρο, αν και πρέπει να διέγειρε
πολύ έντονα την φαντασία των ποιητών, καθώς μόλις λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση
της παρήχθη μεγάλος όγκος λογοτεχνικών έργων. Τα έργα αυτά, εμπνευσμένα από το
χρονικό του Geoffrey, ξεχώρισαν
χαρακτήρες και γεγονότα, τα μεταμόρφωσαν και τα επεξεργάστηκαν σε βρετανικές
ιστορίες, προς γενικό όφελος του μορφωμένου κόσμου της εποχής.
Σε κάθε ένα από αυτά
στοιχεία-η ροπή προς το άλογο, η έντονη παρουσία του θηλυκού στοιχείου, η
αφομοίωση του υλικού της φαντασίας της Ανατολής, και πιο ξεκάθαρα απ’ όλα, στον
κυρίαρχο συμβολισμό του μαγικού επέκεινα και της χώρας των νεκρών-υπάρχει μια
ψυχολογική έκφραση ενός εξαιρετικού ανακατέματος του ασυνειδήτου, όπως
συμβαίνει από καιρού εις καιρόν, ιδιαιτέρως όταν οι θρησκευτικές αξίες ενός
πολιτισμού αρχίσουν να αλλάζουν.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου