Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (5)

 Συνέχεια από Πέμπτη, 5 Αυγούστου 2021

 ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 5

1. Αλλά την μεν ύπαρξη (το είναι) του Λόγου του Θεού και του Πνεύματος ίσως να μην αμφισβητήσει ούτε ο Έλλην δια των κοινών εννοιών ούτε ο Ιουδαίος δια των γραφικών μαρτυριών· την ενανθρώπηση όμως του Θεού Λόγου (την κατά τον άνθρωπον οικονομία του Θεού Λόγου) θα αποδοκιμάσουν εξ ίσου και ο ένας και ο άλλος ως απίθανον και ως απρεπή δια τον Θεόν. Δια τούτο θα φέρουμε και στην περί τούτου πίστιν τους αντιλέγοντες χρησιμοποιούντες άλλην αρχή επιχειρημάτων.

2. Πιστεύουν ότι τα πάντα εδημιουργήθησαν δια του Λόγου και της Σοφίας του συστήσαντος το παν Θεού ή έχουν δυσπιστίαν και στην αντίληψη ταύτην; Αλλ’ εάν δεν δέχονται ότι ο Λόγος και η σοφία πρωτοστάτησαν στην σύστασιν των όντων θα τοποθετήσουν αλογίαν και ατεχνίαν στην αρχήν του παντός. Εάν δε τούτο ομολογείται άτοπον και ασεβές, πάντως θα ομολογηθεί ότι ηγεμονεύει ο Λόγος και η σοφία στα όντα. Αλλ’ ήδη απεδείχθη στα προηγούμενα ότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι απλή φωνή (ρήμα) ούτε προϊόν επιστήμης (μαθήσεως) και σοφίας, αλλά κατ’ ουσίαν δύναμις υπάρχουσα (υφεστώσα), η οποία είναι προαιρετική παντός αγαθού και έχει την ισχύν να πραγματοποιήσει παν ό,τι προαιρείται. Επειδή δε ο κόσμος είναι αγαθός είναι φανερό ότι αίτια αυτού είναι αυτή η ορεκτική και ποιητική δύναμις των αγαθών.

3. Εάν δε η υπόστασις του παντός κόσμου εξαρτάται εκ της δυνάμεως του Λόγου, καθώς η λογική ακολουθία απέδειξε, κατ’ απόλυτον ανάγκην δεν πρέπει να εννοηθεί άλλη δημιουργική αιτία της υποστάσεως και των μερών του κόσμου παρά αυτός ο Λόγος, δια του οποίου τα πάντα έλαβαν την προς την ύπαρξη κατεύθυνση. Τούτον δε δεν έχουμε αντίρρηση να τον ονομάσει κανείς είτε Λόγον είτε σοφίαν είτε δύναμιν είτε Θεόν είτε με οιανδήποτε άλλην εκ των υψηλών και τιμίων ονομασιών. Διότι ό,τι ρήμα ή όνομα ενδεικτικό του υποκειμένου ευρεθεί εν και το αυτό είναι το δια των φωνών (λέξεων) σημαινόμενον, δηλαδή η αΐδιος δύναμις του Θεού, η ποιητική των όντων, η ευρετική των μη όντων, η συνεκτική των γεγονότων (δημιουργημάτων), η προορατική των μελλόντων. Αυτός λοιπόν ο Θεός, ο Λόγος, η σοφία, η δύναμις, απεδείχθη εκ της λογικής ακολουθίας (σειράς) ποιητής της ανθρώπινης φύσεως, όχι εξ ανάγκης εναχθείς προς την κατασκευήν του ανθρώπου, αλλ’ εκ περισσής αγάπης δημιουργήσας την γένεσιν του ζώου τούτου.

4. Διότι δεν έπρεπε ούτε το φως να μείνει αθέατο, ούτε η δόξα αμάρτυρος ούτε η αγαθότης αυτού αναπόλαυστος, ούτε όλα τα άλλα προσόντα που καθορώνται περί της θείας φύσεως να μένουν αργά, λόγω απουσίας του όντος του μετέχοντος και απολαύοντος αυτών. Εάν λοιπόν ο άνθρωπος έρχεται στην ζωήν γι’ αυτόν τον σκοπό, δηλαδή για να γίνει μέτοχος των θείων αγαθών, αναγκαίως κατασκευάζεται κατά τέτοιον τρόπον ώστε να δύναται να προσαρμοσθεί προς την μετουσίαν των αγαθών. Όπως λοιπόν ο οφθαλμός δια της εγκειμένης σ’ αυτόν φυσικής λάμψεως γίνεται κοινωνός του φωτός, προσελκύων δια της εμφύτου δυνάμεως το συγγενές προς αυτόν, έτσι ήταν αναγκαίο να αναμιχθεί με την ανθρώπινη φύσιν κάποιο στοιχείο συγγενές προς το θείον, ώστε να είναι δυνατόν δια του καταλλήλου στοιχείου να έχει την έφεση προς το συγγενές του.

5. Διότι και στην άλογον φύσιν, ως επί παραδείγματι στα ένυδρα και τα πτηνά, έκαστον κατασκευάσθει καταλλήλως προς το είδος της ζωής του ώστε στο καθένα εκ των δύο ειδών να είναι διά της ειδικής διαπλάσεως του σώματος οικείο και ομόφυλο, στο ένα μεν ο αέρας, στο άλλο δε το νερό. Έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος, δημιουργηθείς δια να απολαύει των θείων αγαθών, έπρεπε να έχει στη φύση του (εν εαυτώ) κάτι συγγενές προς εκείνα των οποίων θα μετείχε. Δια τούτο κατεκοσμήθη και με ζωή και με λόγο και με σοφία και με όλα τα θεοπρεπή αγαθά, ώστε δι’ εκάστου τούτων να δύναται να έχει την επιθυμία προς το οικείο. Επειδή λοιπόν από τα περί την θείαν φύσιν αγαθά είναι και η αϊδιότης, έπρεπε πάντως ούτε τούτου η κατασκευή της φύσεως ημών να είναι άμοιρος και του αγαθού τούτου, αλλά να έχει μέσα της (εν εαυτή) την αθανασίαν, ώστε δια της ενυπαρχούσης (εγκειμένης) δυνάμεως να δύναται αφ’ ενός μεν να αναγνωρίζει το υπερκείμενο και να επιθυμεί την θεία αϊδιότητα.

6. Ταύτα η περιγραφή της κοσμογονίας εδήλωσε κατά περιληπτικό τρόπον με μία φράση, λέγοντας ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα Θεού». Διότι η απαρίθμηση στην συμφώνα προς το κατ' εικόνα ομοίωσιν όλων των επί το θείον αρμοζόντων χαρακτηριστικών και όσα περί τούτων ιστορικώτερον διεξέρχεται ο Μωυσής, παραθέτοντας ενώπιον ημών δόγματα εν είδει διηγήσεως στα πλαίσια αυτής της διδασκαλίας βρίσκονται. Διότι ο παράδεισος εκείνος και η ιδιότης των καρπών, των οποίων η βρώσις δεν δίδει χορτασμό στην γαστέρα (κοιλιά) αλλά γνώσιν και αϊδιότητα ζωής στους γευσαμένους, όλα αυτά συμφωνούν με όσα εξετέθησαν προηγουμένως περί του ανθρώπου, ότι δηλαδή κατ’ αρχάς η φύσις ημών ήταν αγαθή και βρισκόταν μέσα στα αγαθά.

7. Αλλά προς όσα ελέχθησαν ίσως ν’ αντιλέγει ο βλέπων τα παρόντα και να νομίσει ότι δύναται να αποδείξει ψευδές τον λόγον, καθ’ ότι ο άνθρωπος βρίσκεται τώρα όχι σε εκείνα τα αγαθά, αλλά καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν στα αντίθετα αυτών. Πράγματι πού είναι της ψυχής το θεόμορφον (θεοειδές); Πού είναι η απάθεια του σώματος; Πού είναι η αϊδιότης τής ζωής; Είναι βραχύβιος, εμπαθής, πρόσκαιρος ο άνθρωπος, πρόσφορος σε παν είδος παθημάτων τόσον κατά την ψυχή όσον και κατά το σώμα. Ταύτα και τα όμοια με αυτά λέγων και αποδίδων ως ελαττώματα εις την φύσιν, θα νομίσει ότι ανατρέπει την προτεθείσα περί του ανθρώπου θέσιν. Αλλά για να μην παρατραπεί ο λόγος από την λογική συνέχειά του σε κανένα σημείο, με λίγα λόγια θα εξετάσουμε και τα επιχειρήματα αυτά.

8. Το ότι τώρα η ανθρώπινη ζωή είναι σε κατάσταση άτοπη δεν είναι ικανή απόδειξη του ότι ο άνθρωπος δεν ήταν ποτέ σε αγαθή κατάσταση· Επειδή φυσικά ο άνθρωπος είναι έργον του Θεού, ο οποίος εξ αγαθότητος έφερε εις γένεσιν το ζώον τούτο, δεν θα ήταν εύλογο να υποπτευθεί κάποιος ως υπεύθυνο της ατέλειας εκείνον δια τον οποίον αιτία της συστάσεως ήταν η αγαθότης, αλλά άλλο είναι το αίτιον της παρούσης μας καταστάσεως και της αποστερήσεώς μας από τα ανώτερα. Η αρχή δε πάλι του λόγου μας και σε τούτο το θέμα δεν είναι εκτός της συγκαταθέσεως των αντιλεγόντων προς εμάς.

9. Διότι ο ποιήσας τον άνθρωπο προς μετουσία των αγαθών του και εναποθέσας στην φύσιν αυτού όλων των καλών τις αφορμές, με τον σκοπόν ώστε δι’ εκάστου αυτών η όρεξις να φέρεται προς το όμοιον, ασφαλώς δεν θα αποστέρησε αυτόν του καλυτέρου και πολυτιμοτέρου των αγαθών, δηλαδή του χαρίσματος της ελευθερίας (το αδέσποτον) και του αυτεξουσίου. Πράγματι αν επικρατούσε κάποια ανάγκη στην ανθρώπινη ζωή, θα διαψεύδετο η εικών κατά το μέρος εκείνο, αποξενωθείσα δια του ανομοίου προς το αρχέτυπον. Διότι η υποζευγμένη και δουλεύουσα σε ανάγκες, πώς θα ονομάζετο εικών της βασιλευούσης φύσεως; Επομένως το ον, το οποίον είναι καθ’ όλα ομοιωμένον προς το θείον, έπρεπε οπωσδήποτε να έχει στην φύσιν του την αυτοκυριαρχίαν (το αυτοκρατές) και την αυτοκυριότητα (το αδέσποτον), ώστε η μετουσία των αγαθών να είναι άθλος για την αρετή του. Πώς λοιπόν, θα πεις, ο δια πάντων τιμημένος αντήλλαξε με τα άριστα αγαθά τα χειρότερα; Είναι σαφής ο λόγος και στο ζήτημα τούτο.

10. Ουδεμία γένεσις κακού δεν είχε αρχήν από το θείον θέλημα· διότι τότε πράγματι η κακία θα ήταν έξω τής μομφής, αν έφερε επιγραφόμενη τον Θεόν ως ποιητήν και πατέρα της. Αλλά το κακόν φυτρώνει κατά κάποιον τρόπον ένδοθεν (από μέσα), λαμβάνοντας ύπαρξη δια της προαιρέσεως τότε, όταν συμβεί απομάκρυνση της ψυχής από το καλόν. Καθώς δηλαδή η όρασις είναι ενέργεια της φύσεως, η δε τυφλότης είναι στέρησις της φυσικής ενεργείας, έτσι και η αρετή βρίσκεται σε αντίθεσιν προς την κακίαν. Δεν είναι δε δυνατόν να εννοήσει κάνεις άλλην αιτία γενέσεως τής κακίας παρά την απουσία της αρετής. Όπως δηλαδή, όταν αφαιρεθεί το φως, επακολουθεί σκότος, όταν δε είναι παρόν το φως, δεν υπάρχει σκότος, έτσι, όσον χρόνον υπάρχει το αγαθόν εις την φύσιν, η κακία είναι κάτι ανύπαρκτον καθ’ εαυτό· δηλαδή η αναχώρηση του ανωτέρου προκαλεί την γένεσιν του αντιθέτου. Επειδή λοιπόν ιδιότης της αυτεξουσιότητος είναι τούτο, το να διαλέγει τα αρεστά ελευθέρως (κατ’ εξουσίαν), δεν είναι ο Θεός αίτιος των κακών τα οποία σε βρίσκουν, εφ’ όσον σου κατεσκεύασε αδέσποτον και ελευθέραν την φύσιν, αλλ’ η αβουλία, η οποία προτίμησε το χειρότερο αντί του καλυτέρου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: