Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ (7)

Συνέχεια από Σάββατο, 16 Μαΐου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ 
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ-ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.

Η Ασιατική παράδοση: Ειρηναίος.
         
Η Ασιατική παράδοση στηρίζει μία ερμηνεία τής Γεν. 1,26 και 2,7 σαν δύο διαφορετικές εκδοχές τής μοναδικής δημιουργίας τού ανθρώπου. Ο Ιουστίνος μιλά για την δημιουργία ενός μοναδικού ανθρώπου και δέν εντοπίζει κάποια διαφορά ανάμεσα στα δύο ρήματα "κάνω" και "πλάθω". Εξίσου και ο Επίσκοπος τής Λυών. Ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος ο Ποιηθείς είναι ίδιος με τον Πλασθέντα! Τα δύο χωρία τής Γεν. χρησιμοποιούνται εναλλακτικώς και γι'αυτό ο Ειρηναίος προτιμά το πλάσιμο. Ο αληθινός άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος επλάσθη από την γή, σύμφωνα με την εικόνα του και την ομοίωση!
          Για τους πρώτους Χριστιανούς θεολόγους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, μέχρι τού σημείου να θεωρείται αυτή η δραστηριότης η πιό χαρακτηριστική τού Θεού στον άνθρωπο. Η εικόνα τού Θεού φαίνεται να συνδέεται με το σώμα, με το πλάσμα!
          Για τον Επίσκοπο τής Λυών ο άνθρωπος συνίσταται κατ'αρχάς από πλάσμα, την ύλη της γής, την ύλη ή την σάρκα η οποία εμορφοποιήθη από τον Θεό κατ'εικόνα Του και ομοίωση. Σ'αυτή Αυτός εμφύσησε την ψυχή η οποία τον καθιστά άνθρωπο ζώντα και σε ένα τρίτο χρόνο η κοινωνία στο Πνεύμα τον καθιστά άνθρωπο πνευματικό!
          Ο άνθρωπος είναι ουσιωδώς σωματικός: "Τα έργα τού Θεού είναι η πλάση τού ανθρώπου". Σ'αυτή την πράξη φανερώνεται το μεγαλείο τού Θεού, ακόμη περισσότερο από την δημιουργία τού κόσμου ή τών αγγέλων. Ο άνθρωπος είναι οπωσδήποτε κτιστός, ενώ ο Θεός είναι άκτιστος και επομένως τέλειος - αλλά ο πλασθείς άνθρωπος, ατελής, κατ'αρχάς θα φθάσει μία μέρα να είναι θεϊκώς τέλειος προοδεύοντας στον χρόνο τής σωτηρίας!
          Σ'αυτό το όραμα τού ανθρώπου ο Ειρηναίος συγχωνεύει την πιό λαϊκή φιλοσοφική εννοιολόγηση τού ανθρώπου σαν αποτελούμενου εκ ψυχής και σώματος. Αυτή όμως η φιλοσοφική έννοια αφήνει κατά μέρος την Θεία οικονομία για τον άνθρωπο ή οποία συνεπάγεται όχι μόνον την ανθρωπολογία και την κοσμολογία αλλά και την σωτηριολογία και την Τριάδα. Επομένως ο φιλοσοφικός ορισμός, αποδεκτός καθ'αυτός είναι πολύ λίγο χρήσιμος στον Ειρηναίο στον στοχασμό πάνω στην πραγματική τάξη τής πραγματικότητος.
          Στην σκέψη τού Ειρηναίου ο άνθρωπος είναι σε μία διαφορετική θέση από τα υπόλοιπα κτιστά όντα! Τα άλλα δημιουργήματα είναι άδοξα υποτελή στον νόμο της φύσης τους, σύμφωνα με την τάξη τους και το είδος τους. Γι'αυτό δέν έχουν ούτε μία ιστορία ούτε μία μοίρα μιας μελλοντικής τελειότητος. Ούτε κάν οι άγγελοι, όντα πνευματικά και ελεύθερα, ξεφεύγουν σ'αυτόν τον νόμο τού είδους! Δέν κερδίζουν ούτε χάνουν και δέν αλλάζουν στην ύπαρξή τους διότι το τέλος που τους έχει σημειωθεί δέν το απαιτεί.
          Ο Ειρηναίος οπωσδήποτε θεωρεί τον άνθρωπο σαν ένα όν λογικό και ελεύθερο, αλλά ενσωματώνει αυτά τα δεδομένα στην έννοια τού ανθρώπου ζωήν έχοντος, ενώ ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο τέλειος, είναι μόνον ο πνευματικός ή Θείος άνθρωπος προορισμένος στην κοινωνία τού πνεύματος.
        
Η Αλεξανδρινή παράδοση!

Στην Θεολογία τού Ωριγένη, ο οποίος δέν ξεχνά τις Γραφές βεβαίως στην αντιμετώπιση τού προβλήματος, βρίσκουμε πολλά φιλοσοφικά στοιχεία, ιδιαιτέρως μεσαιοπλατωνικά, ίσως λόγω τής επιρροής τού Αμμώνιου Σακκά, τού δασκάλου τού Πλωτίνου.
          Γι'αυτούς τούς λόγους η δυαλιστική ερμηνεία τής Γενέσεως τού ανθρώπου με την σφραγίδα τού Φίλωνος αποτέλεσε μεγάλο μέρος τής ανθρωπολογίας τού Ωριγένη, τα οποία στοιχεία δέθηκαν με στοιχεία τού Παύλου! Για τον αλεξανδρινό Θεολόγο η Imago Dei αναφέρεται στην δημιουργία τού Νού ή στον λογικό άνθρωπο, όπου εντυπώνονται οι μορφές τού Υιού και τού Πνεύματος! (Ομιλίες στην Γένεση Ι, 13-15).
Το ζεύγος ιδανικός άνθρωπος-σωματικός άνθρωπος γίνεται έτσι εσωτερικός άνθρωπος-εξωτερικός άνθρωπος. Ο Αλεξανδρινός Θεολόγος αποδίδει τα πλατωνικά χαρακτηριστικά τού Νού και εκείνα τού Παύλου τού πνευματικού ανθρώπου στον πρώτο, ενώ στον δεύτερο μένουν τα χαρακτηριστικά τού πλατωνικού αισθησιακού ανθρώπου και του γήϊνου ανθρώπου, του παλαιού ανθρώπου τού Παύλου!
          Αυτή η ερμηνεία όμως ενέχει δύο σοβαρές συνέπειες, αναφορικά με την έννοια τής σωτηρίας τού ανθρώπου την οποία καθοδηγεί. Η σύμπτωση τού ανθρώπου τής Γεν. 1,26 με τον εσωτερικό άνθρωπο τής 2 Κορ. 4,16 -αόρατο, ασώματο, άφθαρτο, αθάνατο και Θείο- ανοίγει τον δρόμο σε μία εννοιολόγηση τής Χριστιανικής σωτηρίας αποδεσμευμένης από την αισθητή δημιουργία και από την σάρκα. Εάν στην συνέχεια ο εξωτερικός άνθρωπος του Παύλου είναι εκείνος που επλάσθη στην Γέν. 2,7 τότε η παρουσία του στον κόσμο είναι το αποτέλεσμα μίας πτώσεως από τον πνευματικό και νοητό κόσμο. Μ'αυτόν τον τρόπο ενσάρκωση και ανάσταση τής σάρκας κινδυνεύουν να αδειάσουν από την πληρότητα τής σημασίας τους!

          Οι διαφορές ανάμεσα στις ερμηνευτικές γραμμές τού Ωριγένη και εκείνες τού Ειρηναίου είναι ξεκάθαρες. Για τους αλεξανδρινούς, ο άνθρωπος factus (ποιηθείς) έπρεπε να είναι ξεχωριστός νούς, άγγελος, νόηση, ενώ για τους ασιάτες αυτό δέν είναι δυνατόν: ο Θεός δέν θέλησε να κάνει τους αγγέλους κατ'εικόνα Του και ομοίωση, αλλά μόνον τον άνθρωπο!
          Ο Ειρηναίος τονίζει την μοναδική αξιοπρέπεια τού ανθρώπινου σώματος, πλασθέν από τα "χέρια του Θεού", σαν αρχή μίας Θείας οικονομίας, στην οποία θα μπορούσαν να αναγνωρισθούν μαζί η δύναμις, η υπομονή και η αγάπη τού Θεού. Είναι ο άνθρωπος ο πλασμένος στην υλικότητά του, ο οποίος μπορεί να αφομοιωθεί καλύτερα στις Θείες τελειότητες και μπορεί να μαρτυρήσει καλύτερα το μεγαλείο τού Θεού!
          Δέν μπορούμε επιπλέον να ξεχάσουμε ότι η διαφορά τοποθετήσεως την οποία μόλις σημειώσαμε αντικατοπτρίζεται επίσης και στην αξία που αποδίδουν οι δύο σχολές στην ιστορία τής σωτηρίας. Ένας κόσμος πνευματικών ανθρώπων -δηλαδή καθαρών νόων- όπως τού Ωριγένη ή και τού Ιλλάριου κατανοούνται, δέν θα προκαλούσε την αρχή τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ο Ειρηναίος αντιθέτως επιμένοντας στην πλάση τού Αδάμ δικαιολογεί τήν ιστορία στον χρόνο: επεξεργαζόμενος την πρώτη μεγάλη Θεολογία του Καιρού. Ενώ για τον Αλεξανδρινό η οικονομία είναι σχεδόν μία αθέλητη συνέπεια, αποτέλεσμα τής πτώσεως τού ανθρώπου στην ύλη, ο Ασιάτης βλέπει την δημιουργία τού Αδάμ από την ύλη σαν τεντωμένη (αποβλέπουσα) από την αρχή στο μέλλον, πρός τον Χριστό ο οποίος είναι ο αληθινός Αδάμ. Σ'αυτό το πέρασμα από τον πρώτο γήϊνο Αδάμ πρός τον δεύτερο πνευματικό Αδάμ, εννοημένο σαν μία πορεία πρός την Θέωση τού πλάσματος είναι δυνατόν να κατανοηθεί το νόημα τής ιστορίας. Η ιστορία τής σωτηρίας αρχίζει από τον ποιηθέντα άνθρωπο, τον ατελή ακόμη, ο οποίος τείνει στην τελική του τελειότητα σαν πνευματικού ανθρώπου. Ακριβέστερα η σάρκα του αναστημένου Χριστού, μεταμορφωμένη από το πνεύμα, φανερώνει και αντικατοπτρίζει την Θεία δόξα. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο τής ιστορίας τής σωτηρίας. Ο Χρόνος εδόθη στον ατελή άνθρωπο σαν ευκαιρία για να παιδευθεί και να μορφωθεί, καθώς μέσω τής εμπειρίας γίνεται λογικός. Αυτή η πρόοδος συμβαίνει παραδόξως μέσω τής εμπειρίας τής απώλειας τής δόξης έτσι ώστε στην συνέχεια ο άνθρωπος να εκτιμήσει αληθινά αυτό που τού ξανάδωσε ο Χριστός.
          Σ'αυτή την οικονομία τής σωτηρίας ο άνθρωπος Θεώνεται σύμφωνα με μία πρωτοβουλία η οποία ανήκει στον Θεό πάντοτε: Dominus salvat, uomo salvator. Ο άνθρωπος απαντά σ'αυτή την πρωτοβουλία μέσω τής πίστης -η οποία εκφράζεται και στην πρακτική τών καλών πράξεων, τών ελεύθερων- και στην υπακοή στον Πατέρα, γινόμενος τέλειος στον χρόνο τής ιστορίας!

Συνεχίζεται

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος-Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

.......Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό·  ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο·  Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.
Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ·  ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια·  γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη.  Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε·  δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.
Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του.  Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.
Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ·  οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.
Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ  τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι·  ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.
Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας·  τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.
Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.
Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.
Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.
Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ  γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι.  Τῆς  ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες.  Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων.  Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.

ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΓΙΑΣ, ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ, ΦΙΛΑΡΧΙΑΣ, ΑΡΓΟΛΟΓΙΑΣ.
ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΓΟΛΟΓΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ, ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ. 
ΧΩΡΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ, ΜΕ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΥΣ ΤΑΓΟΥΣ (ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ, ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΤΟΥ ΖΗΣΗ, ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΟΥ) ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝΤΑΣ ΝΑ ΥΨΩΘΕΙ ΣΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ. ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΕΧΘΗΚΑΝ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΙΩΣΗ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΔΕΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. 
ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΛΙΜΝΑΖΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙ ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟΦΙΔΑ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: