Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Η «επανάσταση» των Νεώτερων Χρόνων: το καρτεσιανό cogito

«Άνθρωποι όπως ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος, δεν ήταν αναγκασμένοι μόνο να αντικαταστήσουν ένα σύνολο θεωριών από κάποιο άλλο σύνολο. Έπρεπε να καταστρέψουν έναν κόσμο για να βάλουν στη θέση του έναν άλλο». Philp Sherrard

Είναι ευρέως παραδεκτό ότι η νεώτερη φιλοσοφική σκέψη ξεκινά με τον René Descartes (1596-1650) και τη μεθοδική αμφιβολία του, απόρροια της οποίας υπήρξαν όχι μόνο ο ιδεαλισμός, αλλά και ο νεωτερικός δυϊσμός σώματος-ψυχής, η αμφισβήτηση κάθε αυθεντίας, η μεθοδολογική αμφιβολία και η μηχανική αντίληψη του σύμπαντος. Η καρτεσιανή αμφιβολία είχε μεθοδολογικό χαρακτήρα, καθώς επεδίωκε αφενός να εξαλείψει τις όποιες προκαταλήψεις έχουν αποδειχτεί εσφαλμένες (εν προκειμένω εννοούνται οι ιδέες του σχολαστικισμού) και αφετέρου να βρει ένα έγκυρο θεμέλιο αλήθειας πάνω στο οποίο να θεμελιωθεί η γνώση του κόσμου μας. Το θεμέλιο αυτό δεν ήταν άλλο από το περίφημο cogito, όπου στηρίζεται η βεβαιότητα ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου αλλά και του Θεού. Στις μέρες μας, μερικές φορές αγνοείται ή παραγκωνίζεται ο ρυθμιστικός ρόλος που διαδραμάτιζε ο Θεός για τα φιλοσοφικά συστήματα των Νεώτερων Χρόνων. Ας δούμε λοιπόν τώρα πώς ξεδιπλώθηκε η καρτεσιανή σκέψη και τον ρόλο του χριστιανικού Θεού μέσα σε αυτή. Αρχικά, η καρτεσιανή συλλογιστική ξεκινά από μια στάση ριζικής αμφιβολίας. Ο Γάλλος φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι αποδέχτηκε πολλά πράγματα στο παρελθόν, τα οποία αργότερα αποδείχτηκαν εσφαλμένα, οπότε και άρχισε να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το τι μπορεί να θεωρηθεί αληθινό και τι όχι σε αυτόν τον κόσμο. Η κύρια πηγή της μέχρι τώρα γνώσης και των σφαλμάτων, ήταν οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις. Βέβαια, αν και ενίοτε τα αισθητηριακά δεδομένα είναι ανακριβή (με αποτέλεσμα μέχρι και η ίδια η υλική/σωματική μας υπόσταση να μοιάζει αβέβαιη, καθώς θεωρητικά θα μπορούσε και αυτή να είναι ένα μεγάλης διάρκειας όνειρο), απομένει όμως η λογική (διατυπώνεται κυρίως στα μαθηματικά), που έχει αξιώματα τόσο αφηρημένα και καθολικά που είναι αναμφισβήτητα ακόμη και αν ζούμε σε όνειρο. Για παράδειγμα, το ότι 1+1=2 και το ότι κάθε τρίγωνο έχει 3 γωνίες και 3 πλευρές ισχύουν, είτε βρισκόμαστε σε όνειρο είτε όχι. Ο Descartes όμως αρνείται πως αυτά είναι βέβαια, διότι θεωρητικά μπορεί να υπάρχει ένας Θεός (ή καλύτερα, ένας «κακός δαίμων») που εξαπατά το μυαλό μας, τροφοδοτώντας το με ψεύδη. Έστω λοιπόν ότι όσα λογικά αξιώματα αποδεχόμαστε, είναι ψέματα ενός ανώτερου και κακού όντος. Σε αυτή την περίπτωση όμως, εμείς που εξαπατόμαστε είμαστε κάτι υπαρκτό, είμαστε ένα ον. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και έτσι, υπάρχουμε, είμαστε κάτι. Ο Descartes συμπεραίνει λοιπόν πως κάθε φορά που σκεπτόμαστε ότι εξαπατόμαστε, αναγνωρίζουμε άμεσα το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουμε. Επομένως υπάρχουμε. Αυτή ακριβώς είναι η πρώτη βέβαιη βεβαιότητα που διαθέτουμε, η οποία δεν αποτελεί εμπειρία των αισθήσεων ούτε λογικό συλλογισμό αλλά βασίζεται στην ενόραση-εποπτεία μας. Αν όμως υπάρχουμε, τι ακριβώς είμαστε;

Ο Descartes, παραμερίζοντας τα επιμέρους, επιλέγει να ερευνήσει τα δύο θεμελιώδη πράγματα από τα οποία θεωρεί ότι συντίθεται: το σώμα και την ψυχή. Ορίζει το σώμα ως κάτι που έχει έκταση και καταλαμβάνει πάντα ορισμένο τμήμα του χώρου, ενώ την ψυχή ως κάτι απλά άυλο. Άρα είναι φανερό ότι αντιλαμβάνεται με το σώμα από την εμπειρία (αισθήσεις), ενώ με την ψυχή από τη νόηση (σκέψη). Ο Descartes ουσιαστικά προτείνει μια δυϊστική ερμηνεία του κόσμου: από τη μια μεριά είναι η res extensa, που αποτελεί το υλικό σύμπαν, και από την άλλη η res cogitans, που είναι εντελώς ανεξάρτητη από την ύλη. Εδώ τίθεται ένα καίριας σημασίας ερώτημα: τελικά, είναι οι αισθήσεις πιο έγκυρη πηγή γνώσης ή ο νους;[Η νόηση, όχι ο νούς] Ο Descartes εξετάζει αναλυτικά ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό του κεριού. Το κερί αλλάζει σε αφή, όσφρηση, γεύση, ήχο και όψη αν το ακουμπήσουμε στη φωτιά, ενώ ακόμη και η έκτασή του μεταβάλλεται. Αφού λοιπόν στις αισθήσεις το κερί φαίνεται τελείως διαφορετικό, είναι το ίδιο κερί και στις δύο περιπτώσεις (το περίφημο ζήτημα της ταυτότητας); Ναι, θεωρείται γενικά βέβαιο ότι είναι το ίδιο κερί. Αυτή η βεβαιότητα όμως δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, οπότε δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τη νόηση. Άρα, η νόηση είναι ικανή να προσφέρει τη γνώση και όχι οι αισθήσεις, οι οποίες λίγες μάλλον πληροφορίες μπορούν να μας προσκομίσουν. Αν είχαμε μονάχα αισθήσεις και όχι έναν νου να τις συνδέει (όπως π.χ. για τον Descartes συμβαίνει με τα ζώα), τότε δε θα μπορούσαμε να μάθουμε τίποτα. Η λογική μας νόηση είναι αυτή που αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Ο Descartes επιχειρεί κατόπιν να αποδείξει την αντικειμενική ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, ξεκινώντας από τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του εσωτερικού, ψυχικού του κόσμου, η οποία δηλώθηκε προηγουμένως με το «σκέπτομαι άρα υπάρχω». Αρχικά, κρίνει ότι οι ιδέες που έχει για τα εξωτερικά πράγματα υπάρχουν σίγουρα μέσα μας, ακόμη και αν δεν υπάρχουν τα ίδια τα εξωτερικά πράγματα εκτός μας. Μελετώντας τις επιμέρους σκέψεις του νου, τις διαιρεί σε ιδέες, συναισθήματα και κρίσεις. Ένα παράδειγμα ιδέας είναι η «ιδέα του λιονταριού», ένα παράδειγμα συναισθήματος είναι ο «φόβος για το λιοντάρι» και ένα παράδειγμα κρίσης είναι η θέση «το λιοντάρι είναι επικίνδυνο». Με τη σειρά τους, οι ιδέες  χωρίζονται σε «έμφυτες» (όσες έχουμε μέσα μας εκ γενετής), «επείσακτες» (όσες αντλούμε από εξωτερικά αντικείμενα) και «πεποιημένες» (όσες δημιουργούμε οι ίδιοι με υλικά που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο). Γιατί όμως θεωρούμε ότι οι ιδέες αντιπροσωπεύουν τον εξωτερικό κόσμο; Ο Descartes απαντά ότι έτσι μας διδάσκει η ίδια η φύση, ενώ ύστερα ότι οι αισθήσεις μας των εξωτερικών αντικειμένων δεν εξαρτώνται από τη βούλησή μας (π.χ. ζεσταίνομαι από τη φλόγα όσο βρίσκομαι κοντά της, χωρίς να το επιλέξω). Ωστόσο, ενδέχεται να παράγουμε οι ίδιοι τις ιδέες των εξωτερικών πραγμάτων ακόμη και ακούσια (αυτό ακριβώς συμβαίνει στα όνειρα). Επιπλέον, ακόμη και αν οι ιδέες μας αντιστοιχούν σε πράγματα, δεν ξέρουμε με σιγουριά αν μοιάζουν με αυτά. Άρα, οι επείσακτες ιδέες  δεν εξασφαλίζουν τη βεβαιότητα για τον εξωτερικό κόσμο. Ο Descartes εισάγει εδώ ένα αξίωμα της σχολαστικής λογικής, το οποίο αποδέχεται ως αληθές: όσο πιο τέλειο είναι ένα ον (ολοκληρωμένο), τόσο περισσότερο τέλεια είναι η ιδέα του. Όσο τελειότερο είναι ένα αίτιο (πράγμα) τόσο τελειότερο θα είναι το αποτέλεσμά του (η ιδέα του, που προέρχεται από το ίδιο). Αυτό σημαίνει ότι οι ιδέες που αναπαριστούν «υποστάσεις» (αυθύπαρκτα όντα) είναι περισσότερο πραγματικές από τις ιδέες που αναπαριστούν «συμβεβηκότα» (αυτά που δεν είναι ουσιώδη και μπορούν να μεταβληθούν χωρίς να χαθεί το αντικείμενο που προσδιορίζουν).  Για παράδειγμα, η ιδέα-υπόσταση του «λιονταριού» είναι πιο πραγματική από την ιδέα-συμβεβηκός του «καφέ», αφού μόνο εκείνη μπορεί να μεταβάλλει ουσιωδώς το «λιοντάρι». Αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε το τέλειο θα προερχόταν από το ατελές, ενώ δεν θα αντλούσε από πουθενά την τελειότητά του, πράγμα άτοπο, αφού σύμφωνα με την αριστοτελική και σχολαστική λογική τίποτα δεν προέρχεται από το μηδέν, το τίποτα. Ο Descartes χρησιμοποιώντας το απλό παράδειγμα της πέτρας, εισάγει μερικές νέες έννοιες: την αντικειμενική πραγματικότητα (της ιδέας), τη μορφική πραγματικότητα (του πράγματος) και τη μορφική πραγματικότητα (της ιδέας). Η αντίρρηση εδώ όμως είναι ότι δεν απαιτείται η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων για μια ιδέα, αφού αυτή μπορεί να έχει δημιουργηθεί απλώς από μια άλλη ιδέα. Ωστόσο, ο Descartes αντιτείνει ότι αυτή η αναγωγή δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει ένα πρώτο αίτιο που να διαθέτει τόση μορφική πραγματικότητα όση αντικειμενική περιέχει η ιδέα του. Τίποτα δεν μπορεί να προέρχεται από το μηδέν. Πρέπει κάτι να υπάρχει και στον εξωτερικό κόσμο. Με αυτή τη σκέψη, ο φιλόσοφος ετοιμάζεται να κάνει τη μετάβαση από τις σκέψεις του προς τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Συγκεκριμένα, ο Descartes παρατηρεί ότι μέσα στο μυαλό μας υπάρχουν ιδέες: αγγέλων, ανθρώπων, πραγμάτων, ζώων και του Θεού. Αφού εξετάζει όλες τις άλλες ιδέες, βρίσκοντας πως μπορεί κάλλιστα να μην έχουν άλλη πηγή από εμάς τους ίδιους, ο Descartes εξετάζει τελικά την ιδέα του Θεού, μια ιδέα που απεικονίζει ένα ον άπειρο, ανεξάρτητο, με παντογνωσία και παντοδυναμία. Μια τέτοια ιδέα, λέει, εμφανώς δεν μπορεί να προέρχεται και αυτή η ιδέα από εμάς, διότι είμαστε ατελή όντα και έτσι θα ήταν αδύνατο να επινοήσουμε την ιδέα ενός τέλειου όντος. Επομένως, καταλήγει, η ιδέα της τελειότητας προέρχεται από το ίδιο ον που την κατέχει σε ύψιστο βαθμό και δεν είναι άλλο παρά ο Θεός. Αφού η ιδέα δεν είναι ούτε πεποιημένη (διότι ατελή όντα) ούτε επείσακτη (διότι δεν υπάρχει κάτι τέλειο που να έχει παρατηρηθεί με τις αισθήσεις), πρέπει αναγκαία να είναι έμφυτη, τοποθετημένη μέσα μου από τον ίδιο τον Θεό, ως σημάδι της ομοιότητάς μου με Αυτόν. Αφού ο Θεός είναι τέλειος και η πλάνη είναι σημάδι ατέλειας, έπεται ότι ο Θεός δεν γίνεται να είναι πλανερός. Για τον Descartes, ο μόνος λόγος που η εμφάνιση σωμάτων έξω από τον νου μας δε μπορεί να είναι εντελώς απατηλή, αλλά οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε με σαφήνεια και ευκρίνεια είναι αληθινό, είναι το γεγονός ότι ο Θεός, ως τέτοιος, λέει την αλήθεια. Έχοντας ανέλθει στην κλίμακα από τα υλικά ως το πνευματικότερο ον, που είναι ο Θεός, ο Descartes σκοπεύει τώρα να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία, αποδεικνύοντας την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Ο Descartes υποστηρίζει πως εφόσον υπάρχει τέλειος Θεός που μας δημιούργησε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» του, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει λόγος που εξηγεί το γιατί πολλές φορές σφάλλουμε. Αν, όπως είδαμε, το σκέπτεσθαι συνίσταται στο κρίνειν και το βούλεσθαι/συνεσθάνεσθαι, αίτιο της πλάνης πρέπει να είναι κάποιο από αυτά ή και τα δύο συνάμα. Ο Θεός δημιουργώντας μας, μας έδωσε έναν νου ικανό αλλά αρκετά περιορισμένο, όπως και καθετί άλλο μέσα μας. Μόνο ένα πράγμα είναι κατά μία έννοια «άπειρο», αφού δεν γνωρίζει όρια: η βούληση. Εδώ οι δυνατότητές του ως ανθρώπου είναι τεράστιες, μπορεί να επιλέγει ό,τι θέλει, είτε αυτό είναι καλό είτε κακό, ενώ αν δεν υπάρχει κάτι που να του στερήσει απόλυτα το αυτεξούσιό του. Συνοψίζοντας, ο νους που του έχει δοθεί είναι βέβαια περιορισμένος αλλά επαρκεί για να μην πλανάται ποτέ, ενώ η βούληση είναι άπειρη και αποτελεί θείο γνώρισμα. Άρα και οι δύο τρόποι του σκέπτεσθαι, τόσο ο νους όσο και η βούληση, είναι ικανοί ώστε να μην πλανάται ποτέ. Τότε από πού προέρχεται το λάθος; Από την ανάμειξη αυτών των δύο τρόπων, λέει ο Descartes. Πραγματικά, αφού η βούληση είναι άπειρη και ελεύθερη, συχνά τείνει να προχωρά πέραν των δυνατοτήτων της και να παρασύρει τον νου στο να εκφέρει κρίσεις για πράγματα που του είναι ανεπαρκώς γνωστά. Όσο όμως χρησιμοποιεί σωστά τις ικανότητες που έλαβε από τον Θεό, δε θα σφάλλει. Συνοψίζοντας, η μεθοδολογική αμφιβολία του Descartes δεν αποσκοπεί σε τίποτε άλλο παρά στη θεμελίωση βέβαιων κριτηρίων του τι είναι αληθές και τι ψευδές, ύστερα από την εγκατάλειψη των παλιών και, σύμφωνα με τον ίδιο, σαθρών κριτηρίων του σχολαστικισμού. Ο μόνος λόγος που ο εξωτερικός κόσμος πρέπει να υπάρχει πραγματικά, είναι το γεγονός ότι ο Θεός, ως τέτοιος, λέει την αλήθεια. Ωστόσο, το γεγονός ότι η σαφήνεια και η ευκρίνεια εγγυώνται αλήθεια είναι αστήριχτο δίχως την κατοχύρωση του Θεού, ο οποίος διαθέτει για τον Descartes έναν εμφανώς επιστημολογικό ρόλο. Ο Θεός, την ύπαρξη του οποίου ο Descartes αποδέχεται, δεν είναι ένα απρόσωπο ον. Προκειμένου να εγγυηθεί για την επιστημολογική του εγκυρότητα, ο Γάλλος φιλόσοφος αποδίδει στον Θεό ιδιότητες που προέρχονται από τη χριστιανική θεολογία (π.χ. παναγαθότητα). Μέσα από τις παραπάνω φιλοσοφικές σκέψεις παρατηρείται η σταδιακή κατάρρευση του σχολαστικισμού και η εμφάνιση της Νεώτερης φιλοσοφικής σκέψης, που στηρίζεται όχι στην αυθεντία ενός ιερού κειμένου (εξωτερικότητα), αλλά στο ίδιο το γνωστικό υποκείμενο (εσωτερικότητα). Διαιρώντας τον κόσμο σέ δύο εντελώς διακριτά πράγματα, την ύλη (res extensa) και το πνεύμα (res cogitans), ο καρτεσιανός δυϊσμός απογύμνωνε ριζικά τον φυσικό κόσμο από κάθε ψυχικό ίχνος, αφήνοντάς τον γυμνό και ψυχρό, εκφράζοντας έτσι τη φιλοδοξία της πλήρους γνώσης του εκ μέρους των ανθρώπων.


Πηγή: https://www.respublica.gr/2022/03/post/cartesius-cogito/

Μύρων Ζαχαράκης


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΣΟΒΑΡΆ ΤΩΡΑ και εντελώς μεταξύ μας. ΑΝ ο ΚΑΡΤΕΡΙΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝ ζούσε στην ΕΠΟΧΉ των σμάρτφον, θα ΣΚΕΦΤΟΤΑΝ ΤΕΤΟΙΑ...αλλόκοτα πράγματα;;

amethystos είπε...

Γιά νά φτάσει κάποιος στήν πρωτότυπη παραγωγή φιλοσοφίας χρειάζεται νά αφιερώσει πολλά χρόνια στίς μελέτες καί στό διάβασμα. Η ωρίμανση έσχεται μετά τά σαράντα. Δύσκολα θά χάσει τήν προσοχή του στήν τηλεόραση.