ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Ζητείς ίσως και την αιτία τής εκούσιας αμαρτίας. Σε τούτο πράγματι οδηγεί η ακολουθία των λόγων. Πάλι λοιπόν θα ευρεθεί από εμάς κάποια εύλογος αρχή, η οποία θα σαφηνίσει και τούτο το ζήτημα.
2. Από τους Πατέρες κληρονομήσαμε τον εξής λόγον. Ο δε λόγος δεν είναι μυθώδης διήγηση, αλλά λαμβάνει αξιοπιστία από την ίδια την φύσιν μας. Η κατανόηση περί των όντων είναι διπλή, διότι τα επιστητά διακρίνονται σε νοητά και αισθητά. Και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί έξω από αυτά τα δύο τίποτε από τα εις την φύσιν των όντων ευρισκόμενα· Υπάρχει δε μεταξύ τους τόσο μεγάλη απόσταση, ώστε ούτε η αισθητή φύσις να ευρίσκεται στα νοητά γνωρίσματα ούτε η νοητή να ευρίσκεται στα αισθητά, αλλά η καθεμία χαρακτηρίζεται από τα αντίθετα γνωρίσματα. Διότι η μεν νοητή φύσις είναι κάτι το ασώματον και το άπιαστον και το άμορφον. Η δε αισθητή ως φανερώνει και το όνομά της ευρίσκεται εντός τής δια των αισθητηρίων κατανοήσεως. Αλλ’ όπως στον αισθητόν κόσμο, όπου λαμβάνει χώρα πολλή εναντίωση τών στοιχείων προς άλληλα, έχει επινοηθεί κάποια αρμονία συγκροτούμενη υπό τής επιστατούσης τού παντός σοφίας εκ των αντιθέτων και έτσι όλη η κτίση έχει εσωτερική συμφωνία, χωρίς πουθενά η φυσική εναντίωση να διαλύει τον ειρμό τής συμφωνίας, κατά τον ίδιον τρόπο γίνεται κατά θεία σοφία κάποιο είδος μίξεως και συνθέσεως τού αισθητού προς το νοητόν, ώστε να είναι δυνατόν πάντα να μετέχουν του καλού καί εξ ίσου της ωραιότητος και κανένα από τα όντα να μήν είναι αμέτοχο τής ανωτέρας φύσεως.
3. Διά τούτο ο μεν κατάλληλος δια την νοητή φύσιν χώρος είναι η λεπτή, λογική και ευκίνητος ουσία, η οποία κατά την υπερκόσμιον κατάληξιν έχει με τα χαρακτηριστικά της προσόντα πολλή συγγένεια προς το νοητόν. Κατ’ ανωτέρα δε πρόνοια λαμβάνει χώρα ανάκρασις του νοητού προς την αισθητή φύσιν, ούτως ώστε τίποτε από την κτίση να μην είναι απόβλητο και απόκληρο της θείας κοινωνίας, όπως λέγει ο Απόστολος. Ένεκεν τούτου το μίγμα το οποίο αποτελεί τον άνθρωπο ανεδείχθη υπό της θείας φύσεως εκ νοητού και αισθητού, καθώς διδάσκει ο λόγος της κοσμογονίας. Διότι λέγει, «Λαβών ο Θεός χουν από τής γης τον άνθρωπον έπλασε» και δια της ιδίας εμπνεύσεως ενεφύσησε την ζωήν στο πλάσμα, ώστε το γήινο να εξυψωθεί προς το θείον και να διοικεί διά όλης τής κτίσεως μία χάρις ομοτίμως, αφού η κάτω φύσις αναμιγνύεται με την υπερκόσμιο.
4. Αφού λοιπόν προδημιουργήθηκε η νοητή κτίσις νωρίτερα και σε εκάστην των αγγελικών δυνάμεων χορηγήθηκε παρά τής τα πάντα επιστατούσης δυνάμεως κάποια ενέργεια δια συγκράτηση τού παντός, μία δύναμις ετάχθη για να συνέχει και περιφρουρεί τον περί την γην τόπον, λαβούσα την κατάλληλο προς το έργον τούτο ικανότητα από την τα πάντα οικονομούσαν δύναμιν. Έπειτα κατεσκευάσθη το γήινο τούτο πλάσμα, ως απεικόνισμα της άνω δυνάμεως, αυτό ακριβώς το ζώον, ο άνθρωπος. Και υπήρχε σε αυτόν το θεοειδές κάλλος της νοητής φύσεως αναμεμιγμένο κατ’ άρρητο τρόπο. Αλλ’ εκείνος στον οποίο έλαχε η επιστασία τής περίγειου οικονομίας θεωρεί προσβολή και δεν ανέχεται να αναδειχθεί εκ της υποχείριας σε αυτόν φύσεως κάποια ουσία ομοιάζουσα προς την υπερέχουσα αξίαν του Θεού. Κατά ποιον δε τρόπον κατέπεσε στο πάθος του φθόνου εκείνος ο οποίος δεν εκτίσθη καθόλου δια το κακόν υπό του συστήσαντος το παν εν αγαθότητι, δεν είναι της παρούσης πραγματείας να εξετασθεί με ακρίβεια, αν και θα ήταν δυνατό έστω και δι’ ολίγων να εκτεθεί το θέμα χάριν των απειθεστέρων.
5. Η αρετή και η κακία αντιδιαστέλλονται όχι ως δύο καθ’ υπόστασιν φαινόμενα, αλλά όπως αντιδιαιρείται προς το μη ον το ον, και δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι το μη ον αντιδιαστέλλεται προς το ον, αλλά λέγουμε ότι η ανυπαρξία αντιδιαιρείται προς την ύπαρξη(διαχωρίζεται)· κατά τον ίδιον τρόπον και η κακία αντιτίθεται προς την έννοια της αρετής, όχι ως ούσα υπόστασις καθ’ εαυτήν, αλλά νοουμένη ως απουσία του ανωτέρου. Και όπως λέγουμε ότι η τύφλωση αντιτίθεται προς την όραση όχι ως υπάρχουσα καθ’ εαυτήν στην φύσιν, αλλά ως στέρηση προϋπαρχούσης ικανότητος οράσεως, έτσι λέγουμε ότι και η κακία νοείται ως στέρηση του αγαθού, ως κάποια σκιά η οποία επιπίπτει όταν χωρισθεί η ακτίνα.
6. Επειδή λοιπόν η άκτιστος φύσις είναι ανεπίδεκτος της κινήσεως η οποία προκαλεί τροπή και μεταβολή και αλλοίωσιν, παν δε το λαβών ύπαρξη δια κτίσεως έχει έμφυτον την ροπήν προς αλλοίωσιν, διότι και αυτή η υπόστασις της κτίσεως άρχισε δια μιας αλλοιώσεως καθώς το μη ον μετετέθη δια θείας δυνάμεως εις το είναι, κτιστή δε ήταν και η μνημονευθείσα αγγελική δύναμις, εκλέγουσα το επιθυμητόν (το δοκούν) κατ’ ελευθέραν κίνησιν (αυτεξουσίως). Όταν έκλεισε τους οφθαλμούς της προς το αγαθόν και άκακον (ἄφθονον) νόημα, όπως ακριβώς εκείνος ο οποίος στρέφων το βλέμμα προς τον ήλιον βλέπει σκότος, έτσι και ο ηγέτης των αγγελικών εκείνων δυνάμεων με μόνον το ότι δεν θέλησε να νοήσει το αγαθόν κατενόησε το εναντίον του αγαθού, τούτο δε είναι ο φθόνος.
7. Είναι δε σύμφωνον σε τούτο το ότι σε παν πράγμα η αρχή είναι αιτία τών εν συνεχεία συμβαινόντων, όπως παραδείγματος χάριν στην υγεία η ευεξία, η εργατικότης, η ευχάριστος ζωή, στην δε νόσον η ασθενικότης, η απραξία, η αηδία τής ζωής, έτσι και όλα τα άλλα ακολουθούν την αρχήν τους. Όπως λοιπόν η απάθεια είναι αρχή και υπόθεσις τής εναρέτου ζωής, έτσι η ροπή η οποία κινείται υπό του φθόνου γίνεται οδός όλων των μετ’ αυτήν προκληθέντων κακών. Αφού λοιπόν, άπαξ έλαβε την ροπήν προς το κακόν ο γεννήσας μέσα του τον φθόνον δια της αποστροφής τής αγαθότητος, απεσπάσθη ώσαν λίθος από τον κρημνόν και από το βάρος του κατρακυλά προς τα κάτω, έτσι και εκείνος αποσπασθείς από την συμφυΐα προς το αγαθόν και στραφείς και κλίνας προς την κακίαν αυτομάτως κατήντησεν εις το έσχατον σημείον της πονηρίας, πιεζόμενος από κάποιο βάρος. Καταστήσας δε συνεργόν δια την εύρεσιν εκείνων τα οποία επινοεί η κακία την διανοητικήν δύναμιν, την οποία έλαβε από τον δημιουργόν δια την επίτευξιν της μετουσίας του υψηλοτέρου, μηχανεύεται δι’ αυτής την εξαπάτησιν του ανθρώπου και πείθει αυτόν να γίνει φονεύς εαυτού και αυτόχειρας.
8. Επειδή δε ο άνθρωπος, δυναμωθείς δια της θείας ευλογίας, είχε υψηλή αξία, αφού ετάχθη να βασιλεύει της γης και των επ’ αυτής πάντων, ήταν δε καλός εις το είδος, αφού υπήρξε απεικόνισμα του αρχετύπου κάλλους, ήταν απαθής κατά την φύσιν, αφού ήταν μίμημα του απαθούς, ήταν δε γεμάτος παρρησία προς τον Θεόν, αφού απελάμβανε το πρόσωπον της θείας εμφανείας, όλα δε αυτά ήσαν δια τον Αντικείμενον υπεκκαύματα του πάθους του φθόνου, δεν ήταν δε αυτός ικανός δια της ισχύος και της δυναμικής βίας να κάμει εκείνο το οποίον ήθελε, διότι υπερίσχυε της δικής του βίας η δύναμις της ευλογίας του Θεού, δια τούτο μηχανεύεται να τον απομακρύνει από την ενισχύουσα αυτόν δύναμιν του Θεού, ώστε να καταστεί ευάλωτος προς την επιβουλήν του. Και όπως στον λύχνον, όταν το πυρ αρπάσει το φυτίλιον, ο αδυνατών να σβήση την φλόγα με το φύσημα θα ρίψει ύδωρ στο έλαιον, και δια της επινοήσεως ταύτης θα σβήσει την φλόγα, έτσι ο Αντικείμενος, αναμίξας δι’ απάτης με την προαίρεσιν του ανθρώπου την κακίαν, επιτυγχάνει κάποιαν σβέσιν και αμαύρωσιν της ευλογίας. Και όταν ελλείψει η ευλογία κατ’ ανάγκην εισέρχεται αντ’ αυτής το αντίθετον. Αντίκειται δε στην μεν ζωήν ο θάνατος, στην δε δύναμιν η ασθένεια, στη δε ευλογία η κατάρα, στη δε παρρησία η εντροπή, και σε όλα τα αγαθά τα θεωρούμενα ως αντίθετα προς αυτά. Δια τούτο η ανθρωπότης βρίσκεται τώρα στήν παρούσα κακή κατάστασιν, διότι τοιούτου τέλους τις αφορμές προσέφερε η αρχή εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου