Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Η ώρα του κόσμου 6

Συνέχεια από: Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Η ώρα του κόσμου 
Του Frank Schirrmacher
Τα παλιά παραμύθια για τον μεγάλο αποχαιρετισμό 2

Hugo von Hofmannsthal ή το μεταίχμιο τού αιώνα, που δεν έφτασε στο τέλος του

Αν όμως η κρίση (στην οποία περιέπεσε) τού Hugo von Hofmannsthal ήταν ένα σύμπτωμα τής εποχής του, συμπτωματική ήταν και η ανάδειξή του. «Το έτος τών θαυμάτων, τών τριών τραγωδιών και τι (μεγαλειώδους) ιστορίας!» Με αυτά τα λόγια χαρακτήρισε το έτος 1897 ο Rudolf Borchardt, όταν ο 23-χρονος Hofmannsthal είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Μόλις είχε εκδοθεί στο Blätter für die Kunst ένα από τα ωραιότερα ποιήματα τού Hofmannsthal, όπου βρίσκονται οι διάσημοι στίχοι: «(την) Κούραση εντελώς ξεχασμένων λαών/δεν μπορώ να διώξω από τα βλέφαρά μου».  Όπως γνωρίζουμε όμως τώρα, ήταν και μια δεκαετία θαυμάτων για την Αυστρία και τον οίκο των Αψβούργων. Ένα θαύμα το οποίο ο παλιός αυτοκράτορας δεν πρόσεξε ποτέ, δεν το κατάλαβε, και εάν το καταλάβαινε, μάλλον θα το καταπολεμούσε, το οποίο όμως εκτυλίχθηκε κάτω από την δική του διακυβέρνηση και το οποίο είναι ανεπανάληπτο στην νεότερη ιστορία. Το έτος 1897 είδε την αρχή τής δόξας τού Gustav Mahler και του Gustav Klimt. Ο αρχιτέκτονας Adolf Loos είχε δημοσιεύσει τα πρώτα του έργα, και ο Anton Bruckner, ως φιλοξενούμενος τού αυτοκράτορα στο Belvedere, είχε πεθάνει μόλις το προηγούμενο έτος. Ο Sigmund Freud είχε γράψει την Ερμηνεία των Ονείρων, ο Arthur Schnitzler και ο Karl Kraus δημοσίευαν. Ο Hofmannsthal ήταν η νεότερη και η πιο εντυπωσιακή εμφάνιση σε αυτή την μέχρι σήμερα αινιγματική έκρηξη ιδιοφυίας.
Δεν ήταν όμως απλώς ο τελευταίος των παλιών, αλλά, πράγμα που οι σύγχρονοι του δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, ο πρώτος μιας νέας γενιάς, που κατά την δεκαετία αυτή φοιτούσε ακόμα στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο. Ήταν τα τελευταία βλαστάρια, που θα τα διαπότιζε ακόμα η αυτοκρατορία και τα παράγωγα της: Arnold Schönberg, Anton von Webern και Alban Berg, Egon Schiele και Oskar Kokoschka, Ludwig Wittgenstein και Otto Weininger, Franz Kafka, Robert Musil, Joseph Roth, Italo Stevo, Stefan Zweig, Rainer Maria Rilke και Georg Trakl. Τα τελευταία 25 χρόνια τής ύπαρξης της, η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε δει μια πλειάδα ταλέντων, που σχεδόν καμιά άλλη προηγούμενη κοινωνία δεν είχε δει. Το βλέμμα προς αυτές τις μορφές συλλαμβάνει και την Realschule στο Linz, το καλοκαίρι του 1903. Ο Ludwig Wittgenstein φοιτούσε στην πέμπτη τάξη, τον είχαν προαγάγει μια τάξη παραπάνω. Στην τρίτη τάξη, την ίδια χρονιά, βρισκόταν ο Adolf Hitler, τον οποίο είχαν γυρίσει μια τάξη πίσω. Αυτό το περίεργο προϊόν από τις μνησικακίες και από συναισθήματα που κυκλοφορούσαν στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, και που προσέδωσε στην ύστερη περιόδο τού κράτους εκείνο το αποκαλυπτικό χαρακτηριστικό, είχε αναγγείλει ο Karl Kraus.  Γιατί οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες και διανοούμενοι τής αυτοκρατορίας ήταν ως επί τω πλείστον Εβραίοι, και το κράτος στο οποίο μεγάλωσαν ήταν ταυτόχρονα η γενέτειρα τού εξολοθρευτή τους.
Μεγάλωσαν κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια μιας διχασμένης πατρικής μορφής. Σε κάθε σχολική τάξη, σε κάθε υπηρεσία, σε κάθε βιτρίνα ήταν εικόνα τού αυτοκράτορα. Στον Hofmannsthal ο αυτοκτάτορας εξελίσσεται σε μυθική ιδέα, ο Rilke μεταφέρει τον θαυμαστό κόσμο τών τελετουργικών τής αυλής όχι μόνοι στο έργο του, αλλά και στην ζωή του, οι Joseph Roth και Robert Musil δε θα ξεπεράσουν σε όλη τους την ζωή την κατάρρευση των Αψβούργων. Σίγουρα υπέφεραν, όχι μόνο λόγω τών ισχυρών πατρικών εικόνων, που διατρέχουν το έργο τους από την αρχή μέχρι το τέλος. «Εμείς πρέπει», έτσι περιέγραψε ο Hofmannsthal το 1905 το αίσθημα της γενιάς του, «να αποχαιρετίσουμε ένα κόσμο, προτού καταρρεύσει. Πολλοί το γνωρίζουν, και ένα απαράδεκτο αίσθημα, καθιστά πολλούς ποιητές». Τέτοια αισθήματα αποχαιρετισμού και φαντασίες κατάρρευσης διαποτίζουν το έργο όλων αυτών. Κανενας όμως δεν το εννοεί στα σοβαρά, κανένας δεν πιστεύει στην κατάργηση αυτού τού χθεσινού κόσμου, και ο επαναστατικός, βίαιος τόνος, που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό του Μονάχου και φτάνει μέχρι και τον κύκλο του George, λείπει από την Βιέννη, την παλιά πρωτεύουσα τής αντιμεταρρύθμισης, σχεδόν εξολοκλήρου. «Εμείς, που ζήσαμε και μεγαλώσαμε στην Βιέννη, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την λαμπρή εποχή τής πόλης μας, δεν είχαμε καμιά πληροφορία, πως η εποχή αυτή σήμαινε το τέλος…και ακόμα λιγότερο διαισθανόμασταν, πως η μοναρχία τών Αψβούργων…ήταν προορισμένη να καταρρεύσει». Αυτή ίσως να μην είναι κάποια σημαντική, είναι πάντως μια αξιοπρόσεκτη φωνή, του Max Graf. Η παγκόσμια ιστορία, όπως περιγράφει ο Albert Fuchs το αίσθημα τής εποχής, «είχε τελειώσει με την μάχη του Königgrätz. Μεγάλες αλλαγές δεν αναμένονταν πια». Ανάμεσα στους καλλιτέχνες τής αυτοκρατορίας του Δούναβη, κατά την περίοδο 1890-1914, μεταξύ κριτικής και αρχόμενης φρίκης, βρίσκονται και φιλικές, συγκινητικές φωνές. Έχουν βεβαίως ωραιοποιηθεί, δια της μνήμης και της γνώσης αυτού που συνέβη. Θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε την συνείδηση περί κρίσεως στον μοντερνισμό της Βιέννης. «Οι διαπεραστικές κραυγές τω ν ετοιμοθανάτων, που σπάνε  στα μουχλιασμένα τείχη, οι περιπλεγμένες μάχες τής αδυναμίας, χαώδεις κινήσεις τών απελπισιών. Η ανόητη αναζήτηση αδιεξόδων». Αυτό  δεν είναι περιγραφή κάποιας μάχης του Α’ΠΠ, αλλά το διάσημο απόσπασμα (των αρουραίων) από την «επιστολή του Chandos» του Hofmannsthal που εκδόθηκε το 1902. Ο Hermann Bahr είχε αναγνωρίσει αμέσως το βαρβαρικό στοιχείο του μηνύματος τής «Ηλέκτρας». Όλα αυτά όμως, φέρουν στην Αυστρία, σε αντίθεση προς την Γερμανία, τα χαρακτηριστικά μιας μαγευτικής άμυνας. Σε πολλούς, ο πυρήνας τής φαντασίας δεν διακατείχετο από την επανάσταση. Το θέμα του ήταν η μεταρρύθμιση της κοινωνίας και η επανάσταση της τέχνης. Η Βιέννη της ύστερης εποχής τής αυτοκρατορίας, ήταν για μερικές σύντομες στιγμές, ο μοναδικός τόπος κατά τον 20ο αιώνα, όπου η ιδέα πως η ιστορία είναι πρόοδος, και η πρόοδος χειραφέτηση, δεν είχε ακόμα νικήσει. Οι φαντασίες κατάρρευσης δεν είχαν συνδεθεί με την φωτεινή προοπτική του μέλλοντος. Συνδέθηκαν όμως πολύ συχνά με το όνειρο μιας επιστροφής στην ιστορία. Όταν μετά τον πόλεμο, ο Hofmannsthal είχε διατυπώσει την ιδέα τής «δημιουργικής αναστήλωσης», οι διανοούμενοι του Βερολίνου τον είχαν χλευάσει. Ο Joseph Roth δήλωσε το 1933: «Θέλω πάλι πίσω την μοναρχία, και θέλω να το πω», πράγμα που προκάλεσε μια βαθιά απορία στους Klaus και Heinrich Mann. Ήταν πάντα συμφωνημένο, πως εκείνοι που θέλουν το παλιό, υφίστανται την ανατροπή από την ιστορία. Ήταν όμως πραγματικά έτσι;
Όταν λοιπόν και η Βιέννη, πολύ αργοπορημένα, μπήκε σε εκείνο το αίσθημα της εποχής των πρωτοπόρων, στο οποίο μπαίνει κάθε συμμαχία που έχει ως σκοπό το νέο , μίλησε ο Hofmannsthal και ο κύκλος του για την επικίνδυνη αστάθεια τής αυτοκρατορίας. «Καταστρέφουν την Βιέννη μας, κι αν υψώσει κανείς την φωνή του, είναι χωρίς αποτέλεσμα»,- αυτά έγραφε ο Hofmannsthal στον φίλο του Leopold von Andrian τον Αύγουστο του 1913. Αφορμή ήταν η ανανέωση της πόλης, θύμα της οποίας θα έπεφτε η παλιά πόλη. «Όχι ότι η σκέψη αυτή μού είναι επιθυμητή ή τουλάχιστον ανεκτή, να δω να διαλύεται αυτή η παλιά αυτοκρατορία. Αλλά μια σκέτη ύπαρξη-παρουσία χωρίς κάποια ιδέα…δεν μπορεί να βάλει κανείς την ψυχή του εκεί, χωρίς να υποστεί ζημιά η ψυχή. Η εποχή τού Μέττερνιχ αντιθέτως ήταν ψυχωμένη: αντιδραστική ή όχι, υπηρετούσε μια ιδέα. Ποια ιδέα υπηρετούμε εμείς;» Ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο, και ουσιαστικά πολύ αργά πια, ο Hofmannsthal είχε διακρίνει το καίριο σημείο. Η Αυστρία είχε,-έστω και για μερικές φανταστικές ώρες,-την ευκαιρία, να αναπτύξει μια ουτοπία που θα είχε την προσοχή της στραμμένη προς τα πίσω, να ανασυστήσει μια νέα έννοια τής ιστορίας, εναντίον ιδεολογιών και ενεργειών που έλαβαν χώρα κατά τον συγκεκριμένο αιώνα. «Κάθε νεωτερικότητα, έστω και ελάχιστη, κάθε τεχνολογική επινόηση, κάθε εκσυγχρονισμός τής ζωής, με αυτοκίνητα ή ανελκυστήρες…όλα αυτά έχουν καταστεί σύμβολο και σύμπτωμα εκείνων των δυνάμεων, που οδήγησαν την Αυστρία στο χείλος του γκρεμού», έγραφε ο Broch για τον αυτοκράτορα και τον παρομοίαζε με τον Hofmannsthal.
Οι Hugo von Hofmannsthal και Joseph Roth, οι διασημότεροι απολογητές της παλιάς αυτοκρατορίας, είχαν υποστεί χλευασμούς για κάθε σχεδόν τους πολιτική πρόταση. Ίσως τίποτα να μην είναι πιο πικρό στις κοινοτοπίες περί του τέλους τής αυτοκρατορίας, από το δεδομένο, πως η σχέση μεταξύ της αισθητικής επανάστασης και της ύπαρξης αυτού του κράτους είχε διαρκώς υποτιμηθεί. Φυσικά μπορεί να το κάνει αυτό, και στην κατάρρευση να απελευθερώσει (σαν αρχαιολόγος ή γλύπτης) τις παραγωγικές ενέργειες. Η αντίληψη περί της «αναγκαιότητας» των ιστορικών διαδικασιών, είναι όπως και «ο νόμος της ιστορίας» στο τέλος του 20ου αιώνα, μια αμφισβητήσιμη και ανατρέψιμη διατύπωση. Η ιστορία δεν κινείται προς τα μπρος, και οι κοινωνίες δεν είναι εξ ορισμού καταδικασμένες σε κατάρρευση.
Η ιδέα ενός παρελθόντος που δεν γηράσκει ποτέ, και καθορίζει το παρόν και το μέλλον-αυτή ήταν η ανακάλυψη και τού Sigmund Freud, ο οποίος βέβαια δεν μίλησε για κάποια «ιδέα», αλλά για δια βίου ενεργές εντυπώσεις, οι οποίες αποκτήθηκαν στην πρώιμη παιδική ηλικία. Freud, Hofmannsthal, Joseph Roth: σε όλους αυτούς ζούσε, στραμμένη ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία, η σκέψη, πως το παρελθόν έχει ακόμα μπροστά του το μέλλον του.
Ο Hofmannsthal βίωσε την επερχόμενη τεχνολογική επανάσταση ως βαμπιρισμό, και σε μια αυτοπεριγραφή είπε, πως η γενιά του είναι σαν «φάντασμα» ανάμεσα στους ζωντανούς. Πολύ πιο εύστοχο είναι όμως να πούμε, πως η ζωή την οποία ήθελε να απεικονίσει, είχε καταντήσει κάτω από τα χέρια του φάντασμα, και πάντα ξέφευγε, σε αντίθεση προς τον Arthur Schnitzler, από την λογοτεχνική λαβίδα. Η γλωσσική απελπισία του λόρδου Chandos πρέπει να διαβαστεί ως μορφή δικαιολογίας τής άρνησης να στρέψει το βλέμμα του. Ο Schorkse υπέδειξε, πως η στρατιωτικοποιημένη περίοδος στην Γαλικία, η επαφή με την φτώχια, η στενότητα και η οργή, διατάραξαν τον νεαρό Hofmannsthal. Χρειάστηκε η καταστροφή όλων των κοινωνικών συναφειών, για να στρέψει με καλή συνείδηση το βλέμμα, που προηγουμένως αρνήθηκε, στην κοινωνία που χάθηκε. Η κρίση τής γλώσσας αντιστοιχεί σε μια δεύτερη εμπειρία από το προτελευταίο έτος του πολέμου, η οποία σαν να τα ανατρέπει όλα. Τον Ιούνιο του 1917 ο Hofmannsthal πηγαίνει στην Πράγα, για να προωθήσει την ιδέα του για την Αυστρία. Οι διανοούμενοι της Πράγας δεν θέλουν καν να ακούσουν για το όραμα ανόρθωσης του κράτους των πολλών λαών. Ο Hofmannsthal όμως είναι ενθουσιασμένος με την πολιτική ρητορική του (οράματος αυτού), που απαιτεί ελευθερία και αυτονομία. Ο Hofmannsthal όμως δεν βρίσκεται πλησίον τής επαναστατικής επιθυμίας, όπως έγινε ένα χρόνο αργότερα με τον George ή τον Rilke. Τα βιώματα στην Πράγα, η διαπίστωση τού αναχρονισμού τού προγράμματός του, η επίγνωση πως οι ιδέες κινούνται προς μια νέα μορφή πραγματικότητας, προκάλεσαν την διαρκή λογοτεχνική κρίση. Με σχεδόν συγκινητική παραγνώριση της ιστορικής κατάστασης, άρχισε να μαζεύει παλιούς και νέους φίλους και οραματίζεται την «κοινωνία των πνευμάτων, που θα πρόσφερε στην αποδυναμωμένη μεταπολεμική Ευρώπη νέο νόημα και νέες σκέψεις. Προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ακαδημίες, συλλογικοί τόμοι και αντιπαραθέσεις. Σε όλα αυτά δανείζει ο Hofmannsthal το κύρος του και το όνομά του. Φαίνεται πως καταρχάς ήθελε να κάνει απλώς μια δοκιμή, αν δηλαδή τα πνεύματα που σφράγισαν την προπολεμική εποχή, είχαν το δικαίωμα μετά την καταστροφή να προβάλουν απαιτήσεις. Δεν είναι ίσως εσφαλμένη η υπόθεση, πως με την δημιουργία μιας συνέχειας ήθελε να εξισορροπήσει την απώλεια του ρόλου του. Όλα αυτά όμως έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Η ιδέα του Hofmannsthal να θεραπεύσει με συμπόσια τις πληγές του παγκόσμιου πολέμου, μαρτυρεί πόσο λίγο αντελήφθη την διάβρωση τού κοινωνικού ιστού. Ανάμεσα στις αρχηγικές μορφές είναι σίγουρα εκείνη, που το ερώτημα για την νομιμότητα τής επανάστασης, που κάθε επανάσταση θέτει, αισθάνεται ως προσωπική κατ’ αυτού επίθεση. Οι George και Rilke, αισθάνθηκαν κατά την γερμανική επανάσταση του 1918  την πρόκληση για συνέργεια και ήταν έτοιμοι να γκρεμίσουν, ότι ήταν ήδη εν πτώση. Ο Hofmannsthal αντιθέτως, ενεργεί σαν πρεσβευτής από τον παλιό κόσμο, ο οποίος εξηγεί τις δικαιακές συσχετίσεις μιας αυτοκρατορίας η οποία από καιρού καταβυθίζεται. Και όμως, αυτή η αυτοκρατορία που αποτυγχάνει λόγω των δικαιακών της αντιφάσεων, θεμελιώνει την νομιμότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας κατά τον 20ο αιώνα.
Παραμένει όμως περίεργο, πως πολλές από τις αξεπέραστες μέχρι σήμερα αισθητικές τοποθετήσεις του αιώνα (20ου), διατυπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από υπηκόους τού αυτοκράτορα Franz Joseph. Η κοινωνία εκείνη συμμετείχε παρά την θέληση της και μάλιστα εχθρικά διακείμενη, στις πνευματικές ανακαλύψεις, που μας κρατούν αιχμάλωτους μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ένας αργοπορημένος θρίαμβος. Γιατί ένας φιλόδοξος και στον στόχο του προσανατολισμένος μεταγενέστερος κόσμος, παρά τον μεγάλο κόπο τού μοντερνισμού του Kafka ή του Rilke, του Hofmannsthal ή του Joseph Roth, δεν μπόρεσε να τους φτάσει. Παλιομοδίτικοι στεκόμαστε ακόμα πίσω τους.

Τέλος κεφαλαίου, ακολουθούν ποιήματα του Hofmannsthal

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ : ενώ η Βιέννη φωτιζόταν από τους πρώτους ηλεκτρικούς λαπτήρες, το μόνο σκοτεινό σημείο ήταν τα ανάκτορα. Ο αυτοκράτορας απεχθανόταν τον ηλεκτρικό φωτισμό, όπως τα αυτοκίνητα και το τηλέφωνο. Το ηλεκτρικό φως, έκανε αφύσικες τις ώρες και την δραστηριότητα. Το τηλέφωνο, μετά, χωρίς ραντεβού, χωρίς πρόσκληση, ο καθένας να μπορεί να καλεί...αδιανόητα πράγματα για τον γηραιό, αλλά πάντα έφιππο αυτοκράτορα.