ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια
από Δευτέρα, 30 Νοεμβρίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 6
Όταν τον 6ον αιώνα οι Ορφικοί επιχείρησαν να εισάγουν μια νέα
θρησκεία, χρειάστηκαν μια νέα κοσμογονία, μιαν εκ του μηδενός δημιουργία
τού σύμπαντος, δανείστηκαν όμως και από τον Ησίοδο ό,τι τούς ήταν χρήσιμο.
Παράλληλα ξεκίνησαν οι ερμηνείες που πρότειναν οι φιλόσοφοι για τον κόσμο,
αρχικά χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, μέχρι που τον 5ον αιώνα ο
Αναξαγόρας δημιούργησε μέγα σκάνδαλο και εξορίστηκε από την Αθήνα. Ο Ευριπίδης
υιοθέτησε ό,τι ανώδυνο υπήρχε σ’ αυτές τις αντιλήψεις, προκαλώντας τον χλευασμό
τού Αριστοφάνη, ο οποίος από την πλευρά του σκιαγραφεί στους Όρνιθες μια κοσμογονία κωμική, μια
καρικατούρα τής ορφικής κοσμογονίας και της θεωρίας της για το κοσμικό αυγό·
γεννήτορας του αυγού δεν είναι ο Χρόνος αλλά η Νύχτα, και αυτός που εξέρχεται
δεν είναι ο σκοτεινός, ορφικός Φάνης, αλλά
ο Έρως. Κοσμογονία και θεογονία, όπως ακριβώς και ο Άδης, καθίστανται ένα
εύχρηστο όχημα της ποιητικής και φιλοσοφικής φαντασίας, και εδώ θα πρέπει να
αναφέρουμε ένα μνημειώδες παράδειγμα
φιλοσοφικής φαντασίας: το Συμπόσιο
του Πλάτωνα.
Αλλά ο λαός είχε ασφαλώς
διαισθανθεί ότι το πρωτότυπο δημιούργημά του ήταν ο αληθινός μύθος και όχι οι
απομιμήσεις του, και όταν , ακόμη και την εποχή τού Πλάτωνα, οι ραψωδοί
απήγγειλαν, εκτός από Όμηρο, και τον Ησίοδο, ο λαός τούς παρακολουθούσε ασφαλώς
με ευλάβεια, και οι γηραιότεροι πίστευαν ότι αυτοί οι ποιητές εξακολουθούσαν να
αντιπροσωπεύουν «τα καλύτερα ακούσματα».
Αν εξετάσουμε προσεκτικά τη
συμπεριφορά τών λαών απέναντι στους θεούς τους, θα ανακαλύψουμε σημαντικές
διαφορές, όχι μόνο μεταξύ μονοθεϊστών και πολυθεϊστών, αλλά και εντός τού
πολυθεϊσμού, αναλόγως τού αν σ’ αυτόν κυριάρχησε το ιερατείο, με τους κανόνες
και τα ιερά κείμενα, ή αν αφέθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια τού λαού, στις
προκαταλήψεις του και στους ραψωδούς
του. Η ελληνική θρησκεία ανήκει, όπως
είπαμε, σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση και δεν θα σταματήσουμε να
επαναλαμβάνουμε πόσο απόλυτα ανεξάρτητη
υπήρξε.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με
τους ίδιους τους θεούς, αλλά αποκλειστικά με τις σχέσεις που διαμορφώνονται
ανάμεσα στους θεούς και το έθνος που τους δημιούργησε, μεταπλάθοντάς τους
συνεχώς. Όσο δραστήριες και αν υπήρξαν οι υπόλοιπες πολυθεϊστικές θρησκείες, καμία άλλη, εκτός από την Ινδική, δεν
κατόρθωσε να αποκαλύψει ένα τόσο πολύμορφο και τόσο πλούσιο μυθικό υλικό σαν
την ελληνική. Μόνο μια διαρκής και αταλάντευτη ενασχόληση λαού και ραψωδών
με θεούς και ήρωες κατά τα κρίσιμα αρχαϊκά χρόνια θα μπορούσε να προσφέρει αυτό
το αποτέλεσμα. Οι τελετουργικές υμνωδίες, τα έπη και οι θεογονίες, άνοιξαν τον
δρόμο στους λυρικούς ποιητές, τους τραγωδούς, τους μυθογράφους, τους
αρχαιολόγους, τους φιλοσόφους, και συγχρόνως στην καλλιέργεια των εικαστικών
τεχνών.
Βλέπουμε τον μύθο να φυτρώνει σαν ένα
πυκνό, παρθένο δάσος, αψηφώντας όλες τις ταξινομήσεις που επιχειρήθηκαν εκ των
υστέρων. Υπήρχε αρχικά η αντίληψη, ότι η
διάκριση σε θεούς αιώνιους, δηλαδή αγέννητους (όπως ο Απόλλων), θεούς
γεννημένους που έγιναν θεοί δια των μεταμορφώσεων, και θνητών όντων, όπως ο
Ηρακλής και ο Διόνυσος, που χάρη στην αρετή τους απέφυγαν τον θάνατο και την
οδύνη του, ήταν όντως μια πανάρχαια και
σοφή διάκριση. Ο ονειρομάντης Αρτεμίδωρος διακρίνει αργότερα τα πνεύματα
των υδάτων, που ζούσαν στον ολύμπιο αιθέρα, στον ουρανό και στη γη, τις χθόνιες
θεότητες «και όλες όσες είναι σχετικές με αυτές», και στη συνέχεια διακρίνει, ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες,
τις θεότητες που απευθύνονται στις αισθήσεις και αυτές που αποκαλύπτονται μόνο στον νου. Αυτή η διανοητική επεξεργασία έχει όμως μικρή αξία σε σύγκριση
με την κατά πολύ αρχαιότερη προσπάθεια σύστασης μιας επιβλητικής τριάδας, του Δία, της Αθηνάς
και του Απόλλωνα, που συναντάται συχνά στον Όμηρο, χωρίς να έχει όμως
δημιουργήσει μιαν ιδιαίτερη λατρεία, όπως για παράδειγμα η τριάδα Jupiter, Junon, Minerva στη ρωμαϊκή μυθολογία.
Το νόημα της πίστης για τους
Έλληνες είναι ασφαλώς εντελώς διαφορετικής φύσεως από ό,τι για τους λαούς που
διέθεταν θεολογία και ιερά κείμενα, τα οποία υπαγόρευαν μια συγκεκριμένη
αντίληψη του θείου· στους Έλληνες ήταν ένας
τρόπος θέασης του κόσμου· η ύπαρξη
των θεών ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός, αλλά η όλη συμπεριφορά τους, ολόκληρος ο
βίος τών θεών, ήταν ένα εντελώς ελεύθερο δημιούργημα του πνεύματος που τους
στοχάζεται, και επειδή αυτό το πνεύμα ήταν απολύτως εξοικειωμένο με έναν ιδεατό
κόσμο, δεν υπήρχε περίπτωση να πλανηθεί, ακόμη και όταν εξακολουθούσε με αφελή ειλικρίνεια να εφευρίσκει νέες μορφές.
Ας δεχτούμε προς το παρόν, ότι μπορούσε να συνυπάρξει κανείς με θεούς που δεν ήταν υποταγμένοι στο πεπρωμένο,
δεν επιζητούσαν να αποδειχθούν πιο ενάρετοι από τούς ανθρώπους, και δεν
τους ωθούσαν στην ανυπακοή απέναντι σε μιαν αγιότητα που χαρακτηρίζει τον θεό
τής μονοθεϊστικής θρησκείας.
Οι αναρίθμητές αποκλίσεις, όχι μόνον ως προς τα εξωτερικά γεγονότα τής
ζωής τών θεών, αλλά και σε σχέση με τα κίνητρα και τον χαρακτήρα τους, ήταν
πλήρως αποδεκτές. Όσο κι αν διέφερε η παράδοση από τον ένα ναό στον άλλον και η
αφήγηση από τον έναν ραψωδό σ’ έναν άλλον, το γεγονός δεν προκαλούσε έριδες,
και ίσως να επικράτησε επίσης εδώ το αρχαίο ρητό: «Εσύ ίσως φρονείς εκείνα, εγώ δε
ταύτα». Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να μας προκαλεί θαυμασμό ο υψηλός βαθμός
αποδοχής μιας κοινής αντίληψης περί τών θεών παρά την τόσο διαφορετική τους
προέλευση, το μέγιστο δε επίτευγμα των Ελλήνων υπήρξε ότι η κοινή αυτή αντίληψη
επιτεύχθηκε στο όνομα του κάλλους.
Η ερμηνεία τών ελληνικών
μύθων από τη σύγχρονη επιστήμη, και κυρίως μετά τον Creuzer και τα Προλεγόμενα του Otfried Müller, αποτελεί έναν ιδιαίτερο κλάδο, στον οποίο δεν έχουμε τη
δυνατότητα να παρέμβουμε. Και επιπλέον είναι μια ερμηνεία ιδιαίτερα
δυσχερής, διότι αφορά σε έναν λαό που προφανώς θέλησε να λησμονήσει τα αρχέγονα
νοήματα των μορφών τους, του οποίου η συμβολική κατέστη επομένως, ή ήταν
ανέκαθεν, απλοϊκά ασυνείδητη, και ο οποίος αφέθηκε
στη χιλιόχρονη επικράτηση μιας λατρείας εξαιρετικά πλούσιας σε θυσίες, και σε
μιαν ανεξάντλητη εικαστική τέχνη.
Αρχικά τα ανώτερα όντα ήταν
(σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη) αντικείμενα και δυνάμεις τής φύσης,
κατηγορία στην οποία υπάγονται τα κοινά ακριβώς στοιχεία τής ελληνικής με τις
θρησκείες τών Αρίων φυλών. Χάρη σε μια σειρά μεταμορφώσεων γίνονται αρχικά κατά
το ήμισυ ζώα, ώσπου να αποκτήσουν ανθρώπινη μορφή και προσωπικότητα.
Συγκροτούνται επομένως δύο κατηγορίες: θεότητες της φύσης, οι οποίες παρ’ όλο
τον εξανθρωπισμό τους παραμένουν κατά κάποιον τρόπο συνδεδεμένες στη λαϊκή
συνείδηση με το αρχικό τους στοιχείο, όπως η Γαία, ο Ήλιος, η Σελήνη, η Ηώ, και
όλες οι υδάτινες θεότητες, και θεότητες που εμφανίζονται ως ανεξάρτητες
προσωπικότητες, παρότι απολύτως συνδεδεμένες με το αρχικό τους στοιχείο. Συνήθως είναι φορτωμένες με νοήματα και
σχέσεις, των οποίων ο υπερβολικός διάκοσμος ενδέχεται να καλύπτει πλήρως την
πραγματική τους καταγωγή, η οποία πιθανόν να επιβιώνει σε τοπικές και απόκρυφες
λατρείες.
Εκτός από τη σταδιακή εξέλιξη
αυτής τής παράδοσης, θα μπορούσαμε να φανταστούμε και κάποιες αιφνίδιες
ανακατατάξεις στο εσωτερικό τής θρησκείας· είναι δυνατόν σε μιαν ορισμένη
περιοχή ο εξανθρωπισμός κάποιας θεότητας να προόδευσε σημαντικά, και ξαφνικά ο φόβος μήπως περιφρονηθεί ένα ον που κατέστη ισχυρό και
εκδικητικό, είχε σαν αποτέλεσμα το να εγείρονται ιερά και βωμοί τού μεταμορφωμένου θεού, πρώτα στη
συγκεκριμένη περιοχή, και αργότερα σε άλλες, πιο απομακρυσμένες. Αμέσως μετά,
ίσως να συνέβαινε το ίδιο με μια δεύτερη και τρίτη θεότητα, σε ένα είδος
ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα οι μύθοι τους –
οποιαδήποτε και αν υπήρξε η καταγωγή τους – απέδιδαν στους θεούς ανθρώπινη
μορφή: στους συγκεκριμένους θεούς απέδιδαν γονείς, επίμονες ζηλοτυπίες, τις
οποίες η δημιουργία τών μύθων είχε προσπαθήσει να κατευνάσει, διαμάχες και ανταγωνισμούς με άλλες
δυνάμεις, καθώς και ιδιότητες αρωγού. Αλλά οι
περιγραφές αυτές περιπλανώνται σε μονοπάτια που είναι δύσκολο να διασχίσουμε· συχνά πρόκειται για συνειρμούς ιδεών,
ή, αν θέλουμε να αποφύγουμε τη μεροληπτική και ακριβόλογη αυτή έκφραση, για ένα
αρμονικό παιχνίδι εικόνων, και εδώ η
δική μας διαίσθηση θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με μιαν εποχή και μιαν
ανθρωπότητα που ζούσε δυναμικά αυτή την πραγματικότητα, πολύ πριν το έπος συμπεριλάβει
όλα αυτά στην ισχυρή περιδίνησή του. Το ξημέρωμα και το κυνήγι συνυπάρχουν αρμονικά, και η Ηώ απαγάγει τον
Κέφαλο· η τροχιά τής θεάς Σελήνης ισοδυναμεί με απαγωγές· ένας μεγάλος σωρός
πέτρες παραπέμπει σε έναν λαό, κάθε πνοή
ανέμου σε μιαν ανώτερη έμπνευση·
από τα μεγάλα σύννεφα προέρχονται ισχυρές και βίαιες, πραγματικά δαιμονικές
δυνάμεις, αλλά τα μικρά συννεφάκια γεννούν κοπάδια από αγελάδες, πρόβατα και κατσίκες που
ανήκουν στους θεούς, σε μιαν εποχή όπου τα κοπάδια αποτελούν τη σημαντικότερη
περιουσία· ανάμεσα στον ταύρο και τον ποταμό ή τον χείμαρρο γεννιέται μια σχέση
που δεν πρέπει να αποδοθεί μονάχα στο μουγκανητό και τον βρυχηθμό· τα κύματα του Ποσειδώνα, επειδή
μετακινούνται και μπορούν να φέρουν φορτίο, γίνονται άλογα, δυό πράγματα που οι
Έλληνες συνέχισαν πάντοτε να «συνδυάζουν»· αλλά τα κύματα που ξεχύνονται σε βράχους και σκοπέλους θυμίζουν
ποδοβολητό κατσικιών, και για τούτο αρκετές τοποθεσίες που αφιερώθηκαν κατόπιν
στον Ποσειδώνα αντλούν την ονομασία τους από τη λέξη «αἴξ». Παρομοίως ζώα που ήταν αφιερωμένα σε διάφορους θεούς, τα
οποία μάλιστα παρέμειναν αργότερα στα ιερά τών συγκεκριμένων θεών, είτε συνδέθηκαν μαζί τους διαμέσου αγνώστων σε μας
συνδυασμών εικόνων, είτε εξ αιτίας ιδιοτήτων που είχαν άμεση σχέση με τη φύση
τής συγκεκριμένης θεότητας, και αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είχαν επίσης
εφαρμογή και στα ιερά φυτά. Ασφαλώς όλα αυτά διαπλέχθηκαν στην ιστορία τών
θεοτήτων μέσω τών μυθικών αφηγήσεων, οι οποίες άλλοτε κατέστησαν κατανοητό το
πρωταρχικό τους νόημα, και άλλοτε εντελώς ακατανόητο.
Διότι ένας ολόκληρος συνδυασμός παραγόντων τείνει να απωθήσει μακριά
από μας, στο σκοτάδι, τους ίδιους αυτούς θεούς που προβάλλουν τόσο δραστήριοι
στα έργα τών ποιητών, όταν γίνεται αναφορά στον πυρήνα τής ουσίας τους, το
πλήθος τών νοημάτων και των σχέσεων που τους περιβάλλουν. Κι ενώ οι
στοιχειακές θεότητες εκφράζουν με ακρίβεια αυτό που είναι, ορισμένοι από τούς
μεγάλους θεούς απέκτησαν σταδιακά τέτοια ποικιλομορφία, ώστε, για παράδειγμα, ο
Δίας, ο Απόλλων, η Αθηνά και ο Ερμής να αντιπροσωπεύουν και να ελέγχουν, ο
καθένας χωριστά, σχεδόν όλα όσα απασχολούσαν τούς ανθρώπους αυτού τού κόσμου.
Θα
πρέπει κατ’ αρχάς να θυμίσουμε εδώ τη γνωστή διττότητα των θεών, που είναι συγχρόνως προστατευτικοί και καταστροφικοί.
Αυτή η ταυτόχρονα επιεικής και
τρομακτική πλευρά που τους αποδόθηκε ως θεούς τής φύσης, συνδέθηκε αργότερα
με κάθε είδους χαρακτηριστικά και
των δύο ιδιοτήτων έτσι, ώστε να καταλήξουν τελικά και ουσιαστικά διφορούμενοι.
Ο Απόλλων, ενώ είναι ο καθαυτό θεός τού φωτός, είναι επίσης αυτός που στέλνει
τις επιδημίες και τον γρήγορο θάνατο· θανατώνει κατά προτίμηση δυστυχείς νεαρές
υπάρξεις, όπως τα παιδιά τής Νιόβης και της Ιφιμέδειας· η Άρτεμις είναι
προστάτης τών ζώων, αλλά επίσης και κυνηγός· ο Ποσειδών είναι αυτός που
στερεώνει αλλά και τραντάζει τη γη. Επιπλέον η ίδια θεότητα μπορούσε να
λατρεύεται με διαφορετικούς τρόπους ανάμεσα σε συγγενικά ή απομακρυσμένα, πολύ
εξελιγμένα ή καθυστερημένα φύλα· οι τοπικές λατρείες με τους μύθους τους
παρείχαν εξ άλλου πρόσφορο έδαφος για κάτι τέτοιο, επιθυμώντας κυρίως να
καταστήσουν την περιοχή τους γενέθλιο τόπο ορισμένων θεοτήτων. «Θα απέβαινε
άκαρπη οποιαδήποτε προσπάθεια να απαριθμηθούν όλοι όσοι διεκδικούσαν τον τόπο
γέννησης και ανατροφής τού Δία». Αυτές όμως οι δοξασίες συνιστούσαν μιαν ισχυρή
καθημερινή πραγματικότητα, που διαδιδόταν με επιμονή. Δεν θα πρέπει να
παραλείψουμε επίσης τις επιδράσεις συγγενικών θεών γειτονικών λαών, οι οποίοι θα πρέπει να ενέδωσαν στις
ελληνικές αντιλήψεις· οι
βασιλείς τών Λυδών έβλεπαν προφανώς στον δελφικό Απόλλωνα τον δικό τους θεό
Σάνδωνα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου