Συνέχεια από Σάββατο 9 Απριλίου 2022
Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)Του Erich Przywara.
......Η διατύπωση της αναλογίας περιλαμβάνει λοιπόν τα τρία στοιχεία που συνιστούν την μοναδική και συγκεκριμένη τάξη της σωτηρίας: την φυσική κτιστότητα, την υπερφυσική μετοχή στην θεία φύση, την υπερφυσική λύτρωση! Ο όρος "χάρις" ο οποίος χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο της "λυτρώσεως", έχει μία λειτουργία κεντρική στην γλώσσα της Γραφής. Συλλαμβάνει στην αληθινά συμπαγή του μορφή, δηλαδή σε σχέση με την αντιπαράθεση ανάμεσα στο προπατορικό αμάρτημα και την λύτρωση, εκείνο που είναι ακριβώς ο μοναδικός νόμος τής σωτηρίας. Η γλώσσα των Ελλήνων πατέρων θεωρεί αυτή την "χάρι" το δεδομένο τού περιεχομένου που το διακρίνει από μια γενική έννοια τής "αναδίπλωσης της ελεημοσύνης, του ελέους, του θεού": η χάρις τής "μετοχής στην θεία φύση" η οποία χάθηκε με το προπατορικό αμάρτημα και ελεύθερα και ελεήμονα επαναπροσφερόμενη στην λύτρωση, κατανοημένη σαν "μετοχή του θεού στην ανθρώπινη φύση". Στην γλώσσα τής πρόσφατης θεολογίας, τέλος, αυτή η χάρις ονομάζεται κατά συνέπειαν "υπερφύσις". Από αυτή την ιστορικό-εννοιολογική εξέλιξη μπορούμε να συμπεράνουμε μια θεματική δομή: "χάρις" και "υπερφυσική πραγματικότης" δείχνουν ακριβώς την τυπική πλευρά του μοναδικού νόμου της σωτηρίας, ενώ "μετοχή στην θεία φύση" και λύτρωσις σαν "μετοχή στην ανθρώπινη φύση" δείχνουν την πλευρά του περιεχομένου. Η έννοια της θεϊκής χάριτος δείχνει με την γενική και τυπική σημασία την ελεύθερη κίνηση, την στροφή του θεού προς το δημιούργημά του, δηλαδή αυτό που σε μία καθαρά φυσική τάξη λέγεται "βοήθεια του θεού", ενώ σε μία υπερφυσική τάξη δεν είναι άλλο παρά "ο θεός σαν χάρις": δείχνει δηλαδή πως εδώ δεν επαληθεύεται μόνον ένα γενικό πλησίασμα του θεού προς το δημιούργημά του, αλλά ότι ο ίδιος ο θεός "είναι" χάρις και επομένως δίνεται μια "μετοχή της φύσεως" ανάμεσα στον θεό και το δημιούργημα, πέρα από κάθε απαίτηση, κάθε αίτημα, από κάθε προσμονή εξαρτώμενη από την "φύση" του κτίσματος, μια μετοχή που γι' αυτόν τον λόγο είναι "υπερ-φυσική". Αυτή η πραγματικότης η τυπικά υπερφυσική, αυτή η μετοχή φύσεως ανάμεσα στον θεό και το πλάσμα συγκεκριμενοποιείται από την άποψη του περιεχομένου στην μοναδική τάξη της σωτηρίας, προσλαμβάνοντας την πλευρά της μετοχής του δημιουργήματος στον θεό μέσω της "μετοχής του θεού στην ανθρώπινη φύση" στην λύτρωση! Στην οπτική αυτού του περιεχομένου καθένας από τους δύο τυπικούς όρους (χάρις και υπερ-φυσική πραγματικότης) δέχεται πληρότητα από ένα εκ των συστατικών στοιχείων του περιεχομένου. Ιδιαιτέρως, η "υπερφυσική πραγματικότης" πληρούται από την "μετοχή στην θεία φύση" (γι' αυτό στην σύγχρονη συνάντηση της θεολογίας με τους Έλληνες πατέρες χρησιμοποιήθηκε και σαν συνώνυμο της "θεώσεως"), διότι είναι στην "μετοχή (του κτίσματος) στην θεία φύση" που συναντιέται η ιδιαίτερη μορφή τού "πάνω, του υπέρ" σε σχέση με την κτιστή φύση. Η "χάρις" πληρούται όμως από την λύτρωση, δηλαδή από την "μετοχή του θεού στην ανθρώπινη φύση" (και γι' αυτό στις Γραφές χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμο της λυτρώσεως), διότι η μορφή που φανερώνει πιο καθαρά την στροφή του θεού στο πλάσμα είναι η "μετοχή μέσω της καθόδου (του θεού)", και η ακραία μορφή τής διαστάσεως τής χάριτος υπονοούμενη σε μια στάση ελευθέρου ελέους είναι η λύτρωση μέσω της εξιλέωσης της δικής μας θέσης εκ μέρους του θεού..........
Αυτά τα συστατικά στοιχεία εμφανίζονται σύμφωνα με μία συγκεκριμένη δομή: σε τρεις ερμηνευτικές θέσεις, από τις οποίες απορρέουν οι τυπικές αρχές των τριών θεολογικών εν δυνάμει θεμάτων,........αυτές οι τυπικές αρχές είναι πρώτα απ' όλα οντικές αρχές οι οποίες αφορούν το Είναι (στην ουσία τής αντικειμενικής τάξεως η οποία ενυπάρχει πράγματι ανάμεσα στον θεό και τον άνθρωπο). Σχετικά με την χρονική διάσταση, αυτές φανερώνονται πάνω απ' όλα (καθότι το Είναι υπάρχει στην βιωμένη συνείδηση) σαν αρχές κατεύθυνσης πρακτικής τάξεως (στο συνειδητοποιημένο βίωμα της θρησκευτικής ζωής) και διακρίνονται τέλος σαν αρχές μιας μεθόδου θεωρητικού χαρακτήρος (στον αντικατοπτρισμό της συνειδήσεως του θεολογικού δόγματος).
Η πρώτη θέση ερμηνεύει το χωρίο τού Ιωάννου με την έννοια τής «υπερφυσικής μετοχής στήν θεία φύση», η οποία εδωρίσθη ελεύθερα στον “άνθρωπο” «στην αρχή της δημιουργίας», και ελεύθερα εχάθη από τον άνθρωπο στο προπατορικό αμάρτημα και ελεύθερα επαναπροσφέρθη από τον θεό στην λύτρωση. Το «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» αντανακλά την κατεξοχήν ουσία αυτής της υπερφυσικής θεώσεως (θέωσις): Μετοχή στον Πατέρα, διότι υιοί του Πατρός, μετοχή στον Υιό, διότι σύμμορφοι με τον Υιό και συνεπώς μετοχή στο Άγιο Πνεύμα σαν ενότητος του Πατρός και του Υιού, διότι άνθρωποι εν πνεύματι αγίω (πνευματικός). Η μετοχή αντιπροσωπεύει το αληθές, πραγματικό περιεχόμενο τής δημιουργίας, ένα περιεχόμενο το οποίο κοινωνήθηκε στον άνθρωπο στο ξεκίνημα της δημιουργίας, χάθηκε στην συνέχεια στο προπατορικό αμάρτημα και επεστράφη στην λύτρωση! Η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα είναι πραγματική όταν συνίσταται σε μία τέτοια σχέση μετοχής στην θεία φύση. Ακόμη και η ιδιαίτερη πλευρά τής λυτρώσεως ανήκει σε αυτό το περιεχόμενο: αυτή (σε μια τυπικά αλεξανδρινή προοπτική) φανερώνεται στην πρόσληψη τής ανθρώπινης φύσεως που είναι στον Χριστό, στην προσωπική μορφή τού θεού και επομένως στην μετοχή σε αυτή την πρόσληψη ακόμη και των «μελών του Χριστού». Η μετοχή στην θεία φύση λοιπόν καταλήγει ακόμη και μετοχή στο θείο πρόσωπο και με αυτόν τον τρόπο η θέωση ολοκληρώνεται. Πρόκειται για μια προοπτική η οποία αρχής γενομένης από τον Ειρηναίο συναντάται πάνω απ’ όλα στους Έλληνες πατέρες. Εκείνη λόγω της οποίας το να «είμαι στον Χριστό» είναι κατ’ ουσίαν να «είμαι στον θεό». Ο Ειρηναίος για παράδειγμα, διακρίνει τον σκοπό τής ενσαρκώσεως στο γεγονός ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έγινε αυτό που είμαστε για να μπορέσουμε και εμείς να φθάσουμε την τελειότητα, γινόμενοι αυτό που είναι αυτός! Παρομοίως και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (στην κορυφή της παραβολικής εξελίξεως) ισχυρίζεται ότι η ουσία τής τάξεως τής λυτρώσεως είναι να γίνουμε σαν θεοί, διότι παρότι εκ φύσεως άνθρωποι, επειδή είμαστε εν Χριστώ αναπληρώνουμε τον θεό, διότι ο Χριστός είναι θεός!
Συνεπάγεται ότι η διαδρομή τής πρακτικής χριστιανικής ζωής, έτσι όπως συστήθηκε από τον Κλημη Αλεξανδρέα και τον Ωριγένη, ακολουθεί την ανάπτυξη τού Χριστιανού σαν ενεργεία θεού, θεωρημένο μάλιστα αφομοιωμένο στον θεό (εσόμενος και δη εξομοιούμενος θεός, Κλήμης Στρωματείς VII, 1!). Επειδή δε η θέωση ουσιαστικά επανέρχεται και ολοκληρώνεται στον Χριστό, η διαδρομή τής αναπτύξεως τής θεώσεως προσλαμβάνει αναγκαίως την μορφή τού Χριστού. Αυτός όμως γίνεται κατανοητός ουσιαστικά σαν το θείο πρόσωπο, όπως ο “Λόγος”, όπως επίσης και σαν αυτός που είναι «ο Χριστός», ο χρισμένος στο χρίσμα τού Αγίου Πνεύματος, του οποίου το έργο εκπληρώνεται λοιπόν με την διάχυση του Αγίου Πνεύματος σαν “πνεύμα”. Η ανάπτυξη τής θεώσεως συντελείται λοιπόν κάτω από το σημείο τού Λόγου και τού Πνεύματος και επομένως σαν μια αυξανόμενη πνευματοποίηση, τόσο που στον Ωριγένη η ορατότης και η Μυστηριακότης τής Εκκλησίας είναι μόνον μια στιγμή προετοιμασίας στην οδό προς το «καθαρό πνεύμα» (και γι’ αυτό θεωρείται εδώ σαν το θεμέλιο τής «πνευματικής Εκκλησίας» του Ιωακείμ και όλου του Ιωακειμισμού).
Το περιεχόμενο της θεολογίας που αναπτύσσεται σε αυτή την βάση είναι λοιπόν από απόψεως τυπικής, φορμαλιστικής, η λεγόμενη «μετοχή στην φύση και στο πρόσωπο του θεού». Και καθώς αυτή η θέωση είναι ταυτοχρόνως μια «καθαρή πνευματοποίηση», η πράξη μιας τέτοιας θεολογίας, δηλαδή η αυθεντική της μέθοδος, συνίσταται εξ’ απόψεως φορμαλιστικής πάντοτε σε μία “μετοχή” πνευματικώς συνειδητοποιημένης, και επομένως σε μία πρόγευση της αιωνίου θεωρίας (visio beatifica) στην “γνώση”, η οποία είναι η μορφή τήν οποία προσέλαβε η γνώση: «πίστη είναι η γνώση, γνωστική η πίστη». Εάν η θέωση είναι το περιεχόμενο τής θεολογίας, η γνώση είναι η αντίστοιχη τυπική (φορμάλε) ενέργεια. Η αντικειμενική οντική μετοχή κατορθώνεται μέσω μιας νοητικής υποκειμενικής μετοχής. Όπως το αντικείμενο τής θεολογίας είναι μια «πλήρης μετοχή» στο είναι τής φύσεως και του προσώπου τού θεού, έτσι και η θεολογική πράξη είναι κατά συνέπειαν η πλήρης μετοχή μας στην συνείδησή Του. Μια υποδοχή στην πίστη τής πράξεως με την οποία ο θεός μαρτυρεί τον εαυτό του, για να επιτρέψει στην συνέχεια αυτή η ίδια η πράξη να αυτοφανερωθεί στην γνώση.
Η θεολογία είναι αυτή η αυτοφανέρωση της ενεργείας η οποία έχει αποσταλεί από τον θεό και η οποία πραγματοποιείται στον Υιό του, σαν τον Λόγο του και στο Άγιο Πνεύμα σαν το πνεύμα του. Όπως στην μετοχή και στην οντική συμμετοχή το φυσικό ανθρώπινο ον δεν είναι τίποτε άλλο από μια δύναμη υπακοής, ένα αφήνω να συμβεί από μόνο του, έτσι και στην μετοχή και στην νοητική συμμετοχή η φυσική ανθρώπινη συνείδηση (η οποία διακρίνεται από την λογική σκέψη) εργάζεται μόνον σαν μία αντίστοιχη νοητική δύναμη υπακοής, δηλαδή σαν μία προσεκτική και υπάκοη εγκατάλειψη στην καθοδήγηση από τον Λόγο και από το πνεύμα της θείας παραδόσεως. Η θεολογία είναι θεολογία τής παραδόσεως εν Λόγω και εν πνεύματι.
(Συνεχίζεται)
ΑΥΤΗ Η ΣΥΜΦΟΡΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ Ο ΟΡΟΣ ΘΕΩΣΗ, ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ.
" Ιδιαιτέρως, η "υπερφυσική πραγματικότης" πληρούται από την "μετοχή στην θεία φύση" (γι' αυτό στην σύγχρονη συνάντηση της θεολογίας με τους Έλληνες πατέρες χρησιμοποιήθηκε και σαν συνώνυμο της "θεώσεως"), διότι είναι στην "μετοχή (του κτίσματος) στην θεία φύση" που συναντιέται η ιδιαίτερη μορφή τού "πάνω, του υπέρ" σε σχέση με την κτιστή φύση".
Αμέθυστος
Το Άγιο Πνεύμα ως «motor omnis creature» ενεργεί στην ιστορία της ανθρωπότητας με τρόπο διαλεκτικό: καταστρέφει και δημιουργεί, κινεί και δίνει ησυχία, σκοτώνει και ζωογονεί, είναι πόλεμος και ειρήνη, υποταγή και συμφιλίωση, οξύτητα και απαλότητα, τρόμος και χαρά, ανάθεμα και έλεος, κρίση και παρηγοριά. Αυτή η θεολογία του Πνεύματος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια συγκεκριμένη μορφή έκφρασης του Πνεύματος: ο λόγος του Ευαγγελίου είναι μόνο μια από τις εμφανίσεις Του, όπως η εμφάνιση (γνωστοποίηση) στον λόγο της δημιουργίας, στην πολλαπλότητα των δωρεών της χάριτος, στην εσωτερική φωτιά της έμπνευσης. Κατά την έκπτυξη του Αγίου Πνεύματος αναδύεται ένα εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό: πριν εμφανιστεί στις πολλαπλές μορφές των χαρισμάτων, διαποτίζει ενεργά το σύμπαν. Πριν ανυψώσει την ιστορία σε ιστορία της σωτηρίας, δίνει παλμό στην φύση. Πριν προβληθεί στην ιστορία της σωτηρίας ως δημιουργός του νέου, ως ο νικητής του θανάτου και ως ανανεωτής της ζωής, αποκαλύπτεται στο σύμπαν ως δημιουργός. Πριν κινηθεί στα πνεύματα των σοφών, αιωρείται πάνω από τα ύδατα. Πριν απευθυνθεί με τον λόγο του Ευαγγελίου στον κόσμο, μιλά δια των προφητών της παλιάς ανθρωπότητας. Όλα όμως στοχεύουν στην γέννηση της κοινότητας, στην οποία ο κόσμος θα βρίσκεται στην τάξη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνης της κοινότητας που έχει ως χαρακτηριστικό το «pax, quies, gaudium» (ειρήνη, ησυχία, χαρά). Στην θεολογία αυτή περί Αγίου Πνεύματος βρίσκεται ένα πυρακτωμένο μεταρρυθμιστικό στοιχείο: γνωρίζει πως η ανανεωτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να στραφεί και εναντίον υφιστάμενων τάξεων (οργανώσεων), που εναντιώνονται στην πραγμάτωση του. Δεν πρέπει μάλιστα να διστάσει ούτε μπροστά στους θεσμούς εκείνους που κάποτε ιδρύθηκαν εν ονόματι του Θεού, ο χρόνος των οποίων τελείωσε και πρέπει να κάνουν τόπο για τις νέες δημιουργίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Ιωακείμ λοιπόν, έγινε ο πατέρας των μεταρρυθμιστών. Στα μάτια όμως των δυνάμεων που απειλούνται από τους μεταρρυθμιστές αυτούς, είναι ο αιρετικός.
2 σχόλια:
Opos eixe grapsei o Vlaxogiannis sta prolegomena ton apomnimoneymaton tou Makrygianni oi Vavaroi thelisan na exelinisoun tous Ellines. Simera oi apofoitoi theologikon sxolon tis Amerikis kai Germanias exoun tin eygeniki filodoxia na kanoun orthodoxous ta paidia tou Kosma Aitolou. Kai oi idioi anthropoi paidia tou Mozart os pros ton politismo na kanoun kalous Romious ta fysika tekna tou Kazantzidi. Tragelafos AM
Απολύτως σωστός.
Δημοσίευση σχολίου