Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Η γραφή ως παράδοση 17

Συνέχεια από: Tρίτη 3 Μαρτίου 2020


Η γραφή ως παράδοση 
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom

Ι. 4 Γραφή και Νόμος β

Για το «πράγμα» όμως, το οποίο διαδίδεται ως μυστικό μέσα στο σημάδι, δεν είχε προδώσει καμιά πληροφορία. Παραγνωρίζει πως τέτοια σημάδια, πίσω από τα οποία δικαίως υποψιάζεται «διαταγές», είναι το αντανακλαστικό μιας μυστικής «εξουσιοδότησης», την οποία αναγνώρισε στον δικαστή η «σύναξη». Δεν υποψιάζεται τίποτα για το πνευματικό μυστικό, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι  κώδικες. Γιατί μέσω της διανοητικής διαδικασίας χάνει εκείνο το «πλεονέκτημα» (Ρ45), το οποίο θα μπορούσε να τον διαφωτίσει για την ουσία των σημείων και της παράστασης αυτής της σύναξης: την ανάγνωση της Γραφής. Αν ο Κ. είχε υποταχθεί στα τελετουργικά του δικαστηρίου, θα είχε μάθει για «τα νομιμοποιητικά χαρτιά» του δικαστηρίου και για τον λόγο της σύλληψής του.
Γιατί εφόσον έπρεπε να δικαιολογηθεί ενώπιον της κοινότητας μιας συναγωγής υπό την επιταγή της «μέρας της συμφιλίωσης», θα είχε γίνει ανάγνωση από την Τορά (τα πρώτα πέντε βιβλία της Βίβλου, Πεντάτευχος). Μέσω της Τορά θα είχε παρουσιαστεί το πνεύμα και το πνευματικό μυστικό, εν ονόματι των οποίων το δικαστήριο γνωρίζει πως έχει την «εξουσιοδότηση»40. Και έτσι ο Κ. μοιράζεται με το δικαστήριο το πραγματικό «σημάδι βαθιάς ταπείνωσης», όταν ακριβώς παρεμποδίζει την ανάγνωση εκείνης της Γραφής, στην οποία μεταδίδεται όχι μόνο η πτώση, αλλά και η παλαιά διαθήκη του Κυρίου με τον εκλεκτό λαό Του. Με το που μπήκε ο Κ. στην αίθουσα, ο δικαστής έπιασε ένα μικρό βιβλίο με σχόλια, το μοναδικό αντικείμενο στο τραπέζι του(Ρ39):
«Είχε το σχήμα ενός σχολικού τετραδίου, παλιό, παραμορφωμένο από το πολύ φυλλομέτρημα. Λοιπόν, είπε ο δικαστής, φυλλομέτρησε το τετράδιο και στράφηκε με τον τόνο που σήμαινε κάποια διαπίστωση προς τον Κ. «Είστε ελαιοχρωματιστής;». (στο ίδιο σημείο)
Το τετράδιο, η κωδικοποιημένη Γένεσις, δεν διακρίνει μεταξύ ανθρώπων. Ο Κ. βλέπει εκεί μέσα εκ νέου την επιβεβαίωση της «προχειρότητας» (Ρ39) ενός δικαστικού συστήματος, ενώπιον του κατηγορητηρίου του οποίου δεν μπορεί να απολογηθεί κανείς προσωπικά. Ο δικαστής φαίνεται πως αισθάνεται «άμεσα χτυπημένος» από την «οξεία» (Ρ40) προσφώνηση του Κ.:
«Μέχρι τώρα άκουγε όρθιος, γιατί η προσφώνηση του Κ. τον είχε ξαφνιάσει, ενώ είχε σηκωθεί για να πάει προς την στοά. Τώρα στο διάλειμμα, κάθισε σιγά σιγά, σαν να ήθελε να μην το προσέξουν πως πάει να καθίσει. Ίσως για να ηρεμίσει η όψη του, πήρε πάλι το τετράδιο». (στο ίδιο σημείο)
Ο Κ. παραγνωρίζει την στάση προσευχής. Τώρα αρχίζει την αποφασιστική «ταπείνωση του δικαστή»:
«“Τίποτα δεν βοηθά“, συνέχισε ο Κ, „ακόμα και το τετράδιο σας επιβεβαιώνει αυτό που λέω“. Ευχαριστημένος με το να ακούει μόνο τα δικά του λόγια στην ξένη σύναξη, ο Κ. τόλμησε να πάρει το τετράδιο από τα χέρια του δικαστή, και να το σηκώσει, κρατώντας με τα άκρα των δακτύλων του μια σελίδα από την μέση, με τρόπο ώστε να φαίνονται και από τις δυο πλευρές οι γραμμένες, λερωμένες, κιτρινισμένες σελίδες». (στο ίδιο σημείο)
Η χειρονομία αυτή απλώς παραμορφώνει την θρησκευτική ντροπή ενώπιον του ιερού βιβλίου:
«“Αυτά είναι τα έγγραφα του δικαστή“, είπε και άφησε το τετράδιο να πέσει στο τραπέζι. „Συνεχίστε ήσυχα να διαβάζετε κύριε δικαστά, πραγματικά δεν φοβάμαι αυτό το σχολικό βιβλίο, παρόλο που μου είναι απροσπέλαστο, καθώς μπορώ να το πιάσω με δυο δάκτυλα, και δε θα το έπαιρνα στο χέρι μου“. Μόνο ως σημάδι μιας βαθιάς ταπείνωσης θα μπορούσε να είναι αυτή η χειρονομία, ή τουλάχιστο θα έπρεπε να κατανοηθεί, πως ο δικαστής πήγε να πιάσει το τετράδιο που έπεσε στο τραπέζι, ώστε να το βάλει σε κάποια τάξη, με σκοπό να διαβάσει πάλι από αυτό». (στο ίδιο σημείο)
Το «βιβλίο της ενοχής», ο τίτλος που έδωσε ο Κ. στην Γένεσι, τού είναι πράγματι «απροσπέλαστο». Δεν γνωρίζει τίποτε από αυτά που είναι γραμμένα εκεί. Και πράγματι: το «σημάδι της ταπείνωσης» το οποίο θεωρεί πως συλλαμβάνει, είναι αμφίσημο. Η πρόταση επιτρέπει να κατανοήσουμε την χειρονομία του δικαστή ως σημάδι ταπείνωσης ενώπιον του ιερού «βιβλίου της ενοχής»- μια κίνηση που διατηρείται ανέγγιχτη τόσο από την επέμβαση του Josef K., όσο και από την. στην «ακινησία» βυθισμένη,  σύναξη (στο ίδιο σημείο). Γιατί ενώ ο Κ. εκφωνεί την ορθολογική του αναιρετική ομιλία, το μυθιστόρημα συνεχίζει την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Δεν επιτρέπει να οδηγηθεί στην αταξία. Το απόσπασμα δεν αναφέρεται τόσο έντονα στην θρησκευτική υποχρέωση, που προβλέπει την ημέρα της συμφιλίωσης να διαβάζονται κείμενα από την Τορά, αλλά (αναφέρεται μάλλον) στην πνευματικο-ιστορική ακρίβεια με την οποία η Γραφή οφείλει να ελεγχθεί από την κοσμική λογική: όχι μόνο στην ιστορία του Κ., αλλά και στην ιστορία του πνεύματος, η «πρώτη διερεύνηση» τής Γενέσεως έλαβε χώρα στην συναγωγή-και (η διερεύνηση αυτή) επέφερε καινούργιες γραφές.

Συνεχίζεται

ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑΧΟΥΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΤΟ ΝΟΗΜΑΤΗΣ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΑ. ΑΣ ΤΟ ΞΑΝΑΘΥΜΗΘΟΥΜΕ.

Η γραφή ως παράδοση 3


Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει την μυθική της κληρονομιά, η λογική εμφανίζεται ενίοτε ως προάγγελος θανάτου. Ο Δον Κιχώτης, που ζούσε ως τρελός για τα μάτια του κόσμου, έγινε λογικός στον θάνατο. Η αναγνώριση τού μεγάλου του σφάλματος, θρηνούσε ο ασθενής, δεν μπορεί πια να διορθώσει την ζωή του, αλλά δεν θέλει να το επαναλάβει κατά τον θάνατο του. Οι παρόντες άκουγαν παραξενεμένοι, «και θεώρησαν ως σημάδι του θανάτου που πλησίαζε, το ότι μεταμορφώθηκε αστραπιαία από τρελό σε ένα λογικό άνθρωπο»1.
Την τελευταία λέξη σε αυτή την ζωή την είπε η λογική, και μίλησε κατά της ζωής. Εδώ δίνεται «μαρτυρία μιας γενικής απογοήτευσης και διαφωτισμός» για την «παράνοια» μιας ζωής, όπως παρατηρεί ο Nietzsche2, ο οποίος παρομοίασε τον «τον φτωχό, ετοιμοθάνατο Δον Κιχώτη» με τον από τον Θεό εγκαταλελειμμένο Χριστό πάνω στον σταυρό. Ο Δον Κιχώτης όμως, παρά την κρίση του περί τής παράνοιας της ζωής, ήταν πεπεισμένος για την μεσσιανική εγγύηση, βάσει της οποίας, η τραυματική διαπίστωση τών τής απάτης ολόκληρης τής ενθάδε ζωής επιβραβεύεται στο επέκεινα με την αληθινή γνώση.
Το ότι ακριβώς η λογική τον διαφώτισε περί του αναπόφευκτου χαρακτήρα του θανάτου και την σχετικότητα της ζωής, δεν είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της (λογικής). Επειδή η λογική τον καταβάλλει σαν μια θεϊκή έμπνευση: στο τέλος τής ζωής του, το παλιό, φαινομενικά «τρελό» σχέδιο της ζωής τού Δον Κιχώτη δεν παραδίδεται στην απελπισία, αλλά χωρίς κάποια διακοπή, στο χριστιανικό σχέδιο της «σωτηρίας της ψυχής». Άπειρη και κυριολεκτικά προεκτεινόμενη στην ελπιζόμενη αιωνιότητα, η μεταφυσική ταυτολογία του Δον Κιχώτη είναι η προσωποποίηση της ανωτερότητας του πνεύματος έναντι του πραγματικού κόσμου. Καμιά εμπειρία, ούτε αυτή του θανάτου, δεν μπορούσε να χαλάσει την τρομερή αυτοπεποίθηση αυτής της ύπαρξης.
Ο Kafka, εντυπωσιασμένος από την δυνατότητα αυτής της ύπαρξης η οποία υφίσταται μόνο στο πνεύμα, κατονόμασε σε ένα σχεδιάσμα το κεντρικό σημείο αυτού του πράγματος, από την οπτική γωνία του επερχόμενου αιώνος:
«Μια από τις σημαντικότερες δονκιχωτικές πράξεις, πιο επείγουσα από την μάχη με τους μύλους, είναι: η αυτοκτονία. Ο νεκρός Δον Κιχώτης θέλει να σκοτώσει τον νεκρό Δον Κιχώτη. Για να σκοτώσει, χρειάζεται ένα ζωντανό σημείο (του σώματος), αυτό το ψάχνει με τό σπαθί του, ασταμάτητα και μάταια. Μέσα σε αυτή την ενασχόληση, κυλούν οι δυο νεκροί, σαν αξεδιάλυτη και ολοζώντανη κωλοτούμπα δια μέσου των εποχών».
Μήπως λοιπόν η μορφή αυτή προσελκύει περισσότερο με μια ψευδαίσθηση θανάτου και λιγότερο με την παροιμιώδη ψευδαίσθηση της ζωής της («πάλη με τον μύλο»); Τόσο βίαια όσο και καταναγκαστικά, η διαφωτισμένη διανόηση επικεντρώνεται ανέκαθεν στα στίγματα του θανάτου-αυτά του επερχόμενου , όχι του υπερβαθέντος θανάτου. Καθώς μόνο αυτά, και όχι κάποια εμπειρία, αποδεικνύουν αναγκαστικά, πως ο κάθε ένας χωρίς εξαίρεση υπόκειται στον θάνατο, η λογική τους (των στιγμάτων) αποκαλύπτει την ζωή της απορίας (Aporie): την απελπισία. Μια τέτοια επιβάρυνση, δια της επικαιρότητας εκείνου που ακόμα δεν είναι, και που αδιάκοπα πιέζει με την εναλλακτική τής πραγματοποίησης δια της αυτοκτονίας, ο Kierkegaard προσπάθησε να απορρίψει δια του «άλματος μέσα στην πίστη», όταν αποκάλυψε τον χαρακτήρα του αυτοκτονικού συλλογισμού: «Ο θάνατος τής απελπισίας μετατρέπεται διαρκώς σε κάποια ζωή. Ο απελπισμένος δεν μπορεί να πεθάνει, ‘όσο και το στιλέτο μπορεί να σκοτώσει σκέψεις’, τόσο μπορεί και η απελπισία να καταφάει το αιώνιο, τον εαυτό, που βρίσκεται στην βάση τής απελπισίας, το σκουλήκι τής οποίας δεν πεθαίνει και η φωτιά τής οποίας δεν σβήνει»3. Η πρόταση αναφέρεται στις μυθικές μορφές του Σίσυφου και του Τάνταλου, και στον Δον Κιχώτη, σύμφωνα με την απόδοση του Kafka. Ο Kafka όμως δεν εννοεί μόνο την ματαιότητά τους. Το όπλο που δεν μπορεί να σκοτώσει τις σκέψεις, έγινε για το ίδιο σκέψη, η οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του εαυτού της, καθώς δεν έχει κανένα «ζωντανό σημείο», και καμιά πεπερασμένη διάσταση.
Το «σημαντικότερο» και ταυτόχρονα παραπλανητικό σημείο αυτής τής σκέψης βρίσκεται σε ένα ελάχιστο τονισμό τού ιστορικό-πνευματικού ευρήματος. Και αν ο παραδοσιακός στοχασμός είχε ως περιοριστική συνθήκη, το ότι ο στοχασμός περί θανάτου παρακάμπτει την ίδια του την προϋπόθεση, δηλαδή την πραγματική ζωή, καθώς μόνο όποιος ζει μπορεί να στοχάζεται τον θάνατο, στο παράδειγμα του Δον Κιχώτη δείχθηκε πως στην πραγματικότητα ο στοχασμός αυτός παρακάμπτει τον θάνατοσε μια επίσης «ασταμάτητη» και «μάταιη» προσπάθεια, να βρεθεί ένα τέλος, συνεχίζεται ιστορικά, «δια μέσου των εποχών», μια ακατάλυτη ζωή. Η ιστορική μαρτυρία μιας τρόπον τινά μετά-φυσικής ζωής αποχαιρετά τις μεγάλες και σκοτεινές μεταφορές του στοχασμού περί του θανάτου. Συγκρινόμενη προς το salto mortale4 του Kierkegaard θυμίζει μάλλον το salto vitale της δονκιχωτικής ύπαρξης, ως προς την απελπισία της αυτοκτονίας την αδιάκοπη «ενασχόληση» με το «ζωντανό σημείο», και συγκρινόμενη ως προς την δια βίου αγωνία θυμίζει εκέινη την «κωλοτούμπα» (Purzelbaum: ετυμολογικά σημαίνει πτώση και ανόρθωση), όπου ακόμα και ετυμολογικά, η μοναδικότητα της πτώσης και ανόρθωσης εναντιώνεται στην μεταφορά μιας αδιάκοπης επανάληψης.

Δον Κιχώτης, Αβραάμ, Ιησούς, είναι διάσημες σκεπτόμενες μορφές στο έργο του KafkaΕπειδή ο «παροδικός κόσμος» δεν αρκούσε για την «πρόνοια» τους, αποφάσισαν όλοι, να «μεταναστεύσουν στην αιωνιότητα» (H92). Αποτελούν μορφές υπέρβασης για ένα σχεδόν φανερό προσωπικό ενδιαφέρον τού Kafka, κάτω από την αντίληψη του οποίου αρχίζουν να μεταμορφώνονται με παράξενο τρόπο.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

''...η Inge Birgitte Siegumfeldt, καθηγήτρια λογοτεχνικής θεωρίας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στην εργασία της με τίτλο, “Bloom, Derrida,and the Kabbalah: the Invocation of Ancestral Voices”, γράφει: «Οι ακρογωνιαίοι λίθοι του δυτικού πολιτισμού μας χυτεύθηκαν σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού. Μέχρι τον 20ο αιώνα, ο πρώτος προήδρευε, ο δεύτερος είχε μειωθεί σε ένα υπόγειο ρεύμα. Η παρούσα αποδόμηση της φιλοσοφίας και της λογοτεχνικής θεωρίας, ωστόσο, είναι πιθανώς ενδεικτική της ανατροπής των ρόλων. Μία υποκατάσταση των ελληνο-χριστιανικών αξιών από την εβραϊκή-καμπαλιστική θεώρηση. Μεταξύ των κριτικών της σχολής του Yale, μόνον ο Harold Bloom αναγνωρίζει την επιρροή των Εβραίων προγόνων του. Στη θεωρία του Derrida, ωστόσο, υπάρχουν αρκετές τάσεις που φαίνονται να αντηχούν τη σοφία των αρχαίων Καμπαλιστών''. http://theodotus.blogspot.com/2019/09/blog-post_25.html