Συνέχεια από Παρασκευή, 29 Μαΐου 2020
8. Έτσι λοιπόν και ο μέγας Βασίλειος, αφού ανέφερε πρώτα τους λόγους του Φαραώ προς τον Ισραήλ, «δεν εργάζεσθε, είστε αργόσχολοι, λέτε, ας προσευχηθούμε στον Κύριο τον Θεό μας», προσθέτει· «αυτή πραγματικά είναι η αγαθή και ωφέλιμη ασχολία στον εργαζόμενο· ενασχόληση πονηρή ήταν η ασχολία των Αθηναίων, οι οποίοι με τίποτε άλλο δεν ασχολούνταν, παρά με το να λένε ή να ακούνε κάτι το καινούργιο, την οποία και τώρα μιμούνται μερικοί με την ασχολία του βίου τους, η οποία είναι αγαπητή στα πονηρά πνεύματα». Και για να μη πει κάποιος, ότι ο μέγας αυτός πατέρας τα λέγει αυτά αναφερόμενος μόνο στις ρητορικές ενασχολήσεις, θα προσθέσουμε εκείνο το οποίο λέγει πάλι αυτός, διευκρινίζοντας το σολομώντειο εκείνο παράγγελμα, «γνώρισε σοφία και παιδεία, και κατανόησε λόγους φρονήσεως». «Γιατί τώρα μερικοί», λέγει, «ασχολούμενοι με την γεωμετρία, την οποία εφεύραν οι Αιγύπτιοι, ή με την αστρολογία που τιμάται από τους Χαλδαίους, ή γενικά καταγινόμενοι με τα σχήματα και τις σκιές και τη μετεωρολογία, περιφρόνησαν την παιδαγωγία μέσω των θείων λογίων. Επειδή λοιπόν πολλοί, φροντίζοντας γι’ αυτά, καταγέρασαν καταγινόμενοι με την έρευνα των μάταιων πραγμάτων, γι’ αυτό είναι αναγκαία η επίγνωση της παιδείας, τόσο για την εκλογή της ωφέλιμης παιδείας, όσο και για την αποφυγή της ανωφελούς και βλαβερής». Βλέπεις πώς ονομάζει μάταια, βλαβερή, ανωφελή, την έξω παιδεία, και αυτήν ακόμα των μαθημάτων, και την από αυτά προερχόμενη γνώση, την οποία, όπως λέγεις εσύ, μερικοί ανακηρύσσουν ως τέλος της θεωρίας και σωτήριο; Εκείνος όμως (ο μέγας Βασίλειος), γράφοντας προς τον Ευστάθιο Σεβαστείας, θρηνεί και τη δική του ζωή, όση διήνυσε αφιερώνοντας τη σκέψη του στην μελέτη των μαθημάτων αυτών. Γιατί λέγει· «εγώ, αφού δαπάνησα πολύ χρόνο στη ματαιότητα και αφάνισα όλη σχεδόν τη νεότητά μου στη ματαιοπονία, την οποία παρουσίαζα επιδιδόμενος στην παρακολούθηση των μαθημάτων της σοφίας που μωράνθηκε από τον Θεό, μόλις κάποτε, σαν να ξύπνησα από βαθύ ύπνο, αντιλήφθηκα το άχρηστο της σοφίας των αρχόντων των καταργουμένων του αιώνα αυτού, έκλαψα πολύ για την ελεεινή μου ζωή και προσευχόμουν να μου δοθεί κάποια χειραγωγία (καθοδήγηση, βοήθεια)». Άκουσες ποιοι είναι οι χαρακτηρισμοί της παιδείας και της γνώσεως, την οποία σπεύδουν να εξάρουν μερικοί τώρα; Κατονομάζεται ματαιότητα, ματαιοπονία, σοφία που μωράνθηκε, σοφία που καταργείται, σοφία του αιώνα τούτου και των αρχόντων αυτού, σοφία αφανιστική της σύμφωνης προς τον Θεό ζωής και πολιτείας. Γι’ αυτό ο εραστής της αληθινής σοφίας έδειξε μεγάλη μεταμέλεια επειδή ασχολήθηκε μ’ αυτήν και δεν βρήκε καμμιά χειραγωγία προς την αληθινή σοφία.
9. Τώρα όμως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, όπως ισχυρίζεσαι εσύ, λένε, δεν γνωρίζω πόσο αδιάντροπα, ότι δεν αποτελεί κανένα εμπόδιο προς την τελειότητα τού βίου, το να αφοσιώνεται κανείς ισόβια στην ελληνική παιδεία, χωρίς ν’ ακούνε ούτε τους λόγους του Κυρίου, οι οποίοι απευθύνονται προς αυτούς ακριβώς· «υποκριτές, τα σημεία του ουρανού γνωρίζετε να τα διακρίνετε, τον καιρό της βασιλείας των ουρανών πώς δεν τον διακρίνετε;». Πώς δηλαδή, αφού έφτασε ο καιρός της βασιλείας και ήρθε στον κόσμο ο Θεός που δίνει αυτήν, αν αληθινά επιθυμούν την ανακαίνιση του νού, δεν προσέρχονται σ’ αυτόν δι’ ευχής για να λάβουν το αρχαίο αξίωμα της ελευθερίας, αλλά τρέχουν προς εκείνους που δεν μπόρεσαν ούτε τον εαυτό τους να ελευθερώσουν, και όλα αυτά τη στιγμή που ο αδελφόθεος διακηρύττει περίλαμπρα, «αν κάποιος στερείται σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό που τη δίνει, και θα τη λάβει»; Πώς όμως και η από την έξω σοφία συναγομένη γνώση εξορίζει κάθε κακία της ψυχής που γεννάται δήθεν από την άγνοια, ενώ δεν μπορεί να επιτύχει αυτό μόνη της ούτε η γνώση που προέρχεται από την ευαγγελική διδασκαλία;
Γιατί, λέγει ο Παύλος, δεν θα σωθούν οι ακροατές του νόμου, αλλά εκείνοι πού εφαρμόζουν αυτόν, και εκείνος που γνωρίζει το θέλημα του Θεού και δεν το εκτελεί, θα δεχθεί, λέγει ο Κύριος, μεγάλη τιμωρία, και μάλιστα μεγαλύτερη από εκείνον που δεν το γνωρίζει. Βλέπεις ότι η γνώση μόνη της δεν ωφελεί κανένα; Και γιατί λέγω για τη γνώση τη σχετική με τα πρακτέα ή τον ορατό κόσμο ή τον αόρατο; Ούτε η γνώση του ίδιου του Θεού, ο οποίος τα έκτισε αυτά, θα μπορέσει μόνη της να ωφελήσει κάποιον. Γιατί λέγει ο Χρυσόστομος θεολόγος Ιωάννης· «ποιο το όφελος από τα δόγματα, όταν απουσιάζει ο θεοφιλής βίος», τον οποίο ήρθε να φυτέψει πάνω στη γη ο Κύριος; Και μάλλον, όχι μόνον δεν υπάρχει όφελος από αυτήν, αλλά και πολύ μεγάλη βλάβη, την οποία υπέστησαν και αυτοί, από τους οποίους άκουσες τους λόγους που μου ανήγγειλες. Γιατί τί γράφει προς τους Κορινθίους εκείνος, ο οποίος δεν παρουσιάσθηκε με υπερβολική ευφράδεια, για να μη μειωθεί το μυστήριο του σταυρού, ο οποίος «δεν μιλούσε με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας», και ο οποίος δεν γνώριζε τίποτε άλλο, παρά μόνο τον Κύριο Ιησού, και αυτόν σταυρωμένο; Γράφει· «η γνώση γεμίζει τον άνθρωπο από έπαρση». Είδες το αποκορύφωμα της κακίας, τη χαρακτηριστική αιτία κατακρίσεως τού διαβόλου, την αλαζονεία, ότι γεννιέται από τη γνώση; Πώς λοιπόν κάθε πάθος φυτρώνει από άγνοια; Και πώς η γνώση καθαρίζει την ψυχή; «Η γνώση λοιπόν προκαλεί έπαρση», λέγει, «ενώ η αγάπη οικοδομεί». Είδες τί είναι γνώση χωρίς αγάπη, ότι όχι μόνο δεν καθαρίζει την ψυχή, αλλά την απομακρύνει από την αγάπη, η οποία είναι κορυφή και ρίζα και μεσότητα κάθε αρετής; Πώς λοιπόν η γνώση, η οποία δεν οικοδομεί κανένα αγαθό - αυτό είναι έργο της αγάπης -, θα προσφέρει το κατ’ εικόνα του αγαθού; Αν και βέβαια το είδος αυτό της γνώσεως, το όποιο σύμφωνα με τον λόγο τού αποστόλου προκαλεί έπαρση, δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά από την πίστη. Και αν αυτή η γνώση προκαλεί έπαρση, πολύ περισσότερο εκείνη, για την οποία γίνεται λόγος τώρα· γιατί αυτή είναι φυσική και ταιριάζει στον παλαιό άνθρωπο. Αυτή τη φυσική γνώση τη βοηθεί η έξω παιδεία, πνευματική όμως δεν μπορεί να γίνει ποτέ, έκτος εάν μαζί με την πίστη συνδεθεί και με την αγάπη του Θεού, ή καλύτερα εάν αναγεννηθεί με τη βοήθεια της αγάπης και της χάριτος που πηγάζει από αυτήν, και γίνει άλλη, διαφορετική από την προηγούμενη, καινή και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, γεμάτη λόγους, οι οποίοι οικοδομούν εκείνους που τους ακούνε, και αγαθούς καρπούς, η οποία μάλιστα ονομάζεται και ουράνια σοφία και Θεού σοφία, και σαν πνευματική κατά κάποιο τρόπο, αφού είναι υποταγμένη στη σοφία τού πνεύματος, γνωρίζει και αποδέχεται τα χαρίσματα του πνεύματος». Ενώ η γνώση που δεν είναι τέτοια είναι γήινη, ψυχική, διαμονιώδης, όπως λέγει ο αδελφάθεος απόστολος, γι’ αυτό και δεν δέχεται τα του Πνεύματος σύμφωνα με το γραμμένο, «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος», αλλά τα θεωρεί μωρία και πλάνη και ψευδοδοξία, και τα περισσότερα από αυτά προσπαθεί να τα ανατρέψει τελείως και αγωνίζεται φανερά και με όλη τη δύναμή της να τα διαστρέφει και τα διδάσκει παραποιημένα, μερικά όμως τα δέχεται με πανουργία και τα χρησιμοποιεί μαζί με τα δικά της, όπως οι φαρμακοποιοί τα γλυκά φαγώσιμα.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
8. Ταῦτ᾿ ἄρα καί ὁ μέγας Βασίλειος, προθείς τό τοῦ Φαραώ πρός τόν Ἰσραήλ ὅτι «σχολάζετε, σχολασταί ἐστε, λέγετε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν προσευξώμεθα, ἐπιφέρει˙ «αὕτη μέν οὖν ἡ ἀγαθή σχολή καί ὠφέλιμος τῷ σχολάζοντι˙ πονηρά δέ σχολή ἡ τῶν Ἀθηναίων, οἵ εἰς οὐδέν ἄλλο εὐκαίρουν ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον, ἥν καί νῦν τινες μιμοῦνται τῇ τοῦ βίου σχολῇ, φίλην οὖσαν πονηροῖς πνεύμασιν». Ὡς ἄν δέ μή τις εἴπῃ πρός τάς ρητορικάς μόνας λογολεσχίας ἀποτεινόμενον ταῦτα λέγειν τόν μέγαν, ἐκεῖνο προσθήσομεν, ὅ φησιν αὖθις αὐτός, διευκρινῶν τό σολομώντειον ἐκεῖνο παράγγελμα, «γνῶναι σοφίαν καί παιδείαν καί νοῆσαι λόγους φρονήσεως»˙ «ἤδη γάρ τινες», φησί, «γεωμετρίᾳ σχολάζοντες ἥν ἐξεῦρον Αἰγύπτιοι ἤ ἀστρολογίᾳ τῇ παρά τῶν Χαλδαίων τετιμημένη ἤ ὅλως περί σχήματα καί σκιάς καί μετεωρολογίαν ἔχοντες, τῆς τῶν θείων λογίων παιδεύσεως ὑπερεῖδον˙ ἐπειδή οὖν πολλοί τῇ περί ταῦτα σπουδῇ κατεγήρασαν ἐν τῇ τῶν ματαίων ἐρεύνῃ, διά τοῦτο ἀναγκαία ἡ τῆς παιδείας ἐπίγνωσις πρός τε τήν αἵρεσιν τῆς ὠφελίμου παιδείας καί πρός ἀποταγήν τῆς ἀνοήτου καί βλαβερᾶς». Ὁρᾷς πῶς ματαίαν, βλαβεράν, ἀνόνητον, τήν ἔξω παιδείαν καί αὐτήν τήν τῶν μαθημάτων καί τήν ἐξ αὐτῶν προσαγορεύει γνῶσιν, ἥν τινες, ὡς σύ φῄς, τέλος θεωρίας καί σωτήριον ἀποφαίνωνται; Ἐκεῖνος δέ καί τήν οἰκείαν ἀπολοφύρεται ζωήν, πρός τόν Σεβαστείας Εὐστάθιον γράφων, ὅσην τῇ περί τά μαθήματα ταῦτα μελέτῃ τόν νοῦν προσέχων διήνυσεν˙ «ἐγώ» γάρ, φησί, «πολύν χρόνον προσαναλώσας τῇ ματαιότητι καί πᾶσαν σχεδόν τήν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἥν εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρά τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας, ἐπειδή ποτε, ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς, κατεῖδον τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τῶν καταργουμένων, πολλά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν ἀπολαύσας, εὐχόμην δοθῆναί μοί τινα χειραγωγίαν». Ἤκουσας τίνα τῆς παιδείας καί τῆς γνώσεως, ἥν νῦν ἐξαίρειν μάτην σπεύδουσί τινες, τά προσρήματα; Ματαιότης, ματαιοπονία κατανομάζεται, σοφία μωρανεῖσα, σοφία καταργουμένη, σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου καί τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, σοφία τῆς κατά Θεόν ζωῆς τε καί πολιτείας ἀφανιστική. Διό καί ὁ τῆς ἀληθινῆς σοφίας ἐραστής πολύν μετάμελον ἔσχεν ἐνδιατρίψας αὐτῇ καί μηδεμίαν χειραγωγίαν πρός τήν ἀληθινήν σοφίαν εὑρόμενος.
9. Νῦν δ᾿ εἰσίν, ἀπηρυθριασμένως οὐκ οἶδ᾿ὅπως, οἵ λέγουσιν, ὡς αὐτός λέγεις, μηδέν ἐμπόδιον εἶναι πρός τελειότητα βίου τό διά βίου τήν ἑλληνικήν παιδείαν ἐκμελετᾶν, μηδέ τῶν τοῦ Κυρίου λόγων ἀκούοντες ἄντικρυς πρός αὐτούς λεγομένων, «ὑποκριταί, τά μέν σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ οἴδατε διακρίνειν, τόν δέ καιρόν τῆς βασιλείας πῶς οὐ διακρίνετε;». Τοῦ γάρ καιροῦ τῆς αἰωνίου βασιλείας ἐπιστάντος καί τοῦ διδόντος αὐτήν Θεοῦ ἐπιδεδημηκότος, πῶς, εἴγε ἀληθῶς ἐφίενται τῆς τοῦ νοῦ ἀνακαινίσεως, οὐ δι᾿ εὐχῆς αὐτῷ προσέρχονται τό τῆς ἐλευθερίας ἀρχαῖον ἀξίωμα ληψόμενοι, ἀλλά πρός τούς μηδέ ἑαυτούς ἐλευθερῶσαι δυνηθέντας τρέχουσι, καί ταῦτα τοῦ ἀδελφοθέου τρανῶς περιαγγέλλοντος, «εἴ τις λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ καί λήψεται»; Πῶς δέ καί ἡ παρά τῆς ἔξω σοφίας γνῶσις κακία πᾶσαν ὡς ἐξ ἀγνοίας τικτομένην ἐξορίζει τῆς ψυχῆς, μηδ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπό τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας γνώσεως μόνης ποιῆσαι τοῦτο δυναμένης; Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου σωθήσονται, φησίν ὁ Παῦλος, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί αὐτοῦ, τόν δέ γνόντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μή ποιήσαντα δαρρήσεσθαί φησιν ὁ Κύριος πολλά καί τοῦ μή εἰδότος πλέον. Ὁρᾷς ὡς οὐδένα ὀνίνησιν ἡ γνῶσις μόνη; Καί τί λέγω τήν περί τά πρακτέα ἤ τήν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου ἤ τήν τοῦ ἀοράτου; Οὐδ᾿ αὐτή ἡ γνῶσις τοῦ κτίσαντος αὐτά Θεοῦ δυνήσεταί τινα ὀνῖναι μόνη. «Τί γάρ ὄφελος δογμάτων, θεοφιλοῦς ἀπόντος βίου», ὅν ἦλθε φυτεῦσαι ἐπί γῆς ὁ Κύριος, ὁ χρυσοῦς θεολόγος Ἰωάννης φησί. Μᾶλλον δέ οὐ μόνον οὐκ ἔστι ταύτης ὄφελος, ἀλλά καί μεγίστη βλάβη, ἥν καί οὗτοι πεπόνθασι, παρ᾿ ὧν ἤκουσας οὕς ἀνήγγελάς μοι λόγους. Τί γάρ, ὁ μή καθ᾿ ὑπεροχήν ἐλθών λόγου, ἵνα μή κενωθῇ τό μυστήριον τοῦ σταυροῦ, ὁ μή «ἐν πειθοῖς λαλῶν ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις», ὁ μηδέν εἰδώς εἰ μή Κύριον Ἰησοῦν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον, - τί οὖν οὗτος γράφει πρός τούς Κορινθίους; «Ἡ γνῶσις φυσιοῖ». Εἶδες τόν κολοφῶνα τῆς κακίας, τό ἰδιαίτατον τοῦ διαβόλου κρῖμα, τόν τῦφον ἐκ τῆς γνώσεως τικτόμενον; Πῶς οὖν πᾶν πάθος ἐξ ἀγνοίας φύεται; Πῶς δ᾿ ἡ γνῶσις καθαίρει τήν ψυχήν; «Ἡ γνῶσις οὖν φυσιοῖ», φησίν, «ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Εἶδες ὅ τί ἐστι χωρίς ἀγάπης γνῶσις, μηδαμῶς καθαίρουσα τήν ψυχήν, ἀγάπης τῆς κορυφῆς καί τῆς ρίζης καί μεσότητος πάσης ἀρετῆς; Πῶς οὖν ἡ μηδέν ἀγαθόν οἰκοδομοῦσα γνῶσις – τῆς γάρ ἀγάπης τοῦτο – πῶς οὖν ἡ γνῶσις αὕτη τό κατ᾿ εἰκόνα παρέξεται τοῦ ἀγαθοῦ; Καίτοι τό εἶδος τοῦτο τῆς γνώσεως τό κατά τόν τοῦ ἀποστόλου λόγον φυσιοῦν, οὐ τῆς φύσεως ἀλλά τῆς πίστεώς ἐστιν˙ εἰ δέ αὕτη φυσιοῖ, πόσῳ μᾶλλον ἐκείνη, περί ἧς ἡμῖν ὁ λόγος˙ φυσική γάρ ἐστιν αὕτη καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Τῇ γάρ φυσικῇ ταύτῃ ἡ ἔξω παιδείᾳ βοηθεῖ, πνευματική δ᾿ οὔποτε γένοιτ᾿ ἄν, εἰ μή μετά τῆς πίστεως καί τῇ τοῦ Θεοῦ συγγένοιτο ἀγάπῃ, μᾶλλον δέ εἰ μή πρός τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης χάριτος ἀναγεννηθείη καί ἄλλη παρά τήν προτέραν γένοιτο, καινή τε καί θεοειδής, ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τούς ἀκούοντας οἰκοδομούντων καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἥτις δή καί ἄνωθεν σοφία καί Θεοῦ σοφία κατονομάζεται, καί ὡς πνευματική πως, ἅτε τῇ τοῦ πνεύματος ὑποτεταγμένη σοφίᾳ, τά τοῦ πνεύματος χαρίσματα καί γινώσκει καί ἀποδέχεται. Ἡ δέ μή τοιαύτη, κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης, καθάπερ ὁ τῶν ἀποστόλων ἀδελφόθεος λέγει, διό καί τά τοῦ Πνεύματος οὐ προσίεται κατά τό γεγραμμένον, «ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», ἀλλά μωρίαν αὐτά καί πλάνην καί ψευδοδοξίαν λογίζεται, καί τά πλείω μέν τούτων τελέως ἀνατρέπειν πειρᾶται καί φανερόν ἀγῶνα ποιεῖται διαστρέφειν τε καί μεταδιδάσκειν ὁπόση δύναμις, ἔστι δ᾿ ἅ καί πανούργως προσίεται, συγχρωμένη τούτοις, οἷά περ φαρμακοί τοῖς γλυκέσι τῶν ἐδωδίμων.
8. Έτσι λοιπόν και ο μέγας Βασίλειος, αφού ανέφερε πρώτα τους λόγους του Φαραώ προς τον Ισραήλ, «δεν εργάζεσθε, είστε αργόσχολοι, λέτε, ας προσευχηθούμε στον Κύριο τον Θεό μας», προσθέτει· «αυτή πραγματικά είναι η αγαθή και ωφέλιμη ασχολία στον εργαζόμενο· ενασχόληση πονηρή ήταν η ασχολία των Αθηναίων, οι οποίοι με τίποτε άλλο δεν ασχολούνταν, παρά με το να λένε ή να ακούνε κάτι το καινούργιο, την οποία και τώρα μιμούνται μερικοί με την ασχολία του βίου τους, η οποία είναι αγαπητή στα πονηρά πνεύματα». Και για να μη πει κάποιος, ότι ο μέγας αυτός πατέρας τα λέγει αυτά αναφερόμενος μόνο στις ρητορικές ενασχολήσεις, θα προσθέσουμε εκείνο το οποίο λέγει πάλι αυτός, διευκρινίζοντας το σολομώντειο εκείνο παράγγελμα, «γνώρισε σοφία και παιδεία, και κατανόησε λόγους φρονήσεως». «Γιατί τώρα μερικοί», λέγει, «ασχολούμενοι με την γεωμετρία, την οποία εφεύραν οι Αιγύπτιοι, ή με την αστρολογία που τιμάται από τους Χαλδαίους, ή γενικά καταγινόμενοι με τα σχήματα και τις σκιές και τη μετεωρολογία, περιφρόνησαν την παιδαγωγία μέσω των θείων λογίων. Επειδή λοιπόν πολλοί, φροντίζοντας γι’ αυτά, καταγέρασαν καταγινόμενοι με την έρευνα των μάταιων πραγμάτων, γι’ αυτό είναι αναγκαία η επίγνωση της παιδείας, τόσο για την εκλογή της ωφέλιμης παιδείας, όσο και για την αποφυγή της ανωφελούς και βλαβερής». Βλέπεις πώς ονομάζει μάταια, βλαβερή, ανωφελή, την έξω παιδεία, και αυτήν ακόμα των μαθημάτων, και την από αυτά προερχόμενη γνώση, την οποία, όπως λέγεις εσύ, μερικοί ανακηρύσσουν ως τέλος της θεωρίας και σωτήριο; Εκείνος όμως (ο μέγας Βασίλειος), γράφοντας προς τον Ευστάθιο Σεβαστείας, θρηνεί και τη δική του ζωή, όση διήνυσε αφιερώνοντας τη σκέψη του στην μελέτη των μαθημάτων αυτών. Γιατί λέγει· «εγώ, αφού δαπάνησα πολύ χρόνο στη ματαιότητα και αφάνισα όλη σχεδόν τη νεότητά μου στη ματαιοπονία, την οποία παρουσίαζα επιδιδόμενος στην παρακολούθηση των μαθημάτων της σοφίας που μωράνθηκε από τον Θεό, μόλις κάποτε, σαν να ξύπνησα από βαθύ ύπνο, αντιλήφθηκα το άχρηστο της σοφίας των αρχόντων των καταργουμένων του αιώνα αυτού, έκλαψα πολύ για την ελεεινή μου ζωή και προσευχόμουν να μου δοθεί κάποια χειραγωγία (καθοδήγηση, βοήθεια)». Άκουσες ποιοι είναι οι χαρακτηρισμοί της παιδείας και της γνώσεως, την οποία σπεύδουν να εξάρουν μερικοί τώρα; Κατονομάζεται ματαιότητα, ματαιοπονία, σοφία που μωράνθηκε, σοφία που καταργείται, σοφία του αιώνα τούτου και των αρχόντων αυτού, σοφία αφανιστική της σύμφωνης προς τον Θεό ζωής και πολιτείας. Γι’ αυτό ο εραστής της αληθινής σοφίας έδειξε μεγάλη μεταμέλεια επειδή ασχολήθηκε μ’ αυτήν και δεν βρήκε καμμιά χειραγωγία προς την αληθινή σοφία.
9. Τώρα όμως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι, όπως ισχυρίζεσαι εσύ, λένε, δεν γνωρίζω πόσο αδιάντροπα, ότι δεν αποτελεί κανένα εμπόδιο προς την τελειότητα τού βίου, το να αφοσιώνεται κανείς ισόβια στην ελληνική παιδεία, χωρίς ν’ ακούνε ούτε τους λόγους του Κυρίου, οι οποίοι απευθύνονται προς αυτούς ακριβώς· «υποκριτές, τα σημεία του ουρανού γνωρίζετε να τα διακρίνετε, τον καιρό της βασιλείας των ουρανών πώς δεν τον διακρίνετε;». Πώς δηλαδή, αφού έφτασε ο καιρός της βασιλείας και ήρθε στον κόσμο ο Θεός που δίνει αυτήν, αν αληθινά επιθυμούν την ανακαίνιση του νού, δεν προσέρχονται σ’ αυτόν δι’ ευχής για να λάβουν το αρχαίο αξίωμα της ελευθερίας, αλλά τρέχουν προς εκείνους που δεν μπόρεσαν ούτε τον εαυτό τους να ελευθερώσουν, και όλα αυτά τη στιγμή που ο αδελφόθεος διακηρύττει περίλαμπρα, «αν κάποιος στερείται σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό που τη δίνει, και θα τη λάβει»; Πώς όμως και η από την έξω σοφία συναγομένη γνώση εξορίζει κάθε κακία της ψυχής που γεννάται δήθεν από την άγνοια, ενώ δεν μπορεί να επιτύχει αυτό μόνη της ούτε η γνώση που προέρχεται από την ευαγγελική διδασκαλία;
Γιατί, λέγει ο Παύλος, δεν θα σωθούν οι ακροατές του νόμου, αλλά εκείνοι πού εφαρμόζουν αυτόν, και εκείνος που γνωρίζει το θέλημα του Θεού και δεν το εκτελεί, θα δεχθεί, λέγει ο Κύριος, μεγάλη τιμωρία, και μάλιστα μεγαλύτερη από εκείνον που δεν το γνωρίζει. Βλέπεις ότι η γνώση μόνη της δεν ωφελεί κανένα; Και γιατί λέγω για τη γνώση τη σχετική με τα πρακτέα ή τον ορατό κόσμο ή τον αόρατο; Ούτε η γνώση του ίδιου του Θεού, ο οποίος τα έκτισε αυτά, θα μπορέσει μόνη της να ωφελήσει κάποιον. Γιατί λέγει ο Χρυσόστομος θεολόγος Ιωάννης· «ποιο το όφελος από τα δόγματα, όταν απουσιάζει ο θεοφιλής βίος», τον οποίο ήρθε να φυτέψει πάνω στη γη ο Κύριος; Και μάλλον, όχι μόνον δεν υπάρχει όφελος από αυτήν, αλλά και πολύ μεγάλη βλάβη, την οποία υπέστησαν και αυτοί, από τους οποίους άκουσες τους λόγους που μου ανήγγειλες. Γιατί τί γράφει προς τους Κορινθίους εκείνος, ο οποίος δεν παρουσιάσθηκε με υπερβολική ευφράδεια, για να μη μειωθεί το μυστήριο του σταυρού, ο οποίος «δεν μιλούσε με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας», και ο οποίος δεν γνώριζε τίποτε άλλο, παρά μόνο τον Κύριο Ιησού, και αυτόν σταυρωμένο; Γράφει· «η γνώση γεμίζει τον άνθρωπο από έπαρση». Είδες το αποκορύφωμα της κακίας, τη χαρακτηριστική αιτία κατακρίσεως τού διαβόλου, την αλαζονεία, ότι γεννιέται από τη γνώση; Πώς λοιπόν κάθε πάθος φυτρώνει από άγνοια; Και πώς η γνώση καθαρίζει την ψυχή; «Η γνώση λοιπόν προκαλεί έπαρση», λέγει, «ενώ η αγάπη οικοδομεί». Είδες τί είναι γνώση χωρίς αγάπη, ότι όχι μόνο δεν καθαρίζει την ψυχή, αλλά την απομακρύνει από την αγάπη, η οποία είναι κορυφή και ρίζα και μεσότητα κάθε αρετής; Πώς λοιπόν η γνώση, η οποία δεν οικοδομεί κανένα αγαθό - αυτό είναι έργο της αγάπης -, θα προσφέρει το κατ’ εικόνα του αγαθού; Αν και βέβαια το είδος αυτό της γνώσεως, το όποιο σύμφωνα με τον λόγο τού αποστόλου προκαλεί έπαρση, δεν προέρχεται από τη φύση, αλλά από την πίστη. Και αν αυτή η γνώση προκαλεί έπαρση, πολύ περισσότερο εκείνη, για την οποία γίνεται λόγος τώρα· γιατί αυτή είναι φυσική και ταιριάζει στον παλαιό άνθρωπο. Αυτή τη φυσική γνώση τη βοηθεί η έξω παιδεία, πνευματική όμως δεν μπορεί να γίνει ποτέ, έκτος εάν μαζί με την πίστη συνδεθεί και με την αγάπη του Θεού, ή καλύτερα εάν αναγεννηθεί με τη βοήθεια της αγάπης και της χάριτος που πηγάζει από αυτήν, και γίνει άλλη, διαφορετική από την προηγούμενη, καινή και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, γεμάτη λόγους, οι οποίοι οικοδομούν εκείνους που τους ακούνε, και αγαθούς καρπούς, η οποία μάλιστα ονομάζεται και ουράνια σοφία και Θεού σοφία, και σαν πνευματική κατά κάποιο τρόπο, αφού είναι υποταγμένη στη σοφία τού πνεύματος, γνωρίζει και αποδέχεται τα χαρίσματα του πνεύματος». Ενώ η γνώση που δεν είναι τέτοια είναι γήινη, ψυχική, διαμονιώδης, όπως λέγει ο αδελφάθεος απόστολος, γι’ αυτό και δεν δέχεται τα του Πνεύματος σύμφωνα με το γραμμένο, «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος», αλλά τα θεωρεί μωρία και πλάνη και ψευδοδοξία, και τα περισσότερα από αυτά προσπαθεί να τα ανατρέψει τελείως και αγωνίζεται φανερά και με όλη τη δύναμή της να τα διαστρέφει και τα διδάσκει παραποιημένα, μερικά όμως τα δέχεται με πανουργία και τα χρησιμοποιεί μαζί με τα δικά της, όπως οι φαρμακοποιοί τα γλυκά φαγώσιμα.
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
8. Ταῦτ᾿ ἄρα καί ὁ μέγας Βασίλειος, προθείς τό τοῦ Φαραώ πρός τόν Ἰσραήλ ὅτι «σχολάζετε, σχολασταί ἐστε, λέγετε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν προσευξώμεθα, ἐπιφέρει˙ «αὕτη μέν οὖν ἡ ἀγαθή σχολή καί ὠφέλιμος τῷ σχολάζοντι˙ πονηρά δέ σχολή ἡ τῶν Ἀθηναίων, οἵ εἰς οὐδέν ἄλλο εὐκαίρουν ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον, ἥν καί νῦν τινες μιμοῦνται τῇ τοῦ βίου σχολῇ, φίλην οὖσαν πονηροῖς πνεύμασιν». Ὡς ἄν δέ μή τις εἴπῃ πρός τάς ρητορικάς μόνας λογολεσχίας ἀποτεινόμενον ταῦτα λέγειν τόν μέγαν, ἐκεῖνο προσθήσομεν, ὅ φησιν αὖθις αὐτός, διευκρινῶν τό σολομώντειον ἐκεῖνο παράγγελμα, «γνῶναι σοφίαν καί παιδείαν καί νοῆσαι λόγους φρονήσεως»˙ «ἤδη γάρ τινες», φησί, «γεωμετρίᾳ σχολάζοντες ἥν ἐξεῦρον Αἰγύπτιοι ἤ ἀστρολογίᾳ τῇ παρά τῶν Χαλδαίων τετιμημένη ἤ ὅλως περί σχήματα καί σκιάς καί μετεωρολογίαν ἔχοντες, τῆς τῶν θείων λογίων παιδεύσεως ὑπερεῖδον˙ ἐπειδή οὖν πολλοί τῇ περί ταῦτα σπουδῇ κατεγήρασαν ἐν τῇ τῶν ματαίων ἐρεύνῃ, διά τοῦτο ἀναγκαία ἡ τῆς παιδείας ἐπίγνωσις πρός τε τήν αἵρεσιν τῆς ὠφελίμου παιδείας καί πρός ἀποταγήν τῆς ἀνοήτου καί βλαβερᾶς». Ὁρᾷς πῶς ματαίαν, βλαβεράν, ἀνόνητον, τήν ἔξω παιδείαν καί αὐτήν τήν τῶν μαθημάτων καί τήν ἐξ αὐτῶν προσαγορεύει γνῶσιν, ἥν τινες, ὡς σύ φῄς, τέλος θεωρίας καί σωτήριον ἀποφαίνωνται; Ἐκεῖνος δέ καί τήν οἰκείαν ἀπολοφύρεται ζωήν, πρός τόν Σεβαστείας Εὐστάθιον γράφων, ὅσην τῇ περί τά μαθήματα ταῦτα μελέτῃ τόν νοῦν προσέχων διήνυσεν˙ «ἐγώ» γάρ, φησί, «πολύν χρόνον προσαναλώσας τῇ ματαιότητι καί πᾶσαν σχεδόν τήν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἥν εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρά τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας, ἐπειδή ποτε, ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς, κατεῖδον τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τῶν καταργουμένων, πολλά τήν ἐλεεινήν μου ζωήν ἀπολαύσας, εὐχόμην δοθῆναί μοί τινα χειραγωγίαν». Ἤκουσας τίνα τῆς παιδείας καί τῆς γνώσεως, ἥν νῦν ἐξαίρειν μάτην σπεύδουσί τινες, τά προσρήματα; Ματαιότης, ματαιοπονία κατανομάζεται, σοφία μωρανεῖσα, σοφία καταργουμένη, σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου καί τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, σοφία τῆς κατά Θεόν ζωῆς τε καί πολιτείας ἀφανιστική. Διό καί ὁ τῆς ἀληθινῆς σοφίας ἐραστής πολύν μετάμελον ἔσχεν ἐνδιατρίψας αὐτῇ καί μηδεμίαν χειραγωγίαν πρός τήν ἀληθινήν σοφίαν εὑρόμενος.
9. Νῦν δ᾿ εἰσίν, ἀπηρυθριασμένως οὐκ οἶδ᾿ὅπως, οἵ λέγουσιν, ὡς αὐτός λέγεις, μηδέν ἐμπόδιον εἶναι πρός τελειότητα βίου τό διά βίου τήν ἑλληνικήν παιδείαν ἐκμελετᾶν, μηδέ τῶν τοῦ Κυρίου λόγων ἀκούοντες ἄντικρυς πρός αὐτούς λεγομένων, «ὑποκριταί, τά μέν σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ οἴδατε διακρίνειν, τόν δέ καιρόν τῆς βασιλείας πῶς οὐ διακρίνετε;». Τοῦ γάρ καιροῦ τῆς αἰωνίου βασιλείας ἐπιστάντος καί τοῦ διδόντος αὐτήν Θεοῦ ἐπιδεδημηκότος, πῶς, εἴγε ἀληθῶς ἐφίενται τῆς τοῦ νοῦ ἀνακαινίσεως, οὐ δι᾿ εὐχῆς αὐτῷ προσέρχονται τό τῆς ἐλευθερίας ἀρχαῖον ἀξίωμα ληψόμενοι, ἀλλά πρός τούς μηδέ ἑαυτούς ἐλευθερῶσαι δυνηθέντας τρέχουσι, καί ταῦτα τοῦ ἀδελφοθέου τρανῶς περιαγγέλλοντος, «εἴ τις λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ καί λήψεται»; Πῶς δέ καί ἡ παρά τῆς ἔξω σοφίας γνῶσις κακία πᾶσαν ὡς ἐξ ἀγνοίας τικτομένην ἐξορίζει τῆς ψυχῆς, μηδ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπό τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας γνώσεως μόνης ποιῆσαι τοῦτο δυναμένης; Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου σωθήσονται, φησίν ὁ Παῦλος, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί αὐτοῦ, τόν δέ γνόντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μή ποιήσαντα δαρρήσεσθαί φησιν ὁ Κύριος πολλά καί τοῦ μή εἰδότος πλέον. Ὁρᾷς ὡς οὐδένα ὀνίνησιν ἡ γνῶσις μόνη; Καί τί λέγω τήν περί τά πρακτέα ἤ τήν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου ἤ τήν τοῦ ἀοράτου; Οὐδ᾿ αὐτή ἡ γνῶσις τοῦ κτίσαντος αὐτά Θεοῦ δυνήσεταί τινα ὀνῖναι μόνη. «Τί γάρ ὄφελος δογμάτων, θεοφιλοῦς ἀπόντος βίου», ὅν ἦλθε φυτεῦσαι ἐπί γῆς ὁ Κύριος, ὁ χρυσοῦς θεολόγος Ἰωάννης φησί. Μᾶλλον δέ οὐ μόνον οὐκ ἔστι ταύτης ὄφελος, ἀλλά καί μεγίστη βλάβη, ἥν καί οὗτοι πεπόνθασι, παρ᾿ ὧν ἤκουσας οὕς ἀνήγγελάς μοι λόγους. Τί γάρ, ὁ μή καθ᾿ ὑπεροχήν ἐλθών λόγου, ἵνα μή κενωθῇ τό μυστήριον τοῦ σταυροῦ, ὁ μή «ἐν πειθοῖς λαλῶν ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις», ὁ μηδέν εἰδώς εἰ μή Κύριον Ἰησοῦν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον, - τί οὖν οὗτος γράφει πρός τούς Κορινθίους; «Ἡ γνῶσις φυσιοῖ». Εἶδες τόν κολοφῶνα τῆς κακίας, τό ἰδιαίτατον τοῦ διαβόλου κρῖμα, τόν τῦφον ἐκ τῆς γνώσεως τικτόμενον; Πῶς οὖν πᾶν πάθος ἐξ ἀγνοίας φύεται; Πῶς δ᾿ ἡ γνῶσις καθαίρει τήν ψυχήν; «Ἡ γνῶσις οὖν φυσιοῖ», φησίν, «ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Εἶδες ὅ τί ἐστι χωρίς ἀγάπης γνῶσις, μηδαμῶς καθαίρουσα τήν ψυχήν, ἀγάπης τῆς κορυφῆς καί τῆς ρίζης καί μεσότητος πάσης ἀρετῆς; Πῶς οὖν ἡ μηδέν ἀγαθόν οἰκοδομοῦσα γνῶσις – τῆς γάρ ἀγάπης τοῦτο – πῶς οὖν ἡ γνῶσις αὕτη τό κατ᾿ εἰκόνα παρέξεται τοῦ ἀγαθοῦ; Καίτοι τό εἶδος τοῦτο τῆς γνώσεως τό κατά τόν τοῦ ἀποστόλου λόγον φυσιοῦν, οὐ τῆς φύσεως ἀλλά τῆς πίστεώς ἐστιν˙ εἰ δέ αὕτη φυσιοῖ, πόσῳ μᾶλλον ἐκείνη, περί ἧς ἡμῖν ὁ λόγος˙ φυσική γάρ ἐστιν αὕτη καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Τῇ γάρ φυσικῇ ταύτῃ ἡ ἔξω παιδείᾳ βοηθεῖ, πνευματική δ᾿ οὔποτε γένοιτ᾿ ἄν, εἰ μή μετά τῆς πίστεως καί τῇ τοῦ Θεοῦ συγγένοιτο ἀγάπῃ, μᾶλλον δέ εἰ μή πρός τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης χάριτος ἀναγεννηθείη καί ἄλλη παρά τήν προτέραν γένοιτο, καινή τε καί θεοειδής, ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τούς ἀκούοντας οἰκοδομούντων καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἥτις δή καί ἄνωθεν σοφία καί Θεοῦ σοφία κατονομάζεται, καί ὡς πνευματική πως, ἅτε τῇ τοῦ πνεύματος ὑποτεταγμένη σοφίᾳ, τά τοῦ πνεύματος χαρίσματα καί γινώσκει καί ἀποδέχεται. Ἡ δέ μή τοιαύτη, κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης, καθάπερ ὁ τῶν ἀποστόλων ἀδελφόθεος λέγει, διό καί τά τοῦ Πνεύματος οὐ προσίεται κατά τό γεγραμμένον, «ψυχικός δέ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος», ἀλλά μωρίαν αὐτά καί πλάνην καί ψευδοδοξίαν λογίζεται, καί τά πλείω μέν τούτων τελέως ἀνατρέπειν πειρᾶται καί φανερόν ἀγῶνα ποιεῖται διαστρέφειν τε καί μεταδιδάσκειν ὁπόση δύναμις, ἔστι δ᾿ ἅ καί πανούργως προσίεται, συγχρωμένη τούτοις, οἷά περ φαρμακοί τοῖς γλυκέσι τῶν ἐδωδίμων.
3 σχόλια:
Έχουν ενδιαφέρον με την πιο κάτω σειρά ανάγνωσης οι πιο κάτω αναρτήσεις του Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Φραγκάκη, ἱεροκήρυκα, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Κρήτης και του Μοναχοῦ Παϊσίου Καρεώτου από το Ἱερό Κελλί Ἁγίων Ἀρχαγγέλων.
1) http://www.immorfou.org.cy/newsvarious-articles/1886-ant8819.html
2) https://trelogiannis.blogspot.com/2019/10/blog-post_515.html
3)
https://katanixi.gr/2020/02/11/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%81%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BC-%CE%B1%CE%BD%CF%84-%CF%86%CF%81/
4) http://www.immorfou.org.cy/newsvarious-articles/2085-ant30520.html
Ο μοναχός Παΐσιος Καρεώτης στην τελευταία του ανάρτηση (3) κλείνει λέγοντας:
"Εἶναι ἄκρως λυπηρό καὶ ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ ἄνθρωποὶ της νὰ μάχονται ἐνάντια στὸν Οἰκουμενισμό, μὲ οἰκουμενιστικὴ ἐπιχειρηματολογία καὶ μέθοδο, γενόμενοι ἀκούσια ἡ δυναμὴ του".
Είναι όμως έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται;
Ο Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Φραγκάκης στο τέλος της τελευταίας του ανάρτησης (4) σημειώνει: <> (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμος Δ΄, κεφ. Στ΄, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἁγιορείτικος Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων).
Ο Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Φραγκάκης στο τέλος της τελευταίας του ανάρτησης (4) σημειώνει: "Ὅποιος δέν παραδέχεται τίς πνευματικές καταστάσεις πού ἀποτυπώνονται ἀπό τά πνευματικά χαρίσματα τῆς ψυχῆς στό σῶμα ἐκείνων πού προκόβουν κατά Θεόν, καί ὀνομάζει ἀπάθεια τήν ἕξη τῆς νεκρώσεως τοῦ παθητικοῦ, ἀλλά ὄχι καί τήν ἕξη τῆς ἐνεργείας πρός τά ἀνώτερα, μέ ὁλική ἀποστροφή τῶν κακῶν καί στροφή πρός τά καλά, μέ ἀποβολή τῶν κακῶν ἕξεων καί ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν, αὐτός, σύμφωνα μέ τή γνώμη του αὐτή, ἀρνεῖται καί τή ζωή τῶν ὄντων μέ σῶμα κατά τόν ἄφθαρτο μέλλοντα αἰῶνα." (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμος Δ΄, κεφ. Στ΄, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἁγιορείτικος Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων).
Διάβασα δύο από τά κείμενα. Κατέληξαν σέ προσωπική διαμάχη αλλά τό θέμα τους δέν είναι τόσο πολύπλοκο.Οι μοναχοί ζούν καί αναπνέουν στήν αγκαλιά τής χάρης τού Κυρίου. Οι Ιερείς ζούν ένεκεν τού αγιασμού τών ψυχών καί τών σωμάτων. Γιατί νά πάρουμε τά άκρα; Καί ο Αρχιμανδρίτης δέχεται τό πρωτείο τής ψυχής. Αλλά ο μοναχός παγιδεύεται μάλλον στήν κοινή επιστημονική αντίληψη τής κληρονομικότητος.Τά παθαίνουμε τά θεία.Ο μοναχός τρόμαξε καί ο Αρχιμ.δέν τόν κατανόησε, δέν τόν συμμερίστηκε. Οταν χρειαζόμαστε νά κατεβάσουμε όλη τήν ιστορία τής πατερικής ή τής ασκητικής θεολογίας γιά υπεράσπιση, τότε μάλλον τό θέμα έχει ξεφύγει.
Δημοσίευση σχολίου