Συνέχεια από: Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020
Η γραφή ως παράδοση
Η αποδόμηση του λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Ι. 4 Γραφή και
Νόμος α
Την Κυριακή
λαμβάνει χώρα η πρώτη ανάκριση. Δέκα μέρες μετά την σύλληψη (Ρ41) αυτή είναι η
προσφορά για να «συμφιλιωθεί» με το δικαστήριο. Ο Κ. δεν καθιστά την δικαστική
«υποχρέωση» «δική του υπόθεση» (Ρ32): στον μεγάλο «λόγο που απευθύνει», η
προγραμματισμένη ανάκριση καταλήγει να είναι δίκη τής λογικής ενάντια στην
«ανοησία» τής «μεγάλης οργάνωσης» (Ρ43). Ελπίζει πως θα μπορέσει να «κερδίσει»
(Ρ38) τους θεατές για τα λογικά του επιχειρήματα. Αντί να υποστεί την ανάκριση,
απαιτεί μια «δημόσια συζήτηση μιάς δημόσιας παρεξήγησης» (Ρ41): την κριτική
ενός δικαστικού συστήματος το οποίο «έχει απωλέσει την ηθική του». Μέσω όμως
της μεγάλης αναίρεσης τού «υποτιθέμενου» δικαστηρίου (Ρ43), το οποίο
«συλλαμβάνει αθώους» και διεξάγει εναντίον τους «μια ανόητη και συνήθως
…αναποτελεσματική διαδικασία» (Ρ44), ξεχνά τήν αρχική του απόφαση, κατά την
διάρκεια τής ανάκρισης «να προσέχει περισσότερο παρά να μιλάει» (Ρ38).
Του διαφεύγει
έτσι, μπροστά σε ποιο κοινό δυσφημεί τον «ανώτατο δικαστή» (Ρ44) και μια
«αναπόφευκτη συνοδεία από υπηρέτες, γραφείς, αστυφύλακες και άλλους
βοηθητικούς, ίσως και δημίους». Γιατί η «σύναξη» στην οποία «μπήκε», είναι αναμφίβολα μια ιουδαϊκή
κοινότητα, και η αίθουσα τού δικαστηρίου έχει την δομή μιας συναγωγής37.
Η περίεργη τοποθεσία τού δικαστηρίου, στην κακόφημη περιοχή των προαστίων
(Ρ34), η ατμόσφαιρα που είναι «μισοσκόταδο, ατμός και σκόνη» (Ρ38) στην αίθουσα
συνεδριάσεων, μαρτυρούν απλώς την «χείριστη διαφθορά» (Ρ44) τής οργάνωσης αυτής.
Οι δυο άνδρες που κατά την είσοδο του Κ. περιστοιχίζουν την πόρτα-«ο ένας έκανε
και με τα δυο απλωμένα χέρια, την κίνηση μετρήματος χρημάτων, ο άλλος τον
κοίταζε αυστηρά στα μάτια» (Ρ37)-θυμίζουν την ημέρα της διασποράς, όταν όπως
γράφει ο Fromer, το «μεγάλο δικαστήριο» έπρεπε να μεταφερθεί από τον ναό στις «αίθουσες
εμπορίου»38. Για όσο διαρκεί η διασπορά, που είναι το όνομα για τον
χωρισμό από τον ανώτατο κριτή, η διαπραγμάτευση περί πνευματικών νόμων μπορεί
να γίνει μόνο μέσα σε «νεφελώδη καταχνιά» (Ρ43) και «θολό φως της ημέρας»
(Ρ44). Ακόμα και η μη σοβαρή στάση τού πλήθους, το «εγκάρδιο γέλιο» (Ρ39) του
οποίου ενθάρρυνε αρχικά τον Κ. στην ομιλία του, δεν επιτρέπει, πράγμα που ο Κ.
τώρα κάνει, να «γελάσει» κανείς για την «ίδια την σύλληψη» (Ρ41). Το κοινό που
από την πλευρά του εκτελεί το δικαστικό «επάγγελμα» (Ρ45), δεν αποδέχεται τα
«συμπεράσματα» του Κ.- την διάψευση τού δικαστηρίου- και θα συζητήσει την
εμφάνιση του κατηγορουμένου «πιθανόν με τον τρόπο των φοιτητών» (στο ίδιο
σημείο). Για άλλο λόγο απ’ αυτόν που
πιστεύει ο Κ., το ίδιο πράγμα είναι μια «παραμόρφωση». Μετά την εκδίωξη, «το
οίκημα του συλλόγου» χρησίμευε αναγκαστικά και ως «διδασκαλείο και ως δικαστικό
οίκημα»39. Το ότι κατέχει απλώς ελάχιστα σύμβολα της θεϊκής
αποστολής, είναι πάλι έκφραση εκείνης της μεταφυσικής αναγκαιότητας, η οποία
έπρεπε να συμβιβαστεί κατά την διάρκεια της διασποράς με την ιδέα της απουσίας
ή αποστροφής του ύψιστου κριτή.
Αυτή την «δυσχερή
κατάσταση» θέλει να «δημοσιοποιήσει» ο Κ.. Η προφανής δυσκολία του δικαστηρίου,
το οποίο δεν ξέρει να δικαιολογήσει τις «εκφράσεις» του (Ρ43), και στην ερώτηση
για τον λόγο της σύλληψης του δεν μπορεί να απαντήσει «στην ουσία τίποτα»
(Ρ42), αναιρεί την αυθεντία την οποία νομίζει πως υπηρετεί. Θα ήταν έτσι μια
αυθεντία της «ανοησίας»:
«Πως θα μπορούσε
να αποφευχθεί η χείριστη διαφθορά των υπαλλήλων μέσα σε όλη αυτή την ανοησία;
Είναι αδύνατο, ούτε ο ύψιστος κριτής θα ήταν σε θέση να τα καταφέρει.» (Ρ44)
Ο δικαστής αυτός
δεν μπορεί να είναι δίκαιος. Ο Κ. μιλά ως απόγονος του Ιώβ, πιστεύει όμως, πως
έχει ήδη ξεπεράσει την «επίθεση» (Ρ42) η οποία σκοπό είχε να «προκαλέσει ζημιά»
στην «δημόσια αξιοπρέπεια του». Η «αναπαράσταση τής πιο ανόητης υπερηφάνειας», όπως
δηλαδή του παρουσιάστηκε το άδικο δικαστήριο, του δημιούργησε «μόνο άβολες
καταστάσεις και περιορισμένης διάρκειας προβλήματα», καθώς πιστεύει πως τους
κατάλαβε, ότι είναι ότι πιο ανόητο.
Ξεγελιέται, όπως
επίσης ξεγελιέται για τους ακροατές του. Γιατί εφόσον οι «εκφράσεις» του
δικαστηρίου αναφέρονται σε ένα αυθεντικά αόρατο δεδομένο-και το «δεδομένο» της
σύλληψης δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, όπως και η ύπαρξη του
δικαστηρίου-τότε αυτό που ο Κ. αποκαλύπτει «δημόσια» ως ανοησία διαφεύγει στην
περιοχή του μυστικού, και αποκλείεται από την λογική. Ο Κ. στην ουσία βιώνει
την ίδια έλλειψη «πνευματικής παρουσίας» (προσοχής) (Ρ19), για την οποία
(έλλειψη) είχε κατηγορήσει τον εαυτό του το πρωί της σύλληψης του, γιατί «δεν
είχε προσέξει πως οι φύλακες είχαν φύγει». Το ότι τώρα βρίσκεται ανάμεσα σε
υπαλλήλους του δικαστηρίου, δεν μπορεί να το συμπεράνει από την συμπεριφορά
τους, αλλά μόνο από «τα μυστικά σημάδια», η σημασία των οποίων του διαφεύγει.
Ένα «σημάδι» (Ρ42) του δικαστή ξυπνά μέσα του για πρώτη φορά την υποψία, πως
μεταξύ των θεατών βρίσκονται μερικοί, οι οποίοι «κατευθύνονται από πάνω» (στην
ίδια σελίδα). Ο Κ. πιστεύει πως θα εκμηδενίσει την σημασία του σημαδιού, εάν το
προδώσει «δημόσια»:
«Όταν ο Κ.
διέκοψε μόνος του λόγο του, και κοίταξε τον σιωπηλό δικαστή, πίστεψε πως
πρόσεξε, πως αυτός με ένα του βλέμμα έδωσε σημάδι σε κάποιον μέσα στο πλήθος. Ο
Κ. χαμογέλασε και είπε: Μόλις τώρα, δίπλα μου, ο κύριος δικαστής δίνει σε
κάποιον από σας ένα μυστικό σημάδι. Υπάρχουν ανάμεσα σας άνθρωποι που κατευθύνονται
από εδώ πάνω. Δεν ξέρω αν το σημάδι θα πρέπει να προκαλέσει σφύριγμα ή
χειροκρότημα, και παραιτούμαι συνειδητά από το να μάθω την σημασία του
σημαδιού, προδίδοντας το πράγμα πριν συμβεί. Μου είναι εντελώς αδιάφορο, και
δίνω δημόσια το δικαίωμα στον κύριο δικαστή, να διατάξει τους πληρωμένους του
υπαλλήλους εκεί κάτω, όχι με μυστικά σημάδια, αλλά με το να πεί ξεκάθαρα: „Τώρα
σφυρίξτε! “ και την επόμενη φορά „Χειροκροτήστε:!“». (στην ίδια σελίδα)
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου