Από τον υλικό στον άυλο κόσμο: Πως φτάσαμε ως εδώ;
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
«Είχα την ευτυχία πρώτη φορά να με ξεναγήσει στις Εκκλησίες ένας επιληπτικός που έμενε στο συνοικισμό Μουταλάσκης, ένα φτωχό συνοικισμό από Καππαδόκας, ο αδελφός του ο μεγαλύτερος ήτανε καροποιός, Γελίμης Γεώργιος, επιληπτικός. Να σου πω μια ερώτηση μου, κυρ-Νίκο, λέει, πως να κάμω τον Σταυρό μου, πότε, όταν ξέρω πως ανοίγοντας την πόρτα θα δω αντίκρυ μου στην Παναγία της Βλαχέρνας τον Σταυρό, για όταν πραγματικά τον βλέπω, καταλάβατε πόσο ταραγμένος ο νέος προβληματίζεται απάνω στα πράγματα, τι πλούσιες, τι πολυπίκοιλες είναι οι καταστάσεις των πραγμάτων και ποια η των πραγμάτων αλήθεια».
Παναγιώτατε, Εξοχώτατη κ. πρόεδρε,
…
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, σε αυτό το απόσπασμα από Ανέκδοτη Ομιλία του στη Βέροια, στις 25 Απριλίου του 1991, θέτει το ερώτημα του πραγματικού. «Τι εστίν» το πραγματικό και ποια η «των πραγμάτων αλήθεια». Ερώτημα, το οποίο ο ίδιος απαντά σε πολλά κείμενά του, με τρόπο δημιουργικό και οπωσδήποτε συμπεριληπτικό μιας παράδοσης, της Ορθόδοξης Χριστιανικής παράδοσης, της οποίας ο παίζω-γράφος είναι μέτοχος και θιασώτης. Άλλωστε, νέτα-σκέτα δήλωνε, ότι είναι τέκνον της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τρέφεται από τα νάματά της. Και είναι αυτά τα νάματα που κυλούν στις φλέβες του, που τον οδηγούν να πει, ότι για να κατέβει -περί καθόδου πρόκειται- κανείς τ’ αναρίθμητα του πραγματικού σκαλοπάτια χρειάζεται να σηκώσει βαριά, μαρμάρινη πλάκα2. «Χρειάζεται», λέγει, «η ψυχή του καθενός να γίνει παιγνίδι του ανέμου, προκειμένου να δει τη δόξα του πραγματικού». Άλλωστε, συνεχίζει, «Η ομορφιά του πραγματικού, μονάχα σε όσους το υπομένουν αποκαλύπτεται». Και το σημαντικότερο, καταπώς σημειώνει, «Ομορφιά δεν είναι ο έρωτας του προικισμένου προσώπου·είναι η εγκαρτέρηση δίπλα, κοντά σ’ αυτό που δεν είσαι»3.
Έχω την αίσθηση, πως πολλές φορές στο χώρο της Θεολογίας και σαφώς και της Εκκλησίας, νιώθουμε ότι ζούμε εντός ενός κόσμου που δεν είμαστε. Ενός κόσμου που στέκεται μακριά από τα βασικά προτάγματα του Ευαγγελίου, ενός κόσμου που κινείται με ένταση ενάντια στον βαθύτερο τρόπο της υπάρξεώς μας. Γεγονός, που αμέσως οδηγεί στη λογική του εμείς και οι άλλοι, χωρίς ούτε μια υπόνοια ότι ενίοτε εμείς είμαστε οι άλλοι και οι άλλοι είναι εμείς4.
***
Το παρόν Συνέδριο, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έκδοση του περιοδικού Θεολογία, επέλεξε να ασχοληθεί με ένα θέμα μείζον και ουσιαστικό. Θέλησε να δει την πορεία της Θεολογίας εντός της άυλης πραγματικότητας της ύστερης νεωτερικότητας. Και τούτο διότι ο καιρός είναι αυτός που ορίζει πάντα τα πράγματα. Άλλωστε, όπως συχνά πυκνά λέγεται, η θεολογία δεν μπορεί παρά να είναι ποιμαντική. Πράγμα που σημαίνει, πως γεννιέται από την ανάγκη του εκκλησιαστικού σώματος, που βρίσκεται ή οφείλει να βρίσκεται σε διάλογο με το σύνολο του κόσμου και της ζωής. Όταν ο Νεστόριος -διά του πρεσβυτέρου Αναστάσιου-, κατηγορεί τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας επί αιρέσει και τον καλεί να εξηγήσει γιατί αποδίδει στην Παναγία το κατά τη γνώμη του αντιβιβλικό, αντισυνοδικό και αντιπαραδοσιακό όνομα Θεοτόκος, εκείνος του απαντά με τον εξής δυναμικό και αποκαλυπτικό των πραγμάτων τρόπο: «Ει και μη εμνήσθη η σύνοδος της λέξεως, καλώς εποίησεν· ούτε γαρ εκινήθη τοιούτον τι κατ’ εκείνο καιρού. Διό ούτε ην ανάγκη τα μη ζητούμενα φέρειν εις μέσον. Ει και τα μάλιστα τη δυνάμει των εννοιών, οίδε Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν»5. Τούτο νομίζω αναλογικώ τω τρόπω απαντά και στην επιλογή του συγκεκριμένου θέματος εδώ και τώρα.
Η Εκκλησία, όπως και όλος ο κόσμος ζει στην εποχή και την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Πράγμα που σημαίνει, πως βρισκόμαστε εντός ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από το υψηλό ρίσκο6, την ανασφάλεια, αλλά μαζί και τη διάθεση τονισμού των ελευθεριών7. Εντός ενός κόσμου στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας ανθρωπολογίας, συνεπώς και κοσμολογίας -με τη γλώσσα της Θεολογίας κτισιολογίας8-, που φαίνεται πως δοκιμάζει την αντοχή των υλικών και συνεπώς τη στατικότητα του οικοδομήματος του σύγχρονου πολιτισμού και όλων των δομών του· ενδεικτικά των πολιτικών, θρησκευτικών, οικονομικών και πολιτισμικών. Ζούμε εντός μιας κοινωνίας, η οποία ονομάζεται «εικονιστική» και η οποία όπως πολύ σωστά έχει υπογραμμιστεί: «χαρακτηρίζεται από την ανάδυση ενός καινοφανούς τρόπου παραγωγής και διακίνησης εικόνων, μέσω της ψηφιοποίησης, ο οποίος τείνει στην εξαύλωση των αγαθών (π.χ. εξουσία, πλούτος, πληροφορία) και των σχέσεων (διαπροσωπικών, οικονομικών και πολιτικών), η αρχιτεκτονική, το περιεχόμενο και η εγγύτητα των οποίων προσδιορίζονται ολοένα περισσότερο από αλγόριθμους. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες εξεικονίζονται και η πραγματικότητα γίνεται υβριδική, δηλαδή ταυτόχρονα φυσική και ψηφιακή»9. Οι αλγόριθμοι εισάγουν έναν νέο ντετερμινισμό. Τη θέση του Θεού των παλιών ντετερμινισμών, φαίνεται πως, εδώ, λαμβάνει η μηχανή10. Η μηχανή-Θεός που διεκδικεί με τον δικό της τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου. Η μηχανή οδηγεί την κοινωνία, οδηγεί και τα πρόσωπα. Οδηγεί τον άνθρωπο, του οποίου τα χαρακτηριστικά σταδιακά και μεθοδικά αλλάζουν. Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας γιγαντιαίας προσπάθειας μετατόπισης της ανθρωπινότητας. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας προσπάθειας διαμόρφωσης ενός νέου ανθρωπότυπου. Βρισκόμαστε εξαιτίας της εικονιστικής πραγματικότητας, όπου η εικόνα δεν διαβαίνει επί το πρωτότυπο, εντός μιας διαδικασίας μετατόπισης του ίδιου του πραγματικού. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας διάθεσης μετάβασης από τον άνθρωπο στον υπεράνθρωπο και ακόμα πιο πέρα στον μετάνθρωπο. Ενώπιον μιας εικονιστικής κοινωνίας αντικατάστασης, η οποία διά της «ριζικής ανθρώπινης αναβάθμισης» μοιάζει να κινδυνεύει τον κίνδυνο της κατάργησης του ανθρώπου11.
Και για να γίνω πιο σαφής οφείλω να περιγράψω, εν ολίγοις, τα φαινόμενα που ευαγγελίζονται την μετάβαση αυτή. Πρόκειται ουσιαστικά για τα κινήματα, επιστημονικά και όχι μόνον, του Υπερανθρωπισμού και του Μετανθρωπισμού, τα οποία έχουν συγκροτήσει πλέον σαφή θεωρία, αλλά και αναγνωρίσιμη επαρκώς πράξη. Συγκεκριμένα, ο Υπερανθρωπισμός ομιλεί στις ήπιες μορφές του για μια κάποια βελτίωση του ανθρώπου μέσω των ευγονικών μεθόδων και των τρόπων πνευματικής εξέλιξης και φτάνει, στις πιο προωθημένες, έως και το ξεπέρασμα των βιολογικών ορίων του ανθρώπου μέσω της τεχνικής12. Ο Μετανθρωπισμός, που κινείται πέρα από τον Υπερανθρωπισμό, διαιρείται σε Τεχνικό και Κριτικό. Ο Τεχνικός Μετανθρωπισμός, κατανοώντας την τεχνική ως αυτοσκοπό και εξάπαντος όχι ως μέσον και τον άνθρωπο ως ένα μεταβατικό στάδιο εξέλιξης, μιας τεχνικής ετερότητας που θα τον διαδεχτεί, ομιλεί για την «τελική υπέρβαση του ανθρώπου καθαυτού ακόμη και σε μεταβιολογική μορφή»13. Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας επιστημονικής εσχατολογικής θεώρησης, μιας εσχατολογίας της τεχνικής, εντός της οποίας ο άνθρωπος χάνει την αξία του, καθώς στο τέλος της πορείας αυτό που θα διασωθεί, αυτό που θα απομείνει δεν θα είναι ο όλος άνθρωπος, αλλά μόνον η νόηση14. Ο Κριτικός Μετανθρωπισμός, παρότι συμφωνεί με τους εκπροσώπους του Τεχνικού Μετανθρωπισμού στο γεγονός πως ο άνθρωπος δεν συνιστά αξία, δεν δίνει έμφαση -τούτο δεν σημαίνει πως μένει παντελώς αδιάφορος-, σε διαδικασίες βιολογικής αναβάθμισης. Ο καημός του είναι να σταθεί απέναντι στον ανθρωπισμό και κυρίως στην ανθρωποκεντρικότητα. Για τον λόγο ακριβώς αυτό αρνείται κάθε δυϊσμό και κάθε διάκριση μεταξύ ανθρώπου, ζώου και μηχανής15. Και ακόμα πιο πέρα αρνείται τη διάκριση, πολύ δε περισσότερο τη διαίρεση, σώματος και ψυχής στον άνθρωπο. Σκοπός του η κατάργηση «ταξικών και φυλετικών διακρίσεων λόγω των φενακών του ανθρωπισμού» και εν τέλει η άφιξη του ανθρώπου στον ήδη υπάρχοντα μετάνθρωπο που η δυτική ιδεολογία της προόδου εξαφάνισε16.
Βέβαια, η πάλη απέναντι στο υλικό στοιχείο, η πάλη ενάντια στο σώμα, η δυσανεξία, δεν είναι γέννημα της ύστερης νεωτερικότητας, μήτε της μετα-νεωτερικότητας και οπωσδήποτε ούτε της νεωτερικότητας. Πρόκειται για διαδικασία η οποία ξεκινάει από πολύ νωρίς στον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού. Στον δε χώρο της Χριστιανικής Εκκλησίας εμφανίζεται με ένταση στη διδασκαλία της αίρεσης του μονοφυσιτισμού, αλλά και στο αντίπαλο δέος του που υπήρξε η αίρεση του δυοφυσιτισμού. Και στις δύο περιπτώσεις η υποτίμηση και ενοχοποίηση της ύλης και εξαιρέτως του σώματος, πέρα από το γεγονός ότι απηχεί τις ιδέες του γνωστικισμού, του μανιχαϊσμού και του παραμορφωμένου Ιουδαϊσμού, αποκαλύπτει τον κοινό ηθικισμό των διαφορετικών έως και άκρως αντίθετων μορφών της αίρεσης η οποία αδυνατεί να αποδεχθεί ότι «Θεός ανθρώπω μείγνυται». Αδυνατεί, δηλαδή, να δεχτεί ότι ο «υψηλός» δημιουργός μπορεί να κοινωνήσει και κυρίως να ενωθεί με το υποδεέστερο δημιούργημα, στο οποίο η αμαρτία μοιάζει να συνιστά οντολογικό στοιχείο της «πεπτωκυίας» ανθρώπινης φύσης17. Γεγονός που δημιούργησε μια πολεμική απέναντι στο σώμα, απέναντι στην ύλη, η ηχώ της οποίας διαπέρασε ως αστραπή την ιστορία και έφτασε σε πολλές περιπτώσεις να δηλητηριάζει τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας ακόμα και σήμερα.
Σημειώσεις
1. Ανέκδοτη Ομιλία του Ν.Γ. Πεντζίκη στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέρροιας στις 25 Απριλίου 1991 . Η Ομιλία, μαζί με Πρόλογο του Γ.Χ. Χιονίδη, περιήλθε στα χέρια μου από τον μακαριστό δάσκαλο Νίκο Τζουμάκα.
2. Βλ. Ν.Γ. Πεντζίκης, Ποιήματα (Παλαιοντολογικά), εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 21: «“Έλα πουλί στον τόπο σου, έλα στην κατοικιά σου”, έλεγε,/ θρηνώντας ο πατέρας μου που ’φυγε, θάβοντας τη χαρά./ Τι βαρειά η μαρμάρινη πλάκα, που χρειάστηκε να σηκώσω,/ κατεβαίνοντας τ’ αναρίθμητα του πραγματικού σκαλοπάτια».
3. Ν.Γ. Πεντζίκη, Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 130-131.
4. Ο Αρθούρος Ρεμπώ συχνά σημείωνε, πως «I, is an other», Alchemy of the Word. Πρβλ. Ν.Γ. Πεντζίκη, Προς Εκκλησιασμό, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 66: «[…] το εγώ μου είν’ ένας άλλος […] Τόσοι άλλοι είμαι εγώ».
5. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Επιστολή 10, Προς τους Κωνσταντινουπόλει κληρικούς στασιάζοντας, PG
77, 64B.
6. Βλ. ενδεικτικά, K. Rasborg, Ulrich Beck: Theorising World Risk Society and Cosmopolitanism, εκδ. Palgrave Macmillan, New York 2021.
7. Βλ. Ι. Πέτρου, Κοινωνιολογία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 186,195.
8. Είναι σαφές, πλέον, πως το περιβάλλον εξαιτίας της ύβρεως του ανθρώπου και της εκ μέρους του εργαλειακής χρήσης του αγγίζει τα υπαρκτικά του όρια. Τούτο, δίχως αμφιβολία συνδέεται με την αδυναμία καθαρής όρασης, η οποία θα επέτρεπε την κατανόηση της εσχατολογικής του προοπτικής. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία μια επανασύνδεση, μια αποκατάσταση της σχέσης της ιστορίας με τη φύση. Βλ. σχετικά, Χ.Α. Σταμούλη, Από την παθολογική συναισθηματικότητα στον οικολογικό ρεαλισμό της ευθύνης, https://antidosis.wordpress.com/2013/08/27/ (ανάκτηση 26/09/2023): «Έτσι, φθάσαμε σε πολλές περιπτώσεις, στην “ολοκληρωτική διχοτόμηση ανάμεσα στη φύση και την ιστορία, στα ιερά και τα εγκόσμια, στη λογική και το μύθο, στην τέχνη και τη φιλοσοφία”, και εσχάτως στην αισθητική και τη φιλοκαλία. Πρόκειται ουσιαστικά για φοβίες, που τροφοδοτούνται από τον άκρατο ατομικισμό, την εξουσιαστική διάθεση και τη δύναμη, όλα αυτά, δηλαδή, που συνιστούν μια μη-ορθοδοξία. Στα όρια μιας τέτοιας κατανόησης, η κτίση ή μένει χωρίς νόημα, καταντά απλό υλικό διεκπεραίωσης και τοποθετείται απέναντι στον άνθρωπο ανταγωνιστικά, ή σπάνια διεκδικεί όλο το νόημα για τον εαυτό της αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη αναφορά. Συνιστά, δηλαδή, “ανάγκη” που του στερεί την ελευθερία του και ως εκ τούτου ή πρέπει να απελευθερωθεί γρήγορα από αυτήν υποτάσσοντάς την ή πρέπει να παραδοθεί σ’ αυτήν για να υπάρξει «αληθινά». Ουσιαστικά, επαναλαμβάνεται η ιστορία με το υλικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Από τη μια, ο άκρατος υλισμός και από την άλλη, η διαδικασία εκπνευμάτωσης της ύλης. Η σάρκωση του Λόγου φαίνεται για μια ακόμη φορά να λησμονιέται. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, ανθρώπινο σώμα και κτίση αποτελούν αναλώσιμα με ημερομηνία λήξης, χωρίς εσχατολογική διάσταση, αναφορά, έκσταση, επέκταση, άνοιγμα στην πλήρωση που προσφέρει “αεί” ο σαρκωμένος Λόγος, καταδικασμένα στο μηδενισμό. Δεν χωρά αμφιβολία ότι τέτοιες θέσεις αποτελούν ηχώ, κουβαλούν τα σημάδια κοσμολογιών του παρελθόντος με τις οποίες συναντήθηκε, ή για να το πούμε σαφέστερα, εντός των οποίων εμφανίσθηκε και με τις οποίες πάλεψε ο Χριστιανισμός. Ενδεικτικά αναφέρω τον ελληνισμό, ως έκφραση ακραίας και μετριοπαθούς κοσμολογικής μεγέθυνσης, και μαζί τον γνωστικισμό, ως έκφραση μιας κάποιας κοσμολογικής σμίκρυνσης. Από τη μια, δηλαδή, η ταύτιση, η ειδωλοποίηση, η αποθέωση της κτίσεως και από την άλλη, η διαίρεση, η εγκατάλειψή της, ακόμη και ο μηδενισμός της. Βέβαια, θα λέγαμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα, στο χώρο του Χριστιανισμού, δεν είναι η ειδωλοποίηση της κτίσης, ο νατουραλισμός ο οποίος δεν είναι εντελώς απών, αλλά κυρίως και κατεξοχήν η απαξίωσή της, η περιθωριοποίησή της, η αφαίρεση του νοήματός της, που προκύπτει από το φόβο της ειδωλοποίησής της. Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος Χριστιανισμός φοβούμενος τη λατρεία της κτίσης “παρά τον κτίσαντα”, φαίνεται να αρνείται στη φύση το αυτονόητο της πλάσης της, αρνείται, δηλαδή, την παραπεμπτικότητά της, τη δυνατότητά της να “αποδεικνύει” το δημιουργό Θεό. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, παρουσιάζεται το φαινόμενο ο άνθρωπος της Ορθοδοξίας για λόγους συνέπειας σε απρόσωπες επιταγές και κανόνες, που ντύνονται τον μανδύα της ορθοδοξίας, να πολεμά αυτό που βλέπει, να αρνείται την αποκάλυψη της αλήθειας, να μάχεται τη φύση στοχεύοντας το υπέρ φύσιν. Μια τέτοια φύση, όμως, κενή νοήματος και λόγου υπάρξεως δεν προκαλεί κανέναν σεβασμό και καμιά ευλάβεια. Τα πάντα χάνονται μέσα στην ανθρωπολογική αποκλειστικότητα». Πρβλ. Σ.Χ. Τσομπανίδης, Υπέρ της Οικουμένης. Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και της αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 437-461· Σ. Γιαγκάζογλου, Θεολογία και νεωτερικότητα. Δοκίμια για τη συνάντηση της Ορθόδοξης Θεολογίας με τον σύγχρονο κόσμο, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2023, σ. 357· π. Ι. Χρυσαυγής, Η δημιουργία ως μυστήριο. Θεολογική προσέγγιση της οικολογικής πρό(σ)κλησης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2023.
9. Θ. Τάσης, Ψηφιακός ανθρωπισμός. Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019, σ. 11. Πρβλ. του ίδιου, Πολιτικές του Βίου ΙΙ: Η επιμέλεια του εαυτού στην εικονιστική κοινωνία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2017.
10. Βλ. σχετικά, M. O’Gieblyn, God, Human, Animal, Machine, εκδ. Anchor Books, New York 2022.
11. Για την «ανθρώπινη αναβάθμιση», βλ. ενδεικτικά, Θ. Τάσης, Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2021, σ. 14: «Με τον όρο ανθρώπινη αναβάθμιση περιγράφεται κάθε παρέμβαση με σκοπό την βελτίωση του ανθρώπου ή των λειτουργιών του σε ένα βαθμό μεγαλύτερο απ’ ότι είναι αναγκαίο για την διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας». Πρβλ. E. Juengst, What Does Enhancement Mean?, Enhancing Human Traits: Ethical and Social Implications, εκδ. Eric Parens, εκδ. Georgetown University Press, Georgetown 1998, σ. 29-47.
12. Βλ. σχετικά, Θ. Τάσης, Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, σ. 22-23.
13. Θ. Τάσης, Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, σ. 23.
14. Βλ. σχετικά, Ι. Βογιατζής, Sci-Fi και Θεολογία. Ο διάλογος των ταινιών Επιστημονικής Φαντασίας και της Ορθόδοξης Θεολογίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2022, σ. 101: «Στο “2001” άνθρωπο σε κάνει η σκέψη, η νόηση […] Τονίζει ο σκηνοθέτης (Stanley Kubric) “Γίναμε άνθρωποι όταν μάθαμε να σκεφτόμαστε. Το μυαλό μάς έχει δώσει τα εργαλεία για να καταλάβουμε που ζούμε και ποιοι είμαστε. Τώρα είναι καιρός να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, να γνωρίσουμε ότι δεν ζούμε σε έναν πλανήτη αλλά ανάμεσα στα αστέρια και ότι δεν είμαστε σάρκα αλλά νοημοσύνη”».
15. Βλ. σχετικά, M. O’Gieblyn, God, Human, Animal, Machine, εκδ. Anchor Books, New York 2022.
16. Βλ. σχετικά, Θ. Τάσης, Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης, σ. 26.
17. Βλ. σχετικά, Χ.Α. Σταμούλη, Ανθρώπινη φύση του Χριστού και αμαρτία στους Αντιοχειανούς Θεολόγους του 5ου αιώνα, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 262-263. Πρβλ. Γ. Μαρτζέλου, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενική σημασία της, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 169. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σε ένα άκρως ενδιαφέρον αλλά συνάμα και αινιγματικό κείμενό του, σημειώνει τα εξής: «Είναι ανάγκη να προσέχουμε και να μην ταυτίζουμε την ασθένεια της “πεπτωκυίας” φύσεως με την εγγενή ατέλεια κάθε δημιουργημένης φύσεως. Δεν υπάρχει τίποτα το νοσηρό ή απαίσιο στη “φυσική ατέλεια ” της δημιουργημένης φύσεως εκτός από εκείνο που εισδύει “από πάνω” ύστερα από το γεγονός της πτώσεως. Στη φύση πριν από την πτώση, μπορεί κανείς ίσως να μιλά για έλλειψη και ελαττώματα. Αλλά στον “πεπτωκότα” κόσμο υπάρχει κάτι περισσότερο –μια διαστροφή, μια επανάσταση, μια βλασφημία που προκαλεί ίλιγγο, μια βιαιότητα (violence). Είναι ο χώρος του σφετερισμού», Δημιουργία και απολύτρωση, μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 97.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ. Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ. ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου