ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τού HANS JONAS.
18. Η άβυσσος τής βουλήσεως.
Φιλοσοφικοί στοχασμοί στο εβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου!
Αυτό το κεφάλαιο είναι ένα κλειδί για την κατανόηση τής ελεύθερης βούλησης στην Χριστιανική ζωή. Όμως έχει το δικαίωμα να παίξει έναν τόσο αποφασιστικό ρόλο στην Χριστιανική ζωή μόνον εάν οι βεβαιώσεις του Παύλου εκφράζουν αναγκαίες αλήθειες και όχι ευκαιριακές και τυχαίες.
Οι δηλώσεις αυτές λοιπόν θα λογαριαζόταν σαν ευκαιριακές αλήθειες εάν το “Εγώ” που μιλά για τον εαυτό του ήταν το πρόσωπο τού Παύλου, εάν δηλαδή αποτελούσαν ένα αυτοβιογραφικό συμπέρασμα (στο οποίο ένα μέρος θα περιέγραφε το παρελθόν και ένα άλλο το παρόν). Θα ήταν τυχαίες και ευκαιριακές εάν το “Εγώ” που μιλά είχε την πρόθεση να αντιπροσωπεύσει έναν ψυχολογικό τύπο-έναν τύπο προσωπικότητος, για τον οποίο το απαγορευμένο, ακριβώς επειδή είναι απαγορευμένο, αποκτά μία έλξη ακαταμάχητη και επειδή το γεγονός αυτό είναι διαδεδομένο, ο γενικός του χαρακτήρας θα ήταν απλά εμπειρικός, οπότε θα δεχόταν εξαιρέσεις στον κανόνα, οι οποίες θα έπρεπε να είναι χωρισμένες από τις συνέπειες του κανόνος, όπως π.χ. η ανάγκη της χάρης. Οι δηλώσεις θα ήταν επιπλέον ευκαιριακές εάν το “Εγώ” ήταν η ιστορική ανθρωπότης (ή ο λαός του Ισραήλ) σαν το πρωτότυπό της) και πρέπει να διέλθει στην σειρά μέσα από τις δύο φάσεις “πριν τού Νόμου” και κάτω “από τόν Νόμο” έχοντας τον σκοπό να φθάσει την φάση τής χάρης “μετά τον Νόμο”. Όσο και αν αυτή η ακολουθία είναι αναγκαία στην πρόοδο τής ιστορίας, η τοποθέτηση ενός ατόμου σε μία ιδιαίτερη φάση αυτής της προόδου θα ήταν τυχαία και σ’αυτή την προοπτική θα καθιστούσε τα περιεχόμενα τής άλλης φάσης αδιάφορα-για παράδειγμα, για την Χριστιανοσύνη την μετά-Παύλειο ένα απλό θέμα ιστορικής οπισθοδρομικής θεωρίας . Αντιθέτως, οι δηλώσεις αυτές θα ήταν αναγκαίες εάν ο ομιλών ήταν ο καθαυτός Άνθρωπος, έτσι ώστε αυτό που ελέχθη σ’αυτή την υποκειμενική φόρμα, στην αποτυχία τής προσπάθειας να πραγματοποιηθεί ο Νόμος ισχύει για τον Χριστιανό όσο και για τον Εβραίο και τον Εθνικό και συνιστά ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ τής Χριστιανικής εναλλακτικής ακόμη και μία κίνηση ολοκλήρωσης τής κινήσεως της τής εσωτερικής. Έτσι είναι απαραίτητη η εξήγηση τού τρόπου της υπάρξεως κατά τον οποίο μία κατάσταση όπως εκείνη που περιγράφεται στο Ρωμ. 7 τοποθετείται με νοητό τρόπο και υποχρεούται να αναδυθεί στήν ριζική της διάσταση και έκφραση.
Μία εισαγωγή, ένα προοίμιο τής αναλύσεως μάς προσφέρει ο Αυγουστίνος σύμφωνα με τον οποίο στον τρόπο ζωής τού ανθρωπίνου όντος τό “προπατορικό αμάρτημα” είναι αναπόφευκτα διαπραγμένο και σταθερώς ανανεωμένο. Η ανάλυση λοιπόν προτίθεται να αποδείξει την καθαρή διαλεκτική ανάγκη τής δομής η οποία ενεργεί στο προπατορικό αμάρτημα-πρωτογενής διότι είναι ριζωμένη στην αυτόνομη κίνηση τής ανθρώπινης θελήσεως, τής καθαυτής θελήσεως, και διαλεκτική διότι, παρότι είναι αναγκαία, είναι το αποτέλεσμα τής ατομικής θελήσεως και έτσι η μοίρα μιάς ελευθερίας αυτό-παραγόμενης η οποία δόθηκε στον καθένα μας. Η φιλοσοφική ανάλυση, συνδέοντας τήν ανάγκη στο υπαρξιακό της βάθος, πρέπει να αποδείξει πως η εν λόγω διαλεκτική-η οποία καταλήγει στην εμπειρία τής ανθρώπινης ανεπάρκειας-προέρχεται από την βασική οντολογία του ανθρώπινου όντος. Μόνο μ’αυτή την συνθήκη οι δηλώσεις τού Παύλου μπορούν να ισχύουν. Και μόνο βάσει αυτής ο σοφός μπορεί να δοκιμάσει μία συγκεκριμένη κατανόηση αυτών τών δηλώσεων. Γι’αυτόν τον σκοπό εάν η ερμηνευτική μας προ-εννοιολόγηση είναι ακριβής οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε την μετάφραση τού περιεχομένου τών δηλώσεων τού Παύλου στην γλώσσα τής υπαρξιακής περιγραφής (ίσως πρέπει να πούμε “επαναμεταφράσουμε”). Παρουσιάζουμε λοιπόν το χωρίο τής Επιστολής στους Ρωμαίους αλλά αυτό που ακολουθεί δεν είναι μία εξήγηση τού κειμένου, αλλά ένας ελεύθερος στοχασμός ή φιλοσοφικός διαλογισμός στα γενικά υπαρξιακά φαινόμενα τα οποία βάσει τής υποθέσεώς μας ενυπάρχουν στις δηλώσεις τού Παύλου και αφορούν την συστατική (δομική) πραγματικότητα τού ανθρωπίνου όντος.
Ρωμαίους 7,7: “Τί θα πούμε λοιπόν; Ότι ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο, αλλά τήν αμαρτίαν δεν θα την είχα γνωρίσει παρά διά τού νόμου. Ούτε θα είχα γνωρίσει την φιληδονία, εάν ο νόμος δεν έλεγε: ούκ επιθυμήσεις. Διά της εντολής εκείνης βρήκε την ευκαιρία η αμαρτία και ξύπνησε μέσα μου κάθε κακή επιθυμία διότι χωρίς νόμο η αμαρτία είναι νεκρή. Εγώ δε ζούσα κάποτε χωρίς νόμον, έλθούσης δε τής εντολής η αμαρτία ανέζησε, εγώ δε απέθανον και έτσι ο νόμος που έπρεπε να χρησιμεύσει για την ζωή, σ’εμένα έφερε θάνατον. Η γάρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα διά τής εντολής με εξαπάτησε και δι’αυτής με θανάτωσε. Ώστε ο νόμος μεν άγιος και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή αλλά το αγαθόν έγινε για μένα θάνατος; Μη γένοιτο. Αλλά η αμαρτία για να φανερωθεί σαν αμαρτία χρησιμοποίησε το αγαθόν για να μου προξενήσει θάνατον και έτσι να γίνει η αμαρτία υπερβολικά αμαρτωλή διά της εντολής! Γνωρίζουμε ότι ο νόμος είναι πνευματικός αλλά εγώ είμαι σαρκικός πουλημένος στην αμαρτία. Δεν μπορώ να εννοήσω ούτε αυτό που κάνω (κατεργάζομαι), διότι δεν κάνω εκείνο που θέλω, αλλά αυτό που μισώ αυτό ποιώ. Αλλά εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω τότε συμφωνώ ότι ο νόμος είναι αγαθός. Επομένως δεν κατεργάζομαι εγώ αυτό που μισώ (δεν θέλω) αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Διότι ξέρω ότι δεν κατοικεί τίποτε αγαθό μέσα μου, δηλαδή στην σάρκα μου. Η θέλησις να κάνω το καλό υπάρχει αλλά δεν έχω την δύναμιν να το κάνω, διότι δεν κάνω το καλό που θέλω αλλά το κακό που δεν θέλω, τούτο πράσσω. Βρίσκω λοιπόν μέσα μου αυτόν τον νόμο, τω θέλοντι ποιείν το καλόν, μέσα μου όμως παράκειται (είναι πρόχειρο) το κακό. Αλλά εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε δεν ενεργώ πλέον εγώ αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση εις τον νόμον τού Θεού κατά τον έσω άνθρωπον, αλλά βλέπω άλλον νόμον εις τα μέλη μου αντιστρατευόμενον τον νόμον τού νοός μου και να με αιχμαλωτίζει στον νόμο τής αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου. Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος. Ποιος θα με ελευθερώσει από του σώματος τούτου του θανάτου; Ευχαριστώ τον Θεόν διά τού Ιησού Χριστού τού Κυρίου μας. Άρα λοιπόν εγώ ο ίδιος με τον νού μου δουλεύω εις τον νόμον του Θεού, αλλά με την σάρκα μου εις τον νόμον τής αμαρτίας.”
Ο άνθρωπος είναι εκείνο το όν το οποίο όχι μόνον αναφέρεται στον κόσμο με πράξει τις οποίες αντιλαμβάνεται (cogitationes) αλλά κάνοντας τοιουτοτρόπως, γνωρίζει τις πράξεις του και τον εαυτό του ενώ τις πραγματοποιεί. Η σκέψη είναι πάντοτε και ταυτοχρόνως μία “σκέψη τής σκέψης” (cogito me cogitare). Είναι λοιπόν ένα όν το οποίο ουσιωδώς και συστατικώς αναφέρεται στον εαυτό του, καθότι μόνον σ’αυτή την σχέση και χάρη σ’αυτή, συστήνεται καθότι Εγώ!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου