Συνέχεια από: Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2020
Κεφάλαιο 24: «Ἀποκατάσταση τῶν πάντων»
Ἂν μία σύνοδος καθολικὴ τῆς Ἐκκλησίας φωτίσει κάποτε τὶς ἀντιφάσεις καὶ τὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιουργεῖ ἡ παραδοχὴ τῆς ὕπαρξης ἀγγέλων καὶ δαιμόνων, ἡ ἐγκυρότητα τῶν ἀποφάνσεών της δὲν θὰ συναχθεῖ ἀπὸ ἀντικειμενικὲς προδιαγραφὲς τῶν προαπαιτουμένων γιὰ τὴ σύγκλησή της. Θὰ συναχθεῖ αὐτονοήτως ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα: Θὰ ἔχει «φωτίσει» τὶς ἀντιφάσεις καὶ τὰ ἀδιέξοδα παράγοντας εὐ-αγγέλιο, καταδείχνοντας ὁδὸ «σωτηρίας», τὸν τρόπο τῆς μετοχῆς στὴν ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ ὑπάρχειν.
Τότε θὰ ἀπαντηθοῦν καὶ οἱ δύο συναφεῖς ἐκκρεμότητες ποὺ ἐδῶ προαναφέραμε: Ἂν ὑπῆρξε ποτὲ «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἂν μπορεῖ νὰ συνυπάρξει μὲ τὴν Τριαδικὴ ἀγαπητικὴ πληρότητα αἰώνια κόλαση τιμωρίας καὶ βασανισμοῦ τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἕνας ἀνεπιφανὴς ἀλλὰ σοφὸς λαϊκὸς θεολόγος, τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ Δημήτρης Κουτρουμπῆς, ἔλεγε σὲ προσωπικοῦ χαρακτήρα (ὄχι δημόσιου) συναντήσεις: «Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὴ διδασκαλία τοῦ Ὠριγένη γιὰ ‛‛ἀποκατάσταση τῶν πάντων’’ καὶ μετὰ συνέχισε ἡ Ἐκκλησία νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν πάντων». Τὸ παιγνιῶδες τῆς ἔκφρασης δήλωνε ὅτι τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ξέρουμε εἶναι ἡ δίχως ὅρια καὶ προυποθέσεις σωτήρια τοῦ ἀνθρώπου ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ποιοί καὶ πόσοι θὰ «σωθοῦν» μετὰ τὸν θάνατο, εἶναι ἀφέλεια νὰ ἀπαντηθεῖ μὲ τὴν ἐνδοκοσμικὴ λογική μας — μὲ δικανικὰ μέτρα, ἐκτιμήσεις, μετρήσεις κατορθωμάτων καὶ παραπτωμάτων. Τὸ μόνο ποὺ θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ συναγάγουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ μετοχή μας στὴν ἀλήθεια (τρόπο) τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἀσυμβίβαστο αὐτῆς τῆς ἀλήθειας (τοῦ ὑπαρκτικοῦ τρόπου τῆς ἀγάπης) μὲ ὁποιαδήποτε πρόβλεψη, ἀπαίτηση ἢ ἀπειλὴ τιμωρίας ὁποιουδήποτε «ποιήματος» τοῦ Θεοῦ γιὰ ὁποιοδήποτε παράπτωμα — καὶ ἰδιαίτερα ἂν στὴν τιμωρία ἀποδίδεται σωφρονιστικὴ ἢ ἀνταποδοτικὴ σκοπιμότητα, δηλαδὴ ἂν ἑρμηνεύεται ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ λογικὴ τῶν ἐγκόσμιων συναλλαγῶν.
Λογικὰ μένει ἀνοιχτὸ τὸ ἐνδεχόμενο ἐλεύθερης ἐπιλογῆς νὰ ἐμμείνει ὁ ἄνθρωπος ἢ ὄχι στὴν ὑπαρκτικὴ περατότητα τοῦ κτιστοῦ.
Ἐμπειρικὰ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε, ζώντας καὶ σπουδάζοντας τὸν τρόπο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν σεβασμὸ ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. «Ὅστις θέλει» ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ (Ματθ. 16, 24 – Μάρκ. 8, 34 – Λουκ. 9, 23) καὶ αὐτὴ ἡ θέληση μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μιὰ στιγμιαία χαρισματικὴ ἀπόφαση-μεταστροφὴ (ὅπως τοῦ συσταυρωμένου μὲ τὸν Χριστὸ ληστῆ) ἢ μιὰ ἰσόβια ἀνάληψη «σταυροῦ»: Δηλαδὴ δοκιμασίας τῆς θελητικῆς ἐλευθερίας στὴν κατάφαση τῆς ἀγαπητικῆς κλήσης ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο καλώντας τον «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι». Συνιστᾶ ἰσόβιο ἄθλημα ἡ κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀποβλέπει νὰ «διαπλάσει» ὄχι ἁπλῶς βουλητικὴ ἀπόφαση, ἀλλὰ «ποιότητα διαθέσεως» (Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικά, Migne P.G. 90, 1312C), δηλαδὴ νὰ συστήσει τρόπο τοῦ ὑπάρχειν.
«Ὅστις θέλει» ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Δὲν πρόκειται γιὰ ἀποδοχὴ πεποιθήσεων καὶ ἀρχῶν συμπεριφορᾶς ἢ γιὰ συστράτευση σὲ «κίνημα ἰδεῶν», σὲ ὀργανωμένη προσπάθεια ἀλλαγῆς ἢ βελτίωσης τοῦ ἀνθρώπινου χαρακτήρα ἢ τῶν ὅρων συνύπαρξης στὴ συλλογικότητα. Πρόκειται γιὰ μεταβολὴ στὴν «ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως», στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος διατίθεται (προσφέρεται) νὰ ὑπάρχει: Μὲ τὸν ἀτομοκεντρικὸ (καταγωγικὰ θανατηφόρο) τρόπο τοῦ κτιστοῦ ἢ μὲ τὴν ἀγαπητικὴ ἐλευθερία τοῦ Ἀκτίστου — «τὸ χεῖρον καὶ μὴ ὂν τοῦ κρείττονος καὶ ὄντος ἑκὼν ἀνταλλάσσων»(ΜΑΞΙΜΟΥ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, Migne P.G. 91, 1085Α).
OΠΟΙΟΣ ΤΟΛΜΑ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, ΚΡΙΝΕΤΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ.
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΟΜΑΙ ΔΙΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΙΡΩΝΙΚΟΙ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΑΛΛΟΣ, ΙΩΑΝ.20,23 ΟΤΑΝ ΕΝΕΦΥΣΗΣΕ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ, ΠΝΟΗ ΖΩΗΣ. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΟΥΣ.
Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΣΚΟΝΤΑΦΤΕΙ ΚΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΘΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΥΡΙΟΥ ΣΑΝ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ.
ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΕΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΑΝ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΔΙΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΗΔΗ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ.
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΟΥΝ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΠΑΡΟΤΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ. ΣΕ ΜΙΑ ΔΑΙΜΟΝΙΩΔΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου