Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
γερ. σωφρόνιος του έσσεξ
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2019/08/blog-post_6.html#ixzz5vp9l9INO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου