«Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δὲν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιὰ ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτὸν πού φαινόταν σὲ σῶμα εὐτελὲς καὶ δόξα φοβερή. Καὶ ἡ ἁγία Μαρία υἱό τὸν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἦταν χωρισμένο ἀπὸ τὴν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτὸς πού φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν δόξα Του. Καὶ ἡ δόξα Του μήνυσε τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς θεία φύση. Καὶ τὸ σῶμα Του μήνυσε τὴν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση.
Ἕνας ὅμως εἶναι Υἱός μονογενὴς ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τῆς Μαρίας. Ἂς παύσουν τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τὸν μερίζει, θὰ μερισθεῖ ἀπὸ τὴν βασιλεία Του. Καὶ ὅποιος τὸν συγχέει, θὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεὸν ἡ Μαρία, ἂς μὴ δεῖ τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καὶ ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θὰ εἶναι τῆς σωτηρίας καὶ ζωῆς πού προσφέρεται διὰ τοῦ σώματός Του. Διότι τὰ ἴδια τὰ πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ τὰ πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καὶ τὸ σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπὸ θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἂν δὲν τὸ κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὴν διάνοια, ἐμεῖς θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐκθέσουμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὰ ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νὰ προσφέρουμε στοὺς φιλόθεους ἀκροατὲς μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καὶ διατρανώνοντας τὸν λόγο μὲ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καὶ πιὸ λαμπρὰ θὰ πανηγυρίσουμε.
Ἔάν δὲν ἦταν σάρκα, γιὰ ποιὸν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στὸ προσκήνιο, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριὴλ ποιὸν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς τυλιγόταν στὰ σπάργανα, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἦταν ξαπλωμένος στὴν φάτνη, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιὰ ποιὸν λόγο ὕστερα ἀπὸ οὐράνια μύηση τὸν προσκύνησαν;
Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν οἱ μάγοι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρόσφεραν δῶρα; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν βάσταξε στὴν ἀγκαλιὰ του ὁ Συμεών, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, σὲ ποιὸν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νὰ πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν πῆρε ὁ Ἰωσὴφ καὶ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, τὸ «ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου» σὲ ποιὸν ἐκπληρώθηκε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιὸν βάπτισε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν βεβαίωνε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς νήστεψε στὴν ἔρημο καὶ πείνασε; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καὶ διακονοῦσαν, ἂν δὲν ἦταν τέλειος καὶ κατὰ τὶς δύο φύσεις;
Ποιὸς κλήθηκε στὸν γάμο τῆς Κανᾶ καὶ μετέβαλε τὸ νερὸ σὲ κρασί, ἐὰν δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος; Ἐὰν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς τέλειος, πῶς συνέτρωγε μὲ τὸν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τὰ πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κάθησε στὸ πηγάδι μετὰ τὴν ὁδοιπορία καὶ ζητοῦσε νερό, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιός, ἐνῶ ζητοῦσε νερὸ ἀπὸ τὴν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερὸ καὶ ἔλεγχε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στὴν γῆ, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ μὲ πηλὸ νὰ ἀναβλέψει; Στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιὸς δάκρυσε, καὶ μὲ ποίου τὸ κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρὸς τετραήμερος, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος;
Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στὸ πουλάρι, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιὸν δοξολογοῦσαν λέγοντας τὸ ὡσαννά; Καὶ πῶς νὰ διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιὰ τὴν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καὶ ὅσα μετὰ τὴν προδοσία ἔγιναν στὸ κριτήριο τοῦ Πιλάτου- τὰ ραπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὰ χτυπήματα στὸ πρόσωπο καὶ ὅσα τὶς ὧρες μετὰ τὴν προδοσία ἔπαθε γιὰ χάρη μας. Δὲν τὰ ὑπέμεινε αὐτὰ ὡς ἄνθρωπος; Τὰ δὲ τοῦ σταυροῦ ποιὰ γλώσσα νὰ διηγηθεῖ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, τότε ποιὰ χέρια καὶ πόδια καρφώθηκαν, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τὰ μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροὶ πῶς ἀνασταίνονταν;
Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κρεμάστηκε μὲ ληστὲς στὸν σταυρό; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στὸν ληστὴ «σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν ἄλειψαν μὲ σμύρνα καὶ ἔθαψαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸς ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἥμερα; Ποιὸν οἱ ἀπόστολοι στὸ ὑπερῶο εἶδαν καὶ ψηλάφησαν, ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, καὶ πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐὰν δὲν ἦταν Θεός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἔφαγε στὴν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς μὲ κέλευσμα γέμισε τὸ δίχτυ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄγγελοι ποιὸν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ποιὸν προσκύνησαν;
Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, τὴν ἄχραντη καὶ ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτὸς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἷος τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος, ὁ ἐρχόμενος στὸν κόσμο. Τὸν ἴδιον ὁμολογῶ Θεὸ τέλειο καὶ τέλειο ἄνθρωπο· μὲ δύο φύσεις ἑνωμένες σὲ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καὶ δίχως σύγχιση τῶν φύσεων. Αὐτὸς θεώρησε ἄξιο νὰ σαρκωθεῖ, δίχως τροπὴ τῆς θείας Του φύσεως, ἀπὸ τὴν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐνέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Χρημάτισε ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ πρόσληψη σώματος, καὶ γενόμενος αὐτὸ πού δὲν ἦταν, καὶ μένοντας αὐτὸ πού ἦταν, τέλειος καὶ στὰ δύο, ἦταν ἐπίγειος καὶ οὐράνιος· πρόσκαιρος καὶ ἀθάνατος· ἄναρχος καὶ ὑποκείμενος στὸν χρόνο· παθητὸς καὶ ἀπαθής· Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπὸ δύο τέλειες φύσεις καὶ γνωριζόμενος ὡς μία ἀπὸ τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα.
Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Τὴν φωνὴ αὐτὴ σὰν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ λέει πρὸς αὐτοὺς Αὐτὸς πού ἔλαβε τὴν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶσθε». Τοὺς παρήγγειλε δὲ τὸ ἑξῆς: «Μὴ πεῖτε σὲ κανένα τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς.
Σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν!
αγίου Εφραίμ του Σύρου,λόγος στην θεία μεταμόρφωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου