Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (7)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

 ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 7

1. Ας μην διαρωτηθεί κάνεις εάν ο Θεός προέβη στην κτίσιν τού ανθρώπου, μολονότι προέβλεπε την συμφορά η οποία θα προήρχετο από την αβουλία του εις τον άνθρωπο, δια τον οποίον θα ήταν ίσως επωφελέστερο μάλλον να μην δημιουργηθεί παρά το να ευρίσκεται εις τα κακά. Πράγματι προβάλλουν προς στήριξη τής πλάνης τους οι παρασυρθέντες δι’ απάτης στις μανιχαϊκές δοξασίες, ώστε να αποδείξουν δια τούτων ότι είναι πονηρός ο κτίστης της ανθρωπίνης φύσεως. Διότι εάν ο μεν Θεός ουδέν των όντων αγνοεί, ο δε άνθρωπος ευρίσκεται στα δεινά, τότε δεν θα διασωζόταν η ιδιότης τής αγαθότητος του Θεού, εφ’ όσον αυτός θα παρήγαγε προς τον βίον τον άνθρωπο αν και επρόκειτο να ζει στα δεινά. Αν η ενέργεια τής αγαθότητος είναι οπωσδήποτε συνέπεια της αγαθής φύσεως του Θεού, ο λυπηρός αυτός και πρόσκαιρος βίος δεν θα μπορούσε να αναχθεί εις την δημιουργία αγαθού Θεού, λέγει (ο μανιχαίος)• αλλά πρέπει άλλον να θεωρήσουμε αίτιον της τοιαύτης ζωής, του οποίου η φύσις έχει ροπή προς την πονηρίαν.

2. Ταύτα πάντα και τα όμοια από εκείνους που παραδέχονται την αιρετική απάτη ωσάν ψευδές επίχρισμα θεωρούνται εξ επιπολαιότητας ότι έχουν κάποιαν ισχύ. Από εκείνους όμως που βλέπουν καθαρά την αλήθεια θεωρούνται σαθρά και έχοντα μέσα τους την απόδειξη τής απάτης. Και νομίζω ότι σέ ταύτα καλόν είναι να ορίσω μεν τον Απόστολον συνήγορο των δικών του παραινέσεων ως προς το θέμα τούτο. Πράγματι στην προς Κορινθίους επιστολήν του διαιρεί τις καταστάσεις των ψυχών σε σαρκώδεις και σε πνευματικές, δεικνύοντας δια των λεγομένων, όπως νομίζω, ότι το καλόν ή το κακόν δεν πρέπει να κρίνει κάνεις με κριτήριο τις αισθήσεις, αλλ’ αφού αποσύρει τον νούν έξω από τα σωματικά φαινόμενα, δέον να διακρίνει την φύσιν του καλού και του αντιθέτου αυτού, καθ’ εαυτή. Διότι «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα», λέγει. Νομίζω λοιπόν ότι αυτή η αιτία της μυθοποιίας της διδασκαλίας ταύτης υπό εκείνων οι οποίοι την υποστηρίζουν είναι αυτή, ότι, ορίζοντες αυτοί το αγαθόν ως γλυκύτητα της σωματικής απολαύσεως, εξ αιτίας τού ότι κατ’ ανάγκην η φυσις του σώματος σύνθετος ούσα και ρέουσα σε διάλυσιν, υπόκειται σε πάθη και αρρωστήματα, ότι ακολουθεί δε στα τοιαύτα παθήματα σχετική αίσθηση πόνου, δι’ αυτό νομίζουν η πλάσις του ανθρώπου είναι έργον πονηρού Θεού. Αλλ’ εάν έβλεπε προς το υψηλότερον η διάνοια αυτών και αν απομακρύνοντες τον νούν τους από τις ηδονικές διαθέσεις ερευνούσαν την φύσιν των όντων άνευ του επηρεασμού των παθών, τότε δεν θα ενόμιζαν ως αιτία του κακού τίποτε άλλο, παρά μόνον την πονηρία. Πάσα πονηρία δε χαρακτηρίζεται ως στέρηση του αγαθού μη υπάρχουσα αφ’ εαυτής και μη θεωρούμενη καθ’ υπόστασιν. Διότι τίποτε κακόν δεν υπάρχει έξω από την προαίρεσιν σε ιδίαν υπόστασιν, αλλά ονομάζεται κακόν μόνον δια το ότι απουσιάζει το αγαθόν. Το δε μη ον δεν υπάρχει, του δε μη υπάρχοντος δεν είναι δημιουργός ο των υπαρχόντων Δημιουργός.

3. Επομένως ο Θεός είναι έξω της αιτίας των κακών, ο ποιητής των όντων και όχι των μη όντων, ο δημιουργήσας την όραση, και όχι την τύφλωση, ο αναδείξας την αρετήν, και όχι την στέρησιν αυτής, ως άθλον της προαιρέσεως, ο θέσας αμοιβήν τα αγαθά σε εκείνους που ζουν κατ’ αρετήν, ζεύξας την ανθρώπινη φύσιν προς την θέλησίν του όχι αναγκαστικά, ωσάν να ήταν έμψυχο σκεύος το οποίον προσελκύει προς το καλόν ακουσίως. Εάν δε κάποιος καλύπτει εκουσίως τους οφθαλμούς με τα βλέφαρά του ενώ λάμπει το φως καθαρά σε αίθριο ουρανό, ο ήλιος είναι έξω της αιτίας τού μη βλέποντος.

Το πρωτότυπο κείμενο

Κεφάλαιο 7 

1. Καὶ μηδεὶς ἐρωτάτω, εἰ προειδὼς τὴν ἀνθρωπίνην συμφορὰν ὁ θεὸς τὴν ἐκ τῆς ἀβουλίας αὐτῷ συμβησομένην ἦλθεν εἰς τὸ κτίσαι τὸν ἄνθρωπον, ᾧ τὸ μὴ γενέσθαι μᾶλλον ἴσως ἢ τὸ ἐν κακοῖς εἶναι λυσιτελέστερον ἦν. ταῦτα γὰρ οἱ τοῖς Μανιχαικοῖς δόγμασι δι' ἀπάτης παρασυρέντες εἰς σύστασιν τῆς ἑαυτῶν πλάνης προβάλλουσιν, ὡς διὰ τούτου πονηρὸν εἶναι τὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κτίστην ἀποδεικνύοντες. εἰ γὰρ ἀγνοεῖ μὲν τῶν ὄντων οὐδὲν ὁ θεός, ἐν κακοῖς δὲ ὁ ἄνθρωπος, οὐκέτ' ἂν ὁ τῆς ἀγαθότητος τοῦ θεοῦ διασώζοιτο λόγος, εἴπερ ἐν κακοῖς μέλλοντα τὸν ἄνθρωπον ζήσεσθαι πρὸς τὸν βίον παρήγαγεν. εἰ γὰρ ἀγαθῆς φύσεως ἡ κατὰ τὸ ἀγαθὸν ἐνέργεια πάντως ἐστίν, ὁ λυπηρὸς οὗτος καὶ ἐπίκηρος βίος οὐκέτ' ἄν, φησίν, εἰς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ δημιουργίαν ἀνάγοιτο, ἀλλ' ἕτερον χρὴ τῆς τοιαύτης ζωῆς αἴτιον οἴεσθαι, ᾧ πρὸς πονηρίαν ἡ φύσις ἐπιρρεπῶς ἔχει. 

2. ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα τοῖς μὲν ἐν βάθει καθάπερ τινὰ ψευδοποιὸν βαφὴν τὴν αἱρετικὴν παραδεδεγμένοις ἀπάτην ἰσχύν τινα διὰ τῆς ἐπιπολαίου πιθανότητος ἔχειν δοκεῖ· τοῖς δὲ διορατικωτέροις τῆς ἀληθείας σαθρὰ ὄντα καὶ πρόχειρον τὴν τῆς ἀπάτης ἀπόδειξιν ἔχοντα σαφῶς καθορᾶται. καί μοι δοκεῖ καλῶς ἔχειν τὸν ἀπόστολον ἐν τούτοις συνήγορον τῆς κατ' αὐτῶν κατηγορίας προστήσασθαι. διαιρεῖ γὰρ ἐν τῷ πρὸς Κορινθίους λόγῳ τάς τε σαρκώδεις καὶ τὰς πνευματικὰς τῶν ψυχῶν καταστάσεις, δεικνύς, οἶμαι, διὰ τῶν λεγομένων, ὅτι οὐ δι' αἰσθήσεως τὸ καλὸν ἢ τὸ κακὸν κρίνειν προσήκει, ἀλλ' ἔξω τῶν κατὰ τὸ σῶμα φαινομένων τὸν νοῦν ἀποστήσαντας, αὐτὴν ἐφ' ἑαυτῆς τοῦ καλοῦ τε καὶ τοῦ ἐναντίου διακρίνειν τὴν φύσιν. ὁ γὰρ πνευμα τικός, φησίν, ἀνακρίνει τὰ πάντα. ταύτην οἶμαι τὴν αἰτίαν τῆς τῶν δογμάτων τούτων μυθοποιίας τοῖς τὰ τοιαῦτα προφέρουσιν ἐγγεγενῆσθαι, ὅτι πρὸς τὸ ἡδὺ τῆς σωματικῆς ἀπολαύσεως τὸ ἀγαθὸν ὁριζόμενοι διὰ τὸ πάθεσι καὶ ἀρρωστήμασιν ὑποκεῖσθαι κατ' ἀνάγκην τὴν τοῦ σώματος φύσιν σύνθετον οὖσαν καὶ εἰς διάλυσιν ῥεοῦσαν, ἐπακολουθεῖν δέ πως τοῖς τοιούτοις παθήμασιν ἀλγεινήν τινα αἴσθησιν, πονηροῦ θεοῦ τὴν ἀνθρωποποιίαν ἔργον εἶναι νομίζουσιν. ὡς εἴγε πρὸς τὸ ὑψηλότερον ἔβλεπεν αὐτοῖς ἡ διάνοια, καὶ τῆς περὶ τὰς ἡδονὰς διαθέσεως τὸν νοῦν ἀποικίσαντες ἀπαθῶς ἐπεσκόπουν τὴν τῶν ὄντων φύσιν, οὐκ ἂν ἄλλο τι κακὸν εἶναι παρὰ τὴν πονηρίαν ᾠήθησαν. πονηρία δὲ πᾶσα ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ στερήσει χαρακτηρίζεται, οὐ καθ' ἑαυτὴν οὖσα, οὐδὲ καθ' ὑπόστασιν θεωρουμένη· κακὸν γὰρ οὐδὲν ἔξω προαιρέσεως ἐφ' ἑαυτοῦ κεῖται, ἀλλὰ τῷ μὴ εἶναι τὸ ἀγαθὸν οὕτω κατονομάζεται. τὸ δὲ μὴ ὂν οὐχ ὑφέστηκε, τοῦ δὲ μὴ ὑφεστῶτος δημιουργὸς ὁ τῶν ὑφεστώτων δημι ουργὸς οὐκ ἔστιν. 

3. οὐκοῦν ἔξω τῆς τῶν κακῶν αἰτίας ὁ θεὸς ὁ τῶν ὄντων, οὐχ ὁ τῶν μὴ ὄντων ποιητὴς ὤν· ὁ τὴν ὅρασιν, οὐ τὴν πήρωσιν δημιουργήσας· ὁ τὴν ἀρετήν, οὐ τὴν στέρησιν αὐτῆς ἀναδείξας· ὁ ἆθλον τῆς προαιρέσεως τὸ τῶν ἀγαθῶν γέρας τοῖς κατ' ἀρετὴν πολιτευομένοις προθείς, οὐκ ἀνάγκῃ τινὶ βιαίᾳ πρὸς τὸ ἑαυτῷ δοκοῦν ὑποζεύξας τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, καθάπερ τι σκεῦος ἄψυχον ἀκουσίως πρὸς τὸ καλὸν ἐφελκόμενος. εἰ δὲ τοῦ φωτὸς ἐξ αἰθρίας καθαρῶς περιλάμποντος ἑκουσίως τις ὑποβάλοι τοῖς βλεφάροις τὴν ὅρασιν, ἔξω τῆς τοῦ μὴ βλέποντος αἰτίας ὁ ἥλιος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: