Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

PIERRE A U B E N Q U E: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (18)

Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική 

Συνέχεια από Πέμπτη,7 Απριλίου 2016

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ
  Κεφάλαιο  ΙΙ
 ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ  Λ Ο Γ Ο Σ
3. Η πολλαπλότητα των νοημάτων του όντος: η θεωρία  (συνέχεια 4)

Η μή τυχαία ομωνυμία
      
Μια βαθύτερη αναζήτηση του όντος και των ισότιμων όρων του – του ενος και του αγαθού – θα οδηγήσει τον Αριστοτέλη να τροποποιήσει, σε ένα καίριο σημείο της, την θεωρία των σχέσεων νοήματος με την οποία μας εισάγει στην πραγματεία του περί των Κατηγοριών. Η καινοτομία συνίσταται στην αναγνώριση της ύπαρξης, μεταξύ της καθαυτό ομωνυμίας και της συνωνυμίας, μιας μη τυχαίας (οὐκ από τύχης) ομωνυμίας, μιας ομωνυμίας με συγκεκριμένο υπόβαθρο και η οποία εξ αυτού του γεγονότος προσεγγίζει την συνωνυμία (της οποίας το υπόβαθρο συνίσταται στην σχέση του είδους προς το γένος), χωρίς εν τούτοις να συγχέεται μαζί της.
     Αυτή ακριβώς την διόρθωση της θεωρίας των Κατηγοριών βλέπουμε να εισάγει – υπό την πίεση του ίδιου του προβλήματος –σε ένα απόσπασμα  του έργου του Ηθικά Νικομάχεια. Ο Αριστοτέλης επικρίνει εδώ την πλατωνική έννοια του καθαυτό Αγαθού · βασικό του επιχείρημα είναι, όπως είδαμε, ότι το Αγαθό λέγεται με όσους τρόπους και το όν και επομένως «δεν αντιπροσωπεύει κάτι κοινό, που θα μπορούσε να περιλάβει την Ιδέα (οὐκ ἂρα το αγαθόν κοινόν τι κατά μίαν Ἰδέαν) (Ηθ. Νικ.,Ι, 4 1096b 25).Εν τούτοις το Αγαθό «δεν προσιδιάζει στα ομώνυμα, τουλάχιστον σ’ αυτά που είναι ομώνυμα εκ τύχης» (οὐ ἔοικε τοῖς γε ἀπό τύχης). Μήπως θα πρέπει τότε να πούμε ότι το ενιαίο της ονομασίας που συνδέει αγαθά ανόμοια ως προς την ουσία τους, ερμηνεύεται τουλάχιστον από την προέλευση ενός ενιαίου όρου (τῷ ἀφ’ ἐνός εἶναι), ή από την ροπή όλων προς ένα κοινό τέλος (προς ἕν ἂπαντα συντελεῖ), ή ακόμη ότι πρόκειται για μια σχέση κατ’ αναλογίαν; Απλή απαρίθμηση υποθέσεων, η οποία εξ άλλου στα Ηθικά Νικομάχεια δεν επεκτείνεται περεταίρω: διότι μια περισσότερο συγκεκριμένη ανάλυση θα παρέπεμπε «σε μιαν άλλη φιλοσοφία» από αυτή που ασχολείται με τα ανθρώπινα πράγματα. Αλλά η παραχώρηση που γίνεται στις Κατηγορίες σχετικά με την θεωρία της ομωνυμίας και της συνωνυμίας είναι σημαντική: στο εξής διαφορετικά πράγματα θα μπορούν εκ προθέσεως (και όχι εκ τύχης) να σημαίνονται με ένα μόνο όνομα, ακόμη και αν δεν ανήκουν σε ένα κοινό γένος· αρκεί να υπάρχει μία από τις τρείς σχέσεις που στα Ηθικά Νικομάχεια αποδίδονται με τους εξής όρους: ἀφ’ ἐνός, προς ἕν, κατ’ αναλογίαν, κοινή προέλευση, σχέση με το έναν μοναδικό όρο, αναλογία.
     Εάν λοιπόν το όν δεν είναι ούτε ένα συνώνυμο ούτε ένα ομώνυμο «κατά τύχην», ποιο θα είναι το είδος αυτών των σχέσεων με αυτά τα πολλαπλά νοήματα; Η απάντηση δίνεται σε ένα απόσπασμα των Μεταφυσικών: το όν είναι ένα πρός ἕν λεγόμενον. «Το όν λέγεται με πολλούς τρόπους, αναφέρεται όμως πάντοτε σε ένα μόνο πράγμα και μια φύση (πρός ἔν καί μίαν τινά φύσιν) και ποτέ ως ομώνυμο» (Γ, 2, 1003a 33). Μετά από τα ψηλαφήματα των Τοπικών και των Ηθικών Ευδημείων,  και μετά τις αβεβαιότητες των Ηθικών Νικομαχείων, αυτή φαίνεται να είναι η οριστική κατάληξη της θεωρίας του Αριστοτέλη για τη σχέση του όντος και των πολλαπλών νοημάτων του. Ή μάλλον, προκειμένου να εκφράσει ευκρινέστερα μια σχέση που δεν μπορεί να περιορισθεί σε μια συνωνυμία, όπως θα το ήθελαν οι Ελεάτες, ούτε σε μιαν ομωνυμία, όπως άφησαν να εννοηθεί οι σοφιστές, ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε, για τις ανάγκες της μεταφυσικής, να συλλάβει ένα νέο είδος συνθήκης για τις λέξεις με πολλαπλές ερμηνείες: είδος ομωνυμίας, αλλά ομωνυμία αντικειμενική, που δεν αποδίδεται πλέον στον λόγο αλλά στα ίδια τα πράγματα, διότι στηρίζεται στην σχέση (που δεν είναι μια σχέση είδους προς γένος) με έναν όρο και μία μοναδική «φύση».
Η περίπτωση του όντος
     Είναι όμως αυτή μια λύση για την περίπτωση του όντος; Μήπως είναι μάλλον η ίδια η υποστασιοποίηση του προβλήματος; Θα πρέπει να θέσουμε αυτό το ερώτημα, ερώτημα κατ’ εξοχήν της αριστοτελικής οντολογίας, αφού συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα ενός μοναδικού λόγου περί του όντος. Πρώτα όμως πρέπει να συλλάβουμε το κυριολεκτικό νόημα της θεωρίας. Ο Αριστοτέλης το φωτίζει με το ακόλουθο παράδειγμα: «Με τον ίδιο τρόπο που κάθε τι το υγειές αναφέρεται στην υγεία, άλλοτε επειδή την διαφυλάσσει, άλλοτε επειδή την εξασφαλίζει, άλλοτε πάλι επειδή είναι ένδειξη υγείας, και άλλοτε τέλος επειδή είναι επιδεκτικό υγείας…, και το όν επίσης μπορεί να λέγεται με πολλούς τρόπους, αλλά κάθε φορά με αναφορά σε μία αρχή». Είναι λοιπόν υγειές κάθε τι που σχετίζεται με (προς) έναν όρο με μοναδική αναφορά, σ’ αυτή την περίπτωση την υγεία· ο όρος αυτός που ο Αριστοτέλης αποκαλεί εδώ αρχή, είναι ακριβώς αυτός που «νομιμοποιεί» το ενιαίο της ονομασίας παρά την πολλαπλότητα των νοημάτων. Ποια μπορεί λοιπόν να είναι η αρχή στην περίπτωση του όντος; Τί κάνει τα όντα να είναι όντα, την στιγμή που οι ορισμοί τους διαφέρουν ή δεν ανήκουν στο ίδιο γένος; «Ορισμένα πράγματα, λέει ο Αριστοτέλης, λέγονται όντα διότι είναι ουσίες, ορισμένα άλλα διότι είναι παθήματα της ουσίας, άλλα επειδή πορεύονται προς την ουσία, αλλά επειδή είναι φθορές, στερήσεις ή ποιότητες της ουσίας, ή ακόμη παράγουν ή γεννούν ουσία, ή πράγματα που είναι σχετικά με την ουσία, και τέλος επειδή είτε είναι αρνήσεις  κάποιου από αυτά τα πράγματα ή ακόμη και της ίδιας της ουσίας». Η αρχή που αναφέρεται εδώ είναι η ουσία, και η σχέση της με τα πολλαπλά νοήματα εξειδικεύεται επαρκώς· δεν μπορούμε όμως παρόλα αυτά να ισχυριστούμε ότι αυτή η σχέση ορίζεται, ούτε ότι αναδεικνύεται καθαρά τί είναι αυτό που καθιστά την ουσία αρχή. Εάν ανατρέξουμε στο απόσπασμα που πραγματεύεται εξ ορισμού την αρχή, θα διακρίνουμε δύο βασικές σημασίες που παρεμβαίνουν μονίμως στις διάφορες επικλήσεις της λέξης: η αρχή είναι εκκίνηση και εντολή· είναι κατ’ αρχάς φυσικά το «πρώτον εκ του οποίου (τό πρῶτον ὂθεν) ένα πράγμα είναι, ή γίνεται, ή γνωρίζεται» (Δ,1, 1013a17)· αλλά αυτή η προτεραιότητα δεν είναι θεμελιώδης, δεν ορίζει την αρχή παρά μόνον στο βαθμό που το ξεκίνημα δεν είναι μια απλή αρχή που θα εξαλειφτεί από αυτό που θα ακολουθήσει, αλλά αντίθετα δεν θα πάψει ποτέ να εκκινεί, δηλαδή να διέπει αυτό τού οποίου είναι μια διαρκώς προβάλλουσα εκκίνηση, να «κινεί αυτό που κινείται και να μεταβάλει αυτό που μεταβάλλεται». Σ’ αυτό το απόσπασμα ο Αριστοτέλης κατονομάζει επίσης τους τρείς τομείς στους οποίους μπορεί να υπάρξει αρχή: το Είναι, η εξέλιξη και η γνώση. Αλλά οι ενδείξεις αυτές πολύ λίγο θα μας βοηθήσουν αν τις εφαρμόσουμε στην περίπτωση της ουσίας ως αρχής των πολλαπλών νοημάτων του όντος: η ουσία είναι ασφαλώς αυτή που καθορίζει την ύπαρξη των υπόλοιπων νοημάτων, αυτή που τα συντηρεί μέσα στο Είναι τους, διότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε ποιότητα που να μην είναι ποιότητα της ουσίας, σχέση που να μην είναι σχέση ανάμεσα σε ουσίες κ.τ.λ. Με αυτή την έννοια η ουσία κατέχει, σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες, τον ρόλο της αρχής του Είναι τους. Αλλά δεν είναι αρχή με την έννοια του θεμελίου της γνώσης: η γνώση της ουσίας δεν προϋποθέτει την γνώση των υπόλοιπων κατηγοριών, διότι δεν είναι η δική τους ουσία (εάν ήταν, θα είχαμε ενότητα σημασίας), και δεν εισέρχεται καν στην ουσία τους με την μορφή του γένους (διότι τότε θα είχαμε συνωνυμία). Δεν μπορούμε επομένως από την ουσία να συνάγουμε τις άλλες κατηγορίες: αυτές παραμένουν για πάντα απρόβλεπτες και ούτε μια ανάλυση της ουσίας μπορεί να μας πει γιατί το όν εκφράζεται ως ποσότητα, ως χρόνος, ως σχέση κ.τ.λ., και όχι διαφορετικά. Εάν η ουσία ως αρχή είναι πρώτη καθαυτή, αυτό που είναι πρώτο καθ’ ημάς είναι το όν της πολλαπλότητας του λεγομένου όντος του: ανακαλύπτουμε την παρουσία της ουσίας σε κάθε ένα από τα νοήματα του όντος, αλλά όχι τα υπόλοιπα νοήματα που είναι παρόντα μέσα στην ουσία.
     Αυτή η παρουσία της ουσίας σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα νοήματα περιγράφεται ως αναφορά, ως σχέση (πρός). Αλλά όταν πρόκειται να περιγράψει αυτή τη σχέση, ο Αριστοτέλης απλώς απαριθμεί παραδείγματα: πάθη ουσίας, ὁδός εἰς οὐσίαν, ποιότητες οὐσίας, κ.τ.λ., παραδείγματα στα οποία διακρίνονται ακριβώς αυτά τα ίδια νοήματα του όντος, των οποίων αναζητείται η κοινή συνθήκη. Η ανάλυση του βιβλίου Γ, στην οποία οι περισσότεροι σχολιαστές διέκριναν μια λύση του προβλήματος, μας εξηγεί ένα μόνο πράγμα, αλλά κεφαλαιώδους σημασίας: οι διαφορετικές έννοιες του όντος αναφέρονται όλες σε έναν κοινό όρο, το όν είναι ένα προς ἕν λεγόμενον. Αλλά μήπως αυτή η διαπίστωση δεν είναι παρά μια νέα μορφή του ερωτήματος;
     Τί σημαίνει ακριβώς αυτή η αναφορά; Ένα πράγμα είναι σαφές: δεν πρόκειται για μιαν απλή σχέση είδους προς γένος, ούτε κατηγορήματος προς το υποκείμενο, γεγονός που θα μας παρέπεμπε εκ νέου στην συνωνυμία. Ο Αριστοτέλης διακρίνει σαφώς το πρός ἕν από το καθ’ ἕν: οι κατηγορίες, εκτός της ουσίας δεν μιλούν για (κατά) την ουσία, δεν λένε ότι η ουσία είναι τούτο ή εκείνο· αναφέρουν μόνο μια σχέση πρός την ουσία· και αυτή η σχέση, παρότι αποκαλύπτεται μόνο διά του λόγου, δεν είναι μια καθαρά λογική σχέση, με την έννοια ότι δεν γεννάται από τον λόγο όπως στην περίπτωση της κατηγορικής σχέσεως, αλλά σημαίνεται μόνο από αυτόν και έτσι τον υπερβαίνει αενάως. Ασφαλώς οι κατηγορίες είναι μορφές κατηγορήσεως (κατ-ηγορία), αλλά η θεωρία των κατηγοριών δεν προϋποθέτει επ’ ουδενί την ύπαρξη ενός μοναδικού γένους (καθ’ ἕν) της κατηγόρησης, δηλαδή του όντος ή της ουσίας· το πρός ἕν δεν έχει να κάνει καθόλου με κάποια σχέση κατηγόρησης, αλλά χρησιμοποιώντας αυτή την έκφραση ο Αριστοτέλης, προσπαθεί απλώς να διευκρινίσει, γιατί το όν είναι ο τόπος, ο κοινός ορίζοντας όλων των κατηγορημάτων.
     Ποια είναι λοιπόν αυτή η σχέση, που είναι πιο σημαντική από κάθε κατηγορική σχέση, αλλά εξίσου δυσδιάκριτη, που ο Αριστοτέλης εκφράζει με την πρόθεση πρός; Θα παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν ότι ο Αριστοτέλης ανέλυσε την εν γένει σχέση (πρός τι) και ότι την κατέταξε στις κατηγορίες του όντος. Αυτή όμως η παρατήρηση θα μας οδηγήσει επίσης σε πολύπλοκες δυσκολίες: το να ορίσουμε το καθεστώς των κατηγοριών του όντος χρησιμοποιώντας μιαν από αυτές τις κατηγορίες σημαίνει, ότι το ζητούμενο αποτέλεσμα εκλαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος (διάλληλος τρόπος). Στην πραγματικότητα είναι αναγκαίο να δεχθούμε ότι οι κατηγορίες του όντος αλληλο-σημαίνονται μονίμως: το ότι κάθε κατηγορία είναι σχετική με την ουσία και γι’ αυτό ακριβώς ανήκει στην κατηγορία των σχετικών, δεν είναι περισσότερο παράξενο από το ότι κάθε κατηγορία έχει μιαν ουσία και γι’ αυτό ανήκει στην κατηγορία της ουσίας (βλ. κεφ. περί της ερμηνείας των κατηγοριών). – Υπάρχει όμως μια ακόμη ιδιαιτερότητα αυτής της θεωρίας που θα πρέπει να ερευνήσουμε: ο όρος, στον οποίον αναφερόμενες οι κατηγορίες σημαίνουν το όν, είναι και αυτός μια κατηγορία, ένα νόημα του όντος ανάμεσα στα άλλα. Επομένως το καθεστώς της ουσίας είναι διττό:  είναι ταυτόχρονα ένα από τα νοήματα του όντος, και αυτό διά του οποίου τα υπόλοιπα νοήματα του όντος αποκτούν αυτήν την ιδιότητα· η ουσία επομένως δεν τοποθετείται πριν η μετά τις κατηγορίες, όπως θα μπορούσαμε να πούμε για την αρχή, αλλά είναι ο πρώτος όρος από μια σειρά, ένα σύνολο στο οποίο υπάρχει πρότερο και ύστερο και στο οποίο και αυτή η ίδια η ουσία ανήκει: η αρχή είναι εδώ ενυπάρχον στοιχείο της σειράς. Βλέπουμε γιατί τα απατηλώς σαφή παραδείγματα που αναφέρει ο Αριστοτέλης για να τεκμηριώσει την θεωρία του προς ἕν λεγόμενον, αποδεικνύονται εντελώς ακατάλληλα όταν χρειάζεται να διαφωτιστεί η περίπτωση του όντος. Το παράδειγμα του υγειούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για έναν άνθρωπο όσο και για ένα καθεστώς ή για το κλίμα, διότι όλες αυτές τις περιπτώσεις σχετίζονται με έναν κοινό όρο, την υγεία· είναι σαφές ότι ο όρος αναφοράς, που είναι η υγεία, δεν είναι καθαυτός μια από τις σημασίες του «υγιούς»: η αρχή παίζει εδώ τον ρόλο της υπέρβασης, σε μια σειρά από όρους που είναι ακριβώς η σειρά των δικών της όρων (πτώσεων), όπως περίπου η ρίζα μιας οικογενείας λέξεων, που εκφράζει ταυτόχρονα την ποικιλία των νοημάτων των παραγομένων λέξεων και την κοινή τους προέλευση. Στην περίπτωση του υγειούς δεν υπάρχει πρόβλημα: χάρη σε μιαν οικονομία λέξεων μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος και ο αέρας είναι υγιείς· θα μπορούσαμε όμως, αν θέλαμε, να προσδιορίσουμε με διαφορετικές λέξεις αυτές τις δύο σημασίες του υγειούς, ή ακόμη θα μπορούσαμε με μιαν εναλλαγή επιθεμάτων να εκφράσουμε την κοινή τους αναφορά σε μιαν ενιαία αρχή: έτσι το υγειές διακρίνεται από το υγιεινό, η ιατρική από την ίαση ή το ιαματικό. Διαφορετικά περίπλοκο είναι το πρόβλημα του όντος: αντιλαμβανόμαστε ευθύς ότι η ουσία δεν είναι για την ποσότητα ή την ποιότητα αυτό που η υγεία είναι για το υγειές ή το υγιεινό, για έναν ουσιαστικό λόγο: οι κατηγορίες δεν είναι οι μορφές σηματοδότησης της ουσίας, αλλά η ουσία και οι άλλες κατηγορίες σημαίνουν, η πρώτη άμεσα και οι υπόλοιπες με αναφορά στην πρώτη, έναν όρο ακόμη πιο θεμελιώδη, που είναι το όν.
        Στην περίπτωση του υγειούς δεν υπήρχαν παρά μόνον δύο όροι: η υγεία και τα παράγωγά της. Εδώ έχουμε τρεις όρους: το όν, την ουσία και τις υπόλοιπες κατηγορίες. Η ουσία διακρίνεται αφ’ ενός από τις υπόλοιπες κατηγορίες επειδή είναι η αρχή τους, αλλά διακρίνεται αφ’ ετέρου, δεδομένου ότι αποτελεί και αυτή μια κατηγορία, και από το καθαυτό όν. Ασφαλώς η ουσία είναι η πρωταρχική κατηγορία του όντος, σε βαθμό που συμβαίνει ο Αριστοτέλης να συγχέει την ερώτηση Τί είναι το όν; με το ερώτημα Τί είναι η ουσία; (Ζ, 1, 1028b 4). Τα δύο αυτά ερωτήματα συμβαδίζουν μόνο στον βαθμό που το πρώτο είναι η πρωταρχική μορφή έκφρασης του δευτέρου, από την στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι δυνατή η άμεση απάντηση στο ερώτημα που αφορά στο καθαυτό όν, ενώ το ίδιο δεν ισχύει στην περίπτωση που το όν θα περιοριζόταν, σε τελευταία ανάλυση, στην ουσία: αυτή την τελευταία σύγχυση ανέδειξε με επάρκεια η κριτική των Ελεατών, της οποίας το βασικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει μόνον ένα όν της ουσίας, αλλά επίσης και ένα όν της ποσότητας, της ποιότητας κ.τ.λ.
Παρατεινόμενη ασάφεια (αβεβαιότητα) του όντος
     Παρότι λοιπόν η ουσία δεν είναι το όν, μέσα από την σχέση τους με αυτή οι υπόλοιπες κατηγορίες το σημαίνουν. Εξ αυτού προκύπτουν ορισμένα προβλήματα, τα οποία η θεωρία του προς ἕν λεγόμενον δεν επαρκεί για την λύση τους: εάν το όν σημαίνεται με την μεσολάβηση της ουσίας, γεγονός που της αποδίδει ένα αναμφισβήτητο προνόμιο, γιατί δεν επαρκεί για την σηματοδότηση του; Γιατί, από την στιγμή που το όν εκφράζεται, αυτή η έκφραση διασπείρεται σε μια πολλαπλότητα νοημάτων; Το γεγονός ότι παραπέμπουν σε μιαν πρωταρχική σημασία δεν μπορεί λοιπόν να δώσει μιαν ολοκληρωτική λύση στο πρόβλημα της πολλαπλότητας των νοημάτων. Και αυτή η πολλαπλότητα αποδεικνύεται αδιαμφισβήτητη, στον βαθμό που οι διαφορετικές μορφές της σχέσης προς…, που θεσμοθετούν αυτή την πολλαπλότητα, δεν ανάγονται – και όντως δεν θα μπορούσαν να αναχθούν – σε μια κοινή αρχή.
     Η αβεβαιότητα λοιπόν του όντος παραμένει, αποκτώντας ένα διπλό νόημα. Πρώτον, καθιστώντας το όν ένα «προς ἕν λεγόμενον», η ομωνυμία δεν καταργείται αλλά μεταφέρεται στο προς του προς ἕν: οι υπόλοιπες κατηγορίες του όντος, εκτός της ουσίας, είναι τελικά μόνο τα πολλαπλά νοήματα της αμφιλεγόμενης σχέσης με την ουσία. Στη δε συνέχεια, η θεωρία του προς ἕν λεγόμενον, ενώ εμφανίζεται ότι στηρίζει την ενότητα του λόγου περί του όντος, καθιερώνει την διάσπαση αυτού του λόγου σε έναν λόγο περί της ουσίας, και έναν λόγο, που παρότι δεν αναφέρεται στην ουσία, εξακολουθεί να σημαίνει το όν με τον τρόπο του. Εκτός όμως από την παρατήρηση ότι η πολλαπλότητα των νοημάτων παραπέμπει σε ένα μοναδικό νόημα, το οποίο όπως είναι φυσικό καθίσταται απροσδιόριστο, δεν κατανοούμε την αναγκαιότητα αυτής της παραπομπής, για ποιο λόγο δηλαδή ο ανθρώπινος λόγος περί του όντος σημαίνει το όν μόνο στην πολλαπλότητά του και με την μορφή της διασποράς. Η θεωρία του προς ἕν λεγόμενον εξασφαλίζει ίσως την ενότητα του όντος, αλλά αυτή η ενότητα παραμένει προβληματική: ασφαλώς η ομωνυμία του όντος δεν είναι τυχαία, και γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να ξεπεράσουμε την απλοϊκή αντιπαράθεση ανάμεσα στην συνωνυμία και μιαν ομωνυμία περιορισμένη στο «τυχαίο»· παύοντας όμως να είναι τυχαία, δεν παύει ταυτόχρονα να αποτελεί και πρόβλημα: το τυχαίο δεν παραχωρεί τη θέση του στο λογικό, αλλά στο αναγκαίο, και το γεγονός ότι η ομωνυμία του όντος παύει να είναι από τύχης, δεν σημαίνει ότι διαπνέεται από την λογική. Ο  καθαυτό χαρακτήρας την ομωνυμίας του όντος την καθιστά  ταυτόχρονα παράλογη (όπως και κάθε ομωνυμία) και αναπόφευκτη (ακριβώς επειδή το πολλαχῶς είναι εδώ προς ἕν λεγόμενον): με την έννοια αυτή αποτελεί ένα αενάως τιθέμενο πρόβλημα στην φιλοσοφία, που σύμφωνα με το βιβλίο Ζ είναι πάντοτε «αντικείμενο έρευνας και αμηχανίας». Αν πράγματι η ομωνυμία είναι κάτι που θα πρέπει να περιοριστεί (εάν επιθυμούμε ο λόγος να έχει νόημα), ενώ παραμένει, στην περίπτωση του όντος, αναντίρρητη, είναι ανάγκη να αναρωτηθούμε αν η οντολογία δεν θα καταστεί στο σύνολό της, στον βαθμό που έχει στόχο την ύπαρξη ενός μοναδικού λόγου για το όν, μια καθαυτό ανθρώπινη προσπάθεια αναπλήρωσης, μέσα από μιαν έρευνα χωρίς τέλος, της ριζικής ομωνυμίας του όντος.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: