Συνέχεια από: Τρίτη 10 Μαρτίου 2020
Ι. 4 Γραφή και
Νόμος γ
Παρόμοια προς το
τρίπτυχο τής Γενέσεως, το κείμενο τού Kafka παραθέτει την νέα αυτή Γραφή ως tableau vivant (είδος ζωγραφικού πίνακα μέ αναπαράσταση ανθρώπων σε φωτογραφία). Και εάν
οι κώδικες τής Γραφής διατάρασσαν εκεί το θεμέλιο μιάς αστικής βεβαιότητας,
τώρα διακόπτουν τόν στοχασμό μιάς μοντέρνας λογικής. Οι κώδικες αυτοί είναι «η
μυστική εξουσιοδότηση» εκείνης τής αποφασιστικής «ενόχλησης» (Ρ44), την οποία η
ομιλία τού Κ. σταματά πρόωρα. Η παρέμβαση αυτή παρωδεί μια πρακτική πού εφαρμόζεται στις συναγωγές, την περιγραφή τής οποίας ο Kafka βρήκε στον Pines41 (Ο Kafka είχε διαβάσει το έργο
τού Pines στις 24 Ιανουαρίου 1912,
«και μάλιστα με τέτοια επιμέλεια, βιασύνη και χαρά, που δεν είχα ποτέ
διαβάζοντας παρόμοια βιβλία). Εκεί
φανερώνεται το μέσο εξάσκησης εξουσίας:
«qui la pratique de la vie juive ait invente pour
le membres le plus humbles de la communaute qui demandent justice: empecher la
lecture de la Thora qui fait partie integrante du service religieux le samedi
et les jours de fetes»42.
Ο πιο ασφαλής
τρόπος να διακοπεί η ανάγνωση τής Τορά ήταν με φωνές και ουρλιαχτά43. Και
όταν η ανάγνωση είχε ολοκληρωθεί, όλες οι κρίσεις-αποφάνσεις, στις οποίες
έπρεπε να καταλήξει η κοινότητα, είχαν νομική ισχύ και ήταν επισφραγισμένες από
την ύψιστη πνευματική αυθεντία.
Το μυθιστόρημα
αντιστρέφει αυτή την πρακτική. Το «μέσο εξουσίας» το οποίο χειρίζεται, είναι η
αυθεντία της Γραφής, με την παράθεση τής οποίας θα έπρεπε να εμποδισθούν τα
«συμπεράσματα» (Ρ45) τού Κ., η διανοητική τελική κρίση-απόφανση. Ο Κ.
προσπάθησε κατά την σύλληψή του να προσδώσει στην από τον θάνατο απειλούμενη
ζωή του μια «συμφιλιωτική κατάληξη», ώστε να «μην είναι πια αναγκασμένος να σκέφτεται»
(Ρ17) τον αβυσσαλέο χαρακτήρα τής συνείδησης τής δικής του θνητότητας. Ο
στοχασμός αυτός όμως έγινε μυθικός, «με το δικό του χέρι» όπως λέει το Σοχάρ,
δεν ήταν επισφραγισμένος, και δεν είχε τεθεί σε νομική ισχύ από τους υπαλλήλους
τού δικαστηρίου. Του έδωσαν δέκα μέρες να σκεφτεί. Όχι με «ελεύθερη θέληση»
(Ρ47), αλλά «εξαιτίας» του, είναι «αναγκασμένος» να «αναμιχθεί» στα τού δικαστηρίου. Η καταδίκη του είναι πια δεδομένη την ημέρα εκείνη τής ανάκρισης.
Προτού όμως μπορέσει να βγάλει δημοσίως τα συμπεράσματά του «από την ανοησία
τής όλης υπόθεσης» (Ρ44), τον διακόπτει η Γραφή με την παράθεση εκείνου τού χωρίου, το οποίο διαβάζεται μετά την «πρώτη διερεύνηση» τής Γενέσεως: τήν
διαθήκη-σύνδεσμο τού κριτή με την νύφη του, τον Ισραήλ.
«Η ομιλία του Κ.
διακόπηκε από ένα ουρλιαχτό στο τέλος τής αίθουσας, αυτός σκίασε τα μάτια του
για να μπορέσει να δει, καθώς το θολό φως τής ημέρας προσέδιδε στους υδρατμούς
μια ασπράδα πού τύφλωνε. Ήταν η πλύστρα αυτή που φώναζε, την οποία ο Κ. είχε
αναγνωρίσει ως ουσιαστική ενόχληση, από την στιγμή που μπήκε. Αν έφταιγε αυτή ή όχι, δεν μπορούσε να
το δει κανείς. Ο Κ. είχε δει απλώς, πως κάποιος άνδρας την τράβηξε στήν γωνία
δίπλα στην πόρτα, και την κόλλησε πάνω στο σώμα του. Δεν ούρλιαζε όμως αυτή,
αλλά ο άνδρας, που είχε το στόμα ανοικτό και κοίταζε το ταβάνι». (στο ίδιο
σημείο)
Ο Κ. βλέπει τήν
«σοβαρότητα» και τήν λογική τών αποδεικτικών του συλλογισμών να κινδυνεύουν.
Προς έκπληξή του, κανείς από τους συμμετέχοντες δεν σκέφτεται να «επιβάλει τάξη
και να διώξει τουλάχιστον μερικούς από την αίθουσα». Μάλλον παρεμποδίζουν τον Κ.
να επέμβει: «γέροι άνδρες κρατούσαν το χέρι μπροστά, και κάποιο χέρι… τον
κρατούσε από τον γιακά». Πήδηξε τότε από την εξέδρα, που την θεωρούσε ως τόπο
της λογικής του:
«Ο Κ. δεν σκέφτηκε
το ζευγάρι, αυτός ένιωθε σαν να περιορίζεται η ελευθερία του, σαν να εννοούσαν
την σύλληψη στα σοβαρά…» (στο ίδιο σημείο).
Ο Κ. δεν
αντιλαμβάνεται πως στην Γένεσι προστέθηκε ένα νέο, «μη δημόσιο» κεφάλαιο. Η
Διαθήκη τού ύψιστου Κριτή με τους εκλεκτούς είναι εκείνη η δεύτερη και πιο
μυστική «σύλληψη», για την οποία ο Graetz είχε κάποτε παρατηρήσει, επιπλήττοντας τούς Καμπαλιστές, πως (η σύλληψη)
δεν αναπαρίσταται «σεμνά με ένα φιλί, αλλά απρεπώς με την εικόνα μιας
συνουσίας»44. Ένα σημείο τού Ταλμούδ, το οποίο ο φίλος τού Kafka, ο Georg Langer, είχε
χρησιμοποιήσει ως μότο τού έργου του «Ερωτισμός τής Καμπάλα»45,
αναφέρεται σε ένα μυστικό, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο με
«σκιασμένα» μάτια και μέσα στον «εκτυφλωτικό» ατμό:
«Ο ραββίνος Κατίνα
είχε πει: όταν οι Ισραηλίτες έρχονταν για τις τρεις μεγάλες γιορτές στον ναό
που ήταν στα Ιεροσόλυμα, άνοιγαν ενώπιόν τους την κουρτίνα (μπροστά από τα Άγια
των Αγίων), και τους έδειχναν τα Χερουβείμ, που ήταν αγκαλιασμένα, και τους
έλεγαν: κοιτάξτε, η αμοιβαία αγάπη, η δική σας και του Θεού, είναι σαν την
αγάπη τού άνδρα και τής γυναίκας. Ο Resch Lakisch είπε: όταν οι μη Ιουδαίοι κατέλαβαν τον ναό, είδαν τα στοργικά αγκαλιασμένα
Χερουβείμ. Τα έβγαλαν στην αγορά και είπαν: κοιτάξτε, ο Ισραήλ που η ευλογία
του είναι ευλογία, και η κατάρα του είναι κατάρα, ασχολείται με τέτοια
πράγματα;!Και τότε τούς ονείδισαν»46.
Τώρα για πρώτη
φορά ο Κ. αναγνωρίζει τά «παράσημα» τού δικαστηρίου. Αυτά αρκούν για να τού αφαιρέσουν, τώρα που βλέπει πως βρίσκεται ενώπιον εκλεκτών, κάθε «δημόσια»
δύναμη τής λογικής του επιχειρηματολογίας:
«Τώρα βρισκόταν
ενώπιος ενωπίω με το πλήθος. Είχε εκτιμήσει σωστά τους ανθρώπους; Μήπως όσο
μιλούσε προσποιούντο, και τώρα που έφτανε στο συμπέρασμα, είχαν χορτάσει το
θέατρο που έπαιζαν;… Κάτω από τις γενειάδες… και αυτή ήταν η πραγματική
ανακάλυψη του Κ.- άστραφταν στους γιακάδες παράσημα διαφορετικών μεγεθών και
χρωμάτων. Όλοι είχαν αυτά τα παράσημα, που φαίνονταν όσο έφτανε το μάτι. Όλοι
ανήκαν στην ίδια κοινότητα, τα φαινομενικά κόμματα δεξιά και αριστερά, και όταν
ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του, είδε το ίδιο παράσημο στον γιακά του
δικαστή-ανακριτή, που έχοντας τα χέρια του πάνω στα γόνατα του, έβλεπε ήρεμα
προς τα κάτω». (Ρ45)
Για τον Κ. όλα
αυτά τα παράσημα ήταν σημάδι μιας εκτεταμένης συνωμοσίας. Αλλά μόνο αυτά, και
καμιά λέξη τού «σιωπηλού ανακριτή», (Ρ42) τον διαφώτισαν ως προς την απάτη στην
οποία περιέπεσε. Την «ξαφνική επίγνωση» (στο ίδιο σημείο) δεν τού την πρόσφεραν
εκείνο το πρωινό τα λογικά του επιχειρήματα, αλλά τα παράσημα τού δικαστηρίου.
Χωρίς ο Κ. να το παρατηρήσει, μέσα σε αυτήν (την επίγνωση) επιστρέφει η μυθική
καταγωγή τού δικαστηρίου ως ένα εμπειρικό δεδομένο:
«“Έτσι“, αναφώνησε
ο Κ. και σήκωσε τα χέρια ψηλά, η ξαφνική επίγνωση ήθελε χώρο, „όλοι σας είστε
υπάλληλοι όπως βλέπω, είστε μια διεφθαρμένη συμμορία, εναντίον τής οποίας
μιλούσα, μαζευτήκατε εδώ ως ακροατές και περίεργοι, σχηματίσατε ψεύτικα
κόμματα, και το ένα χειροκροτούσε για να με δοκιμάσει, θέλατε να μάθετε πώς
παρασύρει κανείς αθώους! Όμως δεν ήρθατε άσκοπα εδώ, ελπίζω, είτε συζητήσατε το
ότι κάποιος περίμενε από εσάς την υπεράσπιση τής αθωότητας, είτε… μάθατε
πραγματικά κάτι. Σας εύχομαι τύχη στήν δουλειά σας“.»(στο ίδιο σημείο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου