Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Η γραφή ως παράδοση 6

Συνέχεια από: Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Η γραφή ως παράδοση 
Η αποδόμηση του λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Ι. 1 Γραφή και θάνατος 4

«Το προπατορικό αμάρτημα, η παλιά αδικία την οποία διέπραξε ο άνθρωπος, συνίσταται στην κατηγορία την οποία επιδίδει ο άνθρωπος, και δεν κάνει πίσω, πως ο ίδιος είναι που αδικήθηκε, και πως το προπατορικό αμάρτημα είναι κάτι το οποίο υπέστη από άλλους» (ΒΚ 219).

Αυτή την κατηγορία όμως εξαπέλυαν οι θρησκείες και οι φιλόσοφοι-εν γένει, καί υπήρξε ο κανόνας τής μεταφυσικής βιβλιογραφίας. Κατάφεραν να γίνουν η προσωποποίηση της κατηγορίας κατά εκείνης της αδικίας, την οποία όπως φαίνεται επινόησαν οι ίδιοι, ώστε να μπορούν καλύτερα να παρηγορούν τους ανθρώπους για αυτά που προκαλεί. Την αξεπέραστη εικόνα αυτής της απαίτησης-και θα δείξουμε ποιος «υπολογισμός» διεξάγεται μέσα της-αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο της «Δίκης». Το «μυστικό παιχνίδι» όμως του Kafka πρέπει να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη προσοχή. Όταν αυτός κάνει το παιχνίδι του στην μυθική απόδοση κατηγοριών ενοχής και ταυτόχρονα κρίνει αυτή την απόδοση κατηγοριών, καλό είναι, στην ηχώ των μορφών του, στον Κ. του ήρωα, στον Franz του φύλακα, στον καλλιτέχνη, στην διήγηση «Ένα όνειρο» που ανήκει στο περιβάλλον της «Δίκης», να εντοπίσουμε κάτι περισσότερο από μια παραξενιά τού τρόπου. Αν δεν είναι όλα απατηλά, το απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του, πολύ αργά:
«Αυτό που έπαιξα θα συμβεί στην πραγματικότητα. Δεν πλήρωσα λύτρα με το γράψιμο. Μια ζωή πέθαινα και τώρα πραγματικά θα πεθάνω. Η ζωή μου ήταν πιο γλυκιά από των άλλων, ο θάνατος μου θα είναι τόσο χειρότερος. Ο συγγραφέας μέσα μου θα πεθάνει αμέσως, γιατί μια τέτοια μορφή δεν έχει κανένα έδαφος, καμιά υπόσταση, δεν είναι καν από σκόνη. Είναι κάπως δυνατή η ύπαρξή της στην τρελή γήινη ζωή, είναι μια κατασκευή τής ηδονής. Αυτός είναι ο συγγραφέας. Εγώ όμως δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω, γιατί δεν έζησα, έμεινα χώμα, δεν έκανα φωτιά την σπίθα, αλλά την χρησιμοποίησα για να φωτίσω το πτώμα μου. Θα είναι μια παράξενη κηδεία, ο συγγραφέας, δηλαδή κάτι που δεν υπάρχει, παραδίδει το παλιό του πτώμα, το ανέκαθεν πτώμα, στον τάφο. Είμαι αρκετά συγγραφέας, ώστε να το απολαύσω αυτό με όλες μου τις αισθήσεις, με πλήρη αυτό-λήθη (-όχι νηφαλιότητα, η αυτό-λήθη είναι η πρώτη προϋπόθεση του συγγραφέα-), ή που είναι το ίδιο πράγμα, να θελήσω να το διηγηθώ, αλλά αυτό δε θα γίνει» (Br 384 ff).

Αυτά τα διηγήθηκε ήδη στην «Δίκη». Ο συγγραφέας τού έργου αφήνει να φανεί, πως «την 
 προσοχή τήν επικεντρωμένη στον θάνατο» που εδώ και αιώνες υπάρχει στις διάφορες παραδόσεις, την αναφέρει μπρος στην νεκρική κλίνη τού ήρωά του. Η μονοετής διαδικασία που οδηγεί από την ζωή στον θάνατο, κατά την περίοδο της οποίας κυριαρχεί η ίδια πάντα εποχή, που ξεκινά το πρωί και τελειώνει το βράδυ, θα μπορούσε ίσως να αναγνωσθεί ως μια κιχωτική ώρα του θανάτου, όπου η χαμένη υπερβατική σημασία δεν είναι πια μια ιπποτική ιστορία, αλλά μια ιστορία τού πνεύματος. Το διήγημα «Ένα όνειρο» θα πρέπει να προσεχθεί. Σε αυτό περιγράφεται το όνειρο ενός θανάτου, τον οποίο επιγράφει το όραμα μιας «χρυσής» και θεϊκής γραφής. Το διήγημα είναι ο αντίποδας της «Δίκης» και διηγείται το όνειρο τού Kafka περί μιας γραφής, που δεν περιορίζει το πνεύμα, αλλά κυριολεκτικά υπόσχεται στον αποθνήσκοντα «μια πραγματική αναζωογόνηση» (Τ58).

Στην «Δίκη» όμως γίνεται αναφορά σε μια γραφή, η οποία περιγράφει τον πνευματικό κόσμο μόνο με «υπονοούμενα» και όχι σε σύγκριση προς τον αισθητό κόσμο. Η Kabbala ασχολήθηκε με την En-Sof, την αληθινά άπειρη ύπαρξη, ανέκαθεν χωρίς εικόνες και χωρίς αλληγορικούς περιορισμούς. Ο Hugo Bergmann, που από τα μαθητικά χρόνια ήταν φίλος του Kafka, δημοσίευσε το 1913 σε ένα συλλογικό τόμο με τον τίτλο «Περί Ιουδαϊσμού» μελέτες περί Kabbala που τονίζουν ιδιαίτερα την ανεικονική αυτή παράδοση. Ο φίλος Georg Langer, μαζί με τον οποίο ο Kafka επισκέφτηκε το 1915 ένα θαυματουργό ραββίνο (Τ348), δημοσίευσε στις αρχές τής δεκαετίας του 1920 το έργο του για τον ερωτισμό της Kabbala. Τα ημερολόγια όμως μαρτυρούν πως ο Kafka ήταν ήδη από το 1915 εξοικειωμένος τις ιδέες τού Langer. Ήδη οι αναφορές από το 1911 δείχνουν, πως η συνάντηση με τον ιουδαϊκό-ανατολικό-ευρωπαϊκό θίασο τού Jichzak Löwy τού ενέπνευσαν το ενδιαφέρον για τα καμπαλιστικά τελετουργικά (Τ154). Σε μια επιστολή προς την Felice το 1913, γράφει, υπονοώντας τον καμπαλιστικό οργανισμό Sefirot:

«Τι σε κρατάει, η θύμηση του Ιουδαϊσμού ή του Θεού; Αισθάνεσαι -που είναι και το πιο σημαντικό- αδιάκοπες σχέσεις μεταξύ σου και ενός καθησυχαστικά απόμακρου άπειρου ύψους ή βάθους; Όποιος το αισθάνεται αυτό δεν χρειάζεται να κυκλοφορεί σαν χαμένο σκυλί και να παρακαλεί, αλλά σιωπηλός, κοιτάζει γύρω του, δεν χρειάζεται να έχει την επιθυμία, να μπει στον τάφο, λες και είναι ένας ζεστός υπνόσακος ενώ η ζωή μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα…» (F289).

Η Kabbala είναι ένα από τα θέματα στα έργα τού Kafka. Το μυθιστόρημα εισάγει τις ιερές γραφές, ξεκινώντας από την Γένεσι, με μια αυστηρή λογική σειρά. Οι γραφές που καταπιάνονται με το άπειρο αλληγορικά, υφίστανται στη «Δίκη» για μια ακόμη φορά την ιστορική τους μοίρα: στο ατελιέ τού Titorelli καθίστανται καθαρές «εφευρέσεις». Η Kabbala όμως, τής οποίας η θεωρία περί γραφής δεν περιόριζε το άπειρο, αποκτά στο μυθιστόρημα ιδιαίτερη σημασία. Ο Gershom Scholem, ο οποίος θεωρούσε πως «για να κατανοήσει σήμερα κανείς την Kabbala, πρέπει να διαβάσει πρώτα τα έργα του Kafka, ιδιαιτέρως την "Δίκη
"», είπε επίσης, πως το έργο του Kafka θα μπορούσε να είχε πηγάσει και από «μια αιρετική Kabbala». Η ερμηνευτική τής Kabbala, η οποία θέλησε στον πεπερασμένο χαρακτήρα τών γραφών να ανασκευάσει ένα άπειρο πνεύμα, προσφέρθηκε για παράθεση τής παράδοσης μπρος στο εδώλιο τής λογοτεχνίας. Μπόρεσε να πληροφορήσει, ποιο ιδιαίτερα επίμονο πνεύμα κληρονομείται στις πεπερασμένες γραφές των ανθρώπων και τις καθιστά ιστορία του πνεύματος. Πολύ αργά, ανασκοπώντας το έργο της ζωής του, ο Kafka έδωσε μια σημαντική υπόδειξη, για το πώς είχε συλλάβει την παρουσίαση τής ιστορίας του πνεύματος στα γραπτά του. Η λογοτεχνία του, έτσι γράφει στο σημαντικό αυτό απόσπασμα, το οποίο χαρακτηρίζει μια γνωστικιστική διαδικασία (λογοτεχνικής) δημιουργίας, πως (η λογοτεχνία του) είναι «επίθεση εναντίον του τελευταίου γήινου ορίου». 

«…και θα μπορούσε, αν δεν έμπαινε στην μέση ο Σιωνισμός, να γίνει εύκολα μια νέα μυστική διδασκαλία, μια Kabbala. Ιδέες υπάρχουν. Θα χρειαστεί όμως μια ασύλληπτη μεγαλοφυία, που θα προωθήσει τις ρίζες της στους παλιούς αιώνες ή θα ξαναδημιουργήσει τους παλιούς αιώνες, και δεν εκφράζεται με όλα αυτά, αλλά τώρα μόλις αρχίζει να εκφράζεται» (Τα 405 f).

Η «Δίκη», που παραθέτει τα θεμελιώδη κείμενα τής μεταφυσικής παράδοσης, είναι σε θέση ταυτόχρονα να τα κατανοήσει διαφορερικά με την βοήθεια καμπαλισιτικών θεμελιωδών θέσεων. Η Kabbala, στην οποία η ιστορία τών «παλιών αιώνων» προσλαμβάνεται αρνητικά, ως διαρκής έλλειψη απόλυτου νοήματος, έδωσε στην «Δίκη» την δυνατότητα μιας δεύτερης και πιο περιεκτικής ιστορίας, για την εντελέχεια τής οποίας ο Kafka είχε σε ένα άλλο σημείο πει, πως είναι «μια αύξηση τής θανατικής δύναμης» (Η 90).


Τέλος κεφαλαίου.
Συνεχίζεται

ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΦΑΝΕΡΟ ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΤΗΣ SOLA SCRIPTURA, THΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ. Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: