ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη, 28 Απριλίου 2022
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΙV. Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ -12
Ανατρέχοντας στην προέλευση των χρησμών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι προέρχονται από πληθυσμούς που δεν ανήκαν ακόμη στην ελληνική παράδοση· διατηρήθηκαν όμως, και αντιπροσώπευσαν αρχικά μιαν αρχαία και προϋπάρχουσα παράδοση για κάθε νεοϊδρυόμενο ελληνικό Κράτος. Οι βασιλείς επομένως τών πρωτόγονων φυλών, οι ηγέτες τής ολιγαρχίας, οι τύραννοι, και οι ανερχόμενες τέλος δημοκρατίες αντιμετώπισαν τους χρησμούς με εντελώς διαφορετικό τρόπο· η ίδια όμως η πόλη έμεινε κατά βάθος σταθερή στις θέσεις της· ούτε αποποιήθηκε την εξωτερική λατρεία, ούτε επεχείρησε να την απαγορεύσει στους πολίτες της. Ολόκληρη η θρησκευτική πρακτική τού Κράτους και των επιμέρους πολιτών, η λατρεία τής πολιούχου θεότητας, όπως και των θεών τών υπολοίπων ιερών, δεν παρείχαν ωστόσο καμμιά πλέον ανακούφιση σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρησης με ένα άλλο Κράτος, το οποίο διέθετε επίσης την πολιούχο θεότητά του και τους υπόλοιπους ναούς τών θεών του, αλλά ακόμα και στην περίπτωση ενός λοιμού, ή κάποιας άλλης συμφοράς, διότι τότε η σωτηρία μπορούσε να αναζητηθεί μόνον εκτός τών τειχών, σε μια σημαντική τοποθεσία, η οποία θα αντιπροσώπευε (όπως και η ίδια η μάστιγα) έναν ολόκληρο λαό. Στο εσωτερικό αφ’ ετέρου αυτής τής αστικής λατρευτικής παράδοσης, εξ αιτίας τού ότι οι ιερείς γνώριζαν μόνο τα σχετικά με τον ναό τους, και κανείς τους δεν είχε μια συνολική εικόνα όταν ο φόβος τής θεϊκής οργής κατελάμβανε τα πλήθη, επικρατούσε μεγάλη αμηχανία· ενώ υπήρχε και η πιθανότητα να απολεσθεί το τελετουργικό κάποιας λατρείας σε περίπτωση αιφνιδίου θανάτου τών μυημένων, είτε εξ αιτίας πολέμου, είτε ενός λοιμού, είτε βίαιων ταραχών, οπότε η ασφαλέστερη βοήθεια μπορούσε να προέλθει πλέον μόνο από την αναζήτηση της συμβουλής κάποιου θεού. Οι χρησμοί, και κυρίως οι προερχόμενοι από τούς Δελφούς, συνιστούσαν τότε την πιο πολύτιμη συνεισφορά: τον κατευνασμό τών πνευμάτων, όχι απαραίτητα με τη μορφή προβλέψεων, αλλά μέσα από νέες μορφές λατρείας, ή την αναβίωση παλαιότερων. Ήταν αρκετό να πιστέψει κανείς ότι μίλησε ένας θεός, ώστε να καταστεί δυνατόν να παρθούν οι αναγκαίες αποφάσεις και να αντιμετωπιστούν προβλήματα αποφασιστικής σημασίας. Μόνον η λεγόμενη ιδανική δημοκρατία, που επέμενε να ρυθμίζει, με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες, τα πάντα στην εκκλησία τού Δήμου, επεδίωξε να παρακάμψει με κάθε μέσον τούς χρησμούς, αποδεχόμενη τη συνεισφορά τους μόνον όταν ο πιστός στην αρχαία παράδοση λαός της το έκρινε απαραίτητο. Οι οιωνοί και οι χρησμοί αντικαταστάθηκαν σ’ αυτά τα Κράτη από την απληστία, το μίσος και τον φθόνο τών κερδοσκόπων και του πλήθους, κι από τις παράφωνες κραυγές τών μαζών έτσι, ώστε οποιαδήποτε ευκαιριακή δεισιδαιμονία να μπορεί να εμφανιστεί ως προσωρινή έστω λύση σε κάποιο πρόβλημα.
Τα γενικά χαρακτηριστικά τών χρησμών θα πρέπει να αναζητηθούν μέσα από ένα πλήθος δηλώσεων, που έχουν όμως διαφορετικούς συνήθως στόχους από την ενημέρωση των μεταγενεστέρων για την ουσία τους. Θα πρέπει να λάβουμε κατ’ αρχάς υπ’ όψιν, ότι σε ένα συμβάν τόσο συναρπαστικό όπως η χρησμοδότηση παρεμβαίνει και η φαντασία, τόσο τών αιτούντων όσο και των αποκρινόμενων· και να σημειώσουμε επιπλέον ότι, όταν ο ελληνικός λαός συνεγειρόταν από μιαν υπόθεση, συνέβαινε να υπαγορεύει ο ίδιος το περιεχόμενο των απαντήσεων. Ακόμη και οι αναμνήσεις τών προσκυνημάτων αποκτούσαν τελικά τη μορφή ενός λεπτομερούς μυθικού αφηγήματος, το οποίο οι προσκυνητές διδάσκονταν και διέδιδαν. Ολόκληροι σωροί «αρχαιολογίας» συνοδεύουν την ιστορία τού Μαντείου τών Δελφών, ξεκινώντας από τούς πρωτόλειους μύθους σχετικά με τον ίδιον τον χρησμό, που μας εισάγει στους μύθους τών ηρώων και σε ολόκληρη την αρχαία ελληνική ιστορία, περιλαμβάνοντας και κάθε είδους πληροφορίες για τη λατρεία στον ναό τού Μαντείου, αλλά και για τις ιερές τοποθεσίες, τις τελετουργίες, και τους ποιητικούς και αθλητικούς αγώνες. Ποιά όμως υπήρξε ακριβώς η πορεία τού ελληνικού πνεύματος που κατέληξε στην αναγνώριση των Δελφών ως «ομφαλού τής γης», της Ωγυγίας, του νησιού τής Καλυψώς, ως «ομφαλού τής θάλασσας», και στη συνάντηση των δύο αετών τού Διός, από την Ανατολή και τη Δύση (το σύνορο του κόσμου), αυτά δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Η απάντηση κάθε Μαντείου είχε διαφορετική μορφή, και το καθένα είχε το δικό του, ξεχωριστό τελετουργικό. Η διαφορά ανάμεσα στους χρησμούς με τη μορφή σημείων και τους χρησμούς με τη μορφή προφορικής απάντησης δεν είναι όσο σημαντική φαίνεται, διότι ήταν απαραίτητη, και στις δύο περιπτώσεις, η ερμηνεία τους. Το θρόισμα των φύλλων τής ιεράς Δρυός, ο ήχος τής ορειχάλκινης λεκάνης στη Δωδώνη, η μαντική δάφνη στούς Δελφούς, και οι λέξεις που πρόφερε, από την άλλη μεριά η Πυθία, συνιστούν όλα άναρθρους ήχους, που έχρηζαν ερμηνείας. Στην Ολυμπία και στον ναό τού Ισμηνίου Απόλλωνα των Θηβών οι απαντήσεις προσφέρονταν μέσα από θυσίες, από τις ταλαντεύσεις δηλαδή τής ιερής φλόγας και την τέφρα έτσι, ώστε οι χρησμοί να συνδέονται και με τις υπόλοιπες ασχολίες τού μάντη. Στη Δωδώνη την ερμηνεία την αναλάμβαναν ιερές γερόντισσες (οι Πελειάδες), ενώ αλλού ένας ή περισσότεροι άνδρες, αποκαλούμενοι ιερείς, προφήτες ή μάντεις. Τους οποίους μπορούμε να φανταστούμε σαν πρόσωπα με βαθειά πίστη, ή με την ικανότητα να περιπίπτουν σε έκσταση, που δεν υπερτερούσαν, σε γενικές γραμμές, των υπολοίπων επισκεπτών, είχαν όμως τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα αιτήματά τους. Δεν είναι εύκολο για μας να ερμηνεύσουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως τη «σχέση ανάμεσα στη θεοπνευστία και τη στοχαστική ερμηνεία, τις προφητείες που αποκαλύπτουν διάφορα ιερατεία»(Preller), γιατί αν αυτά συνέβαιναν στους Δελφούς, είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν αλλού πολύ διαφορετικές διαδικασίες, παρότι δεν διαθέτουμε τα στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να τις γνωρίζουμε ή έστω να τις υποθέτουμε. Οι Σελλοί που προφήτευαν, «ανυφτόποδες και χαμοκοιτάμενοι», στη Δωδώνη την ομηρική εποχή, θυμίζουν τούς κοιμώμενους προσκυνητές τών μαντείων, που αναζητούν απαντήσεις στα ερωτήματά τους μέσα από τα όνειρα· που μπορούσαν όμως επίσης να ρωτήσουν, όπως οι Σαμάνοι τής βόρειας Ασίας, ακόμη και σε κατάσταση εγρήγορσης τη γη, την καθολική μητέρα τών χρησμών. Πρόκειται άραγε για μια κοινότητα, μιαν οικογένεια, ή μια φυλή ; Είναι η αρχαία φυλή τών «Βησσών» που απαντά στα ερωτήματα στο Μαντείο τού Διονύσου, μέσα στα δασώδη και άγρια βουνά, στις θρακικές Σάτρες, αλλά τούς χρησμούς τούς προφέρει μια ιέρεια (μια προμάντιδα), όπως και στους Δελφούς, και δεν υπάρχει τίποτε το «ποικιλώτερον» (Ηρόδοτος) απ’ όλην αυτήν τη διαδικασία. Ο επισκέπτης κατέθετε προφορικά, αργότερα όμως και γραπτά το ερώτημά του, τουλάχιστον στη Δωδώνη, όπου τα αιτήματα σκαλίζονταν σε μια μεταλλική πινακίδα· ορισμένες απαντήσεις γράφονταν επίσης σε μεταλλικές πινακίδες, και υπήρξαν ευρήματα και για τα δύο είδη στον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο. Υπήρχαν όμως και άλλοι τρόποι αναζήτησης: οι Θεσσαλοί ζήτησαν χρησμό σχετικά με τη διαδοχή τής δυναστείας τους την εποχή τών Αλευάδων, στέλνοντας στους Δελφούς ψημένα κουκιά με τα πιθανά ονόματα των διαδόχων: η Πυθία έπρεπε να επιλέξει ένα απ’ αυτά, και όποιο προκρινόταν, θα αποτελούσε την «επιλογή τού θεού». Η Πυθία μπορούσε να δώσει άμεσες επίσης απαντήσεις, χωρίς να έχει καν ερωτηθεί, διότι ο θεός τον οποίον υπηρετεί κατανοεί κι αυτόν που μένει σιωπηλός, όπως ακούει κι εκείνον που δεν ομιλεί, όπως ανέφερε ένα αρχαίο ρητό.
Στα μαντεία απευθυνόταν συνήθως κανείς είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε ύστερα από την εμφάνιση κάποιου σημείου, ζητώντας από τη θεότητα την ερμηνεία του· ο Ύμνος στον Ερμή αποτελεί ένα δείγμα αυτής τής δεύτερης περίπτωσης. Ο Απόλλων εξηγεί επιπλέον, ότι το σημαντικότερο είναι η «προαίρεση», το αν δηλαδή συμβουλεύεται κανείς τούς χρησμούς εμπιστευόμενος το πέταγμα των πτηνών που φέρουν τα ασφαλή προμηνύματα, η εκείνων που φέρουν τα εσφαλμένα· όποιος δε απευθυνθεί στο μαντείο επιδιώκοντας να μάθει περισσότερα, ενάντια σε κάθε λογική, κι από τούς ζώντες θεούς, επιλέγει μια μάταιη οδό, «ενώ εγώ θα αποδεχτώ παρ’ όλ’ αυτά την προσφορά του». Τέτοιοι ανησυχητικοί ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί, χωρίς να αντιστοιχούν στις κυρίαρχες ασφαλώς πεποιθήσεις τής εποχής, στα πλαίσια ενός έντονα σατυρικού έργου, όπως ο παραπάνω ύμνος, ενός ποιήματος στο οποίο θριαμβεύει η κατεργαριά, και όπου ο Απόλλων οφείλει να αποδειχθεί ισάξιος, κατά κάποιον τρόπο, του δευτερότοκου αδελφού του. Υπάρχει όμως και μια παρόμοια αναφορά σ’ έναν στίχο τού Σοφοκλή, όπου το αποτέλεσμα της χρησμοδότησης εξαρτάται και από τον ερωτώντα, εννοώντας εδώ τον βαθμό τής συνέσεως ή της αφροσύνης του.
Οι απαντήσεις που δίνονται μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιαν ακριβέστερη αντίληψη γι’ αυτό που αντιπροσώπευαν στην πραγματικότητα οι χρησμοί. Των οποίων η ισχύς εξαρτάται από το κύρος τής θεότητας στην οποίαν ανήκει ο προσκυνηματικός τόπος· η πρόβλεψη του μέλλοντος, καθώς και κάθε άλλη επιταγή, αποδίδεται, εδώ τουλάχιστον, αποκλειστικά σε μια θεότητα, και κάποιες φορές σ’ έναν ήρωα. Οι αμφιβολίες και οι ορθολογικές ερμηνείες που συναντώνται στην αρχαιότητα δεν ανήκουν στη λαϊκή πια παράδοση, αλλά στα φιλοσοφικά συστήματα, όπως και η μακροσκελής άλλωστε ανάλυση στην πραγματεία τού Πλούταρχου περί απωλείας τών χρησμών (Περί τών εκλελοιπότων χρηστηρίων ), όπου εμπνευστές τών χρησμών δεν είναι πλέον οι θεοί, αλλ’ οι δαίμονες· μια άποψη που ασπάστηκαν και οι Πατέρες τής Εκκλησίας, μη αρνούμενοι τους χρησμούς, αποδίδοντάς τους όμως στον διάβολο.
(συνεχίζεται)
ENΑΣ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΙΑΣ ΛΟΓΙΚΗΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΚΤΗΣΑΝ ΤΕΛΙΚΩΣ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΛΟΓΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου