Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (149)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από Σάββατο, 3 Δεκεμβρίου 2022

                                                       Jacob Burckhardt
                                                            ΤΟΜΟΣ 3ος
                                   ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΟΙ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
                                             IΙ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

1. Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ

Σε σύγκριση με τά ιερά τεμένη άλλων εθνών και θρησκειών ο ελληνικός ναός, που προορίζεται από τη φύση του να στεγάσει και να αναδείξει τον κόσμο των αγαλμάτων, υπήρξε ο σημαντικότερος ενθαρρυντικός παράγων στην ανάπτυξη της γλυπτικής τέχνης. Τα συμπλέγματα που κοσμούν αετώματα μαρτυρούν την αρμονικότερη δυνατή σύμπνοια αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Δεν γνωρίζουμε ποιο ήταν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ζωγραφική και το ανάγλυφο αναμετρήθηκαν με την αυτόνομη γλυπτική στα αετώματα των ναών. ‘Όταν όμως η τελευταία επιβλήθηκε και κατόρθωσε να αναπαραστήσει με τη μορφή ενός συγκεκριμένου θέματος τον κεντρικό μύθο του συγκεκριμένου τεμένους, τότε, στα αετώματα του ναού της Αίγινας και του Παρθενώνα, δημιούργησε τις θαυμαστές συνθέσεις και τους εντυπωσιακούς φωτισμούς στους οποίους τα δύο μέρη εξισορροπούνται σε μιαν αρμονική συμμετρία, και ανυψώνονται ομοιόμορφα προς το κατευθύνον κέντρο. Προσθέτοντας σ’ αυτό, ως αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού, την εσωτερική και την εξωτερική ζωφόρο, τις οποίες οι Έλληνες αποκαλούσαν «φορείς παραστάσεων», εξ αιτίας της πλαστικής διακόσμησης· ως επιστέγασμα σε όλα αυτά προστίθενται οι μετώπες και τα στηθαία, τα οποία στους Έλληνες υπήρξαν λιτά, κοσμούμενα από φύλλα φοινίκων, γρύπες και άλλα μυθικά ζώα, Νίκες και Μοίρες.

Ο προθάλαμος και οι υπόλοιπες στοές ήσαν συνήθως γεμάτες από αναθήματα, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλάμβαναν από αναπαραστάσεις αυτόνομων συμπλεγμάτων ως και αυτήν ενός απλού όπλου του εχθρού, συνήθως κάποια ασπίδα. Εδώ είχαν τη θέση τους τα αγάλματα του θεού στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός, των θεοτήτων της ακολουθίας του, των ιερέων και ιερειών, καθώς και των ιδρυτών και των ηρώων της περιοχής, αλλά επίσης θρόνοι, τρίποδες, βωμοί, ενεπίγραφες στήλες, και κάθε είδους αναμνηστικές προσφορές.

Στο εσωτερικό του ναού, του οποίου ο φωτισμός εμπλουτιζόταν από κάποιο άνοιγμα στη στέγη, δεδομένου ότι τα ανοίγματα στις εισόδους του ναού δεν επαρκούσαν, υπήρχε επίσης πληθώρα προσφορών. Όπως αγάλματα θεών που αποτελούσαν μέρος της λατρείας, ενίοτε ολόκληρη η μυθική η αλληγορική οικογένεια της κεντρικής θεότητας, τους οποίους τιμούσαν από κοινού, ή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά κυρίως αγάλματα της κεντρικής θεότητας με τις ιδιαίτερες επωνυμίες της, που ανήκαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, ξεκινώντας ήδη από τα ξόανα, γεγονός που επέτρεπε την απεικόνιση διαφορετικών αναπαραστάσεων της ίδιας θεϊκής μορφής· δεν έλλειπαν εξ άλλου και τα γλυπτά ομοιώματα. Αλλά το σημαντικότερο από όλα τα γλυπτά ήταν το κεντρικό άγαλμα της θεότητας, συνήθως πάνω σε βάθρο με την ανάλογη πλούσια διακόσμηση, το οποία ήταν περίβλεπτο και δεν ακουμπούσε σε κανένα τοίχωμα του ναού. Αυτή η ελεύθερη και μεμονωμένη κατασκευή του κεντρικού αγάλματος, που δεν συνδέονταν με την αρχιτεκτονική του κτιρίου μέσω κάποιας εσοχής, ούτε αναδεικνυόταν ως ένα είδος ανάγλυφου, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο εξέλιξης της ελληνικής τέχνης. Χάρη σ’ αυτή την κατασκευή ο αντικειμενικός στόχος μετατέθηκε στην αυτόνομη γλυπτική. Συγκρίνοντάς την με την αιγυπτιακή γλυπτική βλέπουμε ότι εκεί τα αγάλματα διατηρούν στενή επαφή με το υπόλοιπο οικοδόμημα· και όταν ακόμη τα αγάλματα τοποθετούνται ανεξάρτητα από τοιχώματα και κίονες εξακολουθούν να αποτελούν τμήμα τους, και επιπλέον εμφανίζονται ως επιμέρους στοιχεία της αρχιτεκτονικής του κτιρίου. Η γλυπτική της χριστιανικής τέχνης αντιμετώπισε επίσης με δυσκολία την απόσπασή της από το θυσιαστήριο και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού (την πύλη κ.τ.λ.). Αντίθετα στους Έλληνες η σχέση ανάμεσα στη γλυπτική και την οικοδομή, ακόμη και εκεί όπου όντως είναι υπαρκτή, διατηρεί το στοιχείο του αυθορμητισμού. Συνήθως ο τιμώμενος θεός περιστοιχίζεται από δύο θεότητες που τον συνοδεύουν – ο Πραξιτέλης προτίμησε τις τριάδες, και έτσι η Δήμητρα αναπαρίσταται με την Περσεφόνη και τον Ίακχο, ο Απόλλων με την Άρτεμη και τη Λητώ, ο Ζευς με την Ήρα και την Αθηνά, η Αθηνά με τον Ασκληπιό και την Υγεία, χωρίς να έχουμε συμπεριλάβει τις κατασκευές από τον γλύπτη μορφών σε μικρότερες κλίμακες, τις υπηρέτριες του ναού, τους νικηφόρους στρατηγούς, κ.ο.κ. στη βάση του αγάλματος, κάθε είδους αναπαραστάσεις σε διαφορετικό μέγεθος και υλικό από το κυρίως άγαλμα.

Σε μικρή απόσταση από το ναό, στον υπαίθριο χώρο, τοποθετείται το θυσιαστήριο, πλούσια διακοσμημένο συνήθως με ανάγλυφα, όπως και οι υπόλοιποι βωμοί· σε γενικές γραμμές, ολόκληρος ο περίβολος του ναού, με τα προπύλαια, τις στοές, τα παραρτήματα, τις συμπληρωματικές θεότητες, και την κεντρική θεότητα με τις διαφορετικές επωνυμίες της, προοριζόταν για κάθε είδους έργα τέχνης. Εκεί υπήρχαν στοές ζωγραφικής τέχνης, αποκαλούμενες Λέσχες – μέσα στους ναούς υπήρχαν εξ άλλου και τα τάματα – μνήματα και αγάλματα, σε παράταξη ή σε πτέρυγες, μυθικών προσώπων – θεών, ηρώων, πολεμιστών, πολιτικών, φημισμένων γυναικών, πρωταθλητών, καθώς και αναπαραστάσεις ζώων και συμπλεγμάτων στα βάθρα, κατά μήκος, ή σε ημικύκλιο, όλα αυτά σε πολύ διαφορετικές διαστάσεις, και επιπλέον ένα γιγαντιαίο άγαλμα της θεότητας του ναού, όπως η Αθηνά Πρόμαχος στην Ακρόπολη των Αθηνών, και ανάμεσα σε όλα αυτά φυτά και πηγές και αφιερωμένα ζώα που περιφέρονταν ελεύθερα.

Εγκαταλείποντας το ναό, και κατεβαίνοντας στην πόλη υπήρχαν παντού ναΐσκοι και περίβολοι αφιερωμένοι σε ήρωες· αλλά επίλεκτη τοποθεσία της γλυπτικής και της ζωγραφικής υπήρξε η αγορά με τις στοές που την περιέβαλαν, ή βρίσκονταν σε μικρή απόσταση, και οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούσαν σε ναούς, ή σε άλλα δημόσια κτίρια. Γλυπτά κοσμούσαν επίσης τα θέατρα, τα στάδια και τα γυμναστήρια, και στην είσοδο της πόλης εκτείνονταν ο περίπατος τον μνημάτων με τα μνημεία τους, από την απλή επιτάφια στήλη από φοινικόφυλλα, που αποτύπωνε σε μνημειακή μορφή την κατάθεση στεφάνων, ως το περίτεχνο ταφικό ανάγλυφο και το κομψό παρεκκλήσι. Αγάλματα θεών κοσμούσαν επίσης τα ιερά που βρίσκονταν κοντά σε πηγές και σπηλιές, ενώ τα ιερά αλσύλλια που περιέκλειαν κάποιο ναό, ήσαν συνήθως επίσης διακοσμημένα με αγάλματα. Αφθονία γλυπτών κατέκλυζε τα μεγάλα αγωνιστικά κέντρα, με αγάλματα των αθλητών τους, τέθριππα, συμπλέγματα νικητών, κ.τ.λ. Ένας «ολόκληρος κόσμος από χαλκό και μάρμαρο» είχε εγκατασταθεί εκεί, σαν η πρόθεση δημιουργίας μιας τέτοιας αφθονίας έργων τέχνης, να είχε σκοπό να προκαλέσει τον θαυμασμό των απογόνων απέναντι σε έναν τέτοιο πλούτο του έθνους, και να ενισχύσει την στιβαρή θέληση μιας μνημειακής αποτύπωσης που να συνδέεται με αυτό το μεγαλείο.

Δεν θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε προς το παρόν τα βαθύτερα μυστικά αίτια του γεγονότος ότι σε αυτή την τέχνη η αναζήτηση της ιδανικής μορφής κέρδισε πολύ γρήγορα το προβάδισμα, υπάρχουν όμως κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη. Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι πρόκειται για μια κυρίως θρησκευτική τέχνη, και όπως κάθε θρησκευτική τέχνη, για παράδειγμα η Αιγυπτιακή, είναι μια τέχνη αποσπασμένη από τον καθαυτό ρεαλισμό, ή τουλάχιστον επηρεασμένη από το στοιχείο της διάρκειας. Κύριο μέλημα της υπήρξε αρχικά η απεικόνιση των θεών, κάτι που ήταν άμεσα κατορθωτό, στο βαθμό που υπήρχε ήδη στη φαντασία του λαού. Τα αρχαιότερα δείγμα είναι ίσως οι νησιωτικοί βράχοι και κάποια άλλα παρόμοια αντικείμενα αυτής της πρωτόγονης τέχνης, όπου οι διαφορές θείες υπάρξεις εμφανίζονται με μέλη από μορφές ζώων· αλλά και σε άλλες περιπτώσει η επιθυμία αναπαράστασης των θεών έχει γενικευτεί από νωρίς, σε μια προσπάθειά μνημόνευσής τους, και ταυτόχρονα απόδοσης λατρείας. Αλλά το πραγματικό ξεκίνημα αυτής της τέχνης τοποθετείται στην οικογενειακή εστία. Διότι εκεί είχαν αρχικά ταφεί και τιμηθεί οι νεκροί, και εκεί βρισκόταν, ίσως εξ αρχής, η πυρά της εστίας· ο πολυθεϊσμός είχε ως συνέπεια τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού από αγαλματίδια θεών, των οποίων είτε επικαλούνταν τη βοήθεια, είτε τιμούσαν για την προσφορά τους, είτε κληρονομούσαν στην οικογένεια. Αλλά και το μνήμα ήταν ένας επιπλέον χώρος στον οποίο τοποθετούσαν αγαλματίδια θεών, μαζί είναι αλήθεια με μορφές από διάφορα άλλα γένη, εικόνες ζώων κ.ο.κ.

Ειλικρινά, είναι πολύ παράξενο που ο μύθος, αν εξαιρέσουμε το Παλλάδιον, τα δαιδαλικά αγάλματα και κάποια ακόμη, δεν χρησιμοποιεί καθόλου ως υλικό του τα πολυάριθμα έργα της γλυπτικής, και αναφέρεται σπάνια στους ναούς ως κτίσματα. Ο Όμηρος, σε έναν 9ο αιώνα ασφαλώς πολύ πλούσιο σε γλυπτά, δεν μνημονεύει κανένα, αντίθετα αναφέρει πολύ συχνά την εμφάνιση των ίδιων των θεϊκών υπάρξεων. Ανεξάρτητα όμως από τον μύθο, η συνήθεια της αφιέρωσης αγαλμάτων υπήρξε εγγενής στο λαό, και είναι σημαντικό και αποφασιστικό το γεγονός ότι οι προσφορές ανάγκασαν τους καλλιτέχνες να φιλοτεχνούν κατ’ επανάληψη το άγαλμα μιας συγκεκριμένης θεότητας, της οποίας οι προσφέροντες αναγνώριζαν ή ανέμεναν την εύνοια, και αφορούσε τόσο σε αγαλματίδια με αναπαραστάσεις ζώων, που πρόσφεραν οι λιγότερο εύποροι, όσο και στις πλούσιες προσφορές που προαναφέραμε. Η παρουσία πληθώρας αγαλμάτων μιας συγκεκριμένης θεότητας μέσα και γύρω από το ναό, εξ αιτίας διαδοχικών προσφορών, οδηγούσε τους δημιουργούς τους σε μια συνεχή βελτίωση του κάλλους και της λεπτότητας της μορφής. Δεδομένου δε ότι η άμιλλα ήταν παρούσα σε όλες τις εκδηλώσεις του ελληνικού βίου, ο συναγωνισμός έδωσε και εδώ το παρόν, κυρίως κατά τις αρχαιότερες και ισχυρότερες εποχές τυραννίας· το ίδιο γεγονός προκάλεσε επίσης μια ταχεία μεγιστοποίηση του όγκου, δημιουργώντας γιγαντιαίες μορφές, και δεν θα πρέπει να μας εντυπωσιάσει η επιλογή πολύτιμου υλικού όταν πρόκειται για σημαντικές και πολυτελείς προσφορές.

Αποφασιστικής σημασίας είναι επίσης το ότι τα σκήπτρα στην αναζήτηση της ιδανικής μορφής δεν κατείχε η ζωγραφική αλλά η γλυπτική, διότι ήταν αναγκασμένη να εξαντλήσει όλη της την τέχνη σε μια μοναδική ανθρώπινη μορφή, και όλα τα εκφραστικά της μέσα σε μια συγκεκριμένη απεικόνισή. Μοναδικό μέσο απεικόνισης του πνεύματος αποτελεί εδώ το ανθρώπινο σώμα, και για τούτο οι Έλληνες προσπάθησαν επίμονα και με όλα τα μέσα, να εκφράσουν την πνευματικότητα – των θεοτήτων, των ανθρώπων, των χαρισμάτων, του τόπου, των φυσικών φαινομένων κ.τ.λ. – με τη μορφή χιλιάδων προτύπων ανθρώπινων υπάρξεων.

Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο στην γλυπτική αλλά σε κάθε είδος τέχνης και σε κάθε εποχή, η αναπαράσταση, προκειμένου να εκφράσει την πνευματικότητα, όφειλε να παραιτηθεί από οτιδήποτε είναι απλώς συμπτωματικό, από την συνήθη πραγματικότητα, που επιτρέπει στη ζωή να αναδύεται μόνο κάτω από ένα πέπλο και με τρόπο αποσπασματικό, και να παραλείψει επίσης τα επιμέρους γεγονότα που την συνθλίβουν. Αλλά η γλυπτική καθαυτή υπόκειται ιδιαιτέρως σε μιαν ακόμη μεγαλύτερη απλοποίηση της μορφής από ότι η ζωγραφική. Σ’ αυτή την τελευταία το στοιχείο της ψευδαίσθησης όχι μόνο είναι αποδεκτό αλλά θα μπορούσε μάλιστα να αποτελέσει έναν ισχυρό παράγοντα δημιουργίας, ενώ στην γλυπτική αντιθέτως αυτό είναι εντελώς αδύνατον. Εδώ κάθε ακριβής και σχολαστική αναζήτηση της λεπτομέρειας στο σώμα, όπως για παράδειγμα μια νατουραλιστική απεικόνιση, μπορεί να αποβεί δυσάρεστη και απωθητική, και υπό αυτή την έννοια, η γλυπτική συνιστά τη θεμελιώδης τέχνη αναζήτησης του ιδανικού, ενώ η ζωγραφική, επειδή χρησιμοποιεί το φωτισμό, την προοπτική, και ένα πλήθος αλληλεπιδράσεων, δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό συνολικό αποτέλεσμα· η συνολική εντύπωση στον πίνακα ενός Ρέμπραντ μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανική, παρά μια γενική έλλειψη καλαισθησίας των μορφών.

(συνεχίζεται)

ΚΑΙ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΕΡΑΤΕΙΟΥ. ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΑΤΕΙΟΥ. ΕΞΟΥΣΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: