Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Συνεχίζεται
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Η αντίφαση και η διαλεκτική στον Κάντ (συνέχεια).
4. Εάν η γενική λογική κατανοείται απο
τον Κάντ σαν λογική καθαρά τυπική, αυτός εγκαινιάζει δίπλα σ'αυτή, την λεγόμενη
υπερβατική λογική, η οποία αντιθέτως της πρώτης, δέν πραγματοποιεί αφαίρεση απο
κάθε περιεχόμενο της γνώσης, αλλά μελετά τους νόμους της σκέψης. Καθότι αυτή
είναι σκέψη ενός αντικειμένου, καθορίζοντας την καταγωγή, την έκταση και την
αντικειμενική αξία των γνώσεων οι οποίες χάρη σ'εκείνους τους νόμους,
διαμορφώνουν την σκέψη. Όπως και η γενική λογική έτσι και η υπερβατική λογική,
χωρίζεται απο τον Κάντ σε αναλυτική και διαλεκτική. Η υπερβατική αναλυτική
είναι "το μέρος της υπερβατικής λογικής το οποίο εκθέτει τα στοιχεία της
καθαρής γνώσης της νοήσεως (δηλαδή τις κατηορίες) και τις αρχές χωρίς τις
οποίες δέν είναι δυνατόν να γίνει σκέψη κανένα αντικείμενο. Ονομάστηκε απο τον
Κάντ "λογική της αλήθειας". Όταν όμως αυτά τα στοιχεία και οι αρχές
εφαρμόζονται μόνον σε αντικείμενα δοσμένα απο την εμπειρική διαίσθηση,
χρησιμοποιούνται με "υπερφυσικό" τρόπο, δηλαδή εφαρμόζονται σε αντικείμενα
τα οποία δέν είναι δοσμένα, τότε έχουμε μία "διαλεκτική" χρήση αυτών,
η οποία γεννά μία φαινομενική γνώση, όχι μία αληθινή γνώση! "Το δεύτερο
μέρος της υπερβατικής λογικής επομένως, πρέπει να είναι μία κριτική αυτής της
φαινομενικής διαλεκτικής και ονομάζεται υπερβατική διαλεκτική. Δέν είναι όμως
μία τέχνη η οποία προκαλεί δογματικά μία τέτοια φαινομενικότητα (μία τρέχουσα
δυστυχώς τέχνη διάφορων μεταφυσικών παραληρημάτων), αλλά είναι σαν κριτική τής
νοήσεως και της λογικής σε σχέση με την υπερφυσική τους χρήση, με σκοπό να
ξεσκεπάσει την ψευδαίσθηση της φαινομενικότητος των αβάσιμων απαιτήσεών
της".
Στην υπερβατική λογική, η οποία είναι
η πρωτότυπη δημιουργία του, ο Κάντ προτιμά να προσλάβει την διαλεκτική στην
σωστή της σημασία τής κριτικής τής φαινομενικότητος, παρότι συνεχίζει να
ονομάζει διαλεκτική την λανθασμένη χρήση τής νοήσεως και της λογικής, η οποία
παρακινεί την φαινομενικότητα! Αυτή η νόηση, επιπλέον θεωρείται υπεύθυνη για
διάφορες μεταφυσικές απάτες, έτσι ώστε η διαλεκτική σαν τέχνη η οποία οδηγεί
στην φαινομενικότητα καταλήγει να ταυτιστεί με την μεταφυσική η οποία απαιτεί
παράνομα να είναι επιστήμη (η μεταφυσική όπως είναι γνωστό, του μοντέρνου
ορθολογισμού, δηλαδή του Καρτέσιου, του Λάϊμπνιτς και του Γούλφ) και η
διαλεκτική σαν κριτική της φαινομενικότητος γίνεται ουσιαστικά η κριτική αυτής
της μεταφυσικής, η οποία αναπτύσσεται απο τον ίδιο τον Κάντ στο τρίτο μέρος της
κριτικής του καθαρού λόγου! Σ'αυτό το τρίτο μέρος ονομάζει την πρώτη
"ψευδαίσθηση φυσική και αναπόφευκτη" ή επίσης "φυσική και
αναγκαία διαλεκτική τής καθαρής νοήσεως (λόγου) και λέει ότι η δεύτερη θα είναι
ικανοποιημένη ανακαλύπτοντας τόσο την φαινομενικότητα των υπερβατικών κρίσεων
(δηλαδή των υπερφυσικών) όσο και να προφυλάσσει ταυτοχρόνως ώστε αυτή να μήν
οδηγήσει σε πλάνη! Ενα καθήκον όπως βλέπουμε, καθαρά αρνητικό, δηλαδή
καταστροφικό.
Έτσι και η διαλεκτική του Κάντ όπως
και εκείνη των Ελλήνων έχει σχέση με την αντίφαση! Ας δούμε με ποιόν τρόπο! Το
πλαίσιο μέσα στο οποίο η υπερβατική διαλεκτική ασκείται προσφεύγοντας στην
αντίφαση, και στο οποίο γίνεται καθαρή αναφορά, σαν ένα προηγηθέν μοντέλο της,
η μέθοδος του σκεπτικισμού, την οποία χρησιμοποίησε ο Ζήνων ο Ελεάτης, είναι το
διάσημο δόγμα των αντινομιών τής νοήσεως, δηλαδή η κριτική στην υπερβατική
χρήση την οποία πραγματοποιεί η νόηση τής ιδέας του κόσμου για να επαναφέρει σε
μία ανεξάρτητη αρχή την αντικειμενική σύνθεση των φαινομένων, δίνοντας έτσι
τόπο στην ορθολογική κοσμολογία! Περί αυτής ο Κάντ δηλώνει αμέσως: "εάν
εμείς εφαρμόσουμε την νόηση στην αντικειμενική σύνθεση των φαινομένων, το πάν
περιτυλίγεται σ'αυτές τις αντιφάσεις, έτσι ώστε αναγκάζεται, όσον αφορά την
κοσμολογία, να παραιτηθεί απο κάθε προσπάθεια "Αυτό το περιτύλιγμα σε
αντιφάσεις, λέγεται συνήθως απο τον Κάντ "διαμάχη των νόμων (αντινομία)
του καθαρού λόγου" και επίσης "αντιθέσεις του Καθαρού λόγου",
δηλαδή "διαμάχη των γνώσεων σύμφωνα με τα δογματικά φαινόμενα (θέσεις και
αντιθέσεις) χωρίς να δίνεται ούτε στην μία ούτε στην άλλη κάποιο ειδικό
δικαίωμα συμφωνίας" ο Κάντ εξηγείται : "Όταν εμείς στρέφουμε την
λογική μας όχι απλώς, με την χρήση των αρχών τής νοήσεως, στα αντικείμενα της
εμπειρίας, αλλά τολμούμε να την επεκτείνουμε πέραν των ορίων της, τότε
εμφανίζονται σοφιστικές προτάσεις [εκλογικευμένες κατώτερες προτάσεις], οι
οποίες δέν μπορούν να ελπίζουν απο την εμπειρία ούτε επιβεβαίωση, ούτε και να
φοβηθούν κάποια ανασκευή, κάθε μία απο τις οποίες είναι χωρίς αντίφαση καθαυτή,
αλλά βρίσκει ακόμη και στην φύση τής νοήσεως τις συνθήκες τής αναγκαιότητός
της, μόνο που, ατύχως το αντίθετο έχει απο μέρους του λόγους αλλά τόσο δίκαιους
και αναγκαίους επιβεβαιώσεως".
Η διαμάχη λοιπόν είναι ανάμεσα σε
προτάσεις οι οποίες λαμβανόμενες ξεχωριστά, είναι όχι μόνον μή-αντιφατική η
καθεμιά τους αλλά και αναγκαία, δηλαδή ορθολογικώς αποδεδειγμένη. Παρ'όλα αυτά
όμως το γεγονός ότι βρίσκονται η μία αντίθετη στην άλλη, και ότι δέν υπάρχουν
λόγοι ικανοί να καθορίσουν την νίκη τής μιας επί της άλλης, ότι δηλαδή είναι
ισάξιες, εκπίπτει ο λόγος ο οποίος απαιτεί να τις αποδείξει και επομένως να τις
υποστηρίξει και τις δύο ταυτόχρονα, σε μία αληθινή αντίφαση με τον εαυτό του.
Σχετικά μ'αυτό δέν είναι σημαντικό
ποιός τύπος αντιθέσεως υφίσταται ανάμεσα στην θέση και την αντίθεση (αντίθεση η
οποία όπως ο ίδιος ο Κάντ διευκρινίζει δέν είναι αντίθεση αντιφάσεως αλλά
εναντιώσεως). Έτσι λοιπόν η υποστήριξη ταυτοχρόνως δύο εναντίων προτάσεων στο
ίδιο αντικείμενο είναι μία παράβαση τής α.τ.μ.α, δηλαδή μία πραγματική και
αληθινή αντίφαση!
Μία περαιτέρω διευκρίνηση αυτής της
διαμάχης έχουμε στην ακόλουθη μεταφορά :
"αυτές οι σοφιστικές δηλώσεις ανοίγουν λοιπόν μία διαλεκτική λίστα, όπου
κάθε μέρος στο οποίο επιτρέπεται να επιτεθεί, έχει το πάνω χέρι και υπαναχωρεί
στα σίγουρα εκείνη που είναι αναγκασμένη να σταθεί αμυντικά! Έτσι και οι
θαυμαστοί Ιππότες είτε ασχολούνται στην καλή ή στην κακή αιτία, είναι σίγουροι
ότι θα φέρουν την κορώνα της νίκης εάν προσέχουν μόνον να έχουν το πλεονέκτημα
να δώσουν την τελευταία επίθεση χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν
μία νέα επίθεση του αντιπάλου" (Κριτική του καθαρού λόου σ. 363). Έτσι
λοιπόν καθένα απο τα μέρη κατορθώνει να καταστρέψει την άλλη, αλλά κανένα απο
τα δύο δέν αντιστέκεται στην καταστροφή που τού επιβάλλει το άλλο, αποτέλεσμα
του οποίου είναι να καταστρέφονται και τα δύο μέρη. Απο εδώ προκύπτει το χρέος
της υπερβατικής διαλεκτικής, δηλαδή η συνεπής χρήση της διαλεκτικής, η κριτική
της υπερβατικής φαινομενικότητος, η οποία διευκρινίζεται ώς εξής:
"Σαν ουδέτεροι κριτές του πεδίου
μάχης, πρέπει να αφήσουμε στην άκρη την κρίση εάν είναι καλή ή κακή η αιτία για
την οποία οι αντιμαχόμενοι παλεύουν και να αφήσουμε να τα βρούν μεταξύ τους. Ισως αργότερα αφού βρεθούν καί οι δύο κουρασμένοι παρά
ζημιωμένοι, νά κατανοήσουν απο μόνοι τους την ματαιότητα τής διαμάχης τους και νά χωρίσουν σαν καλοί φίλοι". Η συνεπής διαλεκτική λοιπόν, δέν παίρνει θέση
για κανένα μέρος τής διαμάχης, παραμένει ουδέτερη και περιορίζεται να φανερώσει
την ματαιότητα τής διαμάχης, δηλαδή την ανεπάρκεια και των δύο θέσεων.
"Αυτή η μέθοδος-συνεχίζει ο Κάντ- να παρευρισκόμαστε σε μία διαμάχη
βεβαιώσεων παρά να την προκαλούμε, όχι για να αποφασίσουμε στο τέλος υπέρ της
μίας ή της άλλης, αλλά για να ερευνήσουμε εάν το αντικείμενο αυτής δέν είναι
παρά μόνον μία ψευδαίσθηση, την οποιά προσπαθεί ματαίως ο καθένας να αρπάξει,
και στην οποία δέν μπορεί να κερδίσει τίποτε, ακόμη και αν δέν της αντιστεκόταν
καθόλου, αυτή η μέθοδος λέω, μπορεί να ονομασθεί σκεπτική μέθοδος. Αυτή πρέπει
να διακριθεί απο τον σκεπτικισμό, αρχή μιας μή-επιστήμης σύμφωνα με την τέχνη
και την επιστήμη, η οποία ισοπεδώνει τα θεμέλια κάθε γνώσεως, για να μήν αφήσει
σε κανένα μέρος κάποια βεβαιότητα, η σκεπτική μέθοδος στοχεύει στην βεβαιότητα,
καθότι ψάχνει να ανακαλύψει σε μία τέτοια διαμάχη....το σημείο το αμφίβολο, το
διφορούμενο". Αυτή η σκεπτική μέθοδος-καταλήγει-είναι ουσιωδώς τής
υπερβατικής φιλοσοφίας" διότι οι άλλες επιστήμες δηλαδή τα μαθηματικά και
η φυσική, δέν την χρειάζονται, ενώ η φιλοσοφία δέν διαθέτει τίποτε άλλο. Αυτή
λοιπόν είναι η μέθοδος της φιλοσοφίας.
Ο λόγος λοιπόν επανενώνεται με εκείνον
που ξεκίνησε απο την προκριτική περίοδο γύρω απο την σκεπτική μέθοδο σαν
μοναδική ακριβής ανάπτυξη, παρότι ουσιωδώς αρνητική, δηλαδή καταστροφική. Και
είναι πράγματι καταστροφική διότι δέν καταλήγει να θέσει καμμία θετική αλήθεια,
δηλαδή δέν αποδεικνύει καμμία θέση, αλλά δέν πρέπει και να μπλεχτεί με τον
σκεπτικισμό, διότι αποκτά τουλάχιστον μία βεβαιότητα, εκείνη που βρίσκει σε τί
συνίσταται το αμφίβολο διφορούμενο. Θα δούμε αμέσως τί σημαίνει αυτό. Αλλά
σημειώνουμε αμέσως ότι εδώ ο Κάντ συστήνει την σκεπτική μέθοδο, δηλαδή την
διαλεκτική σαν κριτική τής φαινομενικότητος, τού φαινομένου, ουσιαστικά στην
χρήση τής αρχής τής μή-εναντιώσεως!
Ο λόγος για τον οποίο οι αντίθετες
θέσεις ανακοινώνονται και οι δύο αβάσιμες, είναι το γεγονός ότι εξισούνται,
δηλαδή καμμία απο τις δύο δέν επικρατεί επί της άλλης και αυτές λοιπόν δέν
βγαίνουν απο την αντίφαση. Η αντίφαση λοιπόν, υπολογίζεται απο τον Κάντ σάν μία
απόδειξη, ένα σίγουρο σημείο τής λανθασμένης θέσεως στην οποία περιστρέφεται.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου